Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2022

Κίρκεργκωρ, Λεβινάς και ορθόδοξη Πατερική Θεολογία (Μέρος 1ο)

από Δημήτρης Γ. Ιωάννου




Ο υπαρξισμός είναι ένα κίνημα που μεσουράνησε στην δυτική Ευρώπη το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα, αν και ο ιδρυτής του, ο φιλόσοφος Σέρεν Κίρκεγκωρ έζησε και δημιούργησε τον 19ο. Προέχει να μάθουμε σε τι το φιλοσοφικό αυτό ρεύμα είναι σύμφωνο με τον χριστιανισμό και σε τι διαφοροποιείται. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι αρκετοί από τους στοχαστές του ήταν χριστιανοί, και μάλιστα ο λουθηρανός Κίρκεγκωρ, που έγραψε όμως πολλά και για το αδύνατο της πίστης.

Ο Κίρκεγκωρ ήταν κατά της ιδρυματικής εκκλησίας, που άλλωστε πίστευε ότι είχε προδώσει τον ρόλο της, και ήταν υπέρμαχος της υποκειμενικότητας-το ξεχωριστό άτομο σχετίζεται και συνδιαλέγεται με τον Θεό του μεμονωμένα. Θα είχε ενδιαφέρον να μελετήσουμε λίγο την θρησκευτική σκέψη του Κίρκεγκωρ.

Ο Θεός γίνεται γενικά για τον υπαρξισμό η απόλυτη Υπόσταση- «υπόσταση» είναι το υποκείμενο, το άτομο, αυτό που δεν μπορεί να αναχθεί στο καθολικό, αλλά αποτελεί την μοναδικότητα. Όλοι οι υπαρξιστές φιλόσοφοι μίλησαν για αυτή την απόλυτη Υπόσταση, τον Θεό, ορισμένοι την αποδέχθηκαν, ορισμένοι την απέρριψαν. Για μερικούς, αυτή η «απόλυτη Υπόσταση» δεν είχε και τόσο μεγάλη σημασία, όπως για τον γερμανό φιλόσοφο Χάιντεγκερ, ο οποίος πίστευε ότι το λεγόμενο «dasein» μεριμνά πρωτίστως για το Είναι. Για τον Χάιντεγκερ το Είναι είναι μια βαθύτερη πραγματικότητα ακόμη και από τον ίδιο τον Θεό, αφού, αν ο Θεός υπάρχει, τότε υπάγεται και Αυτός στο Είναι.

Για τον Κίρκεγκωρ όμως δεν έχουν έτσι τα πράγματα. Ο Θεός είναι η απόλυτη πραγματικότητα, έναντι της οποίας οφείλει να προσδιοριστεί κάθε ανθρώπινη υποκειμενικότητα. Ο Θεός είναι η «Απόλυτη Υπόσταση»- και όχι το απόλυτο πρόσωπο. Δεν πρέπει να συγχέουμε τον υπαρξισμό με τον περσοναλισμό- η έννοια του «προσώπου» χαρακτηρίζει επακριβώς τον περσοναλισμό, ενώ αντιθέτως για τους υπαρξιστές αυτή είναι προβληματική. Αυτό ισχύει π.χ. για τον Χάιντεγκερ, για τον οποίο το «Dasein» διαφοροποιείται έναντι του προσώπου, καθώς είναι ερριμμένο στον κόσμο και μεριμνά για το Είναι.

Θα ήταν λάθος να ονομάσουμε και το υποκείμενο του Κίρκεγκωρ «πρόσωπο»- καθώς η πραγματικότητα της υπέρβασης, του παράδοξου και του απόλυτου πάθους είναι αυτά που το χαρακτηρίζουν. Ο Κίρκεγκωρ πάντως ξεκινά το φιλοσοφικό του εγχείρημα διαφοροποιούμενος από τον Χέγκελ, για τον οποίο αξία έχει το καθολικό, το γενικό, το απόλυτο Πνεύμα, που είναι κάτι το αντικειμενικό και το οποίο θα κατισχύσει στην Ιστορία. Έναντι του Χέγκελ αυτοπροσδιορίζεται ο Κίρκεγκωρ ως ο φιλόσοφος της ατομικότητας, του υποκειμενικού, αυτού που δεν μπορεί να ενταχθεί στο Γενικό, αυτό το οποίο δεν συμπεριλαμβάνεται στην αντικειμενική εγελιανή Ιστορία. Σημασία για τον Δανό φιλόσοφο έχει το μερικό, το μη αναγώγιμο σε ευρύτερες έννοιες, μαζί και το μοναχικό. Για τον Κίρκεγκωρ η υποκειμενικότητα είναι μοναχική, αποτραβιέται κανείς στον δικό του κόσμο, εφόσον η Γλώσσα αδυνατεί από ένα σημείο και πέρα να εκφράσει την μεμονωμένη υπόσταση, και ο άνθρωπος δεν γίνεται πια κατανοητός. Είναι μέσα σε αυτή την μοναχικότητα που συναντά ο άνθρωπος τον Θεό του.

