Παρασκευή 30 Αυγούστου 2024

Ο Κάουτσκι, ο χριστιανισμός και ο κομμουνισμός





Ο Κάουτσκι είναι μια θρυλική μορφή της Β’ Κομμουνιστικής Διεθνούς και ηγέτης της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας. Το 1908 έγραψε το βιβλίο του «Η καταγωγή του χριστιανισμού». Στο έργο του αυτό χρησιμοποιεί την μέθοδο του ιστορικού υλισμού για να ανασυστήσει την πραγματική κοινωνική ιστορία της εμφάνισης του χριστιανισμού. Ο Κάουτσκι θεωρεί ότι εμφανίστηκε ως ένα προλεταριακό κομμουνιστικό κίνημα της εποχής εκείνης και γι αυτό συνάντησε τη σφοδρή αντιδραση της Ρώμης.


Και θεωρεί ότι αργότερα, μετά την καταστολή του επαναστατικού χριστιανικού κινήματος, ενσωματώθηκε βαθμιαία από το σύστημα.

Σέ ένα σημείο του έργου του ο Κάουτσκι γράφει κάτι το οποίο το ξανάζησε η ανθρωπότητα στη μορφη του κομμουνιστικού μ-λ πειράματος κατά τον 20ο αιώνα:

 «Η αντίληψη για τον Μεσσία μπορούσε να ριζωθεί μόνο σε μια με κομμουνιστική μορφή Χριστιανική κοινότητα του σταυρωμένου Μεσσία. Και μόνο με την πίστη στον Μεσσία και στην Ανάσταση μπορούσε μια κομμουνιστική οργάνωση να εδραιωθεί και να αναπτυχθεί σαν παράνομος σύνδεσμος στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ενωμένες αυτές οι δύο ιδεές -ο κομμουνισμός και η πίστη στο Μεσσία- έγιναν ακατάβλητες. 



Εκείνο το οποίο είχε μάταια ελπίσει ο Ιουδαϊσμός από τον Μεσσία του βασιλικής προέλευσης, το πραγματοποίησε το προλεταριάτο με τον σταυρωμένο Μεσσία: υποδούλωσε τη Ρώμη, γονάτισε τους Καίσαρες και κατεκτησε τον κόσμο. Δεν τον κατέκτησε όμως για το προλεταριάτο. Στην πορεία της νικηφόρας εκστρατείας, η προλεταριακή κομμουνιστική οργάνωση αλληλεγγύης, μετατράπηκε στον πιο ισχυρό μηχανισμό του κόσμου, με σκοπό την κυριαρχία και την εκμετάλλευση. Το διαλεκτικό αυτό προτσές δεν παρουσιάζεται για πρώτη φορά. Ο σταυρωμένος Μεσσίας δεν ήταν ούτε ο πρώτος, ούτε ο τελευταίος κατακτητής, που τελειώνοντας, έστρεψε τις στρατιές του με τις οποίες νίκησε, ενάντια στο δικό του λαό, που τον υποδούλωσε και τον σκλάβωσε. Ο Καίσαρ και ο Ναπολέων ήταν επίσης δημιουργήματα από δημοκρατικές νίκες…»


Ο Καρλ Κάουτσκι είναι εκείνος που κατά κανόνα χρησιμοποιεί τις κατηγορίες του «γιακωβινισμού», του «Θερμιδωρ», του «βοναπαρτισμού», για να ερμηνεύσει την ιστορική περίοδο του μπολσεβικισμού στην εξουσία. Ο Κάουτσκι επαναλαμβάνει την ανάλυση του νεαρού Μαρξ για τον γιακωβινισμό. Όπως ο Μαρξ είδε το γιακωβινισμό με όρους ουτοπίας, της αντιιστορικότητας, του αποχαλιναγωγημένου υποκειμενισμού, της λατρείας της θέλησης για να αντικαταστήσει την απουσιάζουσα βάση στην κοινωνική πραγματικότητα, έτσι ο Κάουτσκι αποδίδει τα ίδια ελαττώματα στον μπολσεβικισμό του οποίου το πρώτο αμάρτημα βρίσκεται στο γεγονός πως η «δικτατορία του προλεταριάτου, που αυτοί κήρυσσαν και ασκούσαν, δεν ήταν τίποτα άλλο από μια μεγαλειώδη απόπειρα να πηδήσουν τις αναγκαίες φάσεις της ανάπτυξης και να τις εξαφανίσουν με διατάγματα».

