Το πρώτο μέρος τέλειωνε με το ερώτημα πως και γιατί κατόρθωσε ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά την αποτυχία του και την ουσιαστική εγκατάλειψη των υποσχέσεων που απλόχερα μοίραζε μέχρι πριν 9 μήνες, παρά την υπογραφή του Μνημονίου ΙΙΙ , τη διάσπαση του, κατόρθωσε να κερδίσει τις εκλογές. Οι απώλειες του σε εκλογική υποστήριξη / ψήφους είναι πασίδηλη και σταθήκαμε σε αυτό στο πρώτο μέρος.
Η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ είναι αλήθεια πως αιφνιδίασε και δυσαρέστησε πολλούς:
Πρώτα–πρώτα τα γνωστά συγκροτήματα του τύπου – ναυαρχίδες του φιλελευθερισμού και υποστήριξης των μνημονίων. Προσδοκούσαν και με την αρθρογραφία τους ήθελαν να πεισθούν και με την αρθογραφία και τις «αντικειμενικές» κι «επιστημονικές» αναλύσεις τους να πείσουν τους αναγνώστες τους πως μοναδική λύση για να αποκτήσει η χώρα μια κυβέρνηση, που να χαίρει της εμπιστοσύνης των Ευρωπαίων και να φέρει σε πέρας με επιτυχία τα όσα προβλέπονται στο Μνημόνιο, ήταν μια κυβέρνηση «συνεργασίας» των κομμάτων του φιλοευρωπαϊκού τόξου, πάντως όχι μια κυβέρνηση αμιγούς ΣΥΡΙΖΑ. Η πλειονότητα των «διανοούμενων» που χρόνια τώρα ως συνεργάτες τους, άλλοι μεν σιτίζονται από αυτά και άλλοι χάρη στις σχέσεις τους με αυτά και την υποστήριξη τους (κριτική ή όχι) προς το σύστημα εξασφαλίζουν θέσεις, φήμη κλπ. έδωσαν το «παρών» σε αυτή τη κρίσιμη για το «παλιό» πολιτικό προσωπικό μάχη. Αρκεί να διαβάσει τα άρθρα που δημοσιεύτηκαν π.χ. στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, ΤΟ ΒΗΜΑ, και τις άλλες συστημικές εφημερίδες ή τον οικονομικό τύπο και δεν θα έχει καμιά αμφιβολία. Χαρακτηριστικό δείγμα τα άρθρα που δημοσιεύτηκαν π.χ. στο ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ μια ημέρα προ των εκλογών (Κυκλοφόρησαν όλες Σάββατο). Το ένθετο της εφημερίδας «ΝΕΕΣ ΕΠΟΧΕΣ» συστηματικά και από πολύ καιρό ασκούσε τη σχετική προπαγάνδα του, που έγινε πια πιο απροκάλυπτη όλο τον Σεπτέμβριο. Ο καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ, κ. Γρ. Καλφέλης διακρίθηκε στην εκστρατεία αυτή, γιατί επιτέθηκε προσωπικά στον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, με σειρά άρθρων. Θα μνημονεύσουμε εδώ δύο χαρακτηριστικά: «Ο Τσίπρας κινδυνεύει από τον εαυτό του»[1] [ΕΠΟΧΕΣ 30/8/15) και «Θα ψηφίσουμε τον ασυνεπή Αλέξη Τσίπρα;» [ΕΠΟΧΕΣ 19/9/15).