Για τον Κίρκεγκωρ υπάρχουν τρία στάδια τα οποία ακολουθεί ή πρέπει να ακολουθήσει κανείς στη ζωή του. Ξεκινάμε με το λεγόμενο αισθητικό στάδιο, όπου το άτομο παραδίνεται στις απολαύσεις και τις υλικές χαρές της καθημερινότητας, περνάμε στο ηθικό, όπου ανακαλύπτει κανείς τους ηθικούς νόμους, που πρέπει να τηρεί, ακολουθεί και σέβεται το καθήκον, για το οποίο μίλησε τόσο πολύ ο Καντ, και τέλος έρχεται το θρησκευτικό στάδιο, το οποίο υπερβαίνει και το ηθικό. Στο θρησκευτικό στάδιο είναι μόνος κανείς ενώπιος ενωπίω με τον Θεό του, και οι ηθικοί νόμοι μπορεί να καταλυθούν από το παράδοξο. Παράδειγμα ο Αβραάμ, ο οποίος πήρε από τον Θεό την εντολή να θυσιάσει τον αγαπημένο του γιο, τον Ισαάκ, και έπρεπε να υπακούσει. Ωστόσο, το θρησκευτικό στάδιο είναι γεμάτο συγκρούσεις και εντάσεις. Ο Αβραάμ δεν είναι σίγουρος ότι η φωνή που τον πρόσταξε να θυσιάσει τον Ισαάκ ήταν η φωνή του Θεού, για αυτό και η συνείδησή του βασανιζόταν. «Φόβος και τρόμος», όπως είναι ο τίτλος του σχετικού έργου του Κίρκεγκωρ, βασάνιζαν την ψυχή του, γιατί η υποκειμενικότητά του δεν μπορούσε να βεβαιωθεί με ακλόνητη πίστη ότι πράγματι τον πρόσταξε ο Θεός. Η πίστη στον Κίρκεγκωρ συνδυάζεται με την αμφιβολία. Και οι δύο πραγματικότητες είναι αλληλοδιαπλεκόμενες. Δεν υπάρχει απόλυτη πίστη για το υποκείμενο, τον μοναχικό στοχαστή, ο οποίος σχετίζεται με τον Θεό, αλλά ο Θεός δεν σχετίζεται μαζί του. Ο Κίρκεγκωρ μάλλον ήταν οπαδός της ακινάτειας θεολογίας, κατά την οποία ο Θεός δεν σχετίζεται με τον κόσμο- γνωρίζει τον κόσμο θεώμενος τον Εαυτό Του, γιατί το Είναι Του περιλαμβάνει τα πάντα. Η πίστη, έτσι, κατά τον Κίρκεγκωρ, αντί να ενδυναμώνει και να ενισχύει τον πιστό, τον συντρίβει, τον παραλύει, τον βασανίζει. Το θρησκευτικό στάδιο δεν είναι μια περίοδος ηρεμίας, αγαλλίασης και γαλήνης, αλλά εσωτερικής οδύνης.

Για τον Κίρκεγκωρ, που, όπως είπαμε, πολεμούσε τον Χέγκελ, κύρια χαρακτηριστικά του ανθρώπου είναι η αδιαφάνεια, η μοναδικότητα, το απρόβλεπτο και η ανεξάντλητη αυθορμησία. Και ο Θεός, είναι και Αυτός μια εικόνα του ανθρώπου. Είναι φοβερός, όπως είδαμε στην ιστορία με τον Αβραάμ και τον Ισαάκ, δεν κατέρχεται για να διαβεβαιώσει την καρδιά του πιστού, παραμένει ξένος. Η σχέση με τον Θεό είναι αγωνιώδης και πάντα μετέωρη. Ο Κίρκεγκωρ ζητά στην ζωή να υπάρχει αυθεντικότητα –όπως βέβαια και όλοι οι υπαρξιστές-, αλλά το περιεχόμενο αυτής της έννοιας δεν ορίζεται. Κανείς ποτέ δεν μπορεί να πει τι είναι το «αυθεντικό»- και ο Κίρκεγκωρ μάλλον πίστευε ότι αυτό δεν κατακτάται ποτέ στην ζωή, αλλά μόνο προσεγγίζεται. Και προσεγγίζεται μέσω της οδύνης, της εσωτερικής βασάνου, γιατί ο άνθρωπος είναι πρωτίστως ενοχή. Η αυθεντικότητα στον Κίρκεγκωρ δεν ορίζεται λοιπόν, και θεμελιώδης κατηγορία ανάμεσα στον Θεό και τον άνθρωπο είναι η παρεξήγηση. Αυτή η τελευταία μοιάζει σαν θεμελιώδες συστατικό της θεανθρώπινης σχέσης, και απεδείχθη άλλωστε και από την σάρκωση του Χριστού, τον οποίο δεν μπόρεσαν να καταλάβουν οι άνθρωποι, και στο τέλος Τον σταύρωσαν.

