Ο πόλεμος της Ευρώπης, η ρωσική οικονομία, η Ουκρανία ως η σφήνα κατά πολλούς που τοποθέτησαν οι ΗΠΑ μεταξύ της Ρωσίας και της Γερμανίας, η Ευρώπη, η Κίνα, το Ιράν και το Ισραήλ, η Λατινική Αμερική με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, καθώς επίσης τα προβλήματα της Αφρικής – ενώ υπάρχουν πολλές άλλες εστίες πυρκαγιάς στον πλανήτη μας, ακόμη και στην Ευρώπη. Για παράδειγμα, στην Ιταλία που δεν πρόκειται ποτέ να αναπνεύσει εντός της Ευρωζώνης – ενώ πολύ περισσότερο ίσως στη Μ. Βρετανία, όπου οι υποστηρικτές του BREXIT αποτελούν πλέον μεγάλη μειοψηφία, ο πληθωρισμός μαίνεται, υπάρχουν ελλείψεις εμπορευμάτων κοκ. Επίσης στην Ιαπωνία που επιμένει σε μία ακόμη μη συμβατική οικονομική πολιτική, στον Καναδά όσον αφορά τη στέγαση, στις ΗΠΑ που μάλλον δεν θα αποφύγουν την ύφεση κοκ. Εν τούτοις, δεν μπορεί κανείς να αναφερθεί σε όλες, ούτε να επιχειρήσει προβλέψεις – πόσο μάλλον σε μία εποχή που θεωρείται σημείο καμπής στην παγκόσμια ιστορία. Οφείλει βέβαια να παραμένει αισιόδοξος, αλλά ταυτόχρονα προετοιμασμένος για τα χειρότερα – με την ελπίδα να μην ισχύουν τα περί κλιματικής αλλαγής και οικολογικής κρίσης που θα ήταν ακόμη πιο δύσκολο να αντιμετωπισθούν. Η οικολογική κρίση πάντως λέγεται πως είναι τόσο σοβαρή που πολλοί ειδικοί πιστεύουν ότι, η ίδια η ύπαρξη της ανθρωπότητας όπως τη γνωρίζουμε, ευρίσκεται σε κίνδυνο. Η περιβαλλοντική ζημία δε έχει άμεσο αντίκτυπο στις αλυσίδες παραγωγής και εμπορίας τροφίμων, στην πρόσβαση και παροχή ποσίμου νερού, στην εξόρυξη και χρήση υδρογονανθράκων, καθώς επίσης σε πολλούς άλλους τομείς.
.
Ανάλυση
Είναι προφανές ότι, ο πόλεμος που έχει ξεσπάσει στην καρδιά της ηπείρου μας, είναι μία σύγκρουση του ΝΑΤΟ και της Ρωσίας – με μεγάλο θύμα την Ουκρανία και αμέσως μετά την Ευρώπη. Οι επιθέσεις πλέον διενεργούνται βαθιά μέσα στην επικράτεια της Ρωσίας – ενώ υπάρχουν πολλές δυτικές αναφορές σε προσπάθειες δολοφονίας της ρωσικής ηγεσίας, με στόχο την αλλαγή του καθεστώτος της.
Τα εγκλήματα και τα λάθη του προέδρου Putin είναι ξεκάθαρα (ανάλυση), ενώ ο τεράστιος φυσικός πλούτος της Ρωσίας αποτελεί ένα σημαντικότατο έπαθλο των ΗΠΑ – το οποίο θα διασφάλιζε την αμερικανική ηγεμονία στον πλανήτη για πολλές δεκαετίες. Εκτός αυτού, η Ευρώπη και ειδικά η Γερμανία, έχουν υποταχθεί ολοκληρωτικά στην κηδεμονία των ΗΠΑ – ενώ η πώληση υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) και όπλων στην ΕΕ, έχουν βοηθήσει σε μεγάλο βαθμό την προβληματική αμερικανική οικονομία.
Σε κάθε περίπτωση, οι Ρώσοι κρατήθηκαν έξω από την Ευρώπη, οι Αμερικανοί μέσα και οι Γερμανοί κάτω – σύμφωνα με το γνωστό όραμα ή/και δόγμα των ιδρυτών του ΝΑΤΟ, μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο. Εν τούτοις, δεν πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός ότι, ο δεύτερος μεγάλος ωφελημένος του πολέμου είναι ο μεγαλύτερος αντίπαλος των ΗΠΑ για την παγκόσμια ηγεμονία: η Κίνα που έχει εξασφαλίσει φθηνή ενέργεια, μία εξαγωγική αγορά και τη στήριξη του νομίσματος της, με επόμενη την Ινδία.
Συνεχίζοντας, σύμφωνα με το Stratfor (πηγή), ο πόλεμος στην Ουκρανία θα συνεχιστεί, με νέες επιθέσεις «ένθεν κακείθεν» – χωρίς όμως κάποια από τις δύο πλευρές να πετύχει εδαφικά κέρδη, ικανά να υποβαθμίσουν σημαντικά τη διαπραγματευτική θέση της άλλης. Ως εκ τούτου, θα διασφαλισθεί η συνέχιση των πρωτοφανών κυρώσεων της Δύσης κατά της Ρωσίας – οπότε η ανοδική πίεση στις τιμές των εμπορευμάτων, από τις οποίες δεν υποφέρει μόνο η Ευρώπη, αλλά πολλές άλλες χώρες και ιδιαίτερα οι αφρικανικές.
Οι ουκρανικές δυνάμεις, με τη βοήθεια των χρημάτων και της σταθερής στρατιωτικής υποστήριξης από τους δυτικούς συμμάχους, θα επικεντρώσουν τις επιθέσεις τους στα νότια, προς την Αζοφική Θάλασσα – έτσι ώστε για να απομονώσουν τις ρωσικές δυνάμεις στο χερσαίο διάδρομο προς την Κριμαία. Εν τούτοις, θεωρείται απίθανο να διώξουν τις ρωσικές δυνάμεις από το διάδρομο – ενώ παράλληλα η Ουκρανία θα κλιμακώσει τις επιθέσεις της, κατά στόχων εντός της Ρωσίας. Ο υποκινούμενος από τις ΗΠΑ στόχος της είναι να διαβρώσει περαιτέρω τη δημοφιλία του πολέμου στους Πολίτες της χώρας – έτσι ώστε να προκληθούν κοινωνικές αναταραχές και εξεγέρσεις, τύπου «πορτοκαλής επανάστασης».