Φυσικά δεν ήταν ο μοναδικός οργανικός διανοούμενος του συστήματος που ξεσπάθωσε κατά του ΣΥΡΙΖΑ, που μας προειδοποίησε ότι η Δημοκρατία μας μπορεί να κινδυνεύσει από την επικράτηση του μια και στους κόλπους του βρισκόντουσαν, τότε ακόμα, αμετανόητοι νεοσταλινικοί και τροτσκιστές, αναρχικοί κι ό,τι άλλο τους κατέβηκε. Διαβάσαμε άρθρα ανόητου αντικομμουνισμού, υπεράσπισης της σοσιαλδημοκρατίας, κατά του «λαϊκισμού», κλπ κλπ. Ολόκληρη στρατιά από αυτού του είδους τους διανοούμενους εξαπέλυσε επίθεση στον ΣΥΡΙΖΑ ασκώντας του κριτική από τα «δεξιά», όχι μόνο σκοπεύοντας να επηρεάσει τις εξελίξεις στο εσωτερικό του, αλλά και υπηρετώντας μια γραμμή επίθεσης στην αριστερή ιδεολογία. Επίθεση που στρεφότανε κατά του «αποτυχημένου» πια σοσιαλισμού, του μαρξισμού, του κομμουνισμού, του λαϊκού και εργατικού κινήματος, ενώ ταυτόχρονα υμνούνται οι ιδέες του φιλελεύθερου καπιταλισμού, του κέρδους, του ατομικισμού κλπ κλπ.
Σε αυτή τη «δεύτερη» γραμμή επίθεσης δεν υπήρξε καμιά ουσιαστική απάντηση από πλευράς διανοούμενων και δημοσιογράφων προσκείμενων στον ΣΥΡΙΖΑ. Η αρθρογραφία τους – απάντηση στις κατά ΣΥΡΙΖΑ επιθέσεις περιορίστηκε στην υπεράσπιση του κυβερνητικού έργου και κύρια στην διαπραγματευτική τακτική του με τους γνωστούς δανειστές μας. Η επίθεση που είχε στόχο της την «εσωτερική αντιπολίτευση» του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή το λεγόμενο Αριστερό Ρεύμα, εξυπηρετούσε τόσο τα σχέδια του ευρωπαϊκού κι ελληνικού «κατεστημένου» για την τελική «ενσωμάτωση» του στο γενικότερο σύστημα, όσο και την περί τον κ. Τσίπρα ομάδα και ευρύτερα τους υποστηρικτές της. Η κριτική γινότανε πολλές φορές ενάντια σε συγκεκριμένα πρόσωπα και τάσεις: τους «Λαφαζάνηδες» και την Iskra. Τελικά, όπως φάνηκε, η όλη συνδυασμένη «επιχείρηση» πέτυχε.
Ο ΣΥΡΙΖΑ καθαρίστηκε από αυτό που ντόπιοι και ξένοι θεωρούσαν «μίασμα» του και ο ηγετικός του πυρήνας από την άλλη ελεύθερος πια από εσωκομματικά αναχώματα, προχωράει ακάθεκτος τον δρόμο της αποδοχής και τελικής ενσωμάτωσης του στο καθεστώς της υποτέλειας, εξάρτησης και «διαφθοράς»[2].
Τα Συγκροτήματα και «διανοούμενοι» τους δεν περίμεναν μια τέτοια άνετη επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ. Περίμεναν ότι το «δημοψήφισμα», η διάσπαση, το Μνημόνιο και γενικά η κωλοτούμπα του ΣΥΡΙΖΑ και του προέδρου του θα τον αποδυνάμωναν, κυρίως προς τα δεξιά. Το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ που βοήθησαν τον Τσίπρα / ΣΥΡΙΖΑ να περάσει το Μνημόνιο από τη Βουλή, στο βάθος τους πιστεύανε – με τον τρόπο τους το λέγανε – πως αυτό τους δικαίωνε για τα προηγούμενα μνημόνια, έσβηνε ως παρωχημένη πια τη διαχωριστική γραμμή «μνημονιακοί-αντιμνημονιακοί», και αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα μια τέτοια εκλογική άνοδο τους που θα άνοιγε το δρόμο για κυβέρνηση συνεργασίας. Σε αυτό τους παρέσυραν και οι δημοσκοπήσεις που βεβαίωναν ότι μια πολύ μεγάλη μερίδα του λαού έβλεπε μια τέτοια εξέλιξη θετικά.