Για τον Κίρκεγκωρ σημαντική κατηγορία είναι το πάθος, κατ’ αντίθεσιν προς τον Χέγκελ, όπου η αντικειμενικότητα της Ιστορίας κινεί το άτομο. Είναι καλύτερα να έχεις πάθος για κάτι κακό, παρά καθόλου πάθος. Και βέβαια, το άριστο είναι να έχει κανείς σφοδρό πάθος για τον ίδιο τον Θεό, να είναι παράφορη η σχέση μαζί Του. Αυτό το πάθος όμως δεν μπορεί τελικά να τελεσφορήσει, κατατρώγει τον άνθρωπο, γιατί ο Θεός δεν σχετίζεται με τον άνθρωπο, και έτσι δεν μπορεί να αναπτυχτεί μια αληθινή θεανθρώπινη σχέση. Το πάθος αυτό είναι συνδυασμένο και πάλι με την αγωνία και την οδύνη, γιατί, όπως είπαμε, αν είναι να ζητήσει κάτι ο άνθρωπος από τον Θεό, αυτό είναι η εξιλέωση, η άρση της ενοχής του. Στο σημείο αυτό ο Κίρκεγκωρ ακολουθεί τον Λούθηρο κατά πόδας. Εκείνος διακήρυξε πρώτος ότι η ανθρώπινη φύση είναι βαθιά διεφθαρμένη, και δεν υπάρχει τρόπος λύτρωσης και σωτηρίας σε αυτή την ζωή από το πρόβλημα αυτό. Ο Λούθηρος δυσπιστούσε βαθιά για τον άνθρωπο. Αποδεχόταν και αυτός το δόγμα του απόλυτου προορισμού, και πίστευε ότι ο Θεός σώζει όποιους θέλει, ανεξάρτητα από την προσωπική βούληση και στάση του κάθε ανθρώπου.

