Του Δημήτρη Μαύρου
Αυτό είναι το πρώτο από τα τέσσερα αφιερώματα στην ποίηση του κόσμου. Ακολουθούν 20 από τους συνολικά 80 επιλεγμένους ποιητές απ’ όλο τον κόσμο που διαγράφουν με κάποιες παρεκκλίσεις τον πορεία του Phileas Fogg, στο βιβλίο του Βερν. Για λόγους συντομίας τα κείμενα παρατίθενται σε μετάφραση και όχι συνοδεία πρωτοτύπου.
1. William Blake, Ο τίγρης
Τίγρη, Τίγρη, φλόγας λάμψη
μέσα στης νυχτιάς τα δάση,
ποιου η αιώνια μαεστρία
σ’ έκαμε με συμμετρία;
μέσα στης νυχτιάς τα δάση,
ποιου η αιώνια μαεστρία
σ’ έκαμε με συμμετρία;
Σε τι βάθη ή ύψη πέρα
μάτια αστράψαν στον αέρα;
Τι φτερά αποζητάει;
Τι χέρι φλόγες αρπάει;
μάτια αστράψαν στον αέρα;
Τι φτερά αποζητάει;
Τι χέρι φλόγες αρπάει;
Και τι ώμος, και τι τέχνη
της καρδιάς τα νεύρα ζέχνει;
Και, σαν η καρδιά δουλεύει,
τι άκρο σου δεινό σαλεύει;
της καρδιάς τα νεύρα ζέχνει;
Και, σαν η καρδιά δουλεύει,
τι άκρο σου δεινό σαλεύει;
Τι σφυρί, τι αλυσίδα;
ποιο τ’ αμόνι, ποια τσιμπίδα
–ποιο του νου σου το καμίνι;–
τολμά και δεσμά σου δίνει;
ποιο τ’ αμόνι, ποια τσιμπίδα
–ποιο του νου σου το καμίνι;–
τολμά και δεσμά σου δίνει;
Τ’ άστρα σαν τη γη ακοντίζουν
και τους ουρανούς ποτίζουν,
χάρηκε Αυτός που επλάστης;
Σ’ έκαμε του αρνιού ο Πλάστης;
και τους ουρανούς ποτίζουν,
χάρηκε Αυτός που επλάστης;
Σ’ έκαμε του αρνιού ο Πλάστης;
Τίγρη, Τίγρη, φλόγας λάμψη
μέσα στης νυχτιάς τα δάση,
ποια η αιώνια μαεστρία
σ’ έκαμε με συμμετρία;
μέσα στης νυχτιάς τα δάση,
ποια η αιώνια μαεστρία
σ’ έκαμε με συμμετρία;
1794, Άσματα της Εμπειρίας
Μετάφραση: Μάριος Βύρων Ραΐζης
Μετάφραση: Μάριος Βύρων Ραΐζης
(Πανόραμα Αγγλικής Ποίησης, επ. Πάνος Καραγιώργος, Αθήνα: Τυπωθήτω-Γιώργος Δαρδανός, 2005, σελ. 136.)
2. Stéphane Mallarmé, Άσμα του Αγίου Ιωάννου
Ο ήλιος που μια του στάση μόνη
Κορφή υπερφυσική σιμώνει
Σε λίγο ξαναπέφτει πια
αιμάτινη φωτιά
Κορφή υπερφυσική σιμώνει
Σε λίγο ξαναπέφτει πια
αιμάτινη φωτιά
Νιώθω σαν στα θεμέλια βάθη
Το έρεβος σύμπαν να ενετάθη
Μέσα σε ρίγος επαφή
Στην ενιαία υφή
Το έρεβος σύμπαν να ενετάθη
Μέσα σε ρίγος επαφή
Στην ενιαία υφή
Και η ιπτάμενη κεφαλή μου
Θεώρηση σκοπιάς ερήμου
Σε εξάρσεις τόνου θριαμβικού
Του δρέπανου αυτού
Θεώρηση σκοπιάς ερήμου
Σε εξάρσεις τόνου θριαμβικού
Του δρέπανου αυτού
Σαν διάσπαση έχει ξεχωρίσει
Απώθηση μάλλον η τμήση
Για ό,τι αρχαίο δεν συμφωνεί
Μαζί με το κορμί
Απώθηση μάλλον η τμήση
Για ό,τι αρχαίο δεν συμφωνεί
Μαζί με το κορμί
Ασκητικά απορροφημένη
Να συνεχίσει ας επιμένει
Σε ανάπτυγμα με βλοσυρό
το βλέμμα της αγνό
Να συνεχίσει ας επιμένει
Σε ανάπτυγμα με βλοσυρό
το βλέμμα της αγνό
εκεί υψηλά όπου η ψυχρότης
η αιώνια μόνο έχει σκοπό της
να το υπερβάλλετε απʼ αρχής
ω άμετροι πάγοι εσείς
η αιώνια μόνο έχει σκοπό της
να το υπερβάλλετε απʼ αρχής
ω άμετροι πάγοι εσείς
μα κατά κάποιο βάπτισμʼαίδιο
θρέμμα φωτός μια χάρη στο ίδιο
στοιχείο που έχω επιλεγεί
γέρνει λυτρωτική .
θρέμμα φωτός μια χάρη στο ίδιο
στοιχείο που έχω επιλεγεί
γέρνει λυτρωτική .
(Απόδοση Γ. Σ. Πατριαρχέας. Τα ποιήματα του Stéphane Mallarmé, Ιδεόγραμμα, 1992)
3. Γκέοργκ Τρακλ, Ο Σεβαστιανός στο όνειρο
1
Μέσα στο ασημένιο σεληνόφωτο η μάνα κουβαλούσε το μικρό παιδί,
Στον ίσκιο της καρυδιάς, της πανάρχαιας κουφοξυλιάς,
Μεθυσμένη από τους χυμούς του αφιονιού, το θρήνο του κότσυφα
Και ήρεμα και απαλά
Έσκυβε πάνωθέ τους συμπονετικά γενειοφόρο πρόσωπο
Στον ίσκιο της καρυδιάς, της πανάρχαιας κουφοξυλιάς,
Μεθυσμένη από τους χυμούς του αφιονιού, το θρήνο του κότσυφα
Και ήρεμα και απαλά
Έσκυβε πάνωθέ τους συμπονετικά γενειοφόρο πρόσωπο
Σιγανά στο σκοτάδι του παραθύρου και τα παλιά σύνεργα
Των προγόνων
Κείτονταν ρημαγμένα αγάπη και φθινοπωρινό ονειροπόλημα.
Των προγόνων
Κείτονταν ρημαγμένα αγάπη και φθινοπωρινό ονειροπόλημα.