Η κοινωνικοοικονομική ανωριμότητα περιείχε, καθ΄ ευατή, αναπόφευκτες συνέπειες :

 ότι με την απουσία οικονομικής ανάπτυξης απουσιάζουν η κοινωνική βάση και η πολιτική συγκατάθεση που είναι απαραίτητες για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό: ότι επομένως η επανάσταση θα καταπνιγόταν στον δεσποτισμό μιας προλεταριακής ελίτ και ενός δικτατορικού κόμματος.

Πώς θυμηθήκαμε το έργο αυτό του Κάουτσκι;

Διαβάζοντας μέσα στις διαδικτυακές μας περιπλανήσεις ένα κείμενο για την κοινωνική προέλευση των χριστιανών μαρτύρων, απόσπασμα του οποίου παραθέτουμε στη συνέχεια.



Αξιολόγηση των μαρτύρων και ταξινόμησή τους μέσα στο ελληνορωμαϊκό κοινωνικό σύστημα.


Μετά την παράθεση των μαρτυρίων, για τα οποία υπάρχουν όσον το δυνατόν λιγότερες αμφιβολίες για τη χρονολόγησή τους και ταυτόχρονα παρέχουν ικανοποιητικές πληροφορίες για την κοινωνική καταγωγή των μαρτύρων, είναι απαραίτητο να υπάρξει αξιολόγησή τους, ώστε να παρουσιαστεί μία ολοκληρωμένη εικόνα για τους πρωταγωνιστές τους.

Όπως προκύπτει, λοιπόν, από τις περιγραφές, τόποι μαρτυρίου και καταγωγής των μαρτύρων, είναι η Μ. Ασία, η Βόρεια Αφρική, η Παλαιστίνη, η Αίγυπτος και η περιοχή της Λυών. Στην τελευταία περίπτωση όμως, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη, ότι οι μάρτυρες κατάγονταν από τη Μ. Ασία, και ο ντόπιος πληθυσμός δεν τους συμπαθούσε. Ταυτόχρονα, να σημειωθεί ότι το μαρτύριο δεν είναι αποδεκτό σε όλες τις περιοχές με τον ίδιο τρόπο. Έτσι στην Αίγυπτο και στη Μ. Ασία, σύμφωνα με τις αφηγήσεις, το μαρτύριο επικροτείται, ενώ στη Β. Αφρική, όπως τονίζεται στο μαρτύριο της Περπέτουας, ο πατέρας της δε συναινεί σε αυτό, πράγμα που θεωρείται φυσική αντίδραση, αλλά ταυτόχρονα αναδεικνύει και μία γενικότερη νοοτροπία. Να τονιστεί επίσης πως μάρτυρες δεν υπήρχαν μόνο στις περιοχές που περιγράφουν τα μαρτυρολόγια. Σε αυτές όμως παρατηρείται η μεγάλη συμμετοχή στο μαρτύριο, και γνωρίζουν άνθιση οι χριστιανικές κοινότητες. Επομένως είναι φυσικό το ενδιαφέρον να επικεντρώνεται εδώ.

Όλοι οι μάρτυρες ανήκαν στις ordines, δηλ. στις κοινωνικές κατηγορίες που όριζε το ρωμαϊκό κράτος, μετά την εποχή του Αυγούστου. Είναι γνωστό ότι οι συγκλητικοί, οι ιππείς και οι βουλευτές των πόλεων, αποτελούσαν την ελίτ της αυτοκρατορίας, που στελεχώνονταν από μικρό αριθμό πολιτών. 


Μετά την εποχή του Αδριανού επικρατεί ο χωρισμός σε honestiores και humiliores (επιφανείς και ασθενέστερους), που με τη σειρά τους χωρίζονταν σε επί μέρους ομάδες. Πάντως τα όρια της μεσαίας τάξης, που θα αποτελούσε ενδιάμεσο στρώμα, ανάμεσα στους ευγενείς και τους δούλους, ήταν δυσδιάκριτα, και είναι πολύ δύσκολο να βρεθούν κριτήρια για να θεωρηθούν κάποια άτομα, ότι ανήκαν αμιγώς σε ένα μεσαίο σύνολο.[1]