Στο σημείο αυτό πρέπει να δούμε την βαθιά διαφοροποίηση του Προτεσταντισμού έναντι της ορθόδοξης θεολογίας. Όπως είχαμε γράψει και αλλού («Εκκλησία και υπέρβαση της ενοχής»), το αμάρτημα του Αδάμ ακολούθησε ο θάνατος, ο οποίος όμως δεν ήταν μια τιμωρία του Θεού, όπως ανέλυσε στο «Προπατορικό αμάρτημα» ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης. Στην δυτική θεολογία αναπτύχτηκε ένας δικανισμός, παρών και στον φιλόσοφο Κίρκεγκωρ, και θεωρήθηκε ότι εφόσον ο άνθρωπος αμάρτησε, προσέβαλε τον άπειρο Θεό και έτσι και η ενοχή του ήταν άπειρη. Η θεία δικαιοσύνη προσβλήθηκε, και έτσι, επειδή ο άνθρωπος δεν γινόταν να εξιλεώσει με οποιαδήποτε πράξη του τον Θεό, ενανθρώπηση ο Χριστός και εξιλέωσε τον Θεό-Πατέρα με την Σταύρωσή Του. Περαιτέρω, η ορθόδοξη θεολογία αντιμετωπίζει εντελώς διαφορετικά το ζήτημα της ενοχής. Πράγματι, λέγει ένας στην πραγματικότητα βαθύς ορθόδοξος θεολόγος, ο π. Συμεών Κραγιόπουλος, δικαίως ο άνθρωπος αισθάνθηκε ότι προσέβαλε τη θεία τάξη, με την έννοια ότι φέρθηκε αχάριστα και αναξιοπρεπώς έναντι του Υψίστου, εφόσον προτίμησε να ανταλλάξει ένα ανώτερο αγαθό, την αγάπη προς τον Θεό, με ένα κατώτερο, την εγωιστική ηδονή. Έτσι ήταν τελείως φυσικό που ο ψυχισμός του ανθρώπου κλονίστηκε, γνώρισε ευθύς αμέσως το ισχυρό «πλήγμα» της ενοχής. Η θεία δικαιοσύνη όμως και η ανάγκη για εξιλέωση του Θεού για την άπειρη προσβολή είναι δικανικές κατηγορίες. Ο Θεός συνέχισε και μετά την αμαρτία του Αδάμ να αγαπά τον άνθρωπο και τον συγχώρησε για την πτώση του, που ήταν ως ένα σημείο φυσική, με την έννοια ότι ο άνθρωπος, εφόσον είναι τρεπτό ον, ήταν δυνατόν να αμαρτήσει. Αυτό που χρειαζόταν ήταν αληθινή μετάνοια, αλλά ο Αδάμ απώθησε την ενοχή και προσπάθησε να κρυφτεί από τον ίδιο τον Θεό. Ο Κάιν έκανε τον πρώτο φόνο, σκότωσε τον αδελφό του, τον Αβελ, η ανθρώπινη φύση διεφθάρη περισσότερο και βαθμιαία επικράτησε ο θάνατος. Το δύσκολο δεν είναι, όπως λέγει ο Κίρκεγκωρ, να συγχωρηθούμε για την ενοχή, αλλά να αποδεχτούμε ότι, ακόμη και μετά την Πτώση, ο Κύριος μας ζητά να τον προσφωνούμε «Πατέρα». Ο Αδάμ έπρεπε να πει απλά στον Θεό, «Κύριε, αμάρτησα, συγχώρησέ με». Αντ’ αυτού όμως κρύφθηκε από τον Θεό, απώθησε την ενοχή και για αυτό ο Θεός τον ρώτησε: «Αδάμ, πού ει;». Ο Αδάμ όμως δεν απάντησε πραγματικά, δεν αυτοπροσδιορίστηκε ενώπιον του Θεού με την προσευχή, και έτσι η ενοχή έμεινε να τον τυραννά.

Είναι, κατά τον πατέρα Συμεών Κραγιόπουλο, εντελώς δικαιολογημένο και φυσικό το ότι αισθανόμαστε τύψεις όταν αμαρτάνουμε, το ότι νιώθουμε ενοχή. Το λάθος είναι, όπως είπαμε, να απωθήσουμε την ενοχή στο υποσυνείδητό μας, να μην την αποδεχτούμε. Τι πρέπει να κάνει ο άνθρωπος για να ξεπεράσει την ενοχή, ένα θέμα που απασχολούσε τόσο πολύ τον Κίρκεγκωρ. Πολύ απλά πρέπει να παραδεχτεί με ταπείνωση ότι είναι αδύνατον να σηκώσει στους αδύναμους ώμους του αυτό το τρομερό βάρος, οπότε και πρέπει να αφήσει τον ίδιο τον Χριστό να το σηκώσει – ο Κύριος σηκώνει το βάρος τόσο της λεγόμενης «γενικής» αμαρτίας, όσο και εκείνης που αφορά τα προσωπικά σφάλματα του καθενός ξεχωριστά. Πρέπει απλώς να ταυτιστεί με τον Χριστό, πράγμα που σημαίνει ταπείνωση. «Χριστέ μου, δεν μπορώ ως κτιστό ον, να σηκώσω την ενοχή, που είναι φυσικό να έχω. Σήκωσέ την Εσύ για μένα».

Για τον Κίρκεγκωρ μια τέτοια λύση ήταν αδιανόητη. Ο άνθρωπος πρέπει να μείνει ξένος ενώπιον του Θεού, δεν υπάρχει η δυνατότητα για τέτοιο αγαπητικό πλησίασμα ανάμεσα στον Δημιουργό και το πλάσμα Του. Ο Θεός ήταν για τον Κίρκεγκωρ η Απόλυτη Υπόσταση. Ένα αβυσσαλέο οντολογικό χάσμα χωρίζει τον Θεό από τον άνθρωπο, οπότε και είναι αδύνατη μια τέτοια οικειότητα στις θεανθρώπινες σχέσεις. Ο Θεός είναι, όπως είπαμε, η Απόλυτη Υπόσταση, το κατεξοχήν Φοβερό, που δεν αναπτύσσει καμία τέτοια τρυφερότητα για το δημιούργημά Του.