Η Ρωσία, από την πλευρά της, θα συνεχίσει τις επιθέσεις της, με στόχο την καταστροφή των κρίσιμων υποδομών της Ουκρανίας – κυρίως όσον αφορά τον ηλεκτρισμό, την ύδρευση και τις επικοινωνίες. Οι συγκεκριμένες ζημίες δε, θα έχουν ως αποτέλεσμα την ακόμη μεγαλύτερη πτώση του βιοτικού επιπέδου στην Ουκρανία – οπότε την κλιμάκωση των προσφυγικών ροών προς την ΕΕ που, σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα προβλήματα (ενεργειακή κρίση, ακρίβεια, ύφεση), θα θέσουν σε δοκιμασία την περεταίρω ευρωπαϊκή στήριξη της Ουκρανίας.
Φαίνεται πάντως πως η Ρωσία θα συνεχίσει τις επιθέσεις της «μικρής κλίμακας» στο Ντονμπάς – ενώ θα προετοιμάζεται για μια μεγαλύτερη επίθεση, για να διασφαλίσει μεγαλύτερο μέρος του Ντονμπάς που παραμένει υπό ουκρανικό έλεγχο, χωρίς να αποκλείεται μία νέα επίθεση για την κατάληψη του Κιέβου. Όσον αφορά δε τη συγκέντρωση των ρωσικών δυνάμεων στη Λευκορωσία, κατά μήκος των βορείων και ανατολικών συνόρων της Ουκρανίας, μάλλον δεν σημαίνει πως η Ρωσία θα επιτεθεί από εκεί – αφού θα επικεντρωθεί στην ενίσχυση των θέσεων της στη νοτιοανατολική Ουκρανία.
Η ρωσική οικονομία
Συνεχίζοντας, η πτώση του ΑΕΠ της Ρωσίας, μετά την έναρξη του πολέμου, υπολογίζεται στο -4% – ενώ στο τέταρτο τρίμηνο αναμένεται να αυξηθεί στο -7%. Ο πληθωρισμός έχει υποχωρήσει στο 12% (πηγή), ενώ οι Ρώσοι μπορούν να αγοράσουν τα πάντα – μόνο από διαφορετικές χώρες προέλευσης, σε σχέση με την εποχή πριν από τον πόλεμο, αφού συνεργάζονται με έναν μεγάλο αριθμό μη δυτικών χωρών, όπως με την Κίνα, την Ινδία, την Τουρκία, τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας κλπ.
Επιπλέον η Ρωσία, παρά το ότι τα συναλλαγματικά της αποθέματα πάγωσαν στη Δύση, έχει στη διάθεση της τεράστια ποσά – από τα πλεονάσματα της (γράφημα), από τα μερίσματα της Gazprom και από το Ταμείο Εθνικής Ευημερίας που ίδρυσε, στην περίοδο των υψηλών διεθνών τιμών των υδρογονανθράκων. Εισέπραξε άλλωστε 337 δις $ από τις εξαγωγές ενέργειας το 2022, έναντι 240 δις $ το 2021 – ενώ, αν και τους πρώτους μήνες μετά την εισβολή οι εισαγωγές της μειώθηκαν κατά δύο φορές σε σχέση με το προηγούμενο έτος, στους επόμενους αποκαταστάθηκε η ροή τους κατά 80% έως 90% χάρη στην Τουρκία, η οποία έγινε ο βασικός εμπορικός εταίρος της Ρωσίας.
Το πιθανότερο σενάριο τώρα που ακούγεται, είναι πως το κράτος θα αναλάβει το κόστος του δομικού μετασχηματισμού της μιλιταριστικής πλέον οικονομίας (ανάλυση) – αναλαμβάνοντας το ρόλο του βασικού επενδυτή σε τομείς και κλάδους που θεωρεί απαραίτητους για τη συνέχιση του πολέμου. Άλλωστε το δημόσιο χρέος της χώρας είναι ελάχιστο (18,2% του ΑΕΠ το 2021), ενώ ο προϋπολογισμός της εμφανίζει πολύ χαμηλά ελλείμματα, κάτω του 2% – προετοιμάζει δε δικό της στόλο για τη μεταφορά ενέργειας (ανάλυση).
Σύμφωνα όμως με δημοσιεύματα του ρωσικού Τύπου, ολόκληροι κλάδοι της οικονομίας σήμερα αντιμετωπίζουν τα προβλήματα που δημιουργούν οι κυρώσεις – όπως η αυτοκινητοβιομηχανία, η φαρμακοβιομηχανία, η μεταποίηση, οι εξαγωγείς ξυλείας και άνθρακα που υποχρεώνονται να πουλήσουν τα προϊόντα τους με μεγάλες εκπτώσεις σε μη δυτικές, αγορές, η βιομηχανία λιπασμάτων κλπ.
Περαιτέρω, η Ρωσία ενέτεινε την αποδολαριοποίηση που έχει ξεκινήσει πολύ πριν τον πόλεμο, σε συνεργασία με την Κίνα – υπενθυμίζοντας τη μάχη της Σαουδικής Αραβίας (ανάλυση), την πληρωμή του φυσικού αερίου σε ρούβλια (ανάλυση), το θέμα του χρυσού ρουβλίου (ανάλυση) κλπ. Προφανώς επειδή γνωρίζει πολύ καλά ότι, το δολάριο είναι το πυρηνικό όπλο των ΗΠΑ (ανάλυση) – ανακοινώνοντας πως τα περιουσιακά στοιχεία σε δολάρια αποκλείονται πλήρως από το κρατικό ταμείο και ότι τα συναλλαγματικά της αποθέματα της θα αποτελούνται κυρίως από χρυσό και κινεζικό γουάν, για λόγους εθνικής ασφαλείας.
Σύμφωνα πάντως με το Παγκόσμιο Συμβούλιο Χρυσού, οι κεντρικές τράπεζες διεθνώς αγόρασαν 673 τόνους χρυσού το 2022, εκ των οποίων οι 400 τόνοι αγοράστηκαν το τρίτο τρίμηνο – γεγονός που αποτελεί ρεκόρ, ενώ οι μεγαλύτεροι αγοραστές ήταν η Ρωσία και η Κίνα, καθώς επίσης άλλες χώρες που δεν είναι τόσο φιλικές με τις ΗΠΑ (Τουρκία, Ουζμπεκιστάν κλπ.).
Η Ουκρανία
Σύμφωνα με τη Δύση, ο πόλεμος στην Ουκρανία αφορά την «ελευθερία, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τη δημοκρατία» – αξίες που απειλούνται από τη Ρωσία και που υπερασπίζεται η Ουκρανία, με τη βοήθεια των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Όπως αναφέρεται δε από πολλά ΜΜΕ, «η Ουκρανία είναι μία ακμάζουσα και επιτυχημένη δημοκρατία στα σύνορα της Ρωσίας» – κάτι που όμως δεν προκύπτει, εάν ερευνήσει κανείς τα κοινωνικοοικονομικά δεδομένα της συνδεδεμένης με την ΕΕ χώρας.