Σκοτεινή και η μέρα του χρόνου, θλιμμένα παιδικά χρόνια,
Όταν αργά-αργά κατέβαινε τ’αγόρι στα δροσερά νερά και στ’ ασημένια ψάρια,
Γαλήνη και πρόσωπο·
Όταν πέτρινο χυμούσε μπροστά σε μαύρα φαριά αφημιασμένα,
Μέσα από την γκρίζα νύχτα έφτανε κι έστεκε από πάνω του τ’αστέρι του·
Όταν αργά-αργά κατέβαινε τ’αγόρι στα δροσερά νερά και στ’ ασημένια ψάρια,
Γαλήνη και πρόσωπο·
Όταν πέτρινο χυμούσε μπροστά σε μαύρα φαριά αφημιασμένα,
Μέσα από την γκρίζα νύχτα έφτανε κι έστεκε από πάνω του τ’αστέρι του·
Ή όταν το βράδυ, πιασμένο από το παγωμένο χέρι της μάνας, περνούσε
Δίπλα από το φθινοπωρινό Κοιμητήριο του Αγίου Πέτρου,
Μια τρυφερή σορός κειτόταν σιωπηλή στο σκοτεινό νεκροτομείο
Και μοισάνοιγε τα παγωμένα της βλέφαρα για να τον δει.
Δίπλα από το φθινοπωρινό Κοιμητήριο του Αγίου Πέτρου,
Μια τρυφερή σορός κειτόταν σιωπηλή στο σκοτεινό νεκροτομείο
Και μοισάνοιγε τα παγωμένα της βλέφαρα για να τον δει.
Όμως αυτός ήταν πουλάκι σε γυμνό κλαρί,
Μακρόσυρτος ήταν ο ήχος της καμπάνας μέσα στο δείλι του Νοέμβρη,
Και γαλήνιος ο πατέρας, όταν σαν υπνοβάτης κατέβαινε τη μοσοσκότεινη φιδωτή σκάλα.
Μακρόσυρτος ήταν ο ήχος της καμπάνας μέσα στο δείλι του Νοέμβρη,
Και γαλήνιος ο πατέρας, όταν σαν υπνοβάτης κατέβαινε τη μοσοσκότεινη φιδωτή σκάλα.
2
Ειρήνη της ψυχής. Έρημο χειμωνιάτικο βράδυ,
Οι σκοτεινές μορφές των βοσκών στο παλιό υδροστάσι·
Βρέφος στην αχυρένια καλύβα· ω πόσο ήσυχα
Βυθιζόταν το πρόσωπο στον μαύρο πυρετό.
Άγια νύχτα.
Οι σκοτεινές μορφές των βοσκών στο παλιό υδροστάσι·
Βρέφος στην αχυρένια καλύβα· ω πόσο ήσυχα
Βυθιζόταν το πρόσωπο στον μαύρο πυρετό.
Άγια νύχτα.
Ή όταν κρατώντας το τραχύ χέρι του πατέρα
Γαλήνια ανηφόριζε τον ζοφερό Γολγοθά
και μέσα στην αμφιλύκη από τις κόγχες των βράχων,
Η γαλάζια μορφή του ανθρώπου διέσχιζε τον θρύλο του,
Πορφυρό κυλούσε το αίμα από την πληγή κάτω από την καρδιά.
Ω πόσο σιωπηλός υψωνόταν ο Σταυρός μέσα στης ψυχής την σκοτεινιά.
Γαλήνια ανηφόριζε τον ζοφερό Γολγοθά
και μέσα στην αμφιλύκη από τις κόγχες των βράχων,
Η γαλάζια μορφή του ανθρώπου διέσχιζε τον θρύλο του,
Πορφυρό κυλούσε το αίμα από την πληγή κάτω από την καρδιά.
Ω πόσο σιωπηλός υψωνόταν ο Σταυρός μέσα στης ψυχής την σκοτεινιά.
Αγάπη· όταν σε μαύρες γωνίες έλιωνε το χιόνι,
ένα γαλάζιο φαιδρό αεράκι παγιδευόταν στην παλιά κουφοξυλιά,
στον σκιερό θόλο της καρυδιάς ·
κι αθόρυβα φανερωνόταν στο αγόρι ο ροδαλός του άγγελός.
ένα γαλάζιο φαιδρό αεράκι παγιδευόταν στην παλιά κουφοξυλιά,
στον σκιερό θόλο της καρυδιάς ·
κι αθόρυβα φανερωνόταν στο αγόρι ο ροδαλός του άγγελός.
Χαρά· όταν σε ψυχρές κάμαρες ηχούσε εσπερινή σονάτα,
σε καστανόχρωμα δοκάρια
Πρόβαλε έρποντας γαλάζια πεταλούδα από το ασημένιο της κουκούλι.
σε καστανόχρωμα δοκάρια
Πρόβαλε έρποντας γαλάζια πεταλούδα από το ασημένιο της κουκούλι.
Ω, η εγγύτητα του θανάτου! Σε πέτρινο τείχος
Έγερνε ένα κίτρινο κεφάλι, σιωπούσε το παιδί
Όταν εκείνο τον Μάρτη έφθινε η Σελήνη.
Έγερνε ένα κίτρινο κεφάλι, σιωπούσε το παιδί
Όταν εκείνο τον Μάρτη έφθινε η Σελήνη.
3
Ρόδινη πασχαλινή καμπάνα στον νεκρικό θόλο της νύχτας
και οι ασημένιες φωνές των αστεριών τέτοιες που
Να στάζει σκοτεινή τρέλα από το μέτωπο του κοιμώμενου.
και οι ασημένιες φωνές των αστεριών τέτοιες που
Να στάζει σκοτεινή τρέλα από το μέτωπο του κοιμώμενου.
Ω πόσο γαλήνιος ήταν ο περίπατος κάτω προς το γαλάζιο ποτάμι,
Όταν αναπολούσε τα λησμονημένα, και στα πράσινα κλωνάρια
Ο κότσυφας προσκαλούσε στον θάνατο κάτι το ξένο.
Όταν αναπολούσε τα λησμονημένα, και στα πράσινα κλωνάρια
Ο κότσυφας προσκαλούσε στον θάνατο κάτι το ξένο.
Ή όταν κρατώντας το οστέινο χέρι του γέρου
Περνούσε το βράδυ από τα ερειπωμένα τείχη της πόλης
Κι εκείνος μέσα σε μαύρο μανδύα κουβαλούσε ένα βρέφος ροδαλό,
το Πνεύμα του Κακού φανερωνόταν στον ίσκιο της καρυδιάς.
Περνούσε το βράδυ από τα ερειπωμένα τείχη της πόλης
Κι εκείνος μέσα σε μαύρο μανδύα κουβαλούσε ένα βρέφος ροδαλό,
το Πνεύμα του Κακού φανερωνόταν στον ίσκιο της καρυδιάς.