Το αποτέλεσμα δεν δικαίωσε τις προβλέψεις και επιθυμίες του. Αντίθετα φαίνεται πως δικαίωσε τον κ. Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ. Που παρόλο που υπέγραψαν ένα σκληρό Μνημόνιο, παρόλο που η διαπραγματευτική τακτική τους οδήγησε την Ελλάδα στο χείλος της χρεοκοπίας και του Grexit, παρόλο που ένα μεγάλο μέρος των βουλευτών του διαφώνησε και αποχώρησε, παρόλο, παρόλο κλπ ο λαός του έδωσε μια νέα εντολή. Φυσικά, όπως, αναλύσαμε και τονίσαμε στο πρώτο άρθρο μας, την εντολή του την έδωσε αισθητά μικρότερο μέρος του λαού. Το ερώτημα που άλλωστε απασχολεί όλους, είναι το γιατί και πώς ο ΣΥΡΙΖΑ το κατόρθωσε.
Το ερώτημα αυτό βασανίζει όπως είναι φυσικό πάρα πολύ και το κομμάτι εκείνο της αριστεράς που επέκρινε τον ΣΥΡΙΖΑ για την υπογραφή του νέου «αριστεροδεξιού» μνημονίου και περίμενε πώς θα εισέπραττε την απογοήτευση και οργή του λαού από την στροφή αυτή του ΣΥΡΙΖΑ. Τόσο περισσότερο μάλιστα γιατί είχε προηγηθεί το δημοψήφισμα όπου ως γνωστό το ΟΧΙ απέσπασε το 62% του εκλογικού σώματος. Όπου μάλιστα η συμμετοχή του λαού υπήρξε κατά πολύ μεγαλύτερη. Συνολικά ψήφισαν 5.803.987 άτομα – 237.692 από τις τελευταίες εκλογές. Το ΟΧΙ είχε αποσπάσει 3.558.450 ψήφους. Έναν αριθμό που δεν «έπιασαν» στις τελευταίες εκλογές τα κόμματα που είχαν ταχθεί υπέρ του ΟΧΙ. Συμπεριλαμβανομένης και της Χ.Α. έφτασαν τα 3.010. 000. Αν αφαιρέσουμε τους 379. 581 ψήφους της Χ.Α., τότε τα πράγματα γίνονται πιο άσχημα: ο αριθμός πέφτει περίπου στα 2. 630.000!!
Τα κόμματα και κομματίδια της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς δηλαδή – όπως και τα αποτελέσματα αποδεικνύουν – στην κυριολεξία εξαφανίστηκαν. Βέβαια και η Λαϊκή Ενότητα συμπεριλαμβάνεται μέσα σε αυτή την παταγώδη αποτυχία – την ήττα όπως την χαρακτήρισε ο Στάθης Κουβελάκης στοFacebook, αρνούμενος μάλιστα να την αποδεχτεί !!! Όλο αυτό το «φάσμα» της Αριστεράς προσπαθεί να καταλάβει το γιατί και πώς της επιτυχίας του ΣΥΡΙΖΑ και της δικής του αποτυχίας. Δεν είναι αυτή τη στιγμή στην πρόθεση μου να παραθέσω αποφάσεις και προσωπικές εκτιμήσεις των οργανώσεων αυτών. Έχει αξία απλά για να δούμε πώς αντιλαμβάνονται και εξηγούν τις κοινωνικο-πολιτικές εξελίξεις της χώρας μας, αλλά αυτό μια άλλη φορά.
Το ΚΚΕ που κι αυτό έχασε σε ψήφους – άρα δεν βγήκε πιο δυνατό από την κάλπη και σύμφωνα με τα προεκλογικά του συνθήματα αυτό δεν κάνει τον λαό πιο ισχυρό, όπως πάντοτε βρίσκει μια «ψευτο-μαρξιστική» εξήγηση:
«Αυτό το εκλογικό αποτέλεσμα εκφράζει το συνολικό αρνητικό ταξικό συσχετισμό δυνάμεων, τη γενικότερη υποχώρηση του εργατικού λαϊκού κινήματος σε συνθήκες βαθιάς καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, το επίπεδο της ταξικής πάλης στη χώρα μας και διεθνώς»[3].Λες και αυτός ο πράγματι αρνητικός ταξικός συσχετισμός δυνάμεων δεν θα πρέπει να αρχίσει να αλλάζει από κάθε χώρα ξεχωριστά, αλλά θα ξαφνικά ως ένα διεθνές συγχρονισμένο φαινόμενο.
