Κείμενο: Παναγιώτης Κονδύλης
Όπως η εξ αντικειμένου ένταξη της Ελλάδας στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα είχε ουσιώδεις επιπτώσεις στην οικονομία της, έτσι και η παράλληλη ένταξη της στο διεθνές πολιτικό σύστημα, και μάλιστα σε εποχή συνεχούς όξυνσης του ανατολικού ζητήματος, επέδρασε αποφασιστικά πάνω στη διαμόρφωση των πολιτικών της δομών. Η εισαγωγή τού βασιλευόμενου κοινοβουλευτισμού στη χώρα, και μάλιστα πάνω στη βάση της καθολικής ψηφοφορίας, δεν υπήρξε αναγκαια κι αναπόδραστη απόρροια εσωτερικών διεργασιών, αλλά κατά πρώτο λόγο η απάντηση των Δυτικών Δυνάμεων στην ανυπακοή της οθωνικής κυβέρνησης σε κρίσιμα θέματα εξωτερικής πολιτικής (υποστήριξη των αλυτρώτων κτλ.) και συνάμα το μέσο, με το όποιο οι Δυνάμεις αυτές φαντάζονταν ότι στο έξης θα μπορούσαν να ασκήσουν πιο τελεσφόρα την επιρροή τους. Άλλα, ανεξάρτητα από τα αίτια της, η εισαγωγή του κοινοβουλευτισμού έθεσε σε κίνηση διαδικασίες πού αποδείχθηκαν κρίσιμες για τον σχηματισμό της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας τού νεοελληνικού κράτους. Με άλλα λόγια, ο μηχανισμός της λειτουργίας του κράτους διαμορφώθηκε ως εν μέρει τερατογενετικό και εν μέρει ιλαροτραγικό αποτέλεσμα της διασταύρωσης των πιο προηγμένων τοτινών πολιτικών θεσμών, Όπως ο κοινοβουλευτισμός και η καθολική ψηφοφορία, με μιά κοινωνία διεπόμενη από πατριαρχικές σχέσεις, στάσεις, νοοτροπίες και άξιες. Πριν από την εισαγωγή, ή μάλλον την επιβολή, του κοινοβουλευτισμού το κράτος ήταν υποτυπώδες και, παρά τη συχνά γραφική απλώς επίφαση της βασιλικής αυταρχίας, μόλις μετά βίας συγκρατούσε σε μιάν ενότητα τους τοπικούς πόλους ισχύος, καθώς δεν κατείχε ούτε καν το μονοπώλιο της ένοπλης βίας· σε σχέση με το κράτος της οθωμανικής περιόδου είχε κάνει βέβαια ορισμένα βήματα προς την κατεύθυνση του σύγχρονου έννομου κράτους, όμως οι νόμοι και τα διατάγματά του σε πλείστες όσες περιπτώσεις δεν έφθαναν ίσαμε τη βάση της κοινωνίας, όπου η ζωή ρυθμιζόταν από το πατριαρχικό εθιμικό δίκαιο.