Στα μαρτύρια πάντως πρωταγωνιστούν άτομα από όλες τις κοινωνικές ομάδες. Υπάρχουν επίσκοποι, όπως ο Πολύκαρπος, που εμφανίζεται να μην εξαρτάται από κανέναν, και να έχει επιτηδειότητα, μόρφωση και επιτεύγματα, φιλόσοφοι σαν τον Ιουστίνο, γυναίκες, όπως η Περπέτουα, που είναι από ανώτερη κοινωνική τάξη, στρατιωτικοί, που μπορεί να είναι ευγενείς, και δούλοι όπως ο Ρεβοκάτος και η Φηλικιτάτη. Στο μαρτύριο των εν Λουγδούνω τελειωθέντων, παρουσιάζονται άτομα που ανήκουν στις ανώτερες τάξεις, επαγγελματίες που μπορεί να ήταν απελεύθεροι, και δούλοι, που ακολουθούσαν τις θρησκευτικές αντιλήψεις των αφεντικών τους. Ανάμεσα στους μάρτυρες της Παλαιστίνης ξεχωρίζουν πλούσιοι με μόρφωση φιλοσοφική, πολίτες που παρουσιάζονται να αντιτίθεται στο πολιτικό σύστημα της τετραρχίας και δούλοι. Ενώ στον τελευταίο διωγμό του Διοκλητιανού, γίνεται λόγος για μάρτυρες ευγενικής καταγωγής, για έναν χριστιανό που είχε αναλάβει σπουδαία κρατικά αξιώματα και για έναν γιατρό.


Θα πρέπει εδώ να τονιστεί, πως, για πολλούς μάρτυρες, δε δίνονται στοιχεία για την κοινωνική καταγωγή τους, αν και πρωταγωνιστούν στα μαρτυρολόγια. Προφανώς αυτοί θα πρέπει να τοποθετηθούν στα μεσαία κοινωνικά στρώματα, για τον εξής λόγο: Για τους προερχόμενους από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, όπως είναι γνωστό, δίνονται κατά κανόνα, σαφείς πληροφορίες καταγωγής, γιατί το μαρτύριο των honestiores φανέρωνε τη διείσδυση του χριστιανισμού στις υψηλές κοινωνικές ομάδες, γεγονός που αναδείκνυε το κύρος της εκκλησίας. Ενώ τα μέλη της μεσαίας τάξης, δεν παρουσίαζαν το ίδιο κοινωνικό ενδιαφέρον, και γι’ αυτό τα στοιχεία για την προέλευσή τους δεν τονίζονται πάντα στις αφηγήσεις.

Δημιουργείται έτσι το παρακάτω γράφημα, που ταξινομεί τους μάρτυρες ανά κοινωνική τάξη:



Δηλαδή η συμμετοχή στο μαρτύριο των χριστιανών, που προέρχονταν από υψηλά κοινωνικά στρώματα (στην πραγματικότητα, πρόκειται μόνο για μέλη της επαρχιακής αριστοκρατίας και βουλευτές), σύμφωνα με τις μαρτυρολογικές εκθέσεις που παρατέθηκαν, αγγίζει περίπου το ποσοστό του 31%, των προερχομένων από τα μεσαία στρώματα το ποσοστό του 58%, και των δούλων μαρτύρων το ποσοστό του 11%.

Τα συμπεράσματα, που εξάγονται από τα παραπάνω είναι τα εξής:


Η πλειοψηφία των μαρτύρων προέρχεται από τα μεσαία στρώματα. Αυτό αποδεικνύει την απήχηση που είχε το χριστιανικό μήνυμα σε ομάδες, που ήταν ενταγμένες σε αυτά, και προσπαθούσαν ναγίνουν αποδεκτές στην ελληνορωμαϊκή κοινωνία. Χαρακτηριστική είναι εδώ η περίπτωση των απελεύθερων, που είχαν ξεφύγει από τη δουλεία, και ασκούσαν ένα επάγγελμα, το οποίο ήταν, κατά βάση, επικερδές (όπως οι γιατροί). Αυτά τα άτομα όμως δεν είχαν την κοινωνική καταξίωση, και έψαχναν να βρουν χώρους, στους οποίους θα γίνονταν αποδεκτά. Οι χριστιανικές κοινότητες λοιπόν ήταν ιδανικός τόπος γι’ αυτούς, αφού δεν έθεταν κοινωνικές προϋποθέσεις, για να θεωρήσουν κάποιον μέλος τους.

