Ο Κονδύλης κι εμείς: Οι δρόμοι που πήραμε
από το περιοδικό “Σημειώσεις” τ.53
Στόν Γιάννη Τσέγκο
Ι
Ο ΤΑΚΗΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ ΕΦΥΓΕ απροσδόκητα από τη ζωή στα πενήντα πέντε του μόλις χρόνια. Η δική μου γνωριμία μαζί του έγινε όταν είχε δεν είχε συμπληρώσει ακόμη τα είκοσι —και τότε ήδη το μυαλό του είχε κάνει μιά διαδρομή που τον έφερνε μακριά απ’ τον ακμάζοντα πολιτικό κομφορμισμό των καιρών της ειρηνικής συνύπαρξης. Οπωσδήποτε, δεν είμαι ό πλέον αρμόδιος να μιλήσω γι’ αυτό που ονομάζουν σήμερα «φιλόσοφο Κονδύλη» και που αποδίδει τα χρόνια της ωριμότητάς του, χρόνια που ουσιαστικά δεν τον συναντούσα πια παρά μόνο μέσα σε ορισμένα κείμενά του και στις απηχήσεις αυτών των κειμένων. Κι όμως, είμαι βέβαιος ότι τα πρώτα εκείνα χρόνια της νεότητάς μας (που στην περίπτωσή του δεν είχαν τη συνήθη αστάθεια) προσδιόρισαν αποφασιστικά την αναπτύξη του επιχειρήματός του, όποιους δρόμους και να πήρε αργότερα στη Χαϊδελβέργη. Έτσι, τοποθετώ τον Παναγιώτη Κονδύλη όχι τόσο σαν έναν πρόωρα χαμένο διανοητή, για τον οποίο εδώ συντάσσω έναν ακόμη επικήδειο, όσο σαν ένα πρόσωπο των απομνημονευμάτων μου, που γνώρισα με το όνομα Τάκης. Καί τον τοποθετώ επίσης ανάμεσα στα λίγα πρόσωπα που, άλλοτε η μαθητεία κοντά τους κι άλλοτε ο διάλογος μαζί τους, χάραξαν τον τρόπο με τον οποίο κοίταξα κι εγώ (καί κοιτάζω ακόμη) τον κόσμο.Αυτό το τελευταίο εξηγεί το κάπως υπεροπτικό «εμείς» που πρόσθεσα στον τίτλο του κειμένου μου, μολονότι είμαι εγώ φυσικά που έχω την ευθύνη του.
Eμείς, η σέχτα των πολιτικά υπόπτων της δεκαετίας του 1960! Αριστεροί, ίσως όμως όχι καί τόσο «κανονικά» αριστεροί. Με τις ιδιοτροπίες του ο καθένας, αλλά και με τους κοινούς γεωμετρικούς τόπους μας, δεν διστάζω να πω ότι υπήρξαμε πραγματικά κάτι σαν ένα εξωγήινο είδος ανθρώπων μέσα στην ισοπεδωτική κλίση των ημερών, την ομοφωνία της νικηφόρας δεξιάς και την ισοσκελή ομοφωνία τής ηττημένης αριστεράς. Η οποία αριστερά σημειωτέον δεν εννοούσε να παραδεχτεί στα φανερά το οφθαλμοφανές, δηλαδή την κατά κράτος συντριβή της. Πράγμα, θα μου πεις, αναμενόμενο. Αφού αυτή η παραδοχή θα ήταν ταυτόχρονα και ομολογία της ιδεολογικής έκπτωσής της. Οι λεγόμενοι εθνικόφρονες, που δεν ήταν παρά βάρβαροι, τσάκισαν τους εκβαρβαρισμένους.
Δεν θα βαλθώ να απαριθμήσω όλους τους παράγοντες που συνέτειναν ούτως ώστε εκείνοι που είπα «εμείς», οι περισσότεροι από πέντε αλλά λιγότεροι πάντως από δέκα, να βρεθούμε εκτός της τότε πολιτικής συμμόρφωσης (και μάλιστα στην αφετηρία οι περισσότεροι του πολιτικού μας σκέπτεσθαι). Ενδέχεται να ευθύνεται το είδος της γενικής κουλτούρας μας, λειτουργώντας ας πούμε σαν ανοσοποιητικό σύστημα απέναντι στην γραφειοκρατικοποίηση τής σκέψης και της δράσης. Ενδέχεται να ευθύνεται απλώς η ψυχική ιδιοσυγκρασία μας, θέλει να τη χαρακτηρίσει κανείς σαν μικροαστικό ντιλεταντισμό, θέλει να της αναγνωρίσει μιά δημιουργικά αντιρρητική ποιότητα. Η προσωπική εν πάση περιπτώσει γοητεία του Μανόλη Λαμπρίδη, του ανθρώπου που είχαμε την τύχη να συναντήσουμε πάνω στα διαμορφωτικά χρόνια μας, η συναισθηματική δοτικότητά του κι ο ευρύς ορίζοντας της καλλιέργειάς του –που τον έφερνε αντιμέτωπο με τον αγοραίο λόγο— εξηγούν σε μεγάλο βαθμό τον προσανατολισμό μας. Προσθέτω ότι ο Λαμπρίδης ήταν κατ’ουσίαν ο συντάκτης πολλών νεαρών γραπτών που εμείς υπογράψαμε σε περιθωριακά περιοδικά και έντυπα, όπως οι Μαρτυρίες και το Μαρξιστικό Δελτίο.