Ο κοινοβουλευτισμός, σε συνδυασμό με την καθολική ψηφοφορία, συνεπέφερε μιά κοινωνική κινητικότητα ίσως ακόμα εντονότερη απ’ αυτήν που γέννησε η ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων, γιατί όχι μόνο δημιούργησε ευκαιρίες πολιτικής και κοινωνικής σταδιοδρομίας για άτομα με αντίστοιχες φιλοδοξίες, αλλά και άνοιξε σε ευρύτερες μάζες τον δρόμο από την ύπαιθρο προς τις πόλεις. Και οι δύο αυτές πλευρές της κοινωνικής κινητικότητας, οι οποίες απέρρευσαν από το κοινοβουλευτικό παιγνίδι, σήμαιναν αυτόματα τη διόγκωση τού κρατικού μηχανισμού και παράλληλα την ενίσχυση του καθοδηγητικού ρόλου του κράτους -αν και η ενίσχυση αυτή, όπως θα δούμε, έγινε συχνότατα με τρόπο που ευνοούσε την ικανοποίηση συμφερόντων μερικών εις βάρος των γενικών κι έτσι από πολλές απόψεις υπέσκαψε τον σύγχρονο χωρισμό κράτους και κοινωνίας αντί να τον εμπεδώσει, κάνοντας συνάμα το κράτος εντολοδόχο του γενικού συμφέροντος. Η διόγκωση του κρατικού μηχανισμού εξ αιτίας του κοινοβουλευτικού συστήματος και της καθολικής ψηφοφορίας ήταν αναπόδραστη, γιατί εκείνο που είχαν να προσφέρουν τα κόμματα για την προσέλκυση ή τη συγκράτηση ψηφοφόρων ήσαν οι κρατικές θέσεις, οι οποίες ήσαν τόσο πιο περιζήτητες όσο η καχεξία της οικονομίας και γενικότερα η κοινωνική στενότητα έκαναν τις υπόλοιπες επαγγελματικές διεξόδους λιγοστές και αβέβαιες. Εφ’ όσον το κράτος παρέμενε ο πιο σίγουρος και ανθεκτικός εργοδότης, πρώτο μέλημα του κόμματος ήταν η κατάκτηση και η νομή του κράτους, ειδάλλως θα έχανε την πίστη των οπαδών του στην ικανότητα του να υπερασπίσει τα συμφέροντα τους. Όταν η πατριαρχική σχέση μεταφέρεται από την κοινωνία στην πολιτική, τότε μεταβάλλεται στη λεγόμενη πελατειακή σχέση, διατηρώντας όμως το θεμελιώδες της γνώρισμα, δηλαδή την αναγκαια συνάφεια υπακοής και προστασίας: ο κοινοβουλευτικός πατριάρχης, είτε κομματικός ηγέτης είναι είτε τοπικός κομματάρχης, απαιτεί από τους «ανθρώπους του» υπακοή (εμπνεόμενη λιγότερο από αφηρημένα-κοσμοθεωρητικά και περισσότερο από συγκεκριμένα-προσωπικά κίνητρα), όμως ταυτόχρονα αναλαμβάνει να «ενεργήσει για τις υποθέσεις τους», δηλαδή τους βοηθεί να «τακτοποιηθούν» και τούς εξασφαλίζει με την επιρροή του πλεονεκτήματα στον συναγωνισμό με τους οπαδούς άλλων κομμάτων.
Ο πατριαρχικός ή πελατειακός χαρακτήρας του κοινοβουλευτισμού και συνάμα η σπάνη των θέσεων στην ελεύθερη αγορά εργασίας είχαν ως συνέπεια να παίξει ο κρατικός μηχανισμός στην Ελλάδα ρόλο ανάλογο μ’ εκείνον που έπαιξαν τα βιομηχανικά αστικά κέντρα στη Δύση: απορρόφησε μάζες αγροτικής προέλευσης, αλλά για να τις διοχετεύσει και να τις χρησιμοποιήσει με τρόπο πολύ διαφορετικό και προ παντός πολύ λιγότερο παραγωγικό. Σε σχέση με το δικό μας πρόβλημα, δηλαδή την αστική τάξη και τον αστικό πολιτισμό στην Ελλάδα, πρέπει να τονίσουμε ότι η τέτοια διόγκωση και διαμόρφωση του ελληνικού κράτους ούτε από κάποια εντόπια αστική τάξη υποκινήθηκε ούτε και την αστική τάξη ωφέλησε· απεναντίας μάλιστα, ο όγκος, η δυσκαμψία και η δαπανηρότητα του κράτους αποτέλεσε τροχοπέδη για τη διοχέτευση πόρων και ενεργειών σύμφωνα με τις ανάγκες μιας αμιγούς καπιταλιστικής ανάπτυξης. Είναι γεγονός ότι, για λόγους που εξηγούνται