Οι μάρτυρες που προέρχονται από τα υψηλά κοινωνικά στρώματα ανήκουν, κατά κανόνα, στην επαρχιακή αριστοκρατία. Κάποιοι από αυτούς ήταν βουλευτές ή προέρχονταν από βουλευτικές οικογένειες, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Περπέτουας. Αυτή η σύνδεση βουλευτών με το χριστιανισμό δεν πρέπει να ήταν ασυνήθιστο φαινόμενο, αν κρίνει κανείς από την ερώτηση του ανθύπατου στον Πάπυλο. Όπως είναι γνωστό, ζητάει να μάθει αν ο μάρτυρας είναι βουλευτής.


Στα υψηλά κοινωνικά στρώματα θα πρέπει να ενταχθεί και ο φιλόσοφος Ιουστίνος. Αν και τα μαρτυρολόγια δεν πληροφορούν για την κοινωνική του προέλευση, εντούτοις η υψηλή μόρφωση που θα είχε λάβει, επιτρέπουν να τοποθετηθεί εδώ.

Οι μαρτυρολογικές εκθέσεις για τους δούλους παρουσιάζουν δύο από αυτούς να ανήκουν στον αυτοκρατορικό οίκο (τον Ευέλπιστο και τον Κόνωνα), και τους υπόλοιπους επτά να είναι οικιακοί δούλοι. Οι πρώτοι μπορούσαν να έχουν ελευθερία κινήσεων σε θέματα θρησκευτικότητας. Στις αφηγήσεις που αναφέρονται στους δεύτερους αναδεικνύεται η εξουσιαστική σχέση του πάτρωνα του οίκου με τους ανθρώπους του. Κατά κανόνα οι δούλοι ακολουθούν την πίστη των αφεντικών τους, και οδηγούνται στο μαρτύριο, όπως γίνεται με τη Βλανδίνα. Σε περίπτωση όμως που είναι χριστιανοί, και το αφεντικό τους δε συμφωνεί με αυτό, όπως συμβαίνει με τη Πολίττη και τη Σαβίνα, τότε αντιμετωπίζουν την εξόντωση. Ταυτόχρονα στις περιγραφές εκδηλώνεται και το προσωπικό στοιχείο, που προβάλλει τις ανθρώπινες σχέσεις που αναπτυσσόταν μεταξύ κυρίου και δούλου. Αυτό φαίνεται κατεξοχήν στο μαρτύριο της Περπέτουας και της Φηλικιτάτης.


Από τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι η πλειοψηφία των χριστιανών μαρτύρων προέρχονταν από τα μεσαία στρώματα. Βέβαια θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και άλλες μαρτυρίες, για να επαληθευτεί αυτή η θέση. ….
Οι
Επομένως, όπως φαίνεται και στην παράθεση του Ευσέβιου, η πλειονότητα των μαρτύρων προέρχονταν από τις μεσαίες και κατώτερες τάξεις. Αν και το κείμενο είναι σε αναφορά με συγκεκριμένα πρόσωπα, δείχνει να αφορά όλους τους χριστιανούς μάρτυρες.

 

Σε αυτή την περίπτωση είναι καταφανές ότι τα μαρτυρολόγια, όταν περιγράφουν μαρτύρια επιφανών χριστιανών ή στρατιωτικών, θέλουν να τονίσουν πως το χριστιανικό κίνημα δεν ήταν ξένο με τις άρχουσες ομάδες της αυτοκρατορίας, αλλά είχε επίδραση και σε αυτές. Άλλωστε, ένα μαρτύριο επιφανούς προσώπου θα ανέβαζε το ηθικό των χριστιανών, θα τους έδινε θάρρος και δύναμη, κάτι που ήθελαν οι συντάκτες και οι εκδότες των μαρτυρίων, και θα δημιουργούσε το «χριστιανό ήρωα», που θα έπρεπε, όπως και οι ήρωες των εθνικών, να προέρχεται από υψηλά κοινωνικά στρώματα. Να τονιστεί ακόμη, ότι μετά το 313, όταν είχε αρχίσει η μαζική κατάληψη των κρατικών αξιωμάτων από χριστιανούς, ήταν απαραίτητη η ανάδειξη της σχέσης χριστιανισμού-ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων, ώστε μέσα από αυτή να αποδειχτεί η αλληλεξάρτηση της νέας κρατικής θρησκείας με τους honestiores.