Διαβάζω σήμερα ένα ογκώδες βιβλίο που απαιτεί την άνευ όρων πολιτική έρευνα προς αποκατάστασιν της κομματικής τιμής τού Νίκου Πλουμπίδη, βγάζοντας στη φόρα φιμωμένες καταθέσεις και ντοκουμέντα εφτασφράγιστα μέσα στα κομματικά αρχεία. Για μας τους προ τεσσαρακονταετίας καμιά σιωπή δεν ήταν συγχωρημένη γύρω από το όνομα του Πλουμπίδη —κι ανάμεσα στις αγαπητικές μας ποιητικές αναγνώσεις ήταν και το ποίημα που του αφιέρωσε ο Δημήτρης Δούκαρης την επομένη του μαρτυρίου του. Κι όμως, ακόμη κι ο Πλουμπίδης, αν είχε γλυτώσει το απόσπασμα κι αν επιβίωνε μέχρι το 1960, θα μας είχε εμάς τους «χαφιέδες» καταγγείλει. Γιατί κι ο Πλουμπίδης ακόμη δεν ήταν παρά ένας «αλλιώς» σταλινικός — και το έξω απ’ τα όρια τού πολιτικού του σύμπαντος δεν ήταν ο Ζαχαριάδης αλλ’ ο Τρότσκυ. Αντίθετα, για μας, η επαναστατική μεταμόρφωση του κόσμου είχε δύο απυρόβλητους καθοδηγητές, τον Λένιν καί τον Τρότσκυ. Όλα τα άλλα ήταν εγκλήματα του σταλινισμού. Το γεγονός ότι και ο Τρότσκυ επίσης υπήρξε «αλλιώς Στάλιν», το γεγονός ότι πνευματικός πατέρας τού Στάλιν ήταν ο ίδιος ο Λένιν, δεν το προσέχαμε, παρασυρμένοι απ’ τη ρομαντική πολιτική περιπέτεια τού ενός και την διαπεραστική οξύτητα των πολεμικών γραπτών τού άλλου. Δεν ήμασταν κομμουνιστές, όσο ήμασταν Ενζολωράδες. Ο Λαμπρίδης μάς συνέφερνε όταν τα πράγματα αγρίευαν από την ανυπομονησία μας να μεταστοιχειώσουμε «προλεταριακά» τον πολιτισμό μαζί με τον κόσμο, συνιστώντας μας να διαβάζουμε πότεπότε, εκτός απ’ το Αλφάβητο του Κομμουνισμού, καί λίγο Παλαμά, καί λίγο Τσάτσο.
Ένα βράδυ, στο σπίτι του Λαμπρίδη, βρεθήκαμε μπροστά στον τελευταίο ίσως στον κόσμο σπαρτακιστή (αν εξαιρέσουμε τα ήξεις αφήξεις του Καστοριάδη…), τον Σπύρο Στίνα. Δεν εκτιμούσε καθόλου τον Τρότσκυ και, ενώ δεν αμφισβητούσε την αναγκαιότητα του κόμματος, απέδιδε όλα τα δεινά του σοσιαλισμού στο δόγμα της δικτατορίας του προλεταριάτου. Ο Στίνας ήταν το νηπιαγωγείο της καστοριαδικής αυτονομίας, μα τον κλονισμό στις μέχρι τότε πεποιθήσεις μας τον επέφερε. Βρεθήκαμε με το μικρόβιο τής λιποταξίας από το μέτωπο. Κι ένα άλλο βράδυ, στο ίδιο σπίτι, που πολλοί θα το έλεγαν πρόθυμα γιάφκα, γνωριστήκαμε με μίαν εντελώς αιρετική (με γνώμονα τα απομεινάρια τής πολιτικής μας ένταξης) φυσιογνωμία, τον Αντώνη Λαυραντώνη. Ο Λαυραντώνης δεν έγραφε, έλεγε. Κι αυτά που έλεγε μεταμόρφωσαν ριζοσπαστικά στους περισσότερους από μας το σύμπαν των ιδεών μας. Δεν ήταν μόνο ότι κατατρόπωσε τους απατηλούς θαυμασμούς μας, είτε ότι προσγείωσε τις διάφορες διαφωτιστικές πτήσεις μας ανώμαλα. Το κυριότερο ήταν ότι έβαζε εντός αγκυλών τα αξιώματα του ίδιου του ουμανισμού, αποκαλύπτοντάς τον σαν ανθρωποκεντρισμό που για να υλοποιήσει τα ιδεώδη του πρέπει να υποτάξει τη φύση —δηλαδή εγωιστικά να την καταβροχθίσει, να την καταστρέψει. Ο τρόπος με τις μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας αυτής της καταστροφής προσφέρθηκε σε πιάτο από το Μανιφέστο του Μαρξ, υπογράφτηκε από στρατιές μπροστάρηδων διανοουμένων, αλλά και βάφτηκε με το αίμα εκατομμυρίων μαρτύρων της πίστεως (η οποία δεν υπήρξε στ’ αλήθεια παρά ένα φριχτά αποτυχημένο πείραμα). Ο Λαυραντώνης έβλεπε την ιστορία σαν έκφραση μιας μοίρας που ξεκινούσε πριν από κάθε πολιτική οικονομία, πριν απ’ τον μαρξισμό, ίσως απ’ τον Δαρβίνο και τον Φρόυντ. Πίστευε ότι το ανθρωποφάγο πείραμα μακροπρόθεσμα θα πετύχει, παρά τις πρόσκαιρες λιποθυμίες του, κι αυτό το πιστεύει ακόμη και σήμερα χωρίς να το εύχεται. Μ’ αυτή την έννοια ο Λαυραντώνης δεν είχε διάθεση για αντικομμουνισμό. Αλλά δεν αισθανόταν και υποχρεωμένος να δηλώνει αντιφασίστας. Δεν ήταν άνθρωπος που ασπάζεται διεξόδους, ήταν άνθρωπος που περιέγραφε τα δίκια από εδώ, τα αδιέξοδα από εκεί των τάχα διεξόδων. Ο Κονδύλης αργότερα θα πει: αρκούμαι στην περιγραφή των συνειδήσεων. Είναι κληρονομιά του συγχρωτισμού του κυρίως με τον Αντώνη Λαυραντώνη. Αυτός ο συγχρωτισμός άρχισε την εποχή που εισέδυσε και στη δική μας συνείδηση ο Λαυραντώνης, και συνεχίστηκε αδιάλειπτα μέχρι το τέλος. Δεν είναι μόνο από διάθεση κομπλιμέντου που ο Κονδύλης αποκαλεί τον Λαυραντώνη στα γράμματά του «πνευματικό του πατέρα».