Ψηλάφισμα στα πράσινα σκαλοπάτια του θέρους. Ω πόσο σιγανά
Ρήμαξε ο κήπος μέσα στη μουντή γαλήνη του φθινοπώρου,
μοσχοβολούσε και μελαγχολούσε η πανάρχαια κουφοξυλιά,
Όταν στον ίσκιο του Σεβαστιανού έσβηνε η ασημένια φωνή του αγγέλου.
Ρήμαξε ο κήπος μέσα στη μουντή γαλήνη του φθινοπώρου,
μοσχοβολούσε και μελαγχολούσε η πανάρχαια κουφοξυλιά,
Όταν στον ίσκιο του Σεβαστιανού έσβηνε η ασημένια φωνή του αγγέλου.
(Μετάφραση Ιωάννα Αβραμίδου)
4. Dante Alighieri, Άσμα XXVI
Χαρά σε σένα, Φλωρεντία, που τ’ όνομά σου είναι γνωστό
πάνω από θάλασσες κι από στεριές,
και μες στην κόλαση είναι ξακουστό!
Πέντε σπουδαίους πολίτες σου βρήκα εδώ
ανάμεσα στους κλέφτες· τούτο με κάνει να ντραπώ
και τη δική σου την τιμή διόλου δεν τη δοξάζει.
Μ’ αν αληθεύει πως της αυγής τα όνειρα βγαίνουν,
σύντομα θα το μάθεις πόσο λυσσομανούν
το Πράτο και οι ρέστοι και τη δική σου συφορά προσμένουν.
Κι αν είχε κιόλας το κακό συμβεί, νωρίς δε θα ’τανε.
Μακάρι να ’χε γίνει ό,τι να γίνει πρέπει!
πιότερο θε να πικραθώ όσο η ζωή μου τρέχει.
Τα σκαλοπάτια πήραμε ν’ ανεβαίνουμε
που στον κατεβασμό είχαμε από το φόβο μας χλωμιάσει,
ο οδηγός μου πήγαινε μπροστά, τραβώντας με κατόπι,
το μονοπάτι το μοναχικό ακολουθώντας,
ανάμεσα ’πο πέτρες κοφτερές, προεξοχές του βράχου
όπου τα πόδια των χεριών ζητήσουν τη βοήθεια.
Πόνεσα τότε και ξανά πονώ
αυτό που είδα σαν αναλογιστώ,
και πιότερο φρενάρω την καπατσοσύνη,
για να μην τρέχει εκεί που η αρετή δεν τηνε κατευθύνει·
μη με φθονήσει το καλό μου αστέρι
ή όποιος άλλος την αξιοσύνη μού ’χει φέρει.
Όπως ο χορικός που στην κορφή του λόφου ξαποσταίνει
βλέπει κάτω στον κάμπο να λάμπουνε πυγολαμπίδες
εκεί που αμπελουργεί και σπέρνει,
την εποχή που αυτός που τον κόσμο φωτίζει
την όψη του από μας για λίγο τηνε παίρνει,
την ώρα που η μύγα στον κώνωπα τη θέση της τη δίνει:
με τόσες φλόγες ελαμπύριζε ο όγδοος ο λάκκος
όπως τον είδα όταν κατέβηκα
εκεί που εφάνηκε ο βυθός του.
Κι όπως αυτός που τον εκδικηθήκαν οι αρκούδες
είδε το άρμα του Ηλία που ανέβαινε ψηλά,
σαν τ’ άλογα κατά τον ουρανό σηκώθηκαν ορθά, και
μη μπορώντας πια με τη ματιά του να τ’ ακολουθήσει,
δεν έβλεπε παρά μονάχα μια φωτιά,
που ανέβαινε σαν συννεφάκι που πετά στη δύση:
έτσι η κάθε φλόγα στου λάκκου το έμπα πήγαινε
χωρίς καμιά να δείχνει τί μέσα είχε κρυμμένο,
ενώ στα σωθικά της είχε έναν κολασμένο,
Πά’ στο γιοφύρι στέκομουν ορθός για να κοιτώ,
κι αν δε σκεφτόμουν κάποιο βράχο να κρατώ,
χωρίς κανένα σπρώξιμο κάτω θε να ’χα πέσει.
Κι ο οδηγός μου, που είδε την τόση ταραχή μου,
γυρίζει και μου λέει: «Στις φλόγες μέσα είν’ οι ψυχές·
η κάθε μια στη φλόγα που την καίει τυλιγμένη».
«Δάσκαλε», του λέω, «όπως σ’ ακούω να μιλάς
νιώθω πιο σίγουρος· το ’χα κιόλας προσέξει,
πες μου όμως τώρα: ποιός είναι μες σ’ εκείνη τη φωτιά,
που από πάνω της στα δυο είναι χωρισμένη
και μοιάζει σα να ξεπηδά απ’ την πυρά
που ο Ετεοκλής κι ο αδερφός του ήταν βαλμένοι;»
Και μου απαντά: «Κει μέσα βασανίζονται
Οδυσσέας και Διομήδης, όπου μαζί μοιράζονται
την καταδίκη, όπως μοιράστηκαν τη θεία οργή·
μέσα στη φλόγα τους πληρώνεται τ’ αλόγου η συμβουλή
την πόρτα που άνοιξε στο σπόρο τον ευγενικό να βγει
που απ’ αυτόν κρατάει των Ρωμαίων η φυλή.
Πληρώνεται κι η πονηριά που κάνει ακόμη και νεκρή
να κλαίει τη Δηιδάμεια, τον Αχιλλέα που έχει στερηθεί.
Πληρώνεται ακόμη του ξόανου της Παλλάδας η κλοπή».
«Αν μέσ’ από τις φλόγες τους μπορούνε να μιλήσουν»,
του λέω, «δάσκαλε, σε παρακαλώ
και σε θερμοπαρακαλώ με χίλια παρακάλια,
μη μου αρνηθείς εδώ να περιμένω
να πλησιάσει η φλόγα η διπλή,
απ’ την επιθυμία, κοίτα με, προς τη μεριά της γέρνω!»
«Άξια πολλού επαίνου είναι η επιθυμία σου»,
μου λέει, «γι’ αυτό τη δέχομαι·
το στόμα σου όμως κράτησε κλειστό.
Άσε να τους μιλήσω εγώ μια κι έχω καταλάβει
τί επιθυμείς να μάθεις, γιατί, όντας Έλληνες,
μπορεί να μη θελήσουν στα λόγια σου ν’ αποκριθούν».