Ειδικότερα, μετά το πραξικόπημα του Φεβρουαρίου του 2014 (ανάλυση), ο νεοφιλελεύθερος Yatsenyuk ανέλαβε την κυβέρνηση – έχοντας χαρακτηρισθεί από το Forbes (πηγή) ως ο Μ. Monti της Ουκρανίας, με την έννοια πως δεν ήταν εκλεγμένος και πρόθυμος να κάνει ότι ήθελε το ΔΝΤ (ανάλυση).
Μετά τις εκλογές τον Οκτώβριο του ιδίου έτους, διαδέχθηκε την κυβέρνηση Yatsenyuk ο φιλελεύθερος συντηρητικός συνασπισμός υπό τον Ολιγάρχη P. Poroshenko – ένας συνασπισμός του «Λαϊκού Μετώπου» του Yatsenyuk και του ακροδεξιού Ριζοσπαστικού Κόμματος, όπου το τελευταίο έφυγε από την κυβερνητική συμμαχία μετά από ένα χρόνο. Υπό τις διάφορες κυβερνήσεις τώρα που διορίσθηκαν από τον P. Poroshenko, η συμφωνία σύνδεσης της Ουκρανίας με την ΕΕ τέθηκε πλήρως σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου του 2016 – ενώ τμήματα της είχαν τεθεί σε ισχύ προηγουμένως.
Στη συνέχεια ο V. Zelensky, γνωστός ως τηλεοπτικός κωμικός, κέρδισε τις προεδρικές εκλογές του 2019 ως υποψήφιος για την ειρήνη – ενώ το κόμμα του κέρδισε τις βουλευτικές εκλογές που είχαν προγραμματισθεί για λίγο αργότερα. Παρά το ότι όμως είχε ταχθεί υπέρ του τερματισμού του εμφυλίου πολέμου στο Ντονμπάς και μίας διαφορετικής εξωτερικής πολιτικής, ειδικά απέναντι στη Ρωσία, ο V. Zelensky αναγνώρισε τις υποχρεώσεις της Ουκρανίας απέναντι στο ΔΝΤ – σημειώνοντας πως καμία ουκρανική κυβέρνηση από το Φεβρουάριο του 2014 έως το Φεβρουάριο του 2022 δεν αντιστάθηκε στο ΔΝΤ και στις νεοφιλελεύθερες κατευθυντήριες γραμμές του, ενώ ο Zelensky ήταν πολύ πιο πρόθυμος από τον Poroshenko (πηγή).
Σύμφωνα τώρα με τις κατευθυντήριες γραμμές του ΔΝΤ, οι δασμοί της Ουκρανίας μειώθηκαν, οι συντάξεις πάγωσαν, οι επιδοτήσεις στην τιμή του φυσικού αερίου περιορίσθηκαν και η χώρα, με το ιδιαίτερα εύφορο έδαφος της, θα μπορούσε να ιδιωτικοποιηθεί (πηγή). Το αποτέλεσμα των συγκεκριμένων νεοφιλελεύθερων «μεταρρυθμίσεων» πάντως είχε καταστροφικές επιπτώσεις για την Ουκρανία – όπου, ενώ ορισμένες διεθνείς εταιρίες επωφελήθηκαν και οι εγχώριοι Ολιγάρχες προσπάθησαν να συμβιβαστούν με το νέο σύστημα, η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού καταδικάσθηκε σε μία τρομακτική κοινωνικοοικονομική ύφεση.
Ταυτόχρονα, λόγω των χαμηλών δασμών και της γεωγραφικής εγγύτητας, προϊόντα από την ΕΕ πλημμύρισαν την Ουκρανία – με αποτέλεσμα τη δραματική αποβιομηχάνιση της που επιταχύνθηκε μετά τη σύνδεση της με την ΕΕ, όπως ακριβώς συνέβη και με την Ελλάδα. Ειδικότερα, από το 2013 έως το 2017, οι εξαγωγές της μειώθηκαν κατά 31% – γεγονός που έπληξε ιδιαίτερα το βιομηχανικό της τομέα. Για παράδειγμα, η αξία των εξαγωγών της βιομηχανίας χάλυβα μειώθηκε από τα 21,2 δις $ στα 12,7 δις $ – ενώ, μετά την έναρξη του πολέμου, το ΑΕΠ της κατέρρευσε σε επίπεδα άνω του 30%, με τα ελλείμματα της να εκτοξεύονται στα ύψη.
Η Ευρώπη
Συνεχίζοντας, προφανώς ο έως σήμερα ήπιος χειμώνας, αποτελεί το μεγάλο όπλο της ηπείρου μας, όσον αφορά τη συνέχιση της στήριξης της Ουκρανίας – της «σφήνας» κατά πολλούς που τοποθέτησαν οι ΗΠΑ, μεταξύ της Ρωσίας και της Γερμανίας (ανάλυση). Έτσι, σε συνδυασμό με τα υψηλά επίπεδα αποθήκευσης φυσικού αερίου, θα αποφευχθούν οι ελλείψεις που θα προκαλούσαν πιθανότατα κοινωνικές εξεγέρσεις – αν και για τον επόμενο χειμώνα δεν θα ισχύει κάτι ανάλογο, οπότε προβλέπεται μεγάλη άνοδος των τιμών το καλοκαίρι.
Το πλαφόν πάντως στις τιμές του ρωσικού πετρελαίου που επέβαλλαν οι G7, θα έχει πολύ μικρή επίπτωση στις παγκόσμιες αγορές το πρώτο εξάμηνο – λόγω της προβλεπόμενης ύφεσης και της εξέλιξης της πανδημίας στην Κίνα. Εν τούτοις, εάν οι οικονομικές συνθήκες βελτιωθούν στο δεύτερο εξάμηνο, θα μπορούσαν να υπάρξουν ελλείψεις πετρελαίου, με αποτέλεσμα την άνοδο των τιμών του – κάτι που θα σήμαινε πως τότε είναι πολύ πιθανόν να απαιτηθεί από τους Ευρωπαίους Πολίτες, αλλά και από τους Αμερικανούς, ο περιορισμός της υποστήριξης της Ουκρανίας.
Η ΕΕ τώρα φαίνεται πως θα επικεντρώσει την πολιτική της στην προστασία των κρατών μελών της από την ενεργειακή κρίση και από την κρίση του κόστους διαβίωσης – ενώ θα επιδιώξει τη βελτίωση της αυτονομίας της σε τομείς όπως οι πρώτες ύλες και η τεχνολογία, για να μπορέσει να απεξαρτηθεί τόσο από τη Ρωσία, όσο και από τις ΗΠΑ. Λογικά λοιπόν θα διατηρήσει χαλαρούς τους κανόνες για τα δημόσια χρέη των κρατών μελών της και για τα δημοσιονομικά τους ελλείμματα – επιτρέποντας τους να διατηρήσουν υψηλά επίπεδα δαπανών για να αντιμετωπισθεί η ύφεση που προβλέπεται, καθώς επίσης ειδικά λόγω των προβλημάτων της Ιταλίας.
