Τρίτη 21 Μαΐου 2013

Η Κύπρος και πάλι στο επίκεντρο [μέρος τέταρτο]



μέρος πρώτο

 εδώ

μέρος δεύτερο

εδώ

Μέρος Τρίτο

εδώ

Τα τελευταία χρόνια  της τουρκοκρατίας
Μέχρι την σφαγή του αρχιεπισκόπου και των άλλων ιερέων και των προκρίτων, το ελληνικό λαϊκό στοιχείο δεν είχε γνώμη στη διοίκηση των κοινοτικών υποθέσεων. Όπως έχουμε δει εκπρόσωπος των Ελλήνων ήταν ο αρχιεπίσκοπος [Εθνάρχης] και οι επίσκοποι. Ο αρχιεπίσκοπος  είχε το αποκλειστικό δικαίωμα να κανονίζει όχι μόνο τα οικονομικά της εκκλησίας αλλά και αυτά της ελληνικής κοινότητας: να επιβάλλει φόρους, να διευθύνει τα σχολεία, να επιβλέπει τη λειτουργία των δημόσιων ιδρυμάτων.
Το 1821 – μετά τη σφαγή – το αυταρχικό αυτό σύστημα σταδιακά παίρνει τέλος. Η κυπριακή Εκκλησία αποκαθίσταται μεν, αλλά οι νέοι επίσκοποι δεν θα έχουν πια ούτε τα προνόμια ούτε τη δύναμη που είχαν άλλοτε. Ο λαός διεκδικεί τα δικαιώματα του. Αποτέλεσμα πολλών «παραγόντων», που από τη μια ενεργοποίησε το λαϊκό στοιχείο και από την άλλη υποχρέωσε τους Τούρκους σε μια υποχώρηση και αλλαγή στάσης απέναντι στο λαϊκό χριστιανικό στοιχείο, με τη συνδρομή βέβαια και των εξελίξεων μέσα στην ίδια την Τουρκία και στο διεθνές περιβάλλον.
Εδώ πρέπει να θυμηθούμε ότι μετά τη «σφαγή» πολλοί Κύπριοι έφυγαν από την Κύπρο. Πολλοί από αυτούς έλαβαν μέρος στον αγώνα για την Ελευθερία στην Ελλάδα. Περί τους 130 φονεύθηκαν κατά τη μάχη των Αθηνών του 1827. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που αποτέλεσαν ιδιαίτερη φάλαγγα Κυπρίων υπό τον στρατηγό Χατζηπέτρο. Άλλοι ήρθαν στη Ρώμη και άρχισαν να εργάζονται για την απελευθέρωση της Κύπρου και την Ένωση της με την Ελλάδα. Όρισαν δε γι’ αυτό επίτροπο της Κύπρου το Νικόλαο Θησέα για να οργανώσει την διαφώτιση και όλες τις άλλες αναγκαίες ενέργειες [33].
Οι Τούρκοι μετά τη σφαγή του αρχιεπισκόπου και όλων των άλλων, θέλησαν να έχουν κάποιον εκπρόσωπο των Ελλήνων για να συνομιλούν μαζί τους. Φυσικά και θέλησαν να τοποθετήσουν ανθρώπους εντελώς υπάκουους σε αυτούς. Ο Πατριάρχης Ευγένιος, διάδοχος του Γρηγορίου του Ε’, ζήτησε από το Πατριαρχείο Αντιοχείας να στείλει  τρεις αρχιερείς στην Κύπρο. Αυτοί χειροτόνησαν τον Δεκέμβριο του 1821 αρχιεπίσκοπο Κύπρου τον  Ιωακείμ, μητροπολίτη Πάφου τον Πανάρετο,  Κιτίου τον Λεόντιον και Κυρήνειας τον Δαμασκηνό. Η Υψηλή Πύλη τους ενέκρινε πολύ εύκολα. Προφανώς στην εκλογή τους συνετέλεσε και ο «σφαγέας» Κιουτσούκ-Μεχμέτ.
