Κινητήριος δύναμη τοῦ καπιταλισμοῦ δὲν εἶναι ἡ παραγωγὴ ἀγαθῶν καὶ ὑπηρεσιῶν, ὅπως λέγεται κατὰ κόρον, ἀλλά τὸ κέρδος. Τὸ κέρδος εἶναι αὐτὸ ἐπιτρέπει τὴν παραγωγή καὶ μπορεῖ νὰ μεγιστοποιεῖται χάριν τῆς ἐκμετάλλευσης τῆς ἐργασίας. Ἡ ἔννοια τοῦ κέρδους βασίζεται στὴν ἀπόσπαση τῆς ἀνταλλακτικῆς ἀξίας, τῆς ὁποίας τὸ χρῆμα ἀποτελεῖ τὴν ὑλικὴ ἢ ἄυλη (ὁλοένα καὶ πιὸ συχνά) βάση. Ὁ σύγχρονος ἐξισωτισμὸς βασίζεται κατ’ οὐσίαν στὸ χρηματικὸ μοντέλο, ποὺ ἀποτελεῖ ἐξ ὁρισμοῦ τὴν σφαῖρα τῆς κερδοφορίας. Τὸ ἄθροισμα 1+1 εἶναι ταυτόσημο, εἴτε πρόκειται γιὰ ἀνθρώπους, εἴτε πρόκειται γιὰ δολάρια. Ὁπότε, παρόλο ποὺ ὁ καθένας εἶναι μοναδικὸς καὶ ἀναντικατάστατος, οἱ ἄνθρωποι θεωροῦνται ἐναλλάξιμοι, μὲ τὸν τρόπο ποὺ τὰ χρήματα ὁρίζονται ὡς τὸ παγκόσμιο ἰσοδύναμο, καθὼς κάτι τέτοιο ἐπιτρέπει ὥστε τὰ πάντα νὰ ἀνάγονται στὴν ἰσοδυναμία τῆς ἐμπορευματοποίησης καὶ τοῦ ὑπολογισμοῦ, ἀφ’ ἧς στιγμῆς στεροῦνται κάθε ποιοτικοῦ χαρακτηριστικοῦ εὐτελιζόμενα σὲ ποσότητες.
Στὸ «Κεφάλαιο», ὁ Μὰρξ παρατηρεῖ εὔστοχα ὅτι: «Τὸ κεφάλαιο θεωρεῖ κάθε ὅριο ὡς ἐμπόδιο καὶ τὸ ξεπερνάει μὲ ἰδανικὸ τρόπο ἀλλά, οὐσιαστικά, δὲν τὸ ξεπερνᾶ στὴν πραγματικότητα, πράγμα ποὺ ὀφείλεται στὸ γεγονὸς ὅτι κάθε ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ὅρια ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μέ τὴν ἐγγενῆ ὑπέρβαση τῶν ὁρίων τοῦ κεφαλαίου· ἡ παραγωγή του ὑπόκειται σὲ ἀλλεπάλληλες ἀντιφάσεις τὶς ὁποῖες ναὶ μὲν ὑπερνικᾶ, ἀλλὰ οἱ ὁποῖες ἀναπαράγονται συνεχῶς».
Πρόκειται γιὰ τὴν κυριαρχία τοῦ Ge-stell, γιὰ τὸ ὁποῖο ἔκανε λόγο ὁ Χάϊντεγκερ [Heidegger], τὴν κυριαρχία αὐτοῦ τοῦ ὑπέρτατου καθολικοῦ δεινοῦ ποὺ ἀντιπροσωπεύει ἡ γενικὴ ἐπιθεώρηση καὶ ἐπιτήρηση τοῦ κόσμου ὑπὸ τὴν ἐμπορευματικὴ λογική, τὴν κυριαρχία τῆς ποσότητας, τῆς λογικῆς τοῦ κέρδους, τῆς ἀξιωματικῆς ἀρχῆς τοῦ συμφέροντος, τοῦ μετασχηματισμοῦ κάθε ἀξίας σὲ ἐμπόρευμα. Εἶναι ἕνας μηχανισμὸς ἐλέγχου χωρὶς τέλος, ὑπὸ τὴν διττὴ ἔννοια τοῦ ὅρου, στὸν βαθμὸ ποὺ ὅταν τὸ Ge-stell καθίσταται ἀχαλίνωτο προκαλεῖ πρῶτα ἀπ’ ὅλα τὴν ὕβρη, τὴν ἔλλειψη κάθε μέτρου, τὴν ὑπερβολή.