Όπως σωστά αναφέρεται, οι κυβερνήσεις της βόρειας Ευρώπης θα πιέσουν να συνδεθούν οι νέοι στόχοι με αυστηρότερες ποινές για τις χώρες που δεν θα τους επιτυγχάνουν – ενώ αυτές της νότιας Ευρώπης θα ζητήσουν να εξαιρεθούν ορισμένοι τομείς κρατικών δαπανών από τα ελλείμματα τους, όπως για την ενεργειακή μετάβαση και για την άμυνα. Εν προκειμένω, προβλέπεται πως θα υπάρξουν συμβιβαστικές λύσεις, επειδή οι οικονομικές συνθήκες είναι άσχημες, κυρίως για τις χώρες του κέντρου – όπως για τη Γερμανία και την Ολλανδία, μεταξύ άλλων λόγω της μεγάλης εξάρτησης τους από το φυσικό αέριο, όσον αφορά τη θέρμανση (γράφημα), αλλά και την βιομηχανία, καθώς επίσης τον πρωτογενή τομέα.
Σε κάθε περίπτωση, η ΕΕ θα συνεχίσει να εκταμιεύει δισεκατομμύρια ευρώ σε χορηγήσεις και σε δάνεια, από το ταμείο NextGenerationEU – ενώ θα υιοθετήσει μια πιο ευέλικτη προσέγγιση, ως προς το να χορηγούν οι εθνικές κυβερνήσεις επιδοτήσεις και στήριξη σε εταιρείες που αντιμετωπίζουν προβλήματα. Επί πλέον, θα προωθήσει τις επενδύσεις, την έρευνα και τις στρατηγικές συμμαχίες με τρίτες χώρες, σε διάφορους τομείς – συμπεριλαμβανομένων των μπαταριών, των μικροτσίπ και του υδρογόνου που προωθούν με μεγάλη επιμονή οι Γερμανοί.
Τέλος, θα επιδιώξει επιπρόσθετες επενδύσεις, αποθηκευτικές δυνατότητες και διαφοροποίηση προμηθειών, μέσω συμμαχιών με διάφορες τρίτες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Χιλής, του Μεξικού και της Αυστραλίας – για προϊόντα όπως το λίθιο και οι σπάνιες γαίες. Φαίνεται δε πως η ΕΕ και τα μεγαλύτερα κράτη μέλη της, θα συνεχίσουν να περιορίζουν την πρόσβαση των κινεζικών εταιρειών στους στρατηγικούς οικονομικούς τομείς – όπως αυτοί των βιομηχανιών υψηλής τεχνολογίας, υιοθετώντας ενδεχομένως αυστηρά μέτρα προστατευτισμού.
Το μεγάλο πρόβλημα βέβαια της ΕΕ και ειδικά της Γερμανίας, εκτός από τον πόλεμο και τη μετανάστευση των Ουκρανών, είναι οι ΗΠΑ – οι οποίες αφενός μεν αισχροκερδούν με τον στρατιωτικό εξοπλισμό και με το LNG που πουλούν στις χώρες της ΕΕ, αφετέρου προσπαθούν να προσελκύσουν τις μεγάλες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, με το χαμηλό κόστος της ενέργειας και με διάφορες επιδοτήσει.
Εν προκειμένω, η κατάρρευση της Γερμανίας φαίνεται από το ότι, το 2022 για πρώτη φορά δεν υπήρχε καμία γερμανική εταιρία στον κατάλογο των 100 πιο πολύτιμων επιχειρήσεων του πλανήτη που δημοσίευσε η ΕΥ – όταν το 2015 υπήρχαν έξι (πηγή). Όλοι οι μεγάλοι ευρωπαϊκοί όμιλοι και ιδίως οι γερμανικοί έχασαν αξία, σε σχέση με τον υπόλοιπο πλανήτη τα τελευταία χρόνια – ενώ οι κυρίαρχοι στον κόσμο των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων είναι όλο και περισσότερο οι ΗΠΑ. Εννέα από τους δέκα πιο πολύτιμους ομίλους έχουν την έδρα τους εκεί – ως αποτέλεσμα της λανθασμένης γερμανικής και ευρωπαϊκής ευρύτερα πολιτικής.
Από την άλλη πλευρά, οι τιμές παραγωγού μειώθηκαν μαζικά στη Γερμανία – μείον 4,2% τον Οκτώβρη σε σχέση με το Σεπτέμβρη και μείον 3,9% το Νοέμβρη συγκριτικά με τον Οκτώβρη. Το γεγονός αυτό σημαίνει πως σε ετήσια βάση οι τιμές μειώθηκαν αρκετά πάνω από το 20% – οπότε πρόκειται για αποπληθωρισμό σε αυτές τις τιμές που σύντομα θα διαμορφώσει τις τιμές καταναλωτή προς τα κάτω.
Η Κίνα
Περαιτέρω, η οικονομική ανάπτυξη της Κίνας θα ανακάμψει σταδιακά, αφού χαλαρώνει τους περιορισμούς για την πανδημία – ενώ η κυβέρνηση προσφέρει μία μέτρια οικονομική στήριξη στην αγορά. Εν τούτοις, η ανάπτυξη θα περιορίζεται από τη συνεχιζόμενη ρυθμιστική στενή παρακολούθηση του τεχνολογικού κλάδου της – καθώς επίσης από τις προσπάθειες να απομοχλευθεί ο προβληματικός τομέας της ακίνητης περιουσίας.
Η μεγάλη απειλή για τη χώρα βέβαια, είναι η παρατηρούμενη εκτίναξη των νέων κρουσμάτων κορωνοϊού που θα μπορούσε να ανακόψει προσωρινά την ανάπτυξη – αναγκάζοντας τις Αρχές να επαναφέρουν ορισμένους περιορισμούς, εάν τα ποσοστά θανάτου εκτιναχθούν, με κίνδυνο να υπάρξουν ξανά πανεθνικές διαδηλώσεις.
Ο πληθωρισμός στην Κίνα είναι πολύ χαμηλός, βαίνοντας μειούμενος στο 1,6% (πηγή), τα εμπορικά της πλεονάσματα μεγάλα, το δημόσιο χρέος της στο 70% περίπου του ΑΕΠ, αλλά το χρέος των επιχειρήσεων της είναι πολύ υψηλό (γράφημα) – γεγονός που δημιουργεί μεγάλους προβληματισμούς στην κυβέρνηση της.