Σαν έφτασε κοντά η φλόγα και του οδηγού μου εφάνη
ο χρόνος και ο τόπος πως ήτανε σωστός,
τον άκουσα μ’ αυτά τα λόγια να μιλάει:
«Ε! σεις που μέσα είσαστε κι οι δυο στην ίδια φλόγα,
αν είχα αξία για σας μικρή ή μεγάλη σαν τη ζωή μου
έγραψα για σας τους υψηλούς μου στίχους,
άλλο μην κινηθείτε, παρά ένας από σας ας πει
σε ποιά μεριά του κόσμου βρήκε τη θανή».
Της φλόγας της αρχαίας η πιο μεγάλη γλώσσα
να τρέμει άρχισε μ’ ένα μουρμουρητό
όπως μια φλόγα που άνεμος τηνε δέρνει·
την κορφή της μετά πηγαινοφέρνοντας
σα να ’ταν τούτη που μιλούσε,
έβγαλε έξω φωνή και είπε:
«Σαν έφυγα απ’ την Κίρκη που πάνω από ένα χρόνο
εκεί κοντά με κράτησε στης Γαέτας τα μέρη,
πριν έτσι τη βαφτίσει ο Αινείας,
ούτε του γιου τα χάδια, ούτε η συμπόνια
για τον γέρο πατέρα, ούτε η αγάπη που χρωστούσα
στην Πηνελόπη για να τη γλυκάνω
νίκησαν τη λαχτάρα που είχα εντός μου
όλο τον κόσμο να τον σεργιανίσω
και των ανθρώπων την αξία και τα πάθη να γνωρίσω·
τον ωκεανό τον ανοιχτό βγήκα να κατακτήσω
μ’ ένα μοναχικό σκαρί και μ’ ένα τσούρμο
τόσο δα μικρό, που πάντα μού ’μενε πιστό.
Στη μια μεριά φάνηκαν τ’ ακρογιάλια ώσμε την Ισπανία,
κι από την άλλη το Μαρόκο και το νησί των Σάρδων,
και τ’ άλλα τα νησιά που βρέχει τούτη η θάλασσα.
Εγώ, κι οι σύντροφοί μου, γέροι πια,
φτάσαμε στο στενό το πέρασμα
που ο Ηρακλής είχε σημαδεμένο,
άνθρωπος πιο μακρά ποτέ να μην πηγαίνει·
απ’ τα δεξιά, άφησα τη Σεβίλλη πίσω μου,
κι είχα απ’ τ’ αριστερά μου αφήσει και το Θέουα.
“Αδέρφια”, είπα, “ύστερα ’πό τόσα μίλια στη θάλασσα,
κι από τόσους κινδύνους, φτάσατε πια στη δύση,
και τώρα πια που μια μικρή
μας μένει μόνο βάρδια απ’ το ταξίδι της ζωής,
δε θ’ αρνηθείτε να γνωρίσετε τον ακατοίκητο τον κόσμο,
του ήλιου το μονοπάτι ακολουθώντας.
Την καταγωγή σας να σκεφτείτε:
σαν κτήνη δε γεννηθήκατε να ζείτε,
παρά τη γνώση και την αρετή ν’ ακολουθείτε”.
Μ’ αυτή τη σύντομη δημηγορία για το ταξίδι
τόσο άναψα ενθουσιασμό στους σύντροφούς μου,
που με μεγάλη δυσκολία τους κρατούσα·
και στην ανατολή γυρίζοντας την πρύμνη,
φτερά κάναμε τα κουπιά με πέταγμα παρακιδυνεμένο,
πάντα τραβώντας νοτιοδυτικά.
Του άλλου πόλου τη νύχτα βλέπαμε τ’ αστέρια
γιατί ο δικός μας πόλος είχε πια χαθεί,
κάτω απ’ του πόντου τη γραμμή.
Του φεγγαριού το κάτω μέρος πέντε φορές το είδαμε
αναμμένο και άλλες πέντε μάς έμεινε σβηστό,
σ’ αυτό το επικίνδυνο ταξίδι αφότου μπήκαμε,
όταν ξεπρόβαλε μπροστά μας θεόρατο και σκούρο
ένα βουνό, σ’ απόσταση μεγάλη, κι ήταν τόσο ψηλό
όπου ποτέ μου άλλο δεν είδα σαν αυτό.
Σε λύπη γύρισε η πρώτη μας χαρά,
σαν εγεννήθηκε απ’ εκεί ένας σίφουνας,
που το σκαρί μας χτύπησε στην πλώρη.
Τρεις φορές το ’κανε τα γύρω να γυρίσει·
την τέταρτη η πρύμνη ορθώθηκε ψηλά
κι η πλώρη γύρισε και βούτηξε βαθιά, τί έτσι είχε θελήσει
κάποιος άλλος, και μας σκεπάσανε του πόντου τα νερά».
πάνω από θάλασσες κι από στεριές,
και μες στην κόλαση είναι ξακουστό!
Πέντε σπουδαίους πολίτες σου βρήκα εδώ
ανάμεσα στους κλέφτες· τούτο με κάνει να ντραπώ
και τη δική σου την τιμή διόλου δεν τη δοξάζει.
Μ’ αν αληθεύει πως της αυγής τα όνειρα βγαίνουν,
σύντομα θα το μάθεις πόσο λυσσομανούν
το Πράτο και οι ρέστοι και τη δική σου συφορά προσμένουν.
Κι αν είχε κιόλας το κακό συμβεί, νωρίς δε θα ’τανε.
Μακάρι να ’χε γίνει ό,τι να γίνει πρέπει!
πιότερο θε να πικραθώ όσο η ζωή μου τρέχει.
Τα σκαλοπάτια πήραμε ν’ ανεβαίνουμε
που στον κατεβασμό είχαμε από το φόβο μας χλωμιάσει,
ο οδηγός μου πήγαινε μπροστά, τραβώντας με κατόπι,
το μονοπάτι το μοναχικό ακολουθώντας,
ανάμεσα ’πο πέτρες κοφτερές, προεξοχές του βράχου
όπου τα πόδια των χεριών ζητήσουν τη βοήθεια.
Πόνεσα τότε και ξανά πονώ
αυτό που είδα σαν αναλογιστώ,
και πιότερο φρενάρω την καπατσοσύνη,
για να μην τρέχει εκεί που η αρετή δεν τηνε κατευθύνει·
μη με φθονήσει το καλό μου αστέρι
ή όποιος άλλος την αξιοσύνη μού ’χει φέρει.
Όπως ο χορικός που στην κορφή του λόφου ξαποσταίνει
βλέπει κάτω στον κάμπο να λάμπουνε πυγολαμπίδες
εκεί που αμπελουργεί και σπέρνει,
την εποχή που αυτός που τον κόσμο φωτίζει
την όψη του από μας για λίγο τηνε παίρνει,
την ώρα που η μύγα στον κώνωπα τη θέση της τη δίνει:
με τόσες φλόγες ελαμπύριζε ο όγδοος ο λάκκος
όπως τον είδα όταν κατέβηκα
εκεί που εφάνηκε ο βυθός του.