Ο Γιάννης ο Τσέγκος, ψυχίατρος σήμερα, άνθρωπος με ανάλογη ετοιμότητα στον χαρακτήρα του να παραβιάζει τις κομματικές συμμορφώσεις και να λοιδορεί τις λαϊκές σκοπιμότητες, ήταν εκείνος που συνέδεσε τον Κονδύλη με την παρέα μας. Δεν ξέρω πόσο συνέπεσαν τα ενδιαφέροντα τού Κονδύλη με τα ενδιαφέροντα ημών των υπολοίπων, καθώς εκείνος —με το μυαλό σφουγγάρι που διέθετε— μπόρεσε γρήγορα να επισκέπτεται τις ιδέες σε «τέσσερις ζωντανές καί δύο νεκρές γλώσσες» (Γ. Χατζόπουλος), ενώ οι περισσότεροι από μας μείναμε λίγο ως πολύ δεμένοι με τα «ωραία ελληνικά» καί τα αυτόχθονα ποιήματα. Συνδυασμένα οπωσδήποτε με καυγάδες όχι μόνο επί της αισθητικής αξίας, αλλά και επί της συνειδήσεως που δημιουργούσε αυτά τα ποιήματα. Έτσι ταυτιζόταν εν πολλοίς η πολιτική μας εκτίμηση με την ποιητική μας εκτίμηση —κι ίσως να μην κάναμε λάθος. Δεν του έλειπε φυσικά του Κονδύλη η ποιητική ευαισθησία, ώστε συναντιόμαστε τακτικά στην αποδοκιμασία πολλών θαυμαστικών, πολλών διάσημων αναξιοεστισμών. Αλλά συναντήθηκε με τον Λαυραντώνη όσο με κανέναν άλλον. Βρεθήκανε αμέσως πέραν του κομισσάριου και πέραν του γιόγκι. Το κοινό ερώτημά τους, όπως διαμορφώθηκε σύντομα, ήταν το ποιό κοινωνικό σύστημα (χωρίς να είναι η τελική λύση, διότι τελική λύση δεν υπάρχει και διότι υπάρχουν και προβλήματα άλυτα), το ποιο κοινωνικό σύστημα, επαναλαμβάνω, θα έβρισκε πιο πρόθυμη να συγκατατεθεί την κατά κανόνα φυγόπονη ανθρώπινη φύση. Διότι οι άνθρωποι, που είναι περισσότερο αναξιόπιστα όντα απ’ ό,τι πιστεύουν, μπορεί να ονειρεύονται μεν την ελευθερία (συχνά-πυκνά, και να θυσιάζονται γι’ αυτήν), στις μεγάλες ωστόσο περιόδους ανάπαυλας δεν είναι έτοιμοι παρά να συμφιλιωθούν με την πιο απόλυτη κοινωνική πειθαρχία. Στο κάτωκάτω της γραφής την πειθαρχία την γνωρίζουν στο πετσί τους, ενώ η ελευθερία δεν είναι παρά ένα ερωτικό όραμα. Η πρώτη χαρίζει ασφάλεια, η δεύτερη ανάβει στο αίμα φωτιές που δεν ξέρεις πού θα βγάλουν. Ο Λαυραντώνης έλεγε, όχι εντελώς παραδοξολογώντας: ο πραγματικός ουμανισμός ίσως να είναι ο ολοκληρωτισμός, μιά έκδοση εν πάση περιπτώσει ολοκληρωτισμού. Όποιος ήξερε να διαβάζει αμερόληπτα άκουγε σ’ αυτά τα λόγια το μήνυμα μιας μυθιστορηματικής μονομαχίας στο Μαγικό Βουνό, τοποθετημένης από τον Τόμας Μαν λίγο πριν ξεσπάσει ο Μεγάλος Πόλεμος, λίγα χρόνια πριν απ’ την πραξικοπηματική κατάληψη των χειμερινών ανακτόρων με την οποίαν ο Λένιν καθησύχασε την επανάσταση, δηλαδή τα «αναρχικά στοιχεία». Ο «φασίστας» καλόγερος προκάλεσε στο σανατόριο του Νταβός τον καρμπονάρο και έχασε — δηλαδή κέρδισε. Υπερφαλάγγισε τον φιλελεύθερο αντίπαλο με μία σφαίρα που είχε μεν το δικαίωμα να εξαποστείλει απέναντι, ως εκ των κανονισμών της μονομαχίας, προτίμησε όμως από περιφρόνηση να την φυτέψει στο ίδιο του το κεφάλι. Ο Τάκης Κονδύλης ήξερε να διαβάζει.