Ο Κίρκεγκωρ ήταν κατά της ιδρυματικής Εκκλησίας, της λουθηρανικής κοινότητας της Δανίας, και πίστευε ότι αυτή είχε προδώσει τον γνήσιο χριστιανισμό. Ο πιστός του Κίρκεγκωρ σκέπτεται και δρα μόνος του, σε πλήρη απομόνωση και αποκοπή από τους υπόλοιπους πιστούς. Προσπάθησε να βαστάξει το βάρος της ενοχής μόνος του, αλλά η ορθόδοξη θεολογία λέγει ότι η άρση της ενοχής είναι αδύνατον να γίνει εκτός της εκκλησιαστικής κοινότητας. Στον Προτεσταντισμό κυριαρχεί ο ατομικισμός, κάθε άνθρωπος είναι ξεκομμένος από τον συνάνθρωπο, παρέα με την Βίβλο του, και αυτό είναι το κυρίαρχο στοιχείο. Το πρόβλημα της ενοχής απασχόλησε και άλλους υπαρξιστές φιλοσόφους, στην πραγματικότητα και τον Χάιντεγκερ, ο οποίος θεωρούσε ότι ο άνθρωπος είναι ερριμμένος στον κόσμο, και πρέπει να μεριμνά για αυτόν. Για τον Χάιντεγκερ επίσης, όπως σωστά έχει επισημανθεί, είναι αδύνατη η σχέση με τον συνάνθρωπο, παρά τα όσα λέγει για το Συνείναι, γιατί για τον Χάιντεγκερ οι άλλοι είναι οι «πολλοί», η συναναστροφή με τους οποίους απειλεί την αυθεντικότητα του Ενθάδε-είναι. Ούτε ο Χάιντεγκερ γνωρίζει την πραγματική συντροφικότητα.

Το ζήτημα της ενοχής όμως είναι αδύνατον, κατά την ορθόδοξη θεολογία, να λυθεί εκτός Εκκλησίας. Είναι μεγαλειώδες πράγματι, αληθινή δόξα για τον άνθρωπο να αφήνει κανείς τον Κύριο να σηκώσει αυτό το βάρος. Αυτό συνιστά πράγματι αληθινή εξουθένωση του εαυτού, φθορά του παλαιού ανθρώπου, θάνατο της εγωπάθειας. Στον Κίρκεγκωρ και γενικά στον Προτεσταντισμό δεν υπάρχει η έννοια του «παλαιού εαυτού», ο οποίος στέκεται εμπόδιο στη σχέση ανάμεσα στον Χριστό και τον άνθρωπο. Υπάρχει μόνο η έννοια της αμαρτίας, ενώ πράγματι ο άνθρωπος συνηθίζει την αμαρτία, η οποία και ζυμώνεται μαζί του, και πραγματοποιεί ένα φύραμα.

Πώς υπερβαίνεται η ενοχή; Ο Χριστός, κατά την ορθόδοξη θεολογία, ενεργεί πάντα δι’ ενός συγκεκριμένου προσώπου, ενός ιερέως εν προκειμένω, ο οποίος αποτελεί τρόπον τινά έναν «μικρό Χριστό», στον οποίο πρέπει να προστρέξει όποιος θέλει να θεραπευτεί. Αυτό είναι το παράδοξο: εμπιστευόμαστε τον Χριστό, και Αυτός μας εμπιστεύεται με την σειρά Του και μας κάνει «συνεργούς» Του. Προκειμένου λοιπόν να γλιτώσει κανείς από τη βασανιστική ενοχή, πρέπει να εργαστεί όχι ατομικιστικά, αλλά να θεμελιώσει μια άμεση σχέση με τον Θεό, ακολουθώντας την οδό της Εκκλησίας.