Κι όπως αυτός που τον εκδικηθήκαν οι αρκούδες
είδε το άρμα του Ηλία που ανέβαινε ψηλά,
σαν τ’ άλογα κατά τον ουρανό σηκώθηκαν ορθά, και
μη μπορώντας πια με τη ματιά του να τ’ ακολουθήσει,
δεν έβλεπε παρά μονάχα μια φωτιά,
που ανέβαινε σαν συννεφάκι που πετά στη δύση:
έτσι η κάθε φλόγα στου λάκκου το έμπα πήγαινε
χωρίς καμιά να δείχνει τί μέσα είχε κρυμμένο,
ενώ στα σωθικά της είχε έναν κολασμένο,
Πά’ στο γιοφύρι στέκομουν ορθός για να κοιτώ,
κι αν δε σκεφτόμουν κάποιο βράχο να κρατώ,
χωρίς κανένα σπρώξιμο κάτω θε να ’χα πέσει.
Κι ο οδηγός μου, που είδε την τόση ταραχή μου,
γυρίζει και μου λέει: «Στις φλόγες μέσα είν’ οι ψυχές·
η κάθε μια στη φλόγα που την καίει τυλιγμένη».
«Δάσκαλε», του λέω, «όπως σ’ ακούω να μιλάς
νιώθω πιο σίγουρος· το ’χα κιόλας προσέξει,
πες μου όμως τώρα: ποιός είναι μες σ’ εκείνη τη φωτιά,
που από πάνω της στα δυο είναι χωρισμένη
και μοιάζει σα να ξεπηδά απ’ την πυρά
που ο Ετεοκλής κι ο αδερφός του ήταν βαλμένοι;»
Και μου απαντά: «Κει μέσα βασανίζονται
Οδυσσέας και Διομήδης, όπου μαζί μοιράζονται
την καταδίκη, όπως μοιράστηκαν τη θεία οργή·
μέσα στη φλόγα τους πληρώνεται τ’ αλόγου η συμβουλή
την πόρτα που άνοιξε στο σπόρο τον ευγενικό να βγει
που απ’ αυτόν κρατάει των Ρωμαίων η φυλή.
Πληρώνεται κι η πονηριά που κάνει ακόμη και νεκρή
να κλαίει τη Δηιδάμεια, τον Αχιλλέα που έχει στερηθεί.
Πληρώνεται ακόμη του ξόανου της Παλλάδας η κλοπή».
«Αν μέσ’ από τις φλόγες τους μπορούνε να μιλήσουν»,
του λέω, «δάσκαλε, σε παρακαλώ
και σε θερμοπαρακαλώ με χίλια παρακάλια,
μη μου αρνηθείς εδώ να περιμένω
να πλησιάσει η φλόγα η διπλή,
απ’ την επιθυμία, κοίτα με, προς τη μεριά της γέρνω!»
«Άξια πολλού επαίνου είναι η επιθυμία σου»,
μου λέει, «γι’ αυτό τη δέχομαι·
το στόμα σου όμως κράτησε κλειστό.
Άσε να τους μιλήσω εγώ μια κι έχω καταλάβει
τί επιθυμείς να μάθεις, γιατί, όντας Έλληνες,
μπορεί να μη θελήσουν στα λόγια σου ν’ αποκριθούν».
Σαν έφτασε κοντά η φλόγα και του οδηγού μου εφάνη
ο χρόνος και ο τόπος πως ήτανε σωστός,
τον άκουσα μ’ αυτά τα λόγια να μιλάει:
«Ε! σεις που μέσα είσαστε κι οι δυο στην ίδια φλόγα,
αν είχα αξία για σας μικρή ή μεγάλη σαν τη ζωή μου
έγραψα για σας τους υψηλούς μου στίχους,
άλλο μην κινηθείτε, παρά ένας από σας ας πει
σε ποιά μεριά του κόσμου βρήκε τη θανή».
Της φλόγας της αρχαίας η πιο μεγάλη γλώσσα
να τρέμει άρχισε μ’ ένα μουρμουρητό
όπως μια φλόγα που άνεμος τηνε δέρνει·
την κορφή της μετά πηγαινοφέρνοντας
σα να ’ταν τούτη που μιλούσε,
έβγαλε έξω φωνή και είπε:
«Σαν έφυγα απ’ την Κίρκη που πάνω από ένα χρόνο
εκεί κοντά με κράτησε στης Γαέτας τα μέρη,
πριν έτσι τη βαφτίσει ο Αινείας,
ούτε του γιου τα χάδια, ούτε η συμπόνια
για τον γέρο πατέρα, ούτε η αγάπη που χρωστούσα
στην Πηνελόπη για να τη γλυκάνω
νίκησαν τη λαχτάρα που είχα εντός μου
όλο τον κόσμο να τον σεργιανίσω
και των ανθρώπων την αξία και τα πάθη να γνωρίσω·
τον ωκεανό τον ανοιχτό βγήκα να κατακτήσω
μ’ ένα μοναχικό σκαρί και μ’ ένα τσούρμο
τόσο δα μικρό, που πάντα μού ’μενε πιστό.
Στη μια μεριά φάνηκαν τ’ ακρογιάλια ώσμε την Ισπανία,
κι από την άλλη το Μαρόκο και το νησί των Σάρδων,
και τ’ άλλα τα νησιά που βρέχει τούτη η θάλασσα.
Εγώ, κι οι σύντροφοί μου, γέροι πια,
φτάσαμε στο στενό το πέρασμα
που ο Ηρακλής είχε σημαδεμένο,
άνθρωπος πιο μακρά ποτέ να μην πηγαίνει·
απ’ τα δεξιά, άφησα τη Σεβίλλη πίσω μου,
κι είχα απ’ τ’ αριστερά μου αφήσει και το Θέουα.
“Αδέρφια”, είπα, “ύστερα ’πό τόσα μίλια στη θάλασσα,
κι από τόσους κινδύνους, φτάσατε πια στη δύση,
και τώρα πια που μια μικρή
μας μένει μόνο βάρδια απ’ το ταξίδι της ζωής,
δε θ’ αρνηθείτε να γνωρίσετε τον ακατοίκητο τον κόσμο,
του ήλιου το μονοπάτι ακολουθώντας.
Την καταγωγή σας να σκεφτείτε:
σαν κτήνη δε γεννηθήκατε να ζείτε,
παρά τη γνώση και την αρετή ν’ ακολουθείτε”.