Όλες οι αποφάσεις και αναλύσεις της «ηττημένης» αριστεράς – ακόμα και των άλλων μικρών αστικών κομμάτων – στέκονται ιδιαίτερα στην πρωτόφαντη έκταση της αποχής. Άλλοι προσπαθούν να την ερμηνεύσουν ως αποτέλεσμα της απογοήτευσης του κόσμου από τα πολιτικά κόμματα και την «κυβίστηση» του ΣΥΡΙΖΑ, ανακατεμένη με καταδίκη της ως απαράδεκτη στάση από τον λαό, άλλοι τα «σούρνουν» στο λαό που δεν έχει μάθει να αντιστέκεται, να μάχεται κλπ κλπ.
Εκείνο που αποφεύγουν να ομολογήσουν είναι ένα πράγμα: ότι αυτοί που επέλεξαν να μην πάνε να ψηφίσουν αποδοκίμασαν ΟΛΑ χωρίς εξαίρεση τα «διαθέσιμα» κόμματα. Αν αυτό το έκαναν από ωριμότητα πολιτικής σκέψης ή μόνο από απογοήτευση και αγανάκτηση [κι αυτό είναι ένα είδος πολιτικής σκέψης] αυτό δεν αλλάζει το γεγονός [το «συμβάν» όπως θα έλεγε και ο Αλαίν Μπαντιού] ότι και η πικραμένη αριστερά και ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ και όλοι οι λοιποί δεν κέρδισαν την εμπιστοσύνη του λαού.
Τα αριστερά κόμματα – που με ενδιαφέρουν και αυτή την στιγμή δεν αξιολογώ την αριστεροσύνη τους – αυτό δυσκολεύονται να το παραδεχτούν για να το καταλάβουν / εξηγήσουν στη συνέχεια ώστε να διορθώσουν τα «στραβά» τους, αυτά που δεν είναι δυνατό να τους επιτρέψουν καλύτερη και πιο αποτελεσματική επαφή με τις λαϊκές μάζες.
Δεν αρκούν σχοινοτενείς αναλύσεις, άρθρα και λόγοι που το πολύ να ενδιαφέρουν τον γνωστό κύκλο των μυημένων στην γνωστό ορολογία. Δεν αρκούν επαναστατικά λόγια και συνθήματα για να πεισθούν οι μάζες και να σε ακολουθήσουν. Συνήθως ο λαός – ο απλός λαός του μόχθου – δεν αρκείται μόνο στο να καταλάβει ποιος είναι με το μέρος του. Αλλά και ποιος μπορεί να τον «οδηγήσει» σε μια νίκη ή το λιγότερο να μην τον οδηγήσει σε μια ήττα – που αυτός θα την πληρώσει τελικά – ή σε μια «σφαγή». Κι ο ελληνικός λαός σε αυτό, δυστυχώς, έχει μεγάλη πείρα. Κι έχει πείρα γιατί έχει αγωνιστεί πολλές φορές σκληρά και έχει ηττηθεί με μεγάλο κόστος, όχι από δικά του λάθη, όχι γιατί αυτός ο ίδιος κιότεψε αλλά γιατί η ηγεσία του στάθηκε ανίκανη να τον «οδηγήσει» στην τελευταία και νικηφόρα μάχη.