Η σχέση με την Εκκλησία, όπως είπαμε, ήταν προβληματική για τον Κίρκεγκωρ. Θεωρούσε, επαναλαμβάνουμε, εξαχρειωμένη την προτεσταντική κρατική εκκλησία της τότε Δανίας και καταφερόταν εναντίον της. Τα όσα έλεγε μπορεί να ήταν αληθινά, αλλά, γενικότερα στον Προτεσταντισμό, η Εκκλησία δεν θεωρείται το αληθινό μυστήριο του Θεού, η ίδια η Βασιλεία Του. Στην ορθόδοξη Εκκλησία θεωρείται ότι ο Χριστός αναθέτει σε κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο, τον πατέρα της εκκλησιαστικής κοινότητας, τον ιερέα, τον πνευματικό, να γίνει ο φορέας της θείας χάρης. Και μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο γιατί ο άνθρωπος είναι δεκτικός των χαρισμάτων του Θεού (άλλωστε είναι «κατ’ εικόνα Θεού), και μάλιστα του ειδικοτέρου χαρίσματος της ιεροσύνης. Ο ιερέας λειτουργεί πράγματι ως αντιπρόσωπος του Χριστού στη γη, όχι όμως με την εξωτερική έννοια, σαν αυτή που επικρατεί στον ρωμαιοκαθολικό κόσμο, ότι δηλαδή ο χειροτονούμενος λαμβάνει κάποια νομική εξουσία, που μπορεί και να μην αγγίζει καθόλου την όλη του υπόσταση, ως πνευματικού όντος. Ακόμη και αυτή η νομική «εξουσία» του ιερέως, είναι τελικά αγιοπνευματικό δώρο («Λάβετε Πνεύμα Άγιον∙ αν τινων αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς, αν τινων κρατήτε, κεκράτηνται», είπε ο Κύριος). Μέσα στον άνθρωπο, κατά τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, δύναται να ενεργεί το ίδιο το Άγιο Πνεύμα, οπότε, κατά μία ουσιώδη έννοια, μπορεί ο ιερεύς, με το ειδικό αγιοπνευματικό χάρισμα που έχει, να αποτελέσει το μέσον διά του οποίου ενεργεί ο Θεός την σωτηρία των ανθρώπων. Το μυστήριο της εξομολόγησης δεν πρέπει να καταντήσει κενός τύπος. Με έναν αληθινά άνθρωπο του Θεού, πρέπει να θεμελιώσει ο αμαρτωλός μια προσωπική σχέση, γιατί τότε, στο πρόσωπο του ιερέως θεμελιώνει στην ουσία προσωπική σχέση με τον Χριστό. Γιατί πράγματι μεταξύ ιερέως και πιστού αναπτύσσεται μία «σχέση».

Η πραγματικά προσωπική σχέση με κάποιον άλλον, πόσο μάλλον με τον ιερέα, τον εκπρόσωπο της εκκλησιαστικής κοινότητας, στην πραγματικότητα για τον Κίρκεγκωρ αποκλείεται. Μια τέτοια σχέση θα έβγαζε τον πιστό από τον «έρωτά» του –γιατί περί έρωτος πρόκειται- με την ενοχή του, από την αυθεντικότητα της μοναχικότητάς του, από την παρεξήγηση, που αποτελεί στην πραγματικότητα αναπόσπαστο στοιχείο της υπάρξεώς του. Το να παραδώσει το βάρος της ενοχής του σε κάποιον άλλον, έστω και αν αυτός ήταν αντιπρόσωπος του Θεού, ήταν για τον Κίρκεγκωρ κάτι το αδιανόητο. Θα τον έβγαζε από την μοναχικότητά του, στην πραγματικότητα και από την μοναδικότητά του.

Ο Κίρκεγκωρ μίλησε πολύ για το πάθος, που πρέπει στον άνθρωπο να είναι παράφορο, αλλά πρέπει να πούμε ότι πράγματι δεν συνδέεται με το ρομαντικό πάθος και ό,τι αυτό σημαίνει- ο Κίρκεγκωρ δεν ήταν ρομαντικός. Αυτό για το οποίο δεν μιλά πολύ είναι η αγάπη, η οποία δεν είναι ακριβώς πάθος, αλλά έχει μια βαθιά ηθική και πνευματική σημασία. Η αγάπη ωστόσο απαιτεί μια αμοιβαιότητα, και ο Κίρκεγκωρ και πάλι ήταν καλά κλεισμένος μέσα στον εαυτό, για να τον αφήσει να ξανοιχτεί σε μια τέτοια εξωτερικότητα. Σωστά διείδε βέβαια ότι η σχέση με τον Θεό είναι ό,τι βαθύτερο υπάρχει στην καρδιά του ανθρώπου.

Για τον Κίρκεγκωρ, όπως είπαμε, η σχέση με τον Θεό έχει μια θραυσματικότητα. Ο Θεός εμφανίζεται –δεν εννοεί ο φιλόσοφος κάτι εκστατικό- και μετά πάλι κρύβεται. Δεν μπορούμε να φτάσουμε σε μια καθολική αντίληψη περί του Όντος. Και μπορεί να λέγει ότι ο άνθρωπος πρέπει να αφυπνισθεί, ωστόσο εννοεί στην πραγματικότητα στοχαστική αφύπνιση. Αλλά ακόμη και αν αφυπνισθεί κανείς, δεν γλιτώνει από την ενοχή. Σημασία για τον Κίρκεγκωρ έχει η πορεία, η διάνοιξη, η εύρεση καθ’ οδόν. Η σχέση με τον Θεό είναι αινιγματώδης.