Η συνεννόηση ανάμεσα στον Τάκη Κονδύλη και τον Αντώνη Λαυραντώνη συνεχίστηκε μακριά απ’ τα δημοκρατικά πυροτεχνήματα (βάθυνε μάλιστα περισσότερο) στα χρόνια της χούντας, όταν δεν έσπευσαν να αποδοκιμάσουν ρητορικά και από κοινού τον Παττακό νοσταλγώντας θέλεις τον Καραμανλή, θέλεις τον Παπανδρέου. Ο Κονδύλης συνδέθηκε τότε με τις σπουδαίες εκδόσεις «Κάλβος» και εξέδωσε μεταξύ προκλητικών άλλων κειμένων τον Νικολό Μακιαβέλλι, για να προσβάλει το ιδεολογικό φάντασμα του «μακιαβελλισμου», φάντασμα το οποίο δεν υπήρξε επί αιώνες παρά μιά κατασκευή εις βάρος του στοχαστικού εκείνου αναγεννησιακού συγγραφέα εκ μέρους τού φιλελεύθερου παραμυθιού. Την ίδια εποχή ο Λαυραντώνης έγραφε υπό μορφήν δοκιμιακής επιστολής σε Ευρωπαίους φίλους του κάτι που το πλήρωσε με φυλάκιση, μέχρις ότου η χούντα να κουνήσει λίγο το αγροίκο μυαλό της και να τον παρατήσει ήσυχο. «Η έλλειψη αντιδράσεων κατά του πραξικοπήματος […] θα πρέπει να αναζητηθεί κυρίως στο γεγονός ότι οι λαϊκές μάζες δεν είχαν κανένα βαθύτερο σύνδεσμο μ’ αυτή τη “δημοκρατία” που κατέρρεε, και δεν αισθάνονταν μιά πραγματική ανάγκη να την υπερασπίσουν. Αυτή η ίδια είχε, λίγο-πολύ, απογυμνωθεί από κάθε ουσιαστικό περιεχόμενο, από κάθε πραγματικό ανθρώπινο δικαίωμα, ώστε στην επερχόμενη δικτατορία δεν απέμεναν και πάρα πολλά για να καταργήσει». Κι ακόμη: «Όσον αφορά την κατάργηση των ελεύθερων δημοκρατικών θεσμών κ.λπ., όλα αυτά δεν θίγουν άμεσα και κατά κύριο λόγο την ίδια την εργατική τάξη, αλλά τη γραφειοκρατία της, και, ακόμη, τους αστους διανοουμένους, επαγγελματίες πολιτικούς και δημοσιογράφους. Η ίδια η τάξη ενδιαφέρεται περισσότερο για τα προβλήματα τής ύπαρξής της. [….] Αν ο Χίτλερ μπόρεσε να επηρρεάσει τους Γερμανούς εργάτες σε αξιόλογο βαθμό και να τους οδηγήσει σ’ έναν τόσο καταστροφικό πόλεμο, αυτό το πέτυχε επειδή μπόρεσε να δώσει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, μιά στοιχειώδη λύση στα αγωνιώδη προβλήματα της ύπαρξής τους. Δεν φθάνω στο συμπέρασμα ότι η επικρατήση του φασισμού είναι χωρίς σημασία για την εργατική τάξη. Απλώς δεν την αντιλαμβάνομαι σαν πλήγμα θανάσιμο, όπως συμβαίνει με τόσους άλλους. Κι αυτό για τον λόγο ότι δεν πιστεύω πια στη σημασία των δημοκρατικών θεσμών σαν όρου sine qua non για τη «διαπαιδαγώγηση» και «συνειδητοποίηση» της τάξης, καθώς και στον δικό μας ρόλο σαν «παιδαγωγών» ή σαν «φορέων της σοσιαλιστικής συνείδησης».
Κατ’ ανάγκην, δίνω εδώ ένα βραχύ απόσπασμα μόνο αυτού του εκρηκτικού κειμένου, τόσο αλύπητα αφυπνιστικού με κριτήριο τον πολιτικό ύπνο των παραμονών του 1967, ούτως ώστε αργότερα, όταν η μπόρα πέρασε και ούτως ειπείν εκδημοκρατίστηκε πάλι ο τόπος, ο ίδιος ο Κονδύλης να αποτρέψει με την συμβουλή του τον συγγραφέα απ’ την ιδέα της ευρύτερης δημοσίευσής του. Για να μη φουντώσουν ανώφελα πάθη και για να μην έρθει «σε δύσκολη θέση ο εκδότης». Μιλώ για αρκετά χρόνια μετά την κατάρρευση της χούντας. Κι όμως ο Κονδύλης, στη Χαϊδελβέργη πλέον μετά το 1970, συντάσσει τη φυσιογνωμία του με αλφαβητάριο αυτό το κείμενο. Δεν υπάρχει, φυσικά, αμφιβολία ότι με την κριτική δεινότητα του μυαλού του και την απίθανα απορροφητική του ικανότητα το αφομοίωσε και το καλλιέργησε στον κήπο άλλων γερμανικών αναγνώσεων, παραδοσιακών καί σύγχρονων, με συγγενή (κι ίσως πιο ραφιναρισμένη) πρόταση. Υπενθύμισαν πρόσφατα τη μαθητεία του στον «φιλοναζιστή» Καρλ Σμίτ, με την πρόθεση φυσικά της ρετσινιάς στη μνήμη του. Το ζήτημα πάντως είναι ο συντονισμός των πνευματικών ανησυχιών. Καί το ζήτημα κατ’ αρχήν είναι ότι αδηφάγος μελετητής κι αναγνώστης αυτός, ο νεώτερος, πυροδοτήθηκε από έναν βουλιμικό παρατηρητή της ανθρώπινης καθημερινότητας και της κίνησης της Ιστορίας, από τον μεγαλύτερο. Τα χρόνια της Γερμανίας τού Παναγιώτη Κονδύλη, που φτάνουν μέχρι το θάνατό του, είναι γεμάτα από μιά θερμή αλληλογραφία ανάμεσα στους δύο ιδιότροπους αυτούς ανθρώπους, που δείχνει την ηθική σύμπνοιά τους στα κοινωνικά κι οντολογικά ερωτήματα. Επαναλαμβάνω ότι έχω μάλλον άνιση εποπτεία του έργου του Κονδύλη, κι ομολογώ ότι δεν με ενδιαφέρουν καί πολύ (περισσότερο λ.