Ο Ιωακείμ (1821-24) ήταν ανίκανος και αμαθής και δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις ανάγκες των Χριστιανών. Οι οποίοι για άλλη μια φορά είχαν υποστεί μεγάλη επίθεση από τους Τούρκους: σφαγές και προπαντός βίαιοι εξισλαμισμοί. Ο εξισλαμισμός στις τάξεις του λαού ήταν πολύ  μεγάλος. Ο Σουηδός περιηγητής ιερέας Jacob Berggren, είναι πολύ κατατοπιστικός για το τι συνάντησε στα 1822 στην Κύπρο:
«Όταν το 1822 πέρασα τελευταία φορά από τη Λάρνακα, ο πληθυσμός του νησιού είχε περιοριστεί σε τέτοιο βαθμό, που πολλά μεγαλοχώρια ήταν εντελώς ακατοίκητα. Τα στρατεύματα του Μουχασίλη δεν άφησαν ψυχή ζωντανή, παντού απ’ όπου πέρασαν, και καθώς η αξία της ανθρώπινης ζωής είχε πέσει, έπεσαν και όλες οι τιμές της αγοράς». Ο ίδιος όταν ξαναπέρασε από το νησί το 1826 αναφέρει: «Η Παναγία ντύθηκε παντού στα μαύρα, πολλά σπίτια ήταν έρημα και πιτσιλισμένα με αίμα…Σχεδόν κάθε μέρα σημαδευόταν με εκτελέσεις και φόνους κι όπου κι αν πήγαινα συναντούσα δήμιους με αιματοβαμμένα χέρια» [34]
Αυτή η κατάσταση – σε τελευταία ανάλυση – έβλαπτε οικονομικά το θησαυροφυλάκιο της Υψηλής Πύλης. Καθιστούσε την οικονομία της Κύπρου μη αποδοτική. Όπως τώρα, καλή ώρα, τα μαγαζιά που κλείνουν, οι άνεργοι που συσσωρεύονται, το ΑΕΠ που μειώνεται δραματικά βραχυπρόθεσμα έστω, βλάπτει ακόμα και την καπιταλιστική οικονομία. Αυτό μπορεί μακροπρόθεσμα να εξυπηρετεί άλλα σχέδια του ιμπεριαλισμού. Αλλά τότε τέτοια μακροπρόθεσμα σχέδια μάλλον δεν είχε η Υψηλή Πύλη.
Μπροστά σε αυτή την κατάσταση οι Κύπριοι ήτανε αναγκασμένοι να αντιδράσουν. Θεώρησαν ότι ο αρχιεπίσκοπος δεν έκανε απολύτως τίποτα για να τους υπερασπίσει. Ζητούσαν από τον Πατριάρχη Άνθιμο (1822-24) να τους απαλλάξει από τον αρχιεπίσκοπο. Οι συμβουλές του προς τον Ιωακείμ δεν εισακούονταν. Ανίκανος, δειλός και άνθρωπος των Τούρκων δεν είχε διάθεση να αντιδράσει. Τελικά οι καταγγελίες κλήρου και λαού έπεισαν τους Τούρκους να τον παύσουν. Μάλιστα επειδή το κατάλαβε παραιτήθηκε ο ίδιος. Διάδοχος του υπήρξε ο Δαμασκηνός της Κυρήνειας, άνθρωπος διαφορετικός. Δεν ανεχότανε τις αυθαιρεσίες του Τούρκου διοικητή, συγκρούσθηκε μαζί του και γι αυτό εξορίστηκε και παύτηκε. Αργότερα επανήλθε ως μητροπολίτης Κιτίου.