Όλη η φιλοσοφία του Κίρκεγκωρ, που αντανακλά σε μεγάλο βαθμό τον Λουθηρανισμό, βασίζεται από ορθοδόξου επόψεως στην λανθασμένη θεολογία του. Είναι ιδιαίτερα προβληματική η τριαδολογία του. Στον Προτεσταντισμό – και με προστάδιο το filioque- υπήρξε μια υποτίμηση του Αγίου Πνεύματος, το οποίο αγιάζει και θεοποιεί την Εκκλησία. Ο Προτεσταντισμός εμμένει στο θέμα της ενοχής του Αδάμ, για το οποίο σταυρώθηκε ο Χριστός, αλλά δεν προχωρά στην δόξα της Ανάστασης και την αποστολή του Αγίου Πνεύματος της Εκκλησίας, που προφυλάσσει την Ορθοδοξία από το να μεταβάλλει σε στοχασμό την αγιοπνευματική ζωή, που πρέπει να έχει ο πιστός. Και είναι επίσης τελείως ελλιπής η τριαδολογία του Λουθήρου, ο οποίος στην πραγματικότητα βασίζεται στην αυγουστίνεια θεολογία, ακόμη περισσότερο όμως δογματικά λανθασμένη.

Για την ορθόδοξη Θεολογία, όπως εξηγεί αναλυτικά ο π. Δημήτριος Στανιλοάε (βλ. την σχετική εργασία μας, «Ο π. Δημήτριος Στανιλοάε ως ερμηνευτής της πατερικής διδασκαλίας για το πρόσωπο»), η αγάπη -και η Βίβλος λέγει «ο Θεός αγάπη εστί»- δεν είναι απλά θεία ενέργεια, αλλά θεμέλιο της θείας διυποκειμενικότητας. «Τα θεία πρόσωπα, λέγει ο πατήρ Στανιλοάε, παραμένουν προαιωνίως τέλεια, γιατί η αγάπη Τους είναι η τέλεια αγάπη, η οποία δεν μπορεί να προάγει περισσότερο τη μεταξύ τους κοινωνία» , ενώ λίγο μετά, σχολιάζοντας ένα χωρίο του αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτη (που γράφει ότι «μόνο ένας Θεός που είναι Πατήρ και Υιός εξηγεί όλη τη γήινη πατρότητα και υιότητα»), λέγει πως «η θαλπωρή των ανθρωπίνων ιδιαίτερων σχέσεων προέρχεται από την ύπαρξη ενός Θεού που δεν είναι ξένος προς τη στοργή τέτοιων σχέσεων». (Χωρίς να κάνει κάποιο ρητό σχόλιο εν προκειμένω, νομίζω ότι ο θεολόγος εννοεί εδώ ό,τι και ο π. Φλορόφσκι, που κάπου γράφει ότι πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της αγάπης του Θεού ως μέρος της φύσεως αυτού, και αυτής ως άκτιστης ενέργειας κλπ, χωρίς, φαντάζομαι, να μπορεί κάποιος να διανοητικοποιήσει και να μιλήσει σχολαστικά γι’ αυτόν τον πραγματικό, αλλά ακατάληπτο διαχωρισμό.) Θεμέλιο και πρότυπο των διανθρώπινων σχέσεων πρέπει ακριβώς να είναι η θεία διυποκειμενικότητα, η οποία βέβαια είναι απόλυτη. Για τον Πατέρα, που έχει το δικό Του υποστατικό ιδίωμα, είναι τελείως διαφανής ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, και για τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα είναι τελείως διαφανής ο Πατήρ. Κάθε Θείο Πρόσωπο κάνει στα άλλα δύο δωρεά κατ’ απόλυτο βαθμό τον ίδιο Του τον εαυτό, καθώς άλλωστε είναι κοινή η Θεία Ουσία και για τα Τρία Άγια Πρόσωπα. Για τον Προτεσταντισμό το δόγμα αυτό της αδιαίρετης και ενωμένης Εκκλησίας έχει ατονήσει, και το όλο δόγμα της Σταύρωσης του Χριστού μοιάζει μια μονομερής ενέργεια του Χριστού, παραμερίζοντας την όλη τριαδολογία. Και επειδή ο άνθρωπος είναι «κατ’ εικόνα» Θεού, ο Κίρκεγκωρ δεν φθάνει ποτέ στην υπέρβαση της μοναχικότητας, της αινιγματικότητας του Θεού και της αγωνίας. Η εκκλησιαστική συνείδηση είναι πολύ υποβιβασμένη στο έργο του.