χ. απ’ ό,τι θα με συγκινούσε ένα χιτσκοκικό θρίλερ…) τα τελευταία πολεμικά επιχειρησιακά του σχέδια. Η θεωρία πολέμου που συνέγραψε δεν μπορεί ποτέ κατά τη γνώμη μου να είναι κάτι περισσότερο από άσκηση επί χάρτου, έστω κι αν τροφοδοτείται απ’ την πιο διαυγή κατανόηση των ελιγμών της Ιστορίας. 0ι αλλεπάλληλες σειρές φιλοσοφικής καί πολιτικής σκέψης που εξέδωσε στα ελληνικά καταλαβαίνω πως αποτελούν από μόνες τους έναν υποδειγματικό πανεπιστημιακό λόγο, πού φανερώνει μεταξύ των άλλων τη μικρότητα τής αθηναϊκής πανεπιστημιακής κοινότητας όταν αρνήθηκε (με τη δημοκρατική καί αξιοκρατική ασφαλώς ψήφο της…) να δώσει ένα έδρανο διδασκαλίας στον «αλλοδαπό» Παναγιώτη Κονδύλη. Αλλά οι σειρές αυτές, από την άποψη της επιλογής τών προς μετάφραση βιβλίων, επιβεβαιώνουν και κάτι άλλο — αυτό που υποστηρίζω ότι είναι ευδιάκριτο πίσω απ’ το πρωτότυπο στοχαστικό έργο τού Κονδύλη. Για παράδειγμα στο Ισχύς και Απόφαση, ότι δεν υπάρχει δηλαδή εκεί μέσα επιχείρημα, που να μην κατοικεί στον πυρήνα του ο διάλογος με τον Αντώνη Λαυραντώνη. Συστηματική διάβρωση των κομφορμισμών, στηριγμένη στην εμπειρική διάβρωση των κοινωνικών παραισθήσεων.
Ο Κονδύλης μού είπε κάποτε: «Όλα όσα έχουμε να γράψουμε στη ζωή μας θα μπορούσαν να χωρέσουν σε μιά και μόνη παράγραφο». Δεν το έκανε πράξη, άλλωστε κι εγώ δεν συμφωνώ, πιστεύω μάλλον στα πολλά λόγια. Πιστεύω, όμως ταυτόχρονα πως όσα εκείνος σημαντικά έγραψε, και μετέφρασε, και σχολίασε, είναι παραλλαγές κι αναπτύξη της μιας και καίριας παραγράφου που συζήτησε για παραπάνω από τριάντα χρόνια με τον Λαυραντώνη — χαλκέντερος συγγραφέας ο Κονδύλης, απρόθυμος στις υποχρεώσεις της γραφής ο Λαυραντώνης. Ο Κονδύλης τον επείραζε, μισά αστεία μισά σοβαρά: αυτά που έχεις στην άκρη της γλώσσας σου γιατί δεν τα βάζεις και στην άκρη της γραφίδος σου; Η απάντηση χρειαζόταν ψυχολογία —ας πούμε καί την ψυχολογία ακόμη της τεμπελιάς είτε της αίσθησης ματαιότητας— πλην όμως ο Κονδύλης δεν ήθελε ποτέ να παραδοθεί στην ατομική ψυχολογία. Της επέτρεπε της ψυχολογίας μόνο τη γενίκευση, στο σχήμα λ.χ. της «μαζικής ψυχολογίας». Χρόνο και παραπάνω μετά την αποδημία του στη Γερμανία, όχι μόνο δεν καταδεχόταν, όπως εγώ τουλάχιστον περίμενα, να παραδεχτεί το πένθος του για ό,τι άφηνε από Αθήνα πίσω του, αλλά έγραφε στο φίλο του: Δεν μου λείπει εδώ τίποτα. Κι άμα το παρακάνει καμιά μέρα η νοσταλγία, πάω κι αγοράζω μίαν Ακρόπολη και τελείωσε. Ξεχαρμανιάζω… Ερχόταν εποχή καλοκαιρινών διακοπών όπου η μετανάστευση (η ευλογία Θεού για τους Έλληνες, όπως τη χαρακτήρισε κάποτε ο Π. Κανελλόπουλος) άφηνε τα ανθρακωρυχεία, τα εργοστάσια και τα εστιατόρια ελληνικής κουζίνας και επέστρεφε –προκειμένου να αναβαπτισθεί στο ρωμαϊκό κλίμα— στη λεγόμενη «πατρίδα». Ο Τάκης Κονδύλης προτιμούσε, αν δεν τον πίεζαν τότε οικογενειακές υποχρεώσεις, τις δέκα μέρες στο Παρίσι, στην Ιρλανδία, στα ομιχλώδη φιόρδ της Νορβηγίας είτε στην Πορτογαλία. Δεν κρύβω ότι με σκανδάλιζε η συναισθηματική ανεξαρτησία του από τον τόπο κι από τη γλώσσα. Εκείνο το σημείο στο οποίο ωστόσο ο Κονδύλης ήταν ένα ολότελα εξαρτημένο άτομο ήταν η αναγνώση και η γραφή. Δόθηκε απροκατάληπτα στην πρώτη, φανατικά και υπεροπτικά στη δεύτερη. Δεν ξέρω άλλον άνθρωπο στον περίγυρό μου που να είχε τόσο άμεση επαφή με τα «κομβικά» κείμενα καθεαυτά —εννοώ τα κείμενα πολλών αιώνων, γραμμένα στα ελληνικά, τα λατινικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά φυσικά, τα αγγλικά. Το υπογραμμίζω αυτό επειδή ξέρω πόσο συνηθίζεται εδώ και πολύν καιρό η διαμεσολαβημένη συνάντηση με τα κείμενα, οπότε νομίζεις π.