Μ’ αυτή τη σύντομη δημηγορία για το ταξίδι
τόσο άναψα ενθουσιασμό στους σύντροφούς μου,
που με μεγάλη δυσκολία τους κρατούσα·
και στην ανατολή γυρίζοντας την πρύμνη,
φτερά κάναμε τα κουπιά με πέταγμα παρακιδυνεμένο,
πάντα τραβώντας νοτιοδυτικά.
Του άλλου πόλου τη νύχτα βλέπαμε τ’ αστέρια
γιατί ο δικός μας πόλος είχε πια χαθεί,
κάτω απ’ του πόντου τη γραμμή.
Του φεγγαριού το κάτω μέρος πέντε φορές το είδαμε
αναμμένο και άλλες πέντε μάς έμεινε σβηστό,
σ’ αυτό το επικίνδυνο ταξίδι αφότου μπήκαμε,
όταν ξεπρόβαλε μπροστά μας θεόρατο και σκούρο
ένα βουνό, σ’ απόσταση μεγάλη, κι ήταν τόσο ψηλό
όπου ποτέ μου άλλο δεν είδα σαν αυτό.
Σε λύπη γύρισε η πρώτη μας χαρά,
σαν εγεννήθηκε απ’ εκεί ένας σίφουνας,
που το σκαρί μας χτύπησε στην πλώρη.
Τρεις φορές το ’κανε τα γύρω να γυρίσει·
την τέταρτη η πρύμνη ορθώθηκε ψηλά
κι η πλώρη γύρισε και βούτηξε βαθιά, τί έτσι είχε θελήσει
κάποιος άλλος, και μας σκεπάσανε του πόντου τα νερά».
(Dante Alighieri. 2002. Η Θεία Κωμωδία. Κόλαση. Μετ. Ανδρέας Ριζιώτης. Αθήνα: Τυπωθήτω-Γιώργος Δάρδανος. Τίτλος πρωτοτύπου: La Divina Commedia: Inferno (1555).)
5. Κάτουλλος, Άτιτλο
32
Σε παρακαλώ, γλυκιά μου Σεπτιμίλλα,
Θησαυρέ ,ου εσύ, μονάκριβό μου πλάσμα,
Κοντά σου κάλεσέ με το απόγευμα να ’ρθω •
Αν όμως με καλέσεις, γνώμη μην αλλάξεις, μην ξεπορτίσεις,
Ούτε την πύλη ν’ αμπαρώσεις,
Σπίτι να μείνεις και να ετοιμαστείς
Γιατί εννιά φορές στα χέρια μου θα χύσεις.
Αν θέλεις, έρχομαι αμέσως τώρα
Γιατί παράφαγα και είμαι καυλωμένος
Κι αντί για σένα το χιτώνα μου τρυπώ.
Θησαυρέ ,ου εσύ, μονάκριβό μου πλάσμα,
Κοντά σου κάλεσέ με το απόγευμα να ’ρθω •
Αν όμως με καλέσεις, γνώμη μην αλλάξεις, μην ξεπορτίσεις,
Ούτε την πύλη ν’ αμπαρώσεις,
Σπίτι να μείνεις και να ετοιμαστείς
Γιατί εννιά φορές στα χέρια μου θα χύσεις.
Αν θέλεις, έρχομαι αμέσως τώρα
Γιατί παράφαγα και είμαι καυλωμένος
Κι αντί για σένα το χιτώνα μου τρυπώ.
(Μετάφραση Χ. Βλαβιανός)
6. Χρήστος Μαρτίνης, Άτιτλο
7.
ακίνητο το σώμα μου και προσημειωμένο τα χέρια μου
τα δάχτυλα σάρκες εις χείρας τρίτου η γλώσσα μου
τα μάτια μου τα νύχια μου το σπέρμα όλα καταχωρήθηκαν σε
χωριστή μερίδα τα δάκρυα ρυθμίστηκαν σε βάθος τριετίας η
γλώσσα μου στη Ζάκυνθο στον Έβρο το συκώτι οι πνεύμονες
τινάζονται στον ήλιο της Αθήνας το γέλιο μου τοκίστηκε
σε ωριαία βάση αιτήθηκα πρωτόκολλο κοινό για το κορμί
μου οι υπεύθυνοι αρνήθηκαν λόγω νομολογίας μου τόνισαν
κύριε το σύστημα δεν το υποστηρίζει τις εγκυκλίους μού
έφεραν μού έδειξαν αποφάσεις χίλια εκατό του έβδομου
κάθετος δυο χιλιάδες εικοσιπέντε είκοσι του ενενήντα πέντε
κι όσο στεκόμουν στην ουρά κομμένος σε κομμάτια έψαξαν
προσημείωσαν τα έντερα τη σπλήνα το αφρισμένο σάλιο μου
τις σηκωμένες τρίχες τακούνια χαρτοφύλακες πατήσαν στη
χολή μου σφράγισαν τις ανάσες μου με στρογγυλή σφραγίδα
και με αρχειοθέτησαν ως πράξη τελική
τα δάχτυλα σάρκες εις χείρας τρίτου η γλώσσα μου
τα μάτια μου τα νύχια μου το σπέρμα όλα καταχωρήθηκαν σε
χωριστή μερίδα τα δάκρυα ρυθμίστηκαν σε βάθος τριετίας η
γλώσσα μου στη Ζάκυνθο στον Έβρο το συκώτι οι πνεύμονες
τινάζονται στον ήλιο της Αθήνας το γέλιο μου τοκίστηκε
σε ωριαία βάση αιτήθηκα πρωτόκολλο κοινό για το κορμί
μου οι υπεύθυνοι αρνήθηκαν λόγω νομολογίας μου τόνισαν
κύριε το σύστημα δεν το υποστηρίζει τις εγκυκλίους μού
έφεραν μού έδειξαν αποφάσεις χίλια εκατό του έβδομου
κάθετος δυο χιλιάδες εικοσιπέντε είκοσι του ενενήντα πέντε
κι όσο στεκόμουν στην ουρά κομμένος σε κομμάτια έψαξαν
προσημείωσαν τα έντερα τη σπλήνα το αφρισμένο σάλιο μου
τις σηκωμένες τρίχες τακούνια χαρτοφύλακες πατήσαν στη
χολή μου σφράγισαν τις ανάσες μου με στρογγυλή σφραγίδα
και με αρχειοθέτησαν ως πράξη τελική
(το ξένο φως, Υποκείμενο, 2017)
7. Σαπφώ, Άτιτλο
ο έρωτας συγκλόνισε
την καρδιά μου όπως ο άνεμος που κατεβαίνει από το βουνό
τραντάζει τις βελανιδιές
την καρδιά μου όπως ο άνεμος που κατεβαίνει από το βουνό
τραντάζει τις βελανιδιές
(Μετάφραση Χ. Βλαβιανός)
8. Αγνώστου, Άτιτλο
IV
Βρίσκω την αγάπη μου να ψαρεύει,
Τα πόδια του βουτηγμένα στα ρηχά.