παρακάτω, η εμπέδωση της αστικής κυριαρχίας στις ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης συνεπέφερε μιά διόγκωση της γραφειοκρατίας πολύ πέρα από ό,τι είχε γνωρίσει οποιαδήποτε απολυταρχία· αληθεύει επίσης ότι η διόγκωση αυτή έγινε με μεθόδους συχνότατα πελατειακές και διόλου αξιοκρατικές. Όμως η διαφορά από την ελληνική εξέλιξη παρέμεινε ουσιαστική, γιατί εκεί η διόγκωση αυτή αντισταθμιζόταν από τη συνεχή αύξηση της οικονομικής απόδοσης και τον συνεχή διαφορισμό του κοινωνικού σώματος, ενώ παράλληλα η γραφειοκρατία συνεισέφερε και θετικά στη θεσμική προώθηση της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Με την έννοια αυτήν το κράτος ήταν -για μεγάλο διάστημα τουλάχιστον- κράτος της αστικής τάξης. Στην Ελλάδα, απεναντίας, την εκπoίηση του κράτους στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού παιγνιδιού την εγκαινίασαν και την καλλιέργησαν με τρόπους απείρως ευρηματικούς τα πολιτικά «τζάκια» με την προαστική-πατριαρχική τους νοοτροπία, και οι μέθοδοί τους έγιναν δεσμευτικές και υποδειγματικές για όλες τις ελληνικές πολιτικές παρατάξεις μέχρι σήμερα, ανεξάρτητα από τα εκάστοτε ιδεολογικά τους πρόσημα. Οι αναλύσεις της νεοελληνικής κοινωνίας και πολιτικής συνήθως υποπίπτουν στο σφάλμα να αποκαθιστούν ευθύγραμμες σχέσεις ανάμεσα σε «τάξεις» και σε «κόμματα», ερμηνεύοντας την πολιτική των κομμάτων ως έκφραση λίγο-πολύ συγκροτημένων κοινωνικών τάσεων και ρευμάτων. Όμως κάτι τέτοιο συνιστά υπερβολή ακόμη και για χώρες με κοινωνίες αδρομερείς, μέσα στις οπoίες διαφαίνονται με σαφήνεια οι ταξικoι πόλοι των συλλογικών συσπειρώσεων. Σε καμμιά περίπτωση, και πολύ περισσότερο στην περίπτωση την ελληνική, δεν πρέπει να παραβλέπεται η εκτεταμένη αυτονομία του πολιτικού-κομματικού παιγνιδιού ως πελατειακής σχέσης μεταξύ πολιτικού και ψηφοφόρου, κατά την όποια ο μεν ψηφοφόρος παρέχει υποστήριξη προσδοκώντας προστασία, ενώ ο πολιτικός εκποιεί το κράτος στους ψηφοφόρους με αντάλλαγμα να το κατέχει ο ίδιος, δηλαδή να θεμελιώνει την ισχύ του στη δυνατότητα να διανέμει -αυτός, κι όχι κάποιος άλλος- προσοδοφόρες θέσεις και αξιώματα. Τούτη η αυτονομία του πολιτικού-κομματικού παιγνιδιού κάνει κατά κανόνα δευτερεύουσες ή και απλώς προσχηματικές τις «ιδεολογικές» κτλ. αντιθέσεις, ήτοι τις λεγόμενες αντιθέσεις «αρχών»· στο ιδεολογικό φάσμα ένας πολιτικός καταλαμβάνει ορισμένη θέση γιατί όλες οι υπόλοιπες είναι κατειλημμένες, και είναι πρόθυμος, αν το κρίνει συμφέρον, να εγκαταλείψει τη θέση πού κατέλαβε αρχικά, αν κενωθεί κάποια άλλη. Μονάχα σ’ αυτήν την προοπτική μπορεί να εξηγηθεί ικανοποιητικά το χαρακτηριστικό για τη νεοελληνική πολιτική φαινόμενο της συνεχούς μετατόπισης πολιτικών σε διάφορες θέσεις του παραπάνω φάσματος. Πολύ λιγότερο μετατοπίσθηκε η συγκεκριμένη πολιτική πράξη, δηλαδή η άσκηση της πολιτικής ως πελατειακής σχέσης. Η διόγκωση του κρατικού μηχανισμού για σκοπούς κομματικού οφέλους υπήρξε εξ ίσου έργο των «δεξιών» όσο και των «φιλελεύθερων» ή «δημοκρατικών» κομμάτων. Όλα τα ελληνικά κόμματα υπήρξαν δηλαδή, μ’ αυτήν την πολύ χειροπιαστά έννοια, κόμματα κρατιστικά, ανεξάρτητα από το πως αντιμετώπιζαν το κράτος στο επίπεδο των προγραμματικών τους άρχων.