Ο λαός θυμάται πολύ καλά τα «λάθη» της ηγεσίας του, του ΚΚΕ, που οδήγησαν το μεγαλειώδη εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του κατά του Γερμανο-ιταλικού και βουλγάρικου φασισμού σε μια τραγική γι αυτόν ήττα. Θυμάται ακόμα το πώς η ίδια ηγεσία σπατάλησε τόσες κόρες και γιούς του ελληνικού λαού σε μια ακατανόητη, καταδικασμένη από την αρχή, προσπάθεια να κερδίσει την εξουσία με έναν εμφύλιο, αυτήν που έχασε, παρέδωσε στην κυριολεξία με την ίδια της τα χέρια στον αγγλο-αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, τους απόντες από την Εθνική Αντίσταση και τους συνεργάτες των κατακτητών.[4] Θυμάται επίσης πώς παρά τους μεγάλους, σκληρούς και αιματηρούς του αγώνες στη συνέχεια – την περίοδο του μετεμφυλιακού κράτους – του «Ανένδοτου», των Ιουλιανών και την περίοδο της επτάχρονης δικτατορίας, πάντοτε αυτός ο ίδιος και η αριστερά πολύ λίγα κέρδιζε. Δεν ξεχνάει επίσης πώς η πρώτη που κατάργησε τις διαχωριστικές γραμμές δεξιάς – αριστεράς ήταν πάλι η ηγεσία του ΚΚΕ το 1989, όταν μαζί με τον «αρχι-οπορτουνιστή» Λεωνίδα Κύρκο και το κόμμα του, μια χαρά συνεργάστηκαν σε κυβερνητικό επίπεδο με τον «αποστάτη» Κ. Μητσοτάκη. Τα «παιδιά» τους σήμερα κυβερνάνε με το «εγγόνι» της ΝΔ, τους ΑΝΕΛ του Π. Καμμένου. Μαζί με αυτά ο λαός θυμάται πώς το ΚΚΕ ήτανε πάντα κόμμα-κολαούζος του ΚΚΣΕ, πιστός θαυμαστής και υπερασπιστής του υπαρκτού «σοσιαλισμού», που κατέρρευσε και αποκαλύφθηκε πόσο σοσιαλισμός ήτανε.
Και φυσικά δεν είναι λίγοι εκείνοι που θυμούνται τι έλεγαν και έκαναν τα κορυφαία σήμερα στελέχη μιας σειράς σχημάτων της αριστεράς που προέρχονται ακριβώς από αυτή την χρεοκοπημένη και υπόλογη «ιστορική» αριστερά.
Είναι ο ίδιος λαός που θυμάται, γιατί μέχρι πρόσφατα το έζησε, πώς ήταν το εθνικοαπελευθερωτικό, αντι-ιμπεριαλιστικό και εθνοπατριωτικό ΠΑΣΟΚ, που ειρηνικά από τον κοινοβουλευτικό δρόμο, έφερε στην εξουσία μια νέα αριστερά, που του επέτρεψε για ένα μεγάλο διάστημα να ανασάνει. Προσέξτε: εγώ δεν λέω τι ήταν στην πραγματικότητα το ΠΑΣΟΚ ή τι τελικά έκανε και έγινε. Εγώ λέω τι έχει να θυμάται ο λαός από την 30χρονη παρουσία του στην πολιτική «σκηνή» της Ελλάδας και την επίσης μακρόχρονη κυβέρνηση του. Ακόμα και το 2009 όταν ο Γιώργος Παπανδρέου έλεγε εκείνο το «λεφτά υπάρχουν» και κέρδιζε τις εκλογές, ο λαός θυμότανε τα «καλά» χρόνια που έζησε με το ΠΑΣΟΚ. Τα υπόλοιπα: το μοντέλο ανάπτυξης το οποίο δεν έφερε καμιά πραγματική ανάπτυξη αλλά οδήγησε σε βάθεμα της εξάρτησης και τελικά στη σημερινή κατάσταση, δεν μπορούσε να το ξέρει ούτε να το προβλέψει ούτε και τον πολυενδιέφερε. Κακώς αυτό; Ναι κάκιστα. Αλλά ο λαός δεν είναι ένα εξωιστορικό, άυλο και άμωμο πλάσμα. Αποτελείται από τάξεις, κοινωνικά στρώματα και μερίδες, αποδέχεται και ενσωματώνει την κυρίαρχη ή κυρίαρχες ιδεολογίες του σήμερα – του μεταμοντέρνου – και συμπεριφέρεται ανάλογα.