Με την άφιξη του Καποδίστρια στην Ελλάδα, οι Κύπριοι του έγραψαν (18 Αυγούστου 1828) και έστειλαν και επιτροπή να τον παρακαλέσει «να δοθή ιατρεία εις τας πληγάς της Κύπρου, όπως οίδεν η βαθύτατη πολιτική φρόνησις του» [35] . Το γράμμα υπέγραφε ο αρχιεπίσκοπος Πανάρετος και οι επίσκοποι Πάφου, Κιτίου και Κερύνειας και μερικοί λαϊκοί. Ο Καποδίστριας έλαβε υπόψη του το γράμμα και την έκκληση των Κυπρίων και με ρηματική του διακοίνωση (18-10-1828) προς τους αντιπροσώπους των συμμάχων αυλών περιέλαβε την Κύπρο και Ρόδο ως τμήματα της Ελλάδας. Η διακοίνωση βέβαια δεν είχε κανένα αποτέλεσμα [36] . Οι Κύπριοι έστειλαν το 1830 μυστικά στον Καποδίστρια  τον επτανήσιο Π. Βοντιτσιάνον για να επαναλάβει τα αιτήματα των Κυπρίων. Ούτε βέβαια και αυτή η έκκληση είχε αποτέλεσμα.
Ο αρχιεπίσκοπος Πανάρετος (1827-1840) – τέως μητροπολίτης Πάφου – με πολιτικές ικανότητες απέστειλε δυο φορές επιτροπές προς τον Σουλτάνο Αβδούλ-Μετζήτ και κατόρθωσε να ελαττώσει σημαντικά τους φόρους της Κύπρου [θα λέγαμε ότι υπήρξε ικανότερος διαπραγματευτής από τον Γιώργο Παπανδρέου και Παπακωνσταντίνου, τον Ευάγγελο Βενιζέλο, Παπαδήμο, Γιάννη Στουρνάρα και Αντώνη Σαμαρά].
Στο μεταξύ το 1830, μετά την επιστροφή από την Κωνσταντινούπολη μιας από τις αντιπροσωπείες στη Λευκωσία, συγκλήθηκε μια συνέλευση από επισκόπους και αντιπροσώπους του ελληνικού λαού. Υπό την προεδρία του αρχιεπισκόπου η συνέλευση συντάσσει τον κανονισμό της διοίκησης με βάση «τις κοινοβουλευτικές αρχές», όπως έγραφε και το κείμενο. Δεν θα υπάρχει πια δραγουμάνος ανάμεσα στον διοικητή και τον αρχιεπίσκοπο αλλά ένα τετραμελές συμβούλιο που θα αντιπροσωπεύει την ελληνική κοινότητα. Το 1839 ο Σουλτάνος αποφάσισε τη μεταρρύθμιση του συστήματος διοίκησης της αυτοκρατορίας, σύμφωνα με τις νέες αρχές του δικαίου. Με τη δημοσίευση του αυτοκρατορικού διατάγματος [Hatt-i-Sherif] καταργεί το σύστημα της πώλησης σε δημοπρασία των θέσεων διοικητών επαρχίας. Το αντικαθιστά με απευθείας διορισμό και μισθό. Το νησί γίνεται επαρχία δεύτερης κατηγορίας κι ο τίτλος του διοικητή μετατρέπεται σε τίτλο του καϋμακάμη. Για πρώτη φορά στην ιστορία οι Χριστιανοί είχαν δικαίωμα να παίρνουν μέρος στα διοικητικά και δικαστικά συμβούλια της επαρχίας. Στην Κύπρο το δικαστικό συμβούλιο αποτελούνταν από οκτώ πρόσωπα: τέσσερεις Τούρκους και τέσσερεις Χριστιανούς. Το αρχιεπίσκοπο, έναν αντιπρόσωπο της ελληνικής κοινότητας, ένα Μαρωνίτη κι έναν Αρμένη.
Αποτέλεσμα των διοικητικών μεταρρυθμίσεων υπήρξε και η αλλαγή του κανονισμού που είχε συμφωνηθεί μεταξύ αρχιεπισκόπου και ελληνικής κοινότητας. Ο αρχιεπίσκοπος και οι επίσκοποι δεν θα χάσουν τη θέση τους ως αρχηγοί των Ελλήνων αλλά τώρα πια η διαχείριση των κοινοτικών υποθέσεων θα είναι στα χέρια είκοσι αντιπροσώπων εκλεγμένων από τη συνέλευση.
Αυτή η εξέλιξη δεν ικανοποίησε τον Πατριάρχη Γρηγόριο Στ’  που έσπευσε να συστήσει στον αρχιεπίσκοπο Πανάρετο να ερμηνεύσει τον προνομιακό ορισμό στον λαό και να του συστήσει υπακοή !