χ. ότι διαβάζεις Μαρξ, ενώ δεν διαβάζεις παρά τον Αλτουσσέρ, τον Πουλαντζά είτε τον κ. Ευτύχη Μπιτσάκη. Είναι ένα αληθινό ερώτημα το τί ακριβώς γνωρίζουμε σήμερα, έπειτα από τόσα και τέτοια ρεκτιφιέ στη μηχανή, για τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Θωμά Ακινάτη, τον Καρτέσιο, τον Χέγκελ, τον Μαρξ, τον Χάιντεγκερ, τον Φρόυντ. Ο Κονδύλης κατέθετε αυτό που γνώριζε και αφομοίωνε από πρώτο χέρι —και το σχολίαζε με εντιμότητα, ιδιότητα τού επιστημονικού χαρακτήρα που δεν διαψεύδεται αν εδώ ή εκεί συμβαίνει να υπερεκτιμά, να υποτιμά είτε να εκτιμά «παγωμένα». Γιατί ο ακαδημαϊσμός δεν του έλειπε, με ό,τι προτέρημα έχει για να τον εμπιστεύεσαι και με όση ψυχρότητα έχει ώστε να σκέπτεσαι πως χρειάζεται κάπως περισσότερη ποιητικότητα η σύλληψη του κόσμου.
Ο Ιζάια Μπερλίν έγραψε: για να πει κανείς κάτι σημαντικό για τον κόσμο χρειάζεται κάτι περισσότερο από την άμεση εμπειρία (υποθέτω ότι αναφερόταν στην αξίωση του εμπειρικισμού). Ο Κονδύλης θα το έλεγε ως εξής (γιατί ακριβώς την αμεροληψία τού εμπειρικισμού αμφισβητούσε): χρειάζεται κανείς να βρεθεί επέκεινα του παρτιζανισμού της ιδεολογίας και της «στράτευσης». Σ’ αυτό το επέκεινα τοποθετεί την κριτική των μεταφυσικών οριζόντων, από τους οποίους δεν απουσιάζει το κομμουνιστικό όραμα. Αλλά αυτό το επέκεινα τού επιτρέπει ταυτόχρονα να αναγνωρίσει στα χρόνια μας μιά μαζικοποιημένη αποβλακωτική δημοκρα τία, που ο Αγαθούλης του είρωνος Βολταίρου θα την πίστευε σίγουρα σαν τον «καλύτερο δυνατό κόσμο» που υποσχέθηκε με τα ποικίλα ονόματά του (και με τα ποικίλα επίσης αθετημένα συμβόλαιά του με την ανθρωπότητα) ο ουμανιστικός Διαφωτισμός — αυτή η φιλόδοξη έκσταση ενός ονείρου που διαδέχτηκε τον κοινοβιακό χριστιανισμό.
Πριν από κάμποσο καιρό, αφού το είχε σκάσει πια έτσι απροειδοποίητα ο Τάκης Κονδύλης κι εγώ είχα δημοσιεύσει αναστατωμένος κάτι που θεωρούσα αντί-επικήδειο, ένας φίλος έθεσε υπόψη μου μιά βιβλιοπαρουσίαση που υπογράφει σε καθημερινή εφημερίδα ο κ. Δημοσθένης Κούρτοβικ. Αφορά την Εκλογή Έργων του Ιωάννη Συκουτρή, συγγραφέα του Μεσοπολέμου που εκτιμούσε πολύ ο συστηματικός φιλόλογος Κονδύλης, στις εκδόσεις «Κάκτος». Νομίζω ότι καταλαβαίνω το μήνυμα που ήθελε να μου περάσει ο φίλος μου: στο άρθρο αυτό του Κούρτοβικ αναφέρεται ότι ο Συκουτρής παρέκαμψε τα άτονα διαφωτιστικοουμανιστικά επιχειρήματα και κατέληξε, προτού συμπληρώσει τα σαράντα του χρόνια, σε επιχειρήματα «ολοκληρωτισμού», υποστηριγμένα μάλιστα από την αρχαία γραμματεία. Οσμίζομαστε στις σελίδες αυτού του αυτοκτόνου την μυρουδιά τους. Ανακαλύπτουμε ένα αποσιωπημένο εγκώμιο τού πολέμου, που εδώ που τα λέμε δεν αξίζει μιά δεκάρα πέραν της πολυχρησιμοποιημένης φράσης του Ηράκλειτου (πόλεμος πατήρ…). Σ’ ένα άλλο σημείο όμως της βιβλιοπαρουσίασης διαβάζουμε σε εισαγωγικά την ακόλουθη συκουτρική σκέψη: «Ο 19ος αιών εστηρίζετο εις έναν μύθον: τον μύθον της πολιτικής ελευθερίας […]. Λέγω μύθος. Διότι αληθινή ελευθερία του λαού δεν υπήρξεν ούτε ήτο δυνατόν να υπάρξη. Ελευθερία και λαός [δηλαδή μπορούμε να υποθέσουμε εδώ ότι ο Συκουτρής εννοεί «μάζα»] είναι δύο έννοιαι απολύτως ασυμβίβαστοι. Αφού ελευθερία είναι η ιδιότης, η κυρία ιδιότης μιας προσωπικότητος, και προσωπικότητα δεν έχουν τα κοπάδια».