Όταν αυτά τα έγραφε ο μακαρίτης εξαιρετικός διανοούμενος Παναγιώτης Κονδύλης και προειδοποιούσε για το που βαδίζουμε ή νωρίτερα από αυτόν ο ιστορικός Νίκος Ψυρούκης, πόσοι από τους σημερινούς ηγέτες και ηγετίσκους της αριστεράς τους διάβαζαν και έπαιρναν σοβαρά υπόψη τους αυτά που έγραφαν και προέβλεπαν;
Αυτά όλα, όμως, όλοι τα βρίσκουμε μπροστά μας. Και ο λαός τι μπορεί τώρα να κάνει. Χωρίς δικό του κίνημα, χωρίς σταθερό ιδεολογικο-πολιτικό αριστερό προσανατολισμό, με ανύπαρκτο πλέον το «σοσιαλιστικό στρατόπεδο» παράδειγμα και αποκούμπι του, όπως παλιότερα. Με όλη την αριστερά ανύπαρκτη σε όλη την Ευρώπη. Ούτε η κλασσική σοσιαλδημοκρατία δεν κρατάει πια τη σημαία της. Έχει προσχωρήσει στο νεοφιλελεύθερο δρόμο. Γύρω μας ένας χαμός: Βαλκάνια, Μέση Ανατολή κλπ κλπ. Η περιλάλητη «αραβική άνοιξη» πολύ γρήγορα έγινε «αραβικός χειμώνας». Τα κύματα προσφύγων και μεταναστών που φθάνουν κατά εκατοντάδες χιλιάδες, φέρνουν κι αυτά το δικό τους μήνυμα: εσείς εδώ περνάτε καλύτερα.
Συνεπώς ποιος παίρνει το «πάνω χέρι» ιδεολογικά και πολιτικά: ο αστισμός. Ο καπιταλισμός. Ο ιμπεριαλισμός. Τρελό; Αναμφισβήτητα. Αυτός που είναι η αιτία των δεινών, παρουσιάζεται ως σωτήρας του κόσμου. Πως αισθάνεται μέσα σε όλο αυτό τον χαλασμό ο λαός; Ο ελληνικός λαός; Ζαλισμένος, φοβισμένος, ικανός κάποιες στιγμές να κάνει το μεγάλο άλμα προς τα εμπρός. Που, όμως, το ζυγίζει πολλές φορές και το μετράει. Άλμα ναι, αλλά όχι στο κενό. Άρα μπορεί και βήματα πίσω να μαζέψουμε δυνάμεις και φόρα.
Τι προσέφερε ο ΣΥΡΙΖΑ; Στην αρχή – 2012 – παρουσιάστηκε σαν το όχημα πολιορκίας και ανατροπής. Κι ο λαός ανέβηκε πάνω του ελπίζοντας ότι κάτι μπορεί να κερδίσει. Τώρα κατάλαβε ότι κι αυτός είναι ίδιος με τους άλλους. Αλλά επειδή αποτελείται από νέα πρόσωπα και λέει πολλά, μπορεί, ίσως κάτι από αυτά να κάνει. Τελικά δεν μας πήγε – όπως οι πατεράδες τους – στο γκρεμό. Αυτό επικαλείται αποτελεσματικά ο Τσίπρας. Που επίσης τους θέτει κι άλλο ένα δίλημμα: αν όχι με εμένα με ποιους; με τους άλλους; Κι ο λαός παρά τη δυσφορία του – ξέρει ότι κι αυτός αύριο, όπως και χτες με το δημοψήφισμα θα τον «πουλήσει» - βλέπει τους άλλους και ανατριχιάζει. Γιατί τους ξέρει. Τους έχει νοιώσει στο πετσί του. Δεν μπορεί να τον εμπνεύσουν ο Βορίδης, ο Άδωνης, η Μισέλ και τόσοι άλλοι αντιδραστικοί που βλέπει να φιγουράρουν στη Ν.Δ. Ούτε ο χθεσινός ούτε και ο σημερινός ηγέτης της. Αν θέλετε από «φάτσα» και στυλ ομιλίας, συμπεριφοράς κλπ.
Το ΠΑΣΟΚ πια είναι εντελώς φθαρμένο και με ηγεσία πολιτικά ανυπόληπτη. ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ φάνηκε πώς ήταν μια ιστορία καρουζέλ-τσίρκο. Το ίδιο βέβαια και οι ΑΝΕΛ. Κι αυτοί αν δεν αποτελούσαν το δεξί χέρι του Τσίπρα, θα είχαν κι αυτοί στην κυριολεξία εξαφανιστεί. Η υπόλοιπη αριστερά – εκτός από θεωρητικές αναλύσεις και συνθήματα του απώτατου μέλλοντος, α λά ΚΚΕ δηλαδή, τι συγκεκριμένο και μετρημένο έλεγε στον λαό; Απολύτως τίποτα.