Προβλέπεται τώρα πως η κινεζική κυβέρνηση θα χρησιμοποιήσει μία υποστηρικτική νομισματική πολιτική, για να αναζωογονήσει την εγχώρια κατανάλωση – με περιορισμένο όμως αποτέλεσμα. Η αιτία θα είναι ο κλάδος των ακινήτων που «αποταμιεύεται» ο μεγαλύτερος πλούτος των κινεζικών νοικοκυριών – ο οποίος θα συνεχίσει πιθανότητα να είναι απογοητευτικός, λόγω των κρατικών προσπαθειών απομόχλευσης του, επιβαρύνοντας έτσι την καταναλωτική εμπιστοσύνη.
Θεωρείται επί πλέον πως οι ρυθμιστικές αρχές θα διευρύνουν την εποπτεία των τεχνολογικών βιομηχανιών με μεγάλο όγκο δεδομένων – με στόχο να ενισχύσουν την κυριαρχία των πληροφοριών της Κίνας. Επίσης για να κατευθύνουν τα κεφάλαια στις κρατικές προτεραιότητες καινοτομίας και για να ενθαρρύνουν τη συμμόρφωση των επιχειρήσεων με τις κρατικές πρωτοβουλίες – όπως είναι η καταπολέμηση των εισοδηματικών ανισοτήτων.
Όσον αφορά το γεωπολιτικό θέμα της Ταιβάν, δεν θα επιδιώξει να εισβάλλει στρατιωτικά η Κίνα, έχοντας διδαχθεί από την εμπειρία της Ρωσίας – ιδιαίτερα όσον αφορά την απομόνωση της από τη Δύση. Το ίδιο δίδαγμα θεωρούμε πως θα εμποδίσει την Τουρκία να πραγματοποιήσει τις απειλές της εναντίον της Ελλάδας – ενώ ασφαλώς οι ΗΠΑ δεν θέλουν να συμβούν τέτοιες συγκρούσεις εντός του ΝΑΤΟ, σε μία εποχή που η αντιπαράθεση τους με τη Ρωσία, έμμεσα με την Κίνα και πιθανότατα με το Ιράν, ευρίσκονται σε εξέλιξη.
Από την άλλη πλευρά, το επιχειρηματικό περιβάλλον στο Χονγκ Κονγκ θα συνεχίσει να επιδεινώνεται, αφού θα επεκτείνεται ο Νόμος για την Εθνική Ασφάλεια (NSL) – μια κινεζική νομοθετική πρωτοβουλία που καθυστέρησε το 2022, λόγω της πανδημίας. Ο στόχος της είναι οι απαγορεύσεις δραστηριοτήτων όπως η εξέγερση, η προδοσία, το crowdfunding (=η πρακτική της χρηματοδότησης ενός έργου ή μιας επιχείρησης με τη συγκέντρωση χρημάτων από μεγάλο αριθμό ατόμων, συνήθως μέσω του διαδικτύου), η σύμπραξη με ξένες δυνάμεις και πολιτικές ομάδες – καθώς επίσης οι παραβιάσεις της κυβερνοασφάλειας ή των ψευδών ειδήσεων.
Οι συγκεκριμένες προσθήκες πάντως, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε έναν νέο έλεγχο των ξένων επιχειρηματικών σχέσεων και των ροών πληροφοριών – επιταχύνοντας τη μεταφορά των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων από το Χονγκ Κονγκ προς άλλους ασιατικούς κόμβους, ιδίως προς τη Σιγκαπούρη, ακόμη και αν το Χονγκ Κονγκ παραμείνει περιφερειακός χρηματοπιστωτικός κόμβος.
Είναι δυνατόν τώρα, αν και πολύ δύσκολα, να προκύψουν κάποιες κοινωνικές διαμαρτυρίες στο Χονγκ Κονγκ – ιδίως εάν επιστρέψουν στην ηπειρωτική Κίνα οι διαμαρτυρίες μεγάλης κλίμακας. Παράλληλα βέβαια με την επέκταση του Νόμου για την Εθνική Ασφάλεια του Χονγκ Κονγκ – γεγονός που θα μπορούσε να προκαλέσει επιχειρήσεις καταστολής και νέες κυρώσεις από τη Δύση, κατά των Αρχών του Χονγκ Κονγκ.
Από την πλευρά των ΗΠΑ, προβλέπεται πως θα επιβάλλουν στην Κίνα μονομερώς ακόμη περισσότερους σημαντικούς περιορισμούς στον τεχνολογικό κλάδο της – στα πλαίσια της ευρύτερης προσπάθειας για αντιμετώπιση της αυξανόμενης κινεζικής τεχνολογικής υπεροχής. Εκτός αυτού, οι ΗΠΑ θα επιχειρήσουν να αναγκάσουν την ΕΕ, την Ιαπωνία, τη Ν. Κορέα και άλλους παγκόσμιους εταίρους τους, να επιβάλλουν εξαγωγικούς ελέγχους σε βασικούς τεχνολογικούς τομείς της Κίνας – αν και οι ανησυχίες των συμμάχων των ΗΠΑ, όσον αφορά τις οικονομικές τους σχέσεις με την Κίνα, θα περιορίσουν τη συνεργασία τους, σε σχέση με την επιθετική προσπάθεια της Αμερικής να αποκόψει την πρόσβαση της Κίνας στη δυτική τεχνολογία.
Οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία και η Ολλανδία, θα εφαρμόσουν από κοινού περιορισμούς στις αποστολές εξοπλισμού κατασκευής ημιαγωγών προς την Κίνα – ενώ οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να επικεντρώνονται στον τομέα των τσιπ της Κίνας. Είναι δε πιθανόν να επεκτείνουν τους περιορισμούς που στοχεύουν τις κινεζικές βιομηχανίες τεχνητής νοημοσύνης και κβαντικών υπολογιστών – διευρύνοντας το πεδίο των τεχνολογιών που αποτελούν στόχο.
Επιπλέον, οι ΗΠΑ πιθανότατα θα επιβάλουν περισσότερους περιορισμούς στις επενδύσεις αμερικανικών εταιρειών στην Κίνα – μεταξύ άλλων μέσω ενός πιθανού νέου μηχανισμού που θα ελέγχει τις εξερχόμενες επενδύσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν συνέπειες για την εθνική τους ασφάλεια. Η Κίνα από την πλευρά της, θα προσπαθήσει να καθησυχάσει ορισμένες ανησυχίες των ΗΠΑ, σχετικά με τη διαφάνεια – όπως σε ποιους πωλούν αμερικανική τεχνολογία οι κινεζικές εταιρείες. Εν τούτοις, δεν φαίνεται πως οι ΗΠΑ θα πεισθούν, οπότε θα συνεχίσουν να προσθέτουν περισσότερους περιορισμούς – εντείνοντας τον εμπορικό πόλεμο μεταξύ των δύο χωρών που ήδη μαίνεται.