Ο πελατειακός χαρακτήρας των κομμάτων δεν τα έκανε όμως μονάχα κρατιστικά στην πράξη, αλλά και «λαϊκά», εφ’ όσον η ταυτόχρονη ανάγκη εξυπηρέτησης όχι μόνο πλείστων ατόμων αλλά και διαφόρων ομάδων ή «κλάδων» μέσω του κράτους καθιστούσε ουσιαστικά αδύνατη την άσκηση μονοσήμαντης και συνεπούς ταξικής πολιτικής. Θέμα ταξικής πολιτικής δεν έμπαινε άλλωστε πιεστικά σε μιά χώρα όπου η βαθμιαία αποσύνθεση των πατριαρχικών δομών δημιούργησε, ως κύριο τμήμα τού κοινωνικού κορμού, μιάν ευρύτατη μάζα μικροαστών και μικροϊδιοκτητών, οι όποιοι μπορούσαν εξ ίσου καλά να ανήκουν σε ένα «δεξιό», σε ένα «φιλελεύθερο» ή σε ένα «αριστερό» κόμμα. Ό,τι μπορεί να ονομασθεί ελληνική αστική τάξη, δηλαδή οι επιχειρηματίες, οι τραπεζίτες, οι εφοπλιστές και ορισμένα τμήματα των ελεύθερων επαγγελμάτων, κατά κανόνα διασπειρόταν επίσης από πολιτική άποψη σε διαφορετικά, κατά προτίμηση όμως στα δύο εκάστοτε μεγαλύτερα κόμματα. Οι διάφορες ομάδες, οι όποιες συνιστούσαν τη χαλαρή τούτη «τάξη», ικανοποιούσαν τα αιτήματα τους με τις ίδιες ουσιαστικά πελατειακές μεθόδους όπως και οι απλοί ψηφοφόροι, αν και στο επίπεδο αυτό η σχέση υπακοής και προστασίας μπορούσε να παρουσιάσει πάμπολλες περιπλοκές που έφθαναν συχνά ίσαμε την αντιστροφή των ρόλων. Επίσης πρέπει να σημειωθεί ότι τα αιτήματα τούτα δεν αντέβαιναν στη γενική κρατιστική τάση, αφού η πραγμάτωση τους σχεδόν πάντοτε σήμαινε περισσότερη κρατική παρέμβαση – αδιάφορο αν αυτή γινόταν υπέρ των φορέων της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας». Με βάση αυτά τα θεμελιώδη δεδομένα μπορούμε να πούμε ότι η ελληνική «αστική τάξη» δεν στάθηκε ποτέ αρκετά συγκροτημένη, ομοιογενής και ισχυρή ώστε να ταυτισθεί αναμφίλογα με την πολιτική διακυβέρνηση της χώρας, μολονότι συχνά η πολιτική επιρροή της μπορεί να ήταν (κατά πολύ) μεγαλύτερη από εκείνη άλλων κοινωνικών στρωμάτων ή ομάδων πιέσεως. Στον χώρο των πολιτικών κομμάτων η υποχώρηση πατριαρχικών δομών παλαιού τύπου, οι όποιες κυριαρχούσαν ολοκληρωτικά ως τις αρχές τού εικοστού αιώνα, δεν σήμανε τη ραγδαία άνοδο πολιτικών με αστική καταγωγή, αστική συνείδηση και αστικά συμφέροντα, αλλά, σε πολύ μεγαλύτερη έκταση, τη δυνατότητα πολιτικής σταδιοδρόμησης στοιχείων μικροαστικής ή αγροτικής προέλευσης με πανεπιστημιακή μόρφωση και ενίοτε καλές σχέσεις προς τους (πρώην) προύχοντες της πολιτικής· τα στοιχεία αυτά διαπνέονταν συχνά από τάσεις μικροαστικού ριζοσπαστισμού («το δίκιο του φτωχού») και αντιμετώπιζαν την αστική τάξη σύμφωνα με τις σκοπιμότητες της στιγμής και τις ανάγκες της πολιτικής τους ανόδου, χωρίς πάντως να είναι σαρξ εκ της σαρκός