Η εκτός ΚΚΕ αριστερά επηρεασμένη από όλη τη μεταμοντέρνα αριστερή φιλολογία του «αντι-εθνικισμού», του πολυπολιτισμού, των δικαιωμάτων κλπ. αισθάνεται απέχθεια, εχθρότητα, σε κάθε αναφορά στα εθνικά μας θέματα – αυτά που έχει ζήσει και για το οποία έχει παλέψει χρόνια και χρόνια ο ελληνικός λαός.
Εκτός από την αντιμνημονιακή ρητορική της ή αυτή περί χρέους [«αποκλειστικότητα» της Ζωής Κωνσταντοπούλου], αυτή η αριστερά τι λέει για το εθνικά μας θέματα: Κυπριακό, Αιγαίο, δίκαιο της θάλασσας, Μακεδονικό, ελληνοτουρκικές σχέσεις, ΑΟΖ κλπ κλπ; ΤΙΠΟΤΑ , απολύτως ΤΙΠΟΤΑ. Δεν υπάρχουν στο πρόγραμμα τους – όπως βέβαια και στου ΣΥΡΙΖΑ. Ο εθνομηδενισμός που στάθμευε στον ΣΥΡΙΖΑ έστειλα μάλιστα και αποσπάσματα του και στην Λαϊκή Ενότητα. Που βέβαια όσο καιρό βρισκότανε στον ΣΥΡΙΖΑ δεν είπε λέξη για τα θέματα αυτά και ούτε συγκρούστηκε με την εθνομηδενιστική γραμμή των κ.κ. Γ. Μηλιού, Ν. Θεοδωρίδη, Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου, Σίας Αναγνωστοπούλου, Κ Δουζίνα κλπ Ανανιστών. Είναι μεγάλα και ανοικτά ζητήματα αυτά. Ελλείψεις η αριστερά αυτή έχει και σε άλλα πεδία, όπως π.χ σε αυτό της Εκπαίδευσης/ Παιδείας ή στο μεταναστευτικό κλπ κλπ. Αυτά τα μεγάλα κενά, οι ελλείψεις θέσεων σε πολύ σημαντικά και καίρια για τη ζωή του λαού, έπαιξαν και αυτά μεγάλο ρόλο στην στάση του λαού απέναντι σε αυτή την αριστερά και τους ποικίλους εκφραστές της.
Μοιραία λοιπόν, ο λαός διάλεξε αυτό που του φάνηκε το μικρότερο κακό. Πίστεψε ή προσποιήθηκε πως πίστεψε αυτά που του έλεγε ξελαρυγγίζοντας ο Τσίπρας. Εκτός από τους πολύ φανατικούς, όσους περιμένουν να σαλτάρουν στο κράτος ή κάπως να ωφεληθούν στο βαθμό και την έκταση που η κυβέρνηση θα τα βρίσκει με το ευρωπαϊκό ή αμερικανικό κεφάλαιο και συμφέροντα, οι υπόλοιποι περιμένουν και καραδοκούν.
Τώρα απέναντι στην κυβέρνηση στέκεται ο λαός. Περιμένει. Αφουγκράζεται και ζυγιάζει. Με αυτόν θα συγκρουστεί η κυβέρνηση. Το ψυχανεμίζεται. Δεν είναι δυνατό να μη το διαισθάνεται και φοβάται. Η σύγκρουση θα έρθει «νομοτελειακά». Τότε το αποτέλεσμα θα κριθεί από το ποιος θα είναι πιο ικανός, έτοιμος και «σοφός». Η αριστερά ή η δεξιά. Δεν είναι δεδομένο το ποιος δρόμος θα νικήσει. Το στοίχημα είναι ανοιχτό. Και είναι ανοικτό παγκόσμια. Σε αυτό τουλάχιστον συμφωνούν όλοι οι σοβαροί προοδευτικοί – μαρξιστές και μαρξίζοντες, σοσιαλιστές και σοσιαλδημοκράτες – οικονομολόγοι, κοινωνιολόγοι και πολιτικοί στοχαστές.