Τα πόδια του βουτηγμένα στα ρηχά.
Τώρα κολατσίζουμε μαζί
Και πίνουμε μπίρα.
Και πίνουμε μπίρα.
Του προσφέρω τα μάγια των μηρών μου
Πιάστηκε στο ξόρκι.
Πιάστηκε στο ξόρκι.
(Μετάφραση από τα αγγλικά Φώτης Τερζάκης. Ερωτική ποίηση από την Αρχαία Αίγυπτο, Ερατώ, 2007)
9. Χάλεντ Ραούφ (1974)
Εμένα,
για πατρίδες μη με ρωτάτε
Ταξιδιώτης είμαι
μα Ιθάκη δεν έχω
Ξέρω μονάχα μιαν Αλεξάνδρεια
που κάποτε μου χάρισε το ταξίδι
Και μ’ έδιωξε
Ύστερα,
άνοιξαν πύλες και θάλασσες
κι έφυγα
ΕΜΕΝΑ,
μήτε γι’ αγάπη μήτε για νοσταλγία
Μη μου μιλάτε
για πατρίδες μη με ρωτάτε
Ταξιδιώτης είμαι
μα Ιθάκη δεν έχω
Ξέρω μονάχα μιαν Αλεξάνδρεια
που κάποτε μου χάρισε το ταξίδι
Και μ’ έδιωξε
Ύστερα,
άνοιξαν πύλες και θάλασσες
κι έφυγα
ΕΜΕΝΑ,
μήτε γι’ αγάπη μήτε για νοσταλγία
Μη μου μιλάτε
(Μετάφραση Πέρσα Κουμούτση)
10. Biplab Majee, Η ιστορία του Κάφκα
Η κυβερνοπόλη
Ο γιός ενός αγρότη
Γίνεται έντομο
Πετά
από τη γέφυρα
Και μπαίνει στο μετρό
Μαζί του
τα πάντα μοιάζουν
Σαν παραμύθια
Βιαστικά
Το τρένο χώνεται
Στα στήθη μιας ελεύθερης γυναίκας
Μυστικά
Ο καημένος ο γιός του αγρότη
δεν ξέρει πώς να βγει
από το σταθμό του μετρό
Σώμα νεκρό, αφέθηκε
Στην αυταπάτη
Και στον λαβύρινθο
Η κυβερνοπόλη
δεν ξέρει
Πότε ο γιός ενός αγρότη
Μπαίνει στην ιστορία του Κάφκα
και λέει
Θα πεθάνουμε ξανά και ξανά
Όταν τα χωριά εξαφανιστούν το ένα
πίσω απ’ τ’ άλλο
Ο γιός ενός αγρότη
Γίνεται έντομο
Πετά
από τη γέφυρα
Και μπαίνει στο μετρό
Μαζί του
τα πάντα μοιάζουν
Σαν παραμύθια
Βιαστικά
Το τρένο χώνεται
Στα στήθη μιας ελεύθερης γυναίκας
Μυστικά
Ο καημένος ο γιός του αγρότη
δεν ξέρει πώς να βγει
από το σταθμό του μετρό
Σώμα νεκρό, αφέθηκε
Στην αυταπάτη
Και στον λαβύρινθο
Η κυβερνοπόλη
δεν ξέρει
Πότε ο γιός ενός αγρότη
Μπαίνει στην ιστορία του Κάφκα
και λέει
Θα πεθάνουμε ξανά και ξανά
Όταν τα χωριά εξαφανιστούν το ένα
πίσω απ’ τ’ άλλο
(Μετάφραση από τα αγγλικά Κλεοπάτρα Λυμπέρη)
11. Muhammad Samad, Αγρυπνία πάνω στους λόφους
Εκεί ζει μια κόρη του σύννεφου, στους λόφους
Μια αδερφή της βροχής, στους λόφους
Μια μελωδία του ποταμού, στους λόφους
Μια αδερφή της βροχής, στους λόφους
Μια μελωδία του ποταμού, στους λόφους
Εκεί ζει η σκιά του δέντρου, στους λόφους
Τραγούδια πουλιών, στους λόφους
Λουτρά καταρρακτών, στους λόφους
Τραγούδια πουλιών, στους λόφους
Λουτρά καταρρακτών, στους λόφους
Εκεί λάμπουν λουλούδια σε κότσους, στους λόφους
Εφηβικά πρόσωπα, στους λόφους
Ευτυχίες συγκομιδής, στους λόφους
Εφηβικά πρόσωπα, στους λόφους
Ευτυχίες συγκομιδής, στους λόφους
Σε παίρνω, στους λόφους
Πανσέληνος, στους λόφους
Ξενυχτάω, στους λόφους.
Πανσέληνος, στους λόφους
Ξενυχτάω, στους λόφους.
(Μετάφραση από τα αγγλικά Κλεοπάτρα Λυμπέρη)
12. Tho Ham Anh, Aυτός που ανάβει φωτιά
Πολλές φορές βλέπω
λες και πεθαίνω για ακόμη μια φορά
ένα χρυσό ψάρι ν’ ατενίζει από το ενυδρείο του
παρακολουθώντας εσάς και τη ζωή να προσπερνά.
λες και πεθαίνω για ακόμη μια φορά
ένα χρυσό ψάρι ν’ ατενίζει από το ενυδρείο του
παρακολουθώντας εσάς και τη ζωή να προσπερνά.
Ξαναγίνομαι ένα μηδέν
και το ελάχιστο άγγιγμα ζωής μοιάζει ανέφικτο.
Πού είναι η ψυχή μου;
Πού είναι το σπίτι μου;
και το ελάχιστο άγγιγμα ζωής μοιάζει ανέφικτο.