Τὸ νὰ θελήσουμε νὰ ἀντιτάξουμε τὸν διεθνισμὸ σ’ αὐτὴν τὴν ὑπερβολή, σ’ αὐτὴν τὴν ἔλλειψη μέτρου ποὺ ἀποτελεῖ ἴδιον γνώρισμα τοῦ βοηθητικοῦ μηχανισμοῦ τοῦ Ge-Stell, εἶναι τὸ πλέον ἀκατάλληλο, μιᾶς καὶ ὁ καπιταλισμὸς εἶναι περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο «κοσμοπολιτικός» (στὸν βαθμὸ ποὺ αὐτὴ ἡ ἔκφραση ἔχει νόημα).
Ὁ ἐπιχειρηματίας δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει ἄλλη πατρίδα ἀπὸ τὸν τόπο ποὺ τοῦ ἐπιτρέπει νὰ μεγιστοποιήσει τα κέρδη του, εἶχε παρατηρήσει ὁ Ἄνταμ Σμίθ, καὶ ἡ τάση τοῦ καπιταλισμοῦ νὰ μὴν ὑπολογίζει σύνορα χρονολογεῖται ἀπὸ τὴν γέννησή του. Τὰ σύνορα εἶναι ἕνα ὅριο καὶ, ἑπομένως, ἀποτελοῦν ἐμπόδιο. Ἀναφύονται ἀπό τὴν λογικὴ τῆς Γῆς, ἐνῶ ἡ ἐπιχειρηματικὴ καὶ ἡ ἐμπορικὴ δραστηριότητα εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ «θαλάσσια»: ἀναπτύσσεται σὲ ἕναν κόσμο ὅπου δὲν μποροῦν νὰ ὑπάρξουν σύνορα, ἕναν κόσμο ὅπου ὑπάρχουν μόνο κύματα, ροὲς καὶ ἀντίστροφες ροές.
Ἄν τὸ κεφάλαιο, ὅπως ἔχει ἤδη εἰπωθεῖ, παρέμεινε γιὰ κάποιο χρονικὸ διάστημα συνδεδεμένο μὲ τὸ ἔθνος, σήμερα ἔχει ἀπελευθερωθεῖ πλέον ἀπὸ κάθε ἰδιαίτερη προσκόλληση. Στὸν βαθμὸ ποὺ εἶναι κομιστὴς τῆς φιλοδοξίας πρὸς τὸ ἀπεριόριστο, ὁ καπιταλισμὸς ὄχι μόνο ἀπο-εδαφικοποιεῖται ἐκ φύσεως, ἀλλὰ εἶναι ἐπίσης ὁ καλύτερος τρόπος νὰ καταργηθοῦν οἱ τόποι ὡς προνομιακοὶ χῶροι συναναστροφῆς.
Ὁ καπιταλισμὸς δὲν γνωρίζει ἄλλον πλουραλισμὸ πέρα ἀπὸ τὴν πληθώρα τῶν προϊόντων, ποὺ ἀποτελεῖ μονάχα κατ’ ἐπίφαση διαφορετικότητα.