Το Ιράν
Περαιτέρω, οι διαπραγματεύσεις των ΗΠΑ με το Ιράν για τα πυρηνικά, πιθανότατα θα σταματήσουν – λόγω της επιταχυνόμενης πυρηνικής προόδου του Ιράν και των μεταφορών όπλων στη Ρωσία. Κάτι τέτοιο θα πυροδοτούσε μια νέα κρίση στην περιοχή – η οποία θα ωθούσε τις ΗΠΑ να επεκτείνουν την παρουσία τους στη Μέση Ανατολή. Μεταξύ άλλων, μέσω του Ισραήλ – το οποίο θα βοηθούσαν να κλιμακώσει τον συγκαλυμμένο πόλεμο του εναντίον του Ιράν.
Οι αντικυβερνητικές διαδηλώσεις πάντως στο Ιράν, για τον θάνατο της νεαρής γυναίκας που ήταν υπό κράτηση από την αστυνομία, θα συνεχιστούν κατά διαστήματα – χωρίς όμως να αναγκάσουν την κυβέρνηση του Ιράν να δρομολογήσει σημαντικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, αφού μία πρώτη υποχώρηση θα οδηγούσε σε επόμενες.
Προβλέπεται λοιπόν πως το Ιράν θα διατηρήσει πιθανότατα τη σκληρή καταστολή των διαδηλώσεων – υποδαυλίζοντας την εγχώρια αστάθεια, ενισχύοντας τις σκληροπυρηνικές πολιτικές και βαθαίνοντας τη δυσπιστία μεταξύ του Ιράν και των δυτικών χωρών, γεγονός που καθιστά την επίλυση της πυρηνικής κρίσης πολύ πιο δύσκολη.
Η λήξη τον Οκτώβριο του 2023 του εμπάργκο όπλων του ΟΗΕ για την τεχνολογία βαλλιστικών πυραύλων κατά του Ιράν, θα μπορούσε να οδηγήσει τη χώρα να μεταφέρει περισσότερους πυραύλους στη Ρωσία κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους – επιπλέον εκείνων που έχει ήδη παράσχει στα ρωσικά στρατεύματα που πολεμούν στην Ουκρανία. Το ενδεχόμενο αυτό, σε συνδυασμό με τις συνεχείς προόδους του Ιράν στα πυρηνικά, θα αυξήσει τις δυτικές ανησυχίες για τη διάδοση των όπλων – ενώ θα οδηγήσει σε περισσότερες κυρώσεις των ΗΠΑ και της ΕΕ, με στόχο τον πυρηνικό και αμυντικό τομέα της χώρας.
Το αυξανόμενο χάσμα μεταξύ της Δύσης και του Ιράν, βασικού συμμάχου της Ρωσίας, θα παραλύσει επίσης τις προσπάθειες των ΗΠΑ να μειώσουν τη στρατιωτική τους παρουσία στη Μέση Ανατολή – ενώ θα οδηγήσει σε αυξημένες ιρανικές στρατιωτικές προκλήσεις κατά των στρατιωτικών και περιφερειακών οικονομικών συμφερόντων των ΗΠΑ. Επιπλέον, η πρόοδος του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, θα εντείνει τις εκκλήσεις των σκληροπυρηνικών στο Ισραήλ και στις ΗΠΑ να εξαπολύσουν στρατιωτικό πλήγμα – έτσι ώστε να ανακόψουν την πυρηνική πρόοδο του Ιράν.
Εν τούτοις, το Ισραήλ είναι απίθανο να πραγματοποιήσει μια άμεση επίθεση στο Ιράν, χωρίς την υποστήριξη των ΗΠΑ – την οποία η υπερδύναμη θα είναι επιφυλακτική να παρέχει, λόγω του κινδύνου να υποκινήσει μια νέα στρατιωτική σύγκρουση στη Μέση Ανατολή. Έτσι, το Ισραήλ θα επικεντρωθεί πιθανότατα στην επιδίωξη λιγότερο επιθετικών μέσων αποδυνάμωσης του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν – όπως μέσω μυστικών ενεργειών και κυβερνοεπιθέσεων. Η στάση πάντως της Σαουδικής Αραβίας δεν είναι πια καθόλου φιλική προς τις ΗΠΑ – ενώ συμβαίνει το αντίθετο με την Κίνα και τη Ρωσία.
Η Λατινική Αμερική
Συνεχίζοντας, το μεγάλο πρόβλημα στη συνεργασία των χωρών της Νοτίου Αμερικής είναι η Ουρουγουάη – η οποία διαπραγματεύεται μία συμφωνία ελευθέρου εμπορίου με την Κίνα, καθώς επίσης την είσοδο της στην Δια-Ειρηνική Συνεργασία, αυξάνοντας τις εντάσεις με τους εταίρους της στη Mercosur: με την Αργεντινή, τη Βραζιλία και την Παραγουάη.
Εν προκειμένω, η προσπάθεια της Ουρουγουάης να διαπραγματευθεί μονομερώς συμφωνίες ελευθέρου εμπορίου εκτός της Mercosur, παραβιάζοντας έτσι τους κανονισμούς του εμπορικού μπλοκ της Λατινικής Αμερικής, προβλέπεται πως θα οδηγήσει σε διπλωματικές εντάσεις με τις τρεις παραπάνω χώρες – χωρίς όμως να σημαίνει πως θα την αποβάλλουν, αφού κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στην κατάρρευση της Mercosur και στη διατάραξη των εμπορικών σχέσεων τους.
Η Ουρουγουάη πάντως είναι απίθανο να φθάσει στα τελικά στάδια των εμπορικών διαπραγματεύσεών της το 2023 – αφού η κυβέρνηση της θα περιμένει έως τις εκλογές στην Αργεντινή στα τέλη του 2023. Η αιτία είναι το ότι, είναι πιθανόν να αναλάβει την εξουσία στην Αργεντινή μία κυβέρνηση που θα είναι περισσότερο υπέρ του οικονομικού ανοίγματος – έτσι ώστε να ενισχύσει η Ουρουγουάη τη διαπραγματευτική της θέση.
Αν και η Mercosur δεν θα καταρρεύσει το 2023 οι αυξημένες εντάσεις, σε συνδυασμό με την προσπάθεια της Ουρουγουάης να απεμπλακεί από τον υψηλό κοινό εξωτερικό δασμό και την τελωνειακή ένωση του μπλοκ, θα μπορούσαν να επιταχύνουν την κατάρρευση αργότερα – εντός της δεκαετίας.