Πού είναι η ψυχή μου;
Πού είναι το σπίτι μου;
Είναι γραφτό μου να στέκομαι πάντα στο περιθώριο
Κι από κει να κοιτάζω τη ζωή
σαν στερημένο παιδάκι που λαχταράει παγωτό
χωρίς να ξέρει τι βαρετή που είναι η γεύση της βανίλιας;
Κι από κει να κοιτάζω τη ζωή
σαν στερημένο παιδάκι που λαχταράει παγωτό
χωρίς να ξέρει τι βαρετή που είναι η γεύση της βανίλιας;
Έλα, λοιπόν, κράτησέ με, μην αργείς, αγάπη μου
σύντριψέ με, ξανασχεδίασέ με, ξαναγράψε με
και μες στο μαύρο θα είσαι αυτός που θα βάζει φωτιά
για ν’ ανάβει τον ήλιο και να τον κάνει να βγαίνει στον ουρανό
με υπομονή
την κάθε μέρα
σύντριψέ με, ξανασχεδίασέ με, ξαναγράψε με
και μες στο μαύρο θα είσαι αυτός που θα βάζει φωτιά
για ν’ ανάβει τον ήλιο και να τον κάνει να βγαίνει στον ουρανό
με υπομονή
την κάθε μέρα
(Μετάφραση από τα αγγλικά Κλεοπάτρα Λυμπέρη)
13. Αμπού Ναουάς, Άτιτλο
Ξημέρωσε,
το φως του ήλιου ανέτειλε
Γι’ αυτό διώξε τις έγνοιες και τη θλίψη σου
ήρεμα, αγόγγυστα και χωρίς ίχνος ενοχής.
Σε βεβαιώνω, δεν είμαι από εκείνους
που εγκαταλείπουν την τέρψη,
δεν μεταμελούμαι ποτέ για τη χαρά
το φως του ήλιου ανέτειλε
Γι’ αυτό διώξε τις έγνοιες και τη θλίψη σου
ήρεμα, αγόγγυστα και χωρίς ίχνος ενοχής.
Σε βεβαιώνω, δεν είμαι από εκείνους
που εγκαταλείπουν την τέρψη,
δεν μεταμελούμαι ποτέ για τη χαρά
(Ανθολογία Σύγχρονης αραβικής ποίησης, Έρευνα-επιλογή-πρόλογος-επιμέλεια Πέρσα Κουμούτση, Εκδόσεις ΑΩ, 2016)
14. Λι Χο,791-817, Δεκατρία ποιήματα από το νότιο κήπο μου
4
Δεν είμαι ακόμη τριάντα μα πέρασα τα είκοσι
Νηστικός μες στο λαμπρό φως του ήλιου, ζώντας με φύλλα.
Ε, γέρο στη γέφυρα. Λυπήσου με
Και δώσ’ μουένα βιβλίο για την τέχνη του πολέμου!
Δεν είμαι ακόμη τριάντα μα πέρασα τα είκοσι
Νηστικός μες στο λαμπρό φως του ήλιου, ζώντας με φύλλα.
Ε, γέρο στη γέφυρα. Λυπήσου με
Και δώσ’ μουένα βιβλίο για την τέχνη του πολέμου!
(Μετάφραση Α. Βιστωνίτης)
15. Λι Γιου, 937-978, Ο Κήπος
Ο κήπος βαθύς και γαλήνιος
η αίθουσα άδεια και μικρή
Σε λίγο θ’ αρχίσει
το σφυροκόπημα των πλυστρών
ν’ ανακατεύεται με τον αέρα
Σ’ αυτήν την αιώνια νύχτα
μόνο ένας άγρυπνος άντρας ακούει
τους διαλείποντες θορύβους
που φευγαλέα παρουσιάζονται στις κουρτίνες
απ’ το σεληνόφως.
η αίθουσα άδεια και μικρή
Σε λίγο θ’ αρχίσει
το σφυροκόπημα των πλυστρών
ν’ ανακατεύεται με τον αέρα
Σ’ αυτήν την αιώνια νύχτα
μόνο ένας άγρυπνος άντρας ακούει
τους διαλείποντες θορύβους
που φευγαλέα παρουσιάζονται στις κουρτίνες
απ’ το σεληνόφως.
(Μετάφραση Δημήτρης Παλαζής)
16. Τακαχάμα Κιόσι, 1874-1959
Φθινοπωρινός άνεμος:
Όπου κοιτάξω,
Χαϊκού.
Όπου κοιτάξω,
Χαϊκού.
(Μετάφραση Σωκράτης Λ. Σκαρτσής)
17. Κομπαγιάσι Ίσσα, 1763-1827
Καιρός που λείπω
-κι όμως στο γέρικο χωριό
Οι κερασιές βγάλανε φύλλα
-κι όμως στο γέρικο χωριό
Οι κερασιές βγάλανε φύλλα
(Μετάφραση Σωκράτης Λ. Σκαρτσής)
18. Όσιμα Ραϊότα, 1718- 1787
Νύχτα βαθιά:
Ήχος του κάρβουνου
Που σπάει σε κάρβουνο.
Ήχος του κάρβουνου
Που σπάει σε κάρβουνο.
(Μετάφραση Σωκράτης Λ. Σκαρτσής)
19. Τσο Μπιουνγκ Χουά, 1921–2003, Το κοχύλι
Το κοχύλι είναι μόνο
πλάι στη θάλασσα.
πλάι στη θάλασσα.
Σαν νιώσει απεγνωσμένο
με μάταιες ελπίδες,
το κοχύλι κρυφά
νοσταλγεί το βυθό.
με μάταιες ελπίδες,
το κοχύλι κρυφά
νοσταλγεί το βυθό.
Καθώς οι εποχές παρέρχονται,
τα όνειρα του κοχυλιού
σκληραίνουν από την αρμύρα.
τα όνειρα του κοχυλιού
σκληραίνουν από την αρμύρα.
Πάνω στην παραλία,
το κοχύλι είναι μόνο
όλη τη μέρα, όλη τη νύχτα.
το κοχύλι είναι μόνο
όλη τη μέρα, όλη τη νύχτα.
(Μετάφραση Δημήτριος Ματσούκας)
20. Χουάνγκ Τονγκ-Γκιου, 1938-, Ταφή του ανέμου, 35
Διπλά υποκλίνομαι μπροστά στου φίλου την εικόνα•
η εικόνα, μου χαμογελά.
η εικόνα, μου χαμογελά.
Δεν έχει αλλάξει τίποτα, μου λέει,
απλά μια αναδιάταξη στα άτομα του σώματος.
απλά μια αναδιάταξη στα άτομα του σώματος.
Όλα έχουν μείνει όπως πριν, μου λέει.
Ο ήχος της βροχής έξω απʼ το νεκροθάλαμο,
πλάϊ οι πενθούντες πίνουνε και παίζουνε χαρτιά,
σέρνοντας τις παντόφλες τους στον καμπινέ ως πάνε.
πλάϊ οι πενθούντες πίνουνε και παίζουνε χαρτιά,
σέρνοντας τις παντόφλες τους στον καμπινέ ως πάνε.
(Μετάφραση Δημήτριος Ματσούκας)
ΠΗΓΗ: https://www.presspublica.gr/o-gyros-toy-kosmoy-me-80-poiites-meros-proto/?fbclid=IwAR3Q_1N0Qf1O34hlfs8zjCdjsDK_Dfzxmk50BhMiWR8oDdMsbHDUPJxUoa8Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.