Παρεμφερή στοιχεία υπάρχουν και στους άλλους υπαρξιστές φιλοσόφους, ακόμη και στον Χάιντεγκερ, για τον οποίο, όπως είπαμε, στην πραγματικότητα το «Συνείναι» είναι μια φενάκη και η σχέση με τον άλλο εκπίπτει στις «σχέσεις με τους πολλούς», πράγμα που αλλοτριώνει το Ενθάδε είναι.

Υπάρχει βέβαια και ο άθεος υπαρξισμός (και ο Χάιντεγκερ είναι μηδενιστής), όπως για παράδειγμα αυτός του φιλοσόφου Σαρτρ, για τον οποίο ο άνθρωπος είναι μια άλογη γεγονότητα, μια παράλογη εύρεση στον κόσμο. Τον άνθρωπο κατακαλύπτει ένα αίσθημα εγκατάλειψης («dereliction») και ξενιτείας («etrangete»). Ο κόσμος, εκτός από τον Χάιντεγκερ, για τους άλλους υπαρξιστές είναι το παράλογο, το ξένο. Στον μη χριστιανικό υπαρξισμό αποξένωση είναι ο βέβαιος κίνδυνος απορρόφησης της ύπαρξης από τον εξωτερικό κόσμο.

Αξίζει στο σημείο αυτό να πούμε και δυο λόγια για την σημασία του θανάτου στον Χάιντεγκερ. Για τον Γερμανό φιλόσοφο, υπάρχουν «όρια» της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως ο πόνος, ο αγώνας, η αποτυχία, και βέβαια ο θάνατος. Κατά τον Χάιντεγκερ το πεπερασμένο του ανθρώπου είναι απολυτό και ουσιώδες. Ο θάνατος είναι παραδόξως για τον άνθρωπο η ύψιστη δυνατότητα. Άνθρωπος σημαίνει το «να-είσαι-προς-θάνατον». Ο θάνατος είναι η πιο προσωπική μας δυνατότητα, η πιο αυθεντική και ταυτοχρόνως η πιο παράλογη. Είναι παρών μέσα στο ίδιο το ζην. Λύση και πάλι είναι η αυθεντικότητα, καθώς το να ζεις αυθεντικά σημαίνει να επιτυγχάνεις την ελευθερία έναντι του θανάτου. Αλλά ποτέ στον Χάιντεγκερ δεν συγκεκριμενοποιείται το νόημα αυτής της αυθεντικότητας. Και για τον φιλόσοφο αυτό χαρακτηριστικό του ανθρώπου είναι η μοναξιά, που γεννιέται μαζί με τη βασική κατάσταση του ανθρώπου, κατά την οποία είναι ριγμένος στον κόσμο και εγκαταλελειμμένος. Όσο πιο πολύ αυθεντική είναι μια υπόσταση, τόσο τείνει προς την απόλυτη μοναξιά.

*******************

Προσωπική μου άποψη είναι ότι ο υπαρξισμός περιγράφει τον νεωτερικό, βιομηχανοποιημένο άνθρωπο. Ο τελευταίος είναι αλλοτριωμένος στην εργασία του, απομονωμένος στην ανωνυμία των πόλεων, μοναχικός, δεν μπορεί να ανακαλύψει νόημα στον κόσμο και αισθάνεται απλά να «είναι-προς-θάνατον». Στην πραγματικότητα, παρά το θεολογικό του έλλειμμα, για το οποίο μιλήσαμε, ο υπαρξισμός περιέγραψε τον σύγχρονο άνθρωπο.



Στην εικαστική πλαισίωση της σελίδας, σύνθεση ζωγραφικού έργου του Γιώργου Δέρπαπα με σχεδίασμα προσωπογραφίας του Σέρεν Κίρκεγκωρ.
ΕΤΙΚΕΤΕΣ
Θεολογία
Κίρκεργκωρ
λεβινάς
Ορθόδοξη
Πατερική
Πίστη
υπαρξισμός


Facebook

Twitter

Email



σχετιζόμενες δημοσιεύσειςπερισσότερα από τον δημιουργό
Θεολογία

Θεολογίες της Μετα-εκκοσμίκευσης
Θεολογία

Ο χώρος και ο χρόνος στη Θεολογία του π. Δημ. Στανιλοάε
Βιβλιοδρόμιο

Bιβλιοκρισία: Αγαπώμαι, άρα σκέφτομαι



Δημοφιλέστερα στην ενότητα Φιλοσοφία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.