Όλων αυτών των μεταρρυθμίσεων που σκοπεύουν στη στερέωση της τουρκικής κυριαρχίας από τη μια και του Σουλτάνου από την άλλη, είναι αποτέλεσμα όχι μόνο των γενικότερων εξελίξεων και του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων για τον έλεγχο του Μεγάλου Ασθενούς και της κληρονομιάς του αλλά και της ήττας των Τούρκων από τον Μωχάμετ-Άλυ της Αιγύπτου, που ζήτησε να καταλάβει τη Συρία και την Κύπρο το 1832. Οι μεγάλες δυνάμεις επενέβησαν και έδωσαν την Κρήτη στους Αιγύπτιους αντί της Κύπρου και αναγνώρισαν κληρονομική την αλβανική κυβέρνηση του Μωχάμετ-Άλυ εις την Αίγυπτο. Η ανάμιξη της Αιγύπτου διευκόλυνε την έκρηξη ανταρτικού κινήματος υπό τον Κύπριον Νικόλαον Θησέα, το οποίο τελικά δεν μπορούσε να επιτύχει.
Να σημειωθεί ότι ο πατριάρχης Γρηγόριος Στ’ – που συνέστησε ευπείθεια στον Σουλτάνο – δεν πέτυχε, παρά τις προσπάθειες του, να λάβει φιρμάνι με το οποίο να επιτρέπονται οι κωδωνοκρουσίες σε μερικά μοναστήρια. Τελικά όλη αυτή την κατάσταση «πλήρωσε» ο Πανάρετος. Παραιτήθηκε όταν κατάλαβε ότι θα τον έπαυε η κυβέρνηση.  Διάδοχος του ο Ιωαννίκιος (1840-1849), που είχε καλές σχέσεις με τους Τούρκους και πολλοί πίστευαν ότι αυτό θα βοηθούσε στη λύση πολλών προβλημάτων. Μετά την έκδοση του χάτι-σερίφ η Τουρκία και με δικαιολογία ότι επιδιώκει την ισοπολιτεία αφαίρεσε από τους Κύπριους μητροπολίτες το δικαίωμα να κατανέμουν και εισπράττουν φόρους υπέρ του Δημοσίου. Διόρισε μισθωτούς υπαλλήλους που βέβαια ούτε δικαιότεροι των μητροπολιτών ήταν ούτε φρόντιζαν για τους φτωχούς.
Η διαδοχή των αρχιεπισκόπων δεν θα μας απασχολήσει. Όπως και οι προσπάθειες που κάθε φορά έκαναν για να μειωθούν οι φόροι. Να πούμε μόνο ότι αυτές τις προσπάθειες πρέπει να τις ερμηνεύσουμε μέσα από την αγωνία της Κυπριακής Εκκλησίας να διατηρήσει την επιρροή της πάνω στη μάζα του ελληνικού στοιχείου. Φοβότανε μήπως διαμορφωθούν συνθήκες στην κοινωνία τέτοιες που θα οδηγούσαν σε αμφισβήτηση της θέσης και του ρόλου της. Αυτή την προσπάθεια θα την συναντήσουμε στη συνέχεια όταν θα φθάσουμε στην περίοδο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα στις δεκαετίες από το 1930 έως 1950.
Μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο (1856) και τη συνθήκη των Παρισίων ο Σουλτάνος κάνει καινούργιες μεταρρυθμίσεις στην καταρρέουσα πια Αυτοκρατορία. Με τη δημοσίευση του Hatt-i-Humayun του 1856 οι Χριστιανικές μειονότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μπορούν να κανονίζουν τις κοινοτικές υποθέσεις τους χωρίς την επέμβαση των τουρκικών αρχών. Οι θρησκευτικοί αρχηγοί των Ελλήνων αναγνωρίζονται ξανά σαν οι εθνάρχες των ραγιάδων, γίνονται ex officio μέλη των επαρχιακών συμβουλίων και συμμετέχουν στη διοίκηση. Στην Κύπρο το ντιβάνι ανασυγκροτείται. Συμμετέχουν ο αρχιεπίσκοπος και οι τρεις επίσκοποι αλλά όχι πια εκπρόσωπος των Μαρωνιτών και Αρμενίων. Οι επίσκοποι θα έχουν το δικαίωμα να παίρνουν μέρος στα συμβούλια των άλλων πόλεων της Κύπρου. Ο ιδιαίτερος κανονισμός των Χριστιανών θα συνταχθεί σύμφωνα με το «κανονικό» δίκαιο της θρησκείας τους. Οι επίσκοποι θάχουν το αποκλειστικό δικαίωμα να εκδικάζουν τις κληρονομικές υποθέσεις. Για πρώτη φορά οι διαφορές θα δικάζονται από δικαστήρια αποτελούμενα από Έλληνες και Τούρκους δικαστές. Οι Χριστιανοί θα γίνονται δεκτοί σαν μάρτυρες σε ιδιωτικές διαφορές μεταξύ Τούρκων.
Εδώ διαπιστώνουμε ένα περίεργο «μπρος-πίσω». Δηλαδή ένα πισωγύρισμα όπου ενισχύεται ο ρόλος της Εκκλησίας σε βάρος της λαϊκής παρέμβασης και ρόλου στα κοινά. Ενώ ταυτόχρονα γίνεται προσπάθεια από τουρκικής πλευράς να αποδοθούν δικαιώματα στους Χριστιανούς προκειμένου να «εκσυγχρονιστεί» το σύστημα της τουρκικής κατοχής στην Κύπρο και να εκτονωθούν έτσι κάποιες πιέσεις. Από την άλλη θέλουν όλα αυτά να ελεγχθούν από συντηρητικές κοινωνικο-πολιτικές και ιδεολογικές δυνάμεις, ώστε να περιοριστεί η πιθανότητα εμφάνισης πιο ριζοσπαστικών κοινωνικο-πολιτικών διεκδικήσεων. Σε αυτή την κατεύθυνση θα προσπαθήσουν να κινηθούν αργότερα και οι Άγγλοι. Γύρω από μια τέτοια αντίθεση θα κινηθεί καθοριστικά για το μέλλον ιδιαίτερα των Ελλήνων όλη η προσπάθεια για την απελευθέρωση τους, την Αυτοδιάθεση και Ένωση τους με την Ελλάδα.
Το 1870 θα ακολουθήσει η εφαρμογή του γαλλικού δικαίου. Θα αναδιοργανωθούν  τα δικαστήρια. Παρόλα αυτά, παρά τα επί μέρους κέρδη των Χριστιανών, η κατάσταση τους δεν αλλάζει. Η ώρα της «αλλαγής», της διαδοχής της τουρκοκρατίας από την αγγλοκρατία έχει πλησιάσει. Με το άνοιγμα της διώρυγας του Σουέζ το 1869, το βρετανικό ενδιαφέρον για την Ανατολική Μεσόγειο μεγαλώνει απότομα. Της είναι απαραίτητη μια βάση για την εξάπλωση και στερέωση της επιρροής της στις χώρες της Εγγύς και Μέσης Ανατολής. Η απόκτηση ναυτικής βάσης από την πλευρά της Αγγλίας γίνεται αναγκαία, ύστερα μάλιστα από την αγορά των μετοχών του χεδίβη της Αιγύπτου στη Ναυτική Εταιρεία της Διώρυγας του Σουέζ. Ύστερα μάλιστα από την κατάληψη των περιοχών του Καρς, του Αρδαχάν και του Βατούμ από τους Ρώσους με τον Ρωσο-τουρκικό  πόλεμο του 1877-78, η Αγγλία επείγεται για την εξασφάλιση μιας βάσης κοντά στην Αίγυπτο για την προστασία του δρόμου των Ινδιών. Ο κλήρος έπεσε  στην Κύπρο. Η Τουρκία ήταν εξασθενημένη από τον πόλεμο και ταπεινωμένη από τις συμφωνίες του Αγίου Στεφάνου. Η Αγγλία επωφελείται. Προτείνει στον Σουλτάνο σύναψη αμυντικής συμμαχίας. Με αντάλλαγμα την Κύπρο δεσμεύεται να ενωθεί με την Τουρκία για αμοιβαία άμυνα, αν χρειαστεί και δια των όπλων.