Συμπεράσματα

Η έρευνα για την κοινωνική προέλευση των χριστιανών μαρτύρων αρχίζει και τελειώνει με την ανάλυση των πρωτογενών πηγών, που είναι τα μαρτυρολόγια. Ο μελετητής τους θα πρέπει να λάβει υπόψη ότι αυτά δεν αποσκοπούν να δώσουν κοινωνιολογικές πληροφορίες, αλλά είναι κείμενα που επιδίωκαν να τονώσουν την πίστη και το ηθικό των μελών των χριστιανικών κοινοτήτων, προς τις οποίες απευθυνόταν.

Σύμφωνα με τις μαρτυρολογικές αφηγήσεις, οι μάρτυρες ανήκουν σε όλες τις κοινωνικές ομάδες του ρωμαϊκού κράτους. Μία μεγάλη μερίδα είναι τα άτομα που ανήκουν στην επαρχιακή αριστοκρατία. Διαθέτουν λοιπόν τα χρήματα και την κοινωνική καταξίωση στην περιοχή τους, που μπορούν να τους βοηθήσουν να μην οδηγηθούν στο μαρτύριο. Δε διστάζουν όμως εμπρός σε αυτό, και δεν κάνουν τίποτα για να το αποτρέψουν. Είναι χαρακτηριστική εδώ η κίνηση της Περπέτουας: Κρατάει η ίδια το τρεμάμενο χέρι του εκτελεστή της, και το φέρνει στο λαιμό της, για να μπορέσει να της δώσει το τελειωτικό χτύπημα.

Μία άλλη κατηγορία μαρτύρων ανήκει στις μεσαίες κοινωνικές ομάδες. Σε αυτές περιλαμβάνονται και επαγγελματίες, γιατροί ή δικηγόροι. Εδώ ανήκουν και οι απελεύθεροι, που προσπαθούν να κερδίσουν την κοινωνική καταξίωση.

Αξιοπαρατήρητη κοινωνική τάξη, που συμμετέχει στο μαρτύριο, είναι και οι δούλοι. Αν και η γενική τάση είναι να ακολουθούν τα αφεντικά τους, αφού προηγουμένως είχαν δεχτεί και τις θρησκευτικές τους ιδέες, υπάρχουν και περιπτώσεις, που μόνοι τους φανερώνουν ότι είναι χριστιανοί, και δε φοβούνται τα βασανιστήρια και το θάνατο. Το τελευταίο αφορά κυρίως τους αυτοκρατορικούς δούλους, που είχαν μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων.

Από τις μεσαίες κοινωνικές ομάδες προέρχεται η πλειοψηφία των μαρτύρων. Εδώ ανήκουν και οι μάρτυρες, για τους οποίους δε δίνονται στοιχεία στα μαρτυρολόγια για την κοινωνική καταγωγή τους.

Παράλληλα, στις αφηγήσεις αναδεικνύεται το μαρτύριο των μελών της επαρχιακής, κυρίως, αριστοκρατίας. Αυτό γίνεται για λόγους τακτικής. Με αυτό τον τρόπο όλοι θα εντυπωσιάζονταν από τη δυναμική του χριστιανισμού, που είχε στους κόλπους του επιφανή μέλη των τοπικών κοινωνιών, που είχαν δεχτεί να χάσουν τη ζωή τους για τα θρησκευτικά τους πιστεύω.

Ανακεφαλαιώνοντας λοιπόν, το συμπέρασμα είναι πως οι μάρτυρες προέρχονταν από όλες τις κοινωνικές ομάδες του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Είναι εμφανής όμως η κυριαρχία των μαρτύρων, που ανήκουν στα μεσαία κοινωνικά στρώματα. Επομένως, αυτοί θα αποτελούσαν και την πλειοψηφία μέσα στις χριστιανικές κοινότητες, γεγονός που αποδεικνύει την απήχηση που είχε το χριστιανικό μήνυμα σε αυτούς.

http://users.sch.gr/npavlou/martyres.htm#_ftn18


Το κείμενο του Κάουτσκι από τον Μεγάλο Ανατολικό


Οι ελληνικές ρίζες του χριστιανισμού. Τα Ευαγγέλια και οι επιρροές τους από την τραγωδία, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και το ελληνιστικό μυθιστόρημα"


Ν. ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ | Κυριακή 8 Μαρτίου 2009 Το Βήμα


Θα μπορούσε το μήνυμα- και μόνο αυτό- ενός εβραίου κήρυκα που έζησε και κήρυξε γύρω στο 30 να αποτελέσει τη βάση μιας θρησκείας που εξαπλώθηκε σε όλον τον κόσμο και έγινε καθολική; 