Όσον αφορά τώρα τη Βραζιλία, η εκλογική νίκη του αριστερού Lula da Silva (77 ετών) κερδήθηκε δύσκολα και ήταν πύρινη – αφού κέρδισε μεν τις προεδρικές εκλογές με περίπου 51%, αλλά ο J. Bolsonaro (67 ετών) πήρε το 49% των ψήφων. Πρόκειται για την πιο αδύναμη νίκη από το τέλος της στρατιωτικής δικτατορίας το 1988 – ενώ, οι προκλήσεις που περιμένουν την αριστερή κυβέρνηση στα πλαίσια του συνασπισμού της, είναι τεράστιες.
Ειδικότερα ο πρόεδρος Lula, o οποίος πράγματι στο παρελθόν είχε καταφέρει να βγάλει από τη φτώχεια πολλά εκατομμύρια Βραζιλιάνους, ολοκληρώνοντας παράλληλα το πρόγραμμα του ΔΝΤ που είχε η χώρα του, θα συναντήσει αντίσταση ακόμη και εντός του κυβερνητικού συνασπισμού του – επειδή πρόκειται για μία συμμαχία δέκα κομμάτων, εκ των οποίων τα τρία μόνο είναι αριστερά: το εργατικό κόμμα ΡΤ, το κομμουνιστικό PCdoB και το σοσιαλιστικό PSOL που αποτελούν τη μειοψηφία.
Όλα τα υπόλοιπα κόμματα ανήκουν προγραμματικά στο κέντρο – υπενθυμίζοντας όμως πως μία ανάλογη συμμαχία του κέντρου και της αριστεράς ήταν επιτυχής, στη μετάβαση από τη δικτατορία στη δημοκρατία στα τέλη της δεκαετίας του 1980.
Για να στηριχθεί δε ο μεγάλος αυτός συνασπισμός και με το βλέμμα στον ευρύτερο ευαγγελικό πληθυσμό, ο Lula εγκατέλειψε την προοδευτική του θέση πριν από το δεύτερο γύρο – ενώ τοποθετήθηκε επίσης κατά των αμβλώσεων, όπως το ρεπουμπλικανικό κόμμα των ΗΠΑ. Εν τούτοις, συνολικά η πολιτική δεξιά βγήκε από τις εκλογές ισχυρότερη – με την έννοια ότι, πολλοί από τους υποψηφίους του Φιλελεύθερου Κόμματος του Bolsonaro και αυτοί που υποστήριξε, μπήκαν στο Κοινοβούλιο ή κέρδισαν ως κυβερνήτες, όπως στο Rio de Janeiro και στις αγροτικές πολιτείες στην περιοχή του Αμαζονίου.
Έτσι, το Φιλελεύθερο κόμμα του Bolsonaro εισήλθε στη Βουλή ως η ισχυρότερη παράταξη, με 99 έδρες από τις 513 – ενώ μαζί με τα δεξιά κόμματα των Progressistas (47 έδρες) και των Ρεπουμπλικάνων (41 έδρες), η δεξιά συμμαχία συγκέντρωσε 187 έδρες ή το 1/3 των ψήφων στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Η κατάσταση δε στη Γερουσία είναι ακόμη πιο δύσκολη για τον Lula – αφού τα δεξιά κόμματα κατέχουν το 55% των ψήφων, οπότε είναι σε θέση να αποδυναμώνουν ή/και να μπλοκάρουν τα νομοσχέδια της κυβέρνησης.
Αντίθετα, η αριστερή εκλογική συμμαχία «Hope Brazil», με επικεφαλής το εργατικό κόμμα ΡΤ, κέρδισε μόλις 79 έδρες στη Βουλή – ενώ όλα μαζί τα δέκα συνεργαζόμενα κεντρώα και αριστερά κόμματα (κεντροαριστερά) έχουν 138 έδρες ή περίπου το 27% των ψήφων της Βουλής, με την εκπροσώπηση τους στη Γερουσία είναι ακόμη μικρότερη. Ως εκ τούτου, η νέα κυβέρνηση εξαρτάται από τις ψήφους των συντηρητικών κεντρώων κομμάτων (CENTRAO, κεντροδεξιά) – τα οποία κέρδισαν 273 έδρες ή το 53% της Βουλής των Αντιπροσώπων.
Τέλος, εκτός από τα παραπάνω προβλήματα, η κυβέρνηση θα αντιμετωπίσει μεγάλες δυσκολίες όσον αφορά το στρατό που κατέχει μία ιδιάζουσα θέση, τις χρηματοπιστωτικές αγορές, τον αγροτικό και το μεταλλευτικό τομέα – αν και τα θεμελιώδη μεγέθη της οικονομίας της Βραζιλίας δεν μπορούν να θεωρηθούν τόσο αρνητικά, με το χρέος ως προς το ΑΕΠ στο 85% περίπου, με εμπορικά πλεονάσματα αν και με ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών κλπ.
Η Αφρική
Περαιτέρω, πολύ σωστά προβλέπεται πως οι χώρες της Υποσαχάριας Αφρικής θα αντιμετωπίσουν επισιτιστικές και ανθρωπιστικές κρίσεις, περικοπές επιδοτήσεων, καθώς επίσης εργασιακές κρίσεις – λόγω των συνεχώς αυξανομένων χρεών τους που θα προκαλέσουν πολιτική αστάθεια. Ειδικά εάν ο πλανήτης βυθιστεί τελικά στην ύφεση – εξαιτίας του πολέμου, της ενεργειακής κρίσης, της κερδοσκοπίας στα τρόφιμα και στην ενέργεια, του πληθωρισμού, των υψηλών επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών, των συνεχιζόμενων προβλημάτων της εφοδιαστικής αλυσίδας, ενός ενδεχομένου χρηματιστηριακού κραχ στις ΗΠΑ που θα παρέσυρε τους πάντες κοκ.
Εν προκειμένω, αρκετές αφρικανικές χώρες ευρίσκονται στα πρόθυρα οικονομικών κρίσεων, κυρίως η Γκάνα (πληθωρισμός στο 50,1%) – λόγω των υψηλών επιτοκίων, των προβλημάτων στις τιμές των βασικών εμπορευμάτων, του ισχυρού δολαρίου με το οποίο δανείζονται κλπ. Κράτη δε που έχουν ήδη χρεοκοπήσει, όπως το Τσαντ και η Ζάμπια, δεν θα μπορέσουν να ανακάμψουν εύκολα – ενώ όλα αυτά θα «εκβάλουν» σε κοινωνικές αναταραχές και διαδηλώσεις, όπως προβλέπεται για το Κονγκό, τη Γκάνα, τη Σενεγάλη, τη Νότια Αφρική που για πολλά χρόνια τώρα αντιμετωπίζει προβλήματα μετά τη λεηλασία της από το ΔΝΤ, όπως άλλωστε και η Βραζιλία (ανάλυση), τη Ζιμπάμπουε κοκ.