Η σχετική συνθήκη υπογράφηκε στις 4 Ιουνίου 1978, λίγες ημέρες πριν από το Συνέδριο του Βερολίνου.
Η Αγγλία μαζί με την Κύπρο κληρονομεί και τα προβλήματα της. Τους κατοίκους της. Μια μεγάλη πλειοψηφία Χριστιανών – Ελλήνων, Αρμένιων και Μαρωνιτών – όπου οι έλληνες αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία και μια μειοψηφία Τούρκων.
Ποιοι είναι αυτοί οι Τούρκοι – Τουρκοκύπριοι – που κληρονομούν οι Βρετανοί και πώς θα τους αντιμετωπίσουν; Πως θα τους αξιοποιήσουν; Γιατί μαζί με αυτούς έχουν να κάνουν και με τους Χριστιανούς και Έλληνες. Δηλαδή έχουν να αντιμετωπίσουν δύσκολα προβλήματα με ιστορία αιώνων.
Στη συνέχεια θα ασχοληθούμε με αυτό ακριβώς το ζήτημα: την καταγωγή των Τουρκοκυπρίων, μια και η σχέση τους με τους Ελληνοκύπριους θα διαπεράσει την Ιστορία του νησιού, ιδιαίτερα μετά το πέρασμα του υπό την Αγγλική κυριαρχία. Οι Τουρκοκύπριοι παρουσιάστηκαν ως μειονότητα, κατέστησαν κοινότητα και για τα δικαιώματα και την υπεράσπιση τους φτάσαμε στις Συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, στην εισβολή και κατοχή του 1974, το σχέδιο Ανάν και έχουμε ακόμα μέλλον. Αυτό το κουβάρι θα το ξετυλίξουμε σιγά-σιγά.
[συνέχεια στο επόμενο]
Σημειώσεις – παραπομπές
33 – Περί του Νικολάου του Θησέα βλ. Α. Παπακώστας, «Νέα Εστία» τ. 58, σελ 1172. Αργότερα, το 1832 θα ηγηθεί ενός αποτυχημένου αντάρτικου.
34 – J. A. Berggren «Resor i Europa och Osterlanderne τ. 3, Στοκχόλμη 1826-28, βλ. μετάφραση Μεσεβρινός: «Ματιές ενός Σουηδού στην Κύπρο», «Ο Κύκλος», τ. 3-4 1980, Λάρνακα σ. 106. Αναφέρεται στο Παρασκευά Μ. Σαμαρά «Η Ελληνική καταγωγή των Τουρκοκυπρίων», Αθήνα 1987, σελ. 19
35 – βλ. Άμαντος , όπ π. σελ. 117.
36 – Το αίτημα του Καποδίστρια να συμπεριληφθούν η Κύπρος και η Ρόδος στην Ελλάδα, δεν μπορούσε τότε να έχει καμία τύχη. Άλλωστε  την τύχη της Κύπρου όλοι τη γνωρίζουμε. Πολύ καλά τα έχει εξηγήσει ο Γεώργιος Ν. Φιλάρετος στο «Ξενοκρατία και Βασιλεία εν Ελλάδι 1821-1897». Το βιβλίο επανεκδόθηκε το 1973 από τις εκδόσεις ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ. Ποιος θυμάται και διαβάζει σήμερα τι έγραψε και είπε ο Γεώργιος Φιλάρετος. Ούτε οι κάτοικοι της Καλλιθέας στην οποία έζησε – υπάρχει δρόμος και λόφος με το όνομα του – δεν ξέρουν κάτι γι αυτόν. Και πόσα μέλη του ΚΚΕ γνωρίζουν ότι αυτός εξέδωσε πρώτος τον «Ριζοσπάστη» το 1897, τον τίτλο του οποίου στην αρχή δάνεισε και τελικά  παραχώρησε στο νεαρό τότε ΣΕΚΕ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.