Ξέρω πως ούτε ο Λαυραντώνης ούτε ο Κονδύλης ήθελαν τους πολίτες κοπάδια. Καταλαβαίνω όμως ότι μεταμορφώνονται εύκολα και αμαχητί σε μαντρωμένα κοπάδια μέσα στον λαϊκισμό της ιδεολογίας. Εκεί, στον παραισθητικό ρόλο της ιδεολογίας που πλαστογραφεί το υποκείμενο και που ο μαρξισμός την κατήγγειλε άλλωστε ως ψευδή ανθρώπινη συνείδηση, βρίσκω τοποθετημένη τη μαθητεία του Κονδύλη στον Αντώνη Λαυραντώνη. Στην ακραία συνέπειά της, η κριτική των ιδεολογιστικών σεναρίων από τον δεύτερο έφτασε να αμφισβητήσει όχι μόνο τον μαζικοδημοκρατικό ιδεαλισμό, αλλά και τον ίδιο τον ανθρωποκεντρισμό της Πλάσης. Έθεσε το πιο σκανδαλιστικό που ακούστηκε μέχρι σήμερα στην ακοή μας ερώτημα: είμαστε πράγματι οι άνθρωποι, όπως θέλουμε να πιστεύουμε, κυρίαρχοι καί διαχειριστές της Πλάσης; Δεν θα μπορούσε τάχα να υποτεθεί ότι το ίδιο ακριβώς πιστεύουν για τον εαυτό τους οι κατσαρίδες, οι γάτες, τα φόξ τερριέ —για να μην αναφερθούμε και στην «ανόργανη» ύλη, στις πέτρες; Προ αυτού του έσχατου ερωτήματος τού δασκάλου του ο Παναγιώτης Κονδύλης δεν έζησε αρκετά ώστε να σκεφθεί, να το υιοθετήσει ίσως σαν εύλογο από οντολογική άποψη ερώτημα και, με την διαθεσιμότητα του πνεύματός του, να το επεξεργαστεί. Υπάρχουν ειδοποιήσεις που μένουν στη ζωή των γραφιάδων ανεκμετάλλευτες, υπάρχουν γράμματα των δασκάλων μας που παραμένουν ανεπίδοτα είτε αδιάβαστα. Ο Κονδύλης, που σταδιοδρομούν πολλές σημαίες πάνω στον θάνατό του σήμερα, είναι εκείνος που έβαλε στοίχημα με την αντι-ιδεολογική σκέψη, στοίχημα που από τη μιά μεριά το κέρδισε, από την άλλη το έχασε. Έτσι, αν μιλώντας για τον άνθρωπο Κονδύλη, επέμεινα στις βασικές υποχρεώσεις του, ήταν μάλλον για να υποστηρίξω τα κέρδη έναντι των απωλειών του, την ζωντάνια του έναντι των μνημοσυνών.
II
Κάπου ένα χρόνο προτού μας αφήσει στη μέση της παράστασής μας ο Τάκης Κονδύλης, στράφηκε σε μιά κατάσταση που δεν είναι παρά η συναισθηματική γέφυρα ανάμεσα στο Ισχύς και Απόφαση, από τη μιά μεριά, και τη νιτσεϊκή θέληση για δύναμη από την άλλη. Πρόκειται για τη μελαγχολία, αυτήν τη μεταφυσική σκιά πάνω στη διαλεκτική της χαρούμενης γνώσης (και ο Νίτσε άλλωστε, όπως απέδειξε ο Χάιντεγκερ, ήταν με τον τρόπο του ένας μεταφυσικός…). Διαθέτω μιά περίληψη της γερμανικής δημοσίευσης του Κονδύλη (στη συλλογική έκδοση του L. Heidbrink Entzauberte zeit, Carl Hanser Verlag 1997), που επιβεβαιώνει την ενότητα της σκέψης του, αλλά και τη βασική «αντικανονιστική» της κοίτη. Το ζήτημα δεν είναι απλώς ότι «μελαγχολούμε πάντοτε για κάτι», αυτό το δήλωσε πρώτος ο Φρόυντ. Εξ άλλου ο Κονδύλης δεν ήθελε ποτέ να κάνει μιά ψυχολογία του απτού υποκειμένου, αλλά να διατυπώσει αυτό που θεωρούσε αρχή τού έλλογου πολιτικού στοχασμού, μιά γενίκευση. Έγραφε σε φίλο του σχολιάζοντας τους σχολιαστές του: Πώς να εξηγήσει κανείς τον κόσμο αν όχι με μία γενίκευση, με βάση φαινόμενα-κλειδιά, στο ύψιστο επίπεδο της αφαίρεσης;
Αυτή η γενίκευση αποκαλύπτει, κατά τον Κονδύλη, το αναληθές της κοινής πεποίθησης ότι «μελαγχολικός είναι ο ανίσχυρος». Το ουσιαστικό στην Ιστορία ζήτημα είναι η μελαγχολία τού ισχυρού, «καθώς αυτός αντιλαμβάνεται τον πεπερασμένο χαρακτήρα τής ισχύος του». Μόνο η θεότητα δεν νοείται να μελαγχολεί.