Οχι, μας λέει ο Μπρυνό Ντελόρμ στο τελευταίο του βιβλίο που έχει τον δηλωτικό τίτλο «Ο Ελληνας Χριστός» ακριβώς για να δείξει ότι η καθολικότητα του χριστιανισμού οφείλεται στις… ελληνικές πηγές του. Ο Ντελόρμ είναι θεολόγος και ειδικός στην ερμηνευτική των κειμένων και το καινούργιο βιβλίο του λειτουργεί ήδη προκλητικά. Ο ιστορικός Μορίς Σαρτρ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Τουρ και ειδικός του ανατολικού κόσμου κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο (το βιβλίο του L΄Οrient Romain, Εκδόσεις Seuil και, αγγλική έκδοση, Τhe Μiddle Εast Under Rome, Ηarvard University Ρress, θεωρείται κλασικό), παρουσίασε με εξαιρετικά θετικό τρόπο τη μελέτη του Ντελόρμ στις σελίδες της εφημερίδας Le Μonde (27 Φεβρουαρίου 2009). 

Είναι χαρακτηριστική η κατακλείδα της κριτικής, αφού δημιουργεί από μόνη της ένα θέμα πολεμικής: «Ενώ είναι θέμα πολιτικής ευπρέπειας για τη σύγχρονη θεολογία να επιμένει στις εβραϊκές ρίζες και στο αραμαϊκό περιβάλλον μέσα στο οποίο έζησε ο Ιησούς πράγμα που είναι προφανές-, τείνουμε συχνά να αρνούμεθα την καθαρά ελληνική διάσταση στην επεξεργασία της μορφής του Χριστού, τη μόνη που μπορεί να εξηγήσει την παγκόσμια ακτινοβολία του».

Τα θεμελιώδη κείμενα


Η θέση του Ντελόρμ είναι ότι τα θεμελιώδη κείμενα του χριστιανισμού, δηλαδή τα Ευαγγέλια και οι Πράξεις των Αποστόλων, των οποίων η επεξεργασία είναι έργο μιας γενιάς μετά τον θάνατο του Ναζωραίου, τίποτε ή τουλάχιστον ελάχιστα στοιχεία υιοθετούν από την εβραϊκή και αραμαϊκή παράδοση ενώ οφείλουν τα πάντα στην ελληνική. Κατά τον συγγραφέα «κανένα ιουδαϊκό λογοτεχνικό δημιούργημα δεν θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως πηγή ή ως πρότυπο, ακόμη και αν υπάρχει ένα υπόστρωμα αραμαϊκών προφορικών παραδόσεων, αυτό δεν θα μπορούσε να εξηγήσει την επεξεργασία ενός τόσο πλήρους γραπτού συνόλου, τέλεια συντεταγμένου στα ελληνικά».

Πέντε ήταν τα στοιχεία του ελληνικού υπόβαθρου πάνω στα οποία στηριζόταν ολόκληρος ο μεσογειακός κόσμος αυτήν την εποχή:

–Η ελληνική γλώσσα, η κοινή ·
–το μοντέλο του άστεως, της πόλεως, που ως πολιτική αλλά και κοινωνικοπολιτιστική οντότητα υιοθετήθηκε από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και απέκτησε παγκόσμια διάσταση·

–η Παιδεία, όχι μόνο ως εκπαίδευση αλλά και ως φιλοσοφικός στοχασμός, με συνιστώσες τη διδασκαλία των πυθαγορείων, των πλατωνικών και των στωικών·

–η ηθική, που σφραγίζεται από τον πολυθεϊσμό και την ανεκτικότητα· και τέλος

–η αναζήτηση από τους Ελληνες αυτού που θα ονομάζαμε μετά θάνατον σωτηρία.