Πρέπει – πώς δεν μου αρέσει αυτή η ελληνική «πρεπολογία», αλλά τελικά δεν μπορώ να την αποφύγω – λοιπόν πολύ σοβαρά, με επιμονή, υπομονή και σπουδή, όσοι αγωνιστές – ιδιαίτερα οι νέοι – για ένα κόσμο χωρίς εκμετάλλευση, καταπίεση, κόσμο ελευθερίας είναι πραγματικά διαθέσιμοι και αποφασισμένοι να βρουν ένα τρόπο κοινής δράσης και προετοιμασίας.
[1] Σε αυτό το άρθρο επικαλέστηκε μέχρι και το βιβλίο του Ρομπέρ Λινάρ «Ο Λένιν, οι αγρότες, ο Τέϋλορ» που είχε εκδώσει η ελληνική έκδοση του Monthly Review (Μηνιαία Επιθεώρηση» το 1982, σε μετάφραση της Βαρβάρας Δεληβοριά. Να πούμε εδώ ότι για να πάρουμε το δικαίωμα της έκδοσης του καθοριστικό ρόλο έπαιξε ο Αριστείδης Μπαλτάς.
[2] Η διαφθορά ξεκινάει από πολύ μικρά βηματάκια, αθώα στην αρχή, που πολλοί καλοπροαίρετοι άνθρωποι της αφελούς αριστεράς είναι έτοιμοι να «κατανοήσουν» και να υποστηρίξουν: μικρό και πρόσφατο παράδειγμα η απόσπαση της συζύγου του Τσίπρα στο Πολυτεχνείο – βεβαίως όχι για πρώτη φορά, αφού οι σχέσεις με τα διάφορα κέντρα έχουν ιστορία – και τώρα η ανάληψη θέσης καθηγήτριας στο Πανεπιστήμιο Δυτ. Μακεδονίας (στην Κοζάνη) στα πληροφορικά συστήματα. Από πρώτη ματιά αυτό δεν είναι τίποτα σπουδαίο, λένε οι πάντοτε αφελείς καλοπροαίρετοι. Αλλά αν θυμηθούμε ότι ο Τσάβες έδιωξε υπουργό του γιατί φορούσε ακριβό ρολόι χειρός ή ότι η μαζική διαφθορά επί ΠΑΣΟΚ ξεκίνησε όταν ο Ανδρέας έδειξε ανοχή – ουσιαστικά έριξε την πιστολιά του αφέτη – στο «μικρό» δωράκι που έκανε στον εαυτό του. Αν έχει πάντα την αξία του το «Η γυναίκα του Καίσαρα δεν αρκεί να είναι τίμια, πρέπει και να φαίνεται τίμια», σε αυτό πρέπει ο ίδιος ο σύζυγος της – πρωθυπουργός πια – να την βοηθήσει. Γιατί εκτός από τα κακοπροαίρετα «κουτσομπολιά», δημιουργεί την χαραμάδα από όπου όλοι οι δικοί του – που δεν είναι αγγελούδια – να μπούν στον πειρασμό των «εξυπηρετήσεων».
[3] ΚΕ- ΚΚΕ:«Ανακοίνωση της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ για το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών της 20ης Σεπτέμβρη» [21/9/15]
[4] Για τα «λάθη» της ηγεσίας του ΚΚΕ στη διάρκεια του Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα και του Εμφυλίου, έχουν γραφτεί και ομολογηθεί πάρα πολλά. Για τον εξ αρχής καταδικασμένο εμφύλιο δες και Γκάμπριελ Κόλκο «Ο ευρωπαϊκός κομμουνισμός και οι πολιτικές συνέπειες του Β' Παγκόσμιου Πολέμου-
Η περίπτωση της Ελλάδας: 1946 60 χρόνια από την έναρξη του ελληνικού εμφύλιου πολέμου» (Monthly Review Νο 24, Δεκέμβριος 2006 και Νο 25 Ιανουάριος 2007), μια σχετικά άγνωστη στην Ελλάδα προσέγγιση για το ζήτημα της Αντίστασης και του Εμφύλιου Πολέμου, από ένα αμερικάνο μαρξιστή.
ΠΗΓΗ:http://istrilatis.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.