Στην ουσία στην ίδια, εάν όχι σε χειρότερη θέση θα ευρισκόταν και η Τουρκία, με τον πληθωρισμό της πάνω από το 80%, με τεράστιο εξωτερικό χρέος κοκ. – διατηρείται όμως στη ζωή, λόγω της σημαντικής γεωπολιτικής της θέσης, των στρατιωτικών της επεμβάσεων σε άλλα κράτη, της χρηματοδότησης του Κατάρ έναντι στρατιωτικής προστασίας του κλπ.
Σε κάθε περίπτωση, θα προκληθεί μεγάλη πολιτική αστάθεια σε πολλές χώρες της Αφρικής – αφού οι ηγέτες θα προσπαθούν να αποδώσουν ευθύνες σε πολιτικούς «αποδιοπομπαίους τράγους», τα κόμματα της αντιπολίτευσης θα προσπαθούν να επωφεληθούν από τη φθίνουσα δημοτικότητα των κυβερνώντων κομμάτων και οι αρχηγοί κρατών θα χρησιμοποιούν ως συνήθως τον ανασχηματισμό του υπουργικού συμβουλίου, ως απόδειξη πολιτικής αλλαγής.
Όλα αυτά μάλλον θα οδηγήσουν στη μαζική φυγή των επενδυτών, οπότε στην κλιμάκωση της φτωχοποίησης των Αφρικανών – ενώ σε ακραίες περιπτώσεις, καιροσκόποι στρατιωτικοί ηγέτες μπορεί να προσπαθήσουν να εκμεταλλευτούν την κοινωνική δυσαρέσκεια και την οικονομική δυσπραγία για να πραγματοποιήσουν πραξικοπήματα, ιδίως στο Σαχέλ που ενδιαφέρει ιδιαίτερα τη Γαλλία.
Εκτός αυτού, θα εντείνουν τις μεταναστευτικές ροές με προορισμό την Ευρώπη – οπότε η ήπειρος μας θα αντιμετωπίσει ένα διπλό πρόβλημα, σε συνδυασμό με το Ουκρανικό.
Επίλογος
Κλείνοντας, υπάρχουν πολλές άλλες εστίες προβλημάτων στον πλανήτη μας, ακόμη και στην Ευρώπη – όπως στην Ιταλία που δεν πρόκειται ποτέ να αναπνεύσει εντός της Ευρωζώνης, ενώ πολύ περισσότερο ίσως στη Μ. Βρετανία, όπου οι υποστηρικτές του BREXIT αποτελούν πλέον μεγάλη μειοψηφία (περί το 34%), ο πληθωρισμός μαίνεται (στο 10,7% το Νοέμβρη), υπάρχουν ελλείψεις εμπορευμάτων κοκ. Επίσης στην Ιαπωνία που επιμένει σε μία μη συμβατική οικονομική πολιτική, επεμβαίνοντας όμως στην καμπύλη των επιτοκίων, στον Καναδά όσον αφορά τη στέγαση (γράφημα, πηγή), στις ΗΠΑ που μάλλον δεν θα αποφύγουν την ύφεση, ενώ έχουν πληθωρισμό ζήτησης και προσφοράς μαζί, στην Αυστραλία (πηγή) κοκ.
Εν τούτοις, δεν μπορεί κανείς να αναφερθεί σε όλες, ούτε να επιχειρήσει προβλέψεις – πόσο μάλλον σε μία εποχή που θεωρείται σημείο καμπής στην παγκόσμια ιστορία. Οφείλει βέβαια να παραμένει αισιόδοξος, αλλά ταυτόχρονα προετοιμασμένος για τα χειρότερα – με την ελπίδα να μην ισχύουν τα περί κλιματικής αλλαγής και οικολογικής κρίσης που θα ήταν ακόμη πιο δύσκολο να αντιμετωπισθούν.
Η οικολογική κρίση πάντως λέγεται πως είναι τόσο σοβαρή που πολλοί ειδικοί πιστεύουν ότι, η ίδια η ύπαρξη της ανθρωπότητας όπως τη γνωρίζουμε, ευρίσκεται σε κίνδυνο. Η περιβαλλοντική ζημία δε έχει άμεσο αντίκτυπο στις αλυσίδες παραγωγής και εμπορίας τροφίμων, στην πρόσβαση και παροχή ποσίμου νερού, στην εξόρυξη και χρήση υδρογονανθράκων, καθώς επίσης σε πολλούς άλλους τομείς.
Υστερόγραφο: Ειδικά όσον αφορά την Ιαπωνία, όπου η κεντρική της τράπεζα έχει διατηρήσει τα επιτόκια σε μηδέν ή αρνητικά για δεκαετίες, μπορεί να είναι η πιο ευάλωτη χώρα στον κόσμο. Εκτός από τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια, η Τράπεζα της Ιαπωνίας έχει επίσης ασχοληθεί με τον έλεγχο της καμπύλης αποδόσεων – περιορίζοντας τα πενταετή και δεκαετή ομόλογα περίπου στο μηδέν. Δεδομένης της αύξησης των πραγματικών επιτοκίων σε όλο τον κόσμο, της απότομης υποτίμησης του γιεν και των υψηλών πληθωριστικών πιέσεων, η Ιαπωνία μπορεί τελικά να βγει από την σχεδόν μηδενική εποχή της.
Τα υψηλότερα επιτόκια θα ασκούσαν αμέσως πίεση στην ιαπωνική κυβέρνηση – αφού το χρέος της χώρας ανέρχεται στο 260% του ΑΕΠ της, αν και είναι σχεδόν στο σύνολο του εσωτερικό. Το τεράστιο δημόσιο χρέος της Ιαπωνίας περιορίζει τις επιλογές των υπευθύνων χάραξης πολιτικής για τη διαχείριση της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης.
Το πραγματικό ερώτημα είναι εάν υπάρχουν κρυφές ευπάθειες στον χρηματοπιστωτικό της τομέα που θα μπορούσαν να αποκαλυφθούν – εάν ο πληθωρισμός συνεχίσει να αυξάνεται και τα πραγματικά επιτόκια της Ιαπωνίας αυξηθούν στα επίπεδα των ΗΠΑ. Αυτό ήταν ο κανόνας το μεγαλύτερο μέρος των τελευταίων τριών δεκαετιών – παρά το ότι, οι προσδοκίες της Ιαπωνίας για τον πληθωρισμό είναι επί του παρόντος πολύ χαμηλότερες από ό,τι στις ΗΠΑ.
Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.