Πριν από τον Ντελόρμ, και άλλοι είχαν ασχοληθεί με τις ελληνικές ρίζες των θεμελιωδών κειμένων του χριστιανισμού, όπως ο θεολόγος, ειδικός της Καινής Διαθήκης, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Λωζάννης Ντανιέλ Μαργκερά, που έδειξε τις οφειλές του Ευαγγελιστή Λουκά στην ελληνική παράδοση. Είναι επίσης από καιρό γνωστή η λειτουργία και άλλων δανείων. Για παράδειγμα, η «Οδύσσεια» του Ομήρου βρίσκεται πίσω από τις περιπλανήσεις του Αποστόλου Παύλου στις πόλεις της Μεσογείου, ενώ πίσω από τα Πάθη του Χριστού βρίσκεται η δίκη του Σωκράτη. Κατά τον Μπρυνό Ντελόρμ, το υπόβαθρο πάνω στο οποίο στηρίζονται αλλά και χτίζονται τα Ευαγγέλια είναι η ελληνική τραγωδία, οι πλατωνικοί διάλογοι, τα έργα του Αριστοτέλη και το ελληνιστικό μυθιστόρημα. Αλλά σε αντίθεση με την κάθαρση της ελληνικής τραγωδίας τα Ευαγγέλια ολοκληρώνονται με την Ανάσταση, που στοιχειοθετεί οπωσδήποτε, μέσα στο πλαίσιο της αφήγησης, ένα αίσιο τέλος.

Το βάρος της Ιστορίας

Η ιστορικότητα του προσώπου του Ιησού δεν αμφισβητείται από τον Μπρυνό Ντελόρμ σε αυτό το βιβλίο. Ετσι κι αλλιώς αυτό το θέμα ελάχιστα απασχολεί τον συγγραφέα, γιατί εκείνο που τον ενδιαφέρει δεν είναι τόσο η μορφή του Ιησού από τη Ναζαρέτ όσο η μορφή του Χριστού. Αλλωστε, «σύμφωνα με τους πλέον στοιχειώδεις κανόνες της ελληνικής ρητορικής, το σημαντικό στα Ευαγγέλια δεν είναι η ιστορική πραγματικότητα των συμβάντων και των γεγονότων αλλά η αληθοφάνειά τους και η αφήγησή τους με τέτοιον τρόπο που να υποβάλλει και να επιβάλλει την πίστη».

Μπορεί ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ να ανήκει στην ιστορία αλλά η μορφή του Χριστού, κατασκευασμένη με το μέγιστο της αληθοφάνειας, είναι εκείνη που κινητοποιεί τον ενθουσιασμό των πιστών. Η θεμελιώδης αλήθεια προέρχεται από τον Χριστό και όχι από τον Ιησού. Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ μπορεί να είναι Ιουδαίος και πρόσωπο της ιστορίας αλλά ο Χριστός είναι δημιούργημα της ελληνικής παράδοσης. Γράφει ο Μπρυνό Ντελόρμ, σχετικά: «Γιατί αυτός δεν θα μπορούσε να αναδυθεί από το χώμα της ιουδαϊκής και της παλαιστινιακής γης, αν δεν υπήρχε ο μεγαλειώδης μοχλός της ελληνικής ρητορικής, η οποία με το πνεύμα της τραγικής σκηνοθεσίας και με τη δύναμη της πειθούς τού επέτρεψε να γίνει παγκόσμιος και καθολικός».

Τεκμηριωμένο, πειστικό, με γλώσσα δοκιμιακή και ταυτόχρονα κατανοητή και γοητευτική, το βιβλίο του Ντελόρμ έχει και άλλες αρετές. Ο Μορίς Σαρτρ στην κριτική του, στην οποία ήδη αναφερθήκαμε, επισημαίνει ότι ο Ντελόρμ δεν απομονώνει τους συγγραφείς των πρώτων χριστιανικών κειμένων από τον κόσμο μέσα στον οποίο ζουν και με τον οποίο αναγκαστικά είναι αλληλέγγυοι, τόσο σε επίπεδο διανοητικό και φιλοσοφικό όσο και σε επίπεδο πολιτικό και καλλιτεχνικό. Το τελευταίο εκδηλώνεται πολύ χαρακτηριστικά στην κυρίαρχη αυτοκρατορική λατρεία αυτής της Ρωμαϊκής εποχής. Πρότυπο της λατρείας των ρωμαίων αυτοκρατόρων είναι η μεταλλαγή του θνητού σε θείο όν; Είναι μήπως τυχαία η σύμπτωση με τα Ευαγγέλια;”

ΠΗΓΗ:https://pontosandaristera.wordpress.com/2008/11/23/14-3-2008/?fbclid=IwY2xjawE7s7BleHRuA2FlbQIxMQABHWnSRbadZB3__D_oTeIAOSQYzRSQDq1hG7Nm7CdqK_637wWLvYb8Rgmw_w_aem_WwBDwDOjbFaZfx_3sOPi6g
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.