Δεν είναι τραβηγμένο, για όσους γνώρισαν τα πρόσωπα, το συμπέρασμα ότι κι εδώ, σ’ αυτή την παράδοξη έξοδο, διαβάζει κανείς το σημείο όπου συγκλίνει το τραγωδικό πνεύμα του Κονδύλη με το αντίστοιχο πνεύμα που διαπότιζε πάντοτε τη μελέτη των ανθρωπίνων και της Μοίρας από τον Λαυραντώνη, καθιστώντας τη σκέψη του τόσο προκλητική, τόσο εκκεντρική σε σχέση με τις εφησυχασμένες στην κοινότοπη αλήθεια τους συνειδήσεις. Αναπαράγεται μάλιστα σ’ αυτό το μάλλον δευτερεύον κείμενο ο εγελιανός τρόπος τού σκέπτεσθαι και των δύο, όταν ο Κονδύλης φτάνει να καταστήσει τη μελαγχολία κίνητρο της Ιστορίας. Μ’ αυτή την έννοια η μελαγχολία είναι διχασμένη αλλά και άπληστη. Είναι μιά ήττα της βούλησης για ισχύ. Είναι όμως ταυτόχρονα και η μήτρα μιας αιμοβόρας κύησης, «μιας έκρηξης αυτής ακριβώς της βούλησης για ισχύ».
Δεν θεωρώ αναντιστοιχία με το έργο του το ότι ο Παναγιώτης Κονδύλης, ο έως κυνισμού ρεαλιστής, ο πολεμοχαρής, ο «υπερεθνικιστής» κατά τους ωμούς δημοσιογράφους που αντιδίκησαν (χωρίς όμως να διαθέτουν την κατάλληλη πνευματική αποσκευή) με τις ιδέες του, ο θεωρητικός τού «πρώτου πλήγματος» που θα αιφνιδιάσει υποτίθεται τον αντίπαλο και θα κερδίσει τη μάχη (γιατί μ’ έναν από αυτούς τους τρόπους διαβάστηκε το τελευταίο όσο ζούσε βιβλίο του, ομολογώ ακόμη κι από μένα), δεν θεωρώ επαναλαμβάνω αναντιστοιχία το ότι σ’ αυτές τις ακροτελεύτιες σελίδες αφήνει πίσω τον πόλεμο που εξαπολύουν οι γεμάτοι χυμούς λαοί, ας πούμε οι «Άριοι», για να τους δείξει μελαγχολικούς κι όσο περισσότερο μελαγχολικούς τόσο πιο πολύ επικίνδυνους. Η μελαγχολία γεννάει την πολεμική, η βαριά μελαγχολία γεννάει τη βαριά πολεμική βιομηχανία, όπως στην ψυχοπαθολογία των ανθρώπων η κατάθλιψη γεννάει τη μανία. Η οξεία παρατήρηση του Κονδύλη ότι όλα αυτά τα προβλήματα τα προσπερνάει εύκολα η μαζική δημοκρατία, η μαζικοποιημένη ανθρωπιά, υπήρξε ταυτόχρονα η ιδεοληψία του, ο πυρήνας της κριτικής που ασκεί στους κοινωνιολόγους, στους φιλοσόφους, στους διανοούμενους. Μιλώντας για ιδεοληψία δεν υπαινίσσομαι οπωσδήποτε τα αρνητικά της χαρακτηριστικά. Δύσκολα πάντως βάζεις νερό στο κρασί της ιδεοληψίας σου, ιδίως αν έχεις την περηφάνια και την αυτάρκεια του Κονδύλη. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που ο Γιώργος Χατζόπουλος, εταίρος του στα χρόνια του «Κάλβου», έγραψε σε μιαν επιστολή προς Θεσσαλονικείς: Ο Κονδύλης ήταν ένας άνθρωπος που δεν ζητούσε χάρη από κανέναν, και δεν χαριζόταν σε κανέναν. Συγκράτησα αυτή τη φράση τού γράμματος, γιατί νομίζω ότι συνοψίζει όχι μόνο το μέγεθος τού Κονδύλη, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να διαβάσουμε το πρόσωπό του. Αν δεν μας αρκεί η εύκολη χώνευση, και η προσφιλής συνήθεια της παραποίησης.
Υ.Γ. Ιουνίου 2000
Αναγνώστης των Σημειώσεων, που παρακολούθησε την εισήγηση μου στην εκδήλωση – μνημόσυνο για τον Τ. Κονδύλη, έθεσε αργότερα υπόψη μου σημαντικά ντοκουμέντα σχετικά με τη διαμόρφωση της πνευματικής του προσωπικότητας και των πολιτικών του πιστεύω.
Η ανάγνωσή τους τεκμηριώνει ουσιαστικότερα την (αδιάπτωτη, για παραπάνω από τριάντα χρόνια) σχέση του εκλιπόντος φιλοσόφου με τον συγγραφικά «αφανή» Αντώνη Λαυραντώνη, αποδεικνύοντας ταυτόχρονα την επίμονη προσήλωση και των δύο σ’ έναν αντιρρητικό διάλογο με τις μορφές της ιδεολογικής αυταπάτης.
Η πλήρης αξιοποίηση αυτών των στοιχείων υπερβαίνει τις προσωπικές μου δυνατότητες. Μπορώ εντούτοις να καταλάβω την ευρύτερη σημασία τους. Και αισθάνομαι την υποχρέωση να ειδοποιήσω από αυτή τη θέση ότι βρίσκονται στη διαθέση των ερευνητών.
Μ. Μαρκίδης
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.