Ἐπιζητεῖ μιὰ τεράστια ὁμοιογενῆ ἀγορά, ὅπου οἱ ἄνθρωποι ἐπιθυμοῦν τὰ ἴδια ἀντικείμενα, ὅπου οἱ ἰδιαιτερότητες ὅσον ἀφορᾶ τὸν πολιτισμὸ καὶ τὴν νοοτροπία δὲν ἐμποδίζουν τὴν λογικὴ τοῦ κεφαλαίου, φιλοδοξεῖ τὴν ἀναδιαμόρφωση τῆς ἀνθρώπινης σκέψης μὲ τέτοιο τρόπο ὥστε νὰ κατακλύζεται ἀπὸ τὴν ἀποκλειστικὴ ἐμμονικὴ ἐπιθυμία τῆς ἀπόκτησης ἐμπορευμάτων.
Θεωρεῖ περιττό, μεταβατικὸ ἢ ἀνύπαρκτο καθετὶ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἀναχθεῖ στὸν ὑπολογισμὸ καὶ σὲ μιὰ προσέγγιση λογιστικοῦ τύπου.
Διασφαλίζει ὅτι ὅλα τὰ πεδία ποὺ κάποτε διέφυγαν ἀπὸ τὴν ἐμπορευματοποίηση ὑπόκεινται τώρα σ’ αὐτήν.
Ἐκφράζεται μέσω τῆς δημιουργίας ἑνὸς μονοδιάστατου ἀνθρώπου, χωρὶς ἐσωτερικὴ ζωὴ ἢ φαντασιακὸ ἄλλο ἀπὸ ἐκεῖνο τοῦ ἐμπορεύματος, ἑνὸς ἀνθρώπου χωρὶς ποιοτικὰ χαρακτηριστικά, μὲ μηχανικὸ σῶμα, μὲ μορφοποιημένο νοῦ, ποὺ φιλοδοξεῖ νὰ «εὐτυχήσει» μέσω τοῦ ἔχειν καὶ ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει κανένα ἄλλο πάθος ἀπὸ τὴν παράφορη ἐπιθυμία νὰ μεγιστοποιήσει τὰ συμφέροντά του, ποὺ εἶναι ἐπίσης καὶ ὁ «τελευταῖος ἄνθρωπος» γιὰ τὸν ὁποῖο ἔκανε λόγο ὁ Νίτσε.
Ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἄποψη, δὲν μποροῦμε παρὰ νὰ συμφωνήσουμε μὲ τὴν ὁμάδα τοῦ περιοδικοῦ Rébellion, ὅταν ὁρίζει τὴν πατρίδα ὡς μιὰ «σωματικὴ σχέση μεταξὺ τῶν ἐργαζομένων, ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴν συλλογική τους πρακτικὴ καὶ ἕναν ἰσχυρὸ χῶρο ἀλληλεγγύης ἀπέναντι στὴν παγκοσμιοποίηση ἡ ὁποία καταστρέφει τὴν λαϊκὴ καὶ πολιτιστική τους οὐσία». Ὡστόσο, αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ μᾶς κάνει νὰ λησμονοῦμε ὅτι ἡ «πατρίδα» μπορεῖ ἐπίσης νὰ χρησιμοποιηθεῖ ὡς μυστικιστικὸς μύθος ὅταν, ὑπὸ τὸ πρόσχημα τῆς ἐθνικῆς ἑνότητας, ἢ ἀκόμα καὶ τῆς «ἱερᾶς συμμαχίας», τὸ παραπάνω τείνει νὰ συσκοτίσει τὴν ταξικὴ πάλη. Εἶναι ἀπαραίτητο νὰ γίνει διάκριση ἀνάμεσα στὸ τί συνιστᾶ ἡ πατρίδα γιὰ τὸν λαὸ καὶ τί συνιστᾶ γιὰ τὴν ἀστικὴ τάξη, ἡ ὁποία τὴν χρησιμοποιεῖ ὡς ἕνα ἁπλὸ διαταξικὸ ἐργαλεῖο ἐπιβολῆς.
Ἀλαὶν ντὲ Μπενουὰ «Ὁ σοσιαλισμὸς πέραν τῆς Ἀριστερᾶς καὶ τῆς Δεξιᾶς», ἐκδόσεις «Ἔξοδος», Ἀθήνα, 2020
Ὁ τίτλος τῆς ἀναρτήσεως εἶναι δικός μας.
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.