της. Ακόμα λιγότερο κατάλληλος για την άσκηση σαφούς αστικής πολιτικής ήταν ο κρατικός μηχανισμός, όπως διαμορφωνόταν υπό την επήρεια τού κομματικού ανταγωνισμού και των πελατειακών σχέσεων. Το γεγονός, ότι η μεγάλη μάζα των δημοσίων υπαλλήλων όλων των βαθμίδων προερχόταν από στρώματα καθυστερημένα από πολιτισμική άποψη, είχε σοβαρές επιπτώσεις στο ποιόν του κρατικού μηχανισμού, του οποίου η λειτουργία πρόσκοπτε αδιάκοπα όχι μόνο στην αγραμματοσύνη, τη στενοκεφαλιά, την κουτοπονηριά ή τη συμπλεγματικότητα, αλλά επίσης στην ανυπέρβλητη ανικανότητα τού μέσου υπαλλήλου να προσανατολίσει τη δραστηριότητα του σε απρόσωπες, γενικές και αφηρημένες αρχές, εφ’ όσον η νοοτροπία του εμφορούνταν από τις άξιες της πατριαρχικής κοινωνίας, ήτοι την πρωταρχική νομιμοφροσύνη του προς την ιδιαίτερη πατρίδα του, τους συγγενείς του, τους φίλους του, τους φίλους των φίλων του, τους προστάτες και τους προστατευόμενους του. Από τη συνάντηση ενός ανθρώπινου τύπου γαλουχημένου σε περιβάλλον προορατικό και προαστικό με τον μηχανισμό της σύγχρονης γραφειοκρατίας, ο όποιος ενσαρκώνει και απαιτεί στάση και συμπεριφορά ορθολογική, προέκυψαν συνδυασμοί άλλοτε σπαρταριστoί και άλλοτε αξιοδάκρυτοι, συνδυασμοί που ακόμα περιμένουν τον σατιρικό και τον διηγηματογράφο τους. Η μεγάλη ζήτηση κρατικών θέσεων έδινε θεωρητικά στο κράτος τη δυνατότητα να επιλέγει με αξιοκρατικά κριτήρια υψηλού επιπέδου τους υπάλληλους του και να βελτιώνει έτσι συνεχώς τη λειτουργία του. Όμως αυτό δεν το επέτρεπε η διανομή των θέσεων μέσω πατριαρχικών-πελατειακών διαδικασιών, πρόσθετη συνέπεια των οποίων ήταν η συνεχής αύξηση των επίμαχων θέσεων πέρα από τα όρια των αντικειμενικών λειτουργικών αναγκών. Έτσι δημιουργήθηκε το εξής παράδοξο: προκειμένου να ικανοποιήσει κατά το δυνατόν πολυάριθμα πελατειακά αιτήματα, το κράτος υποχρεώθηκε να δίνει κατά μέσο όρο χαμηλές αμοιβές, με άλλα λόγια η μιζέρια του ήταν η αναγκαία αντίστροφη όψη και η προϋπόθεση της μεγαλοθυμίας του. Η φαινομενικά ανεξάντλητη δυνατότητα του να «βολεύει» τους πάντες εμπέδωσε σιγά-σιγά στη λαϊκή φαντασία την εντύπωση ότι είναι ένας πάμπλουτος και παντοδύναμος δότης, αρκεί να θέλει να δώσει, ενώ παράλληλα υπήρχαν και σοβαροί λόγοι να θεωρείται ως απατεώνας και τύραννος τόσο μεγάλος, ώστε η χρήση των οιωνδήποτε πλάγιων οδών από μέρους των υπηκόων του θα έπρεπε να λογίζεται ως κατανοητό και συγγνωστό μικροπαράπτωμα. Με βάση τέτοιες και παρόμοιες παρατάσεις διαμορφώθηκαν οι πολυσχιδέστατοι εκείνοι μηχανισμοί, χάρη στους οποίους ισοσταθμιζόταν η δυσκαμψία και η αναποτελεσματικότητα του κράτους. Ό,τι δεν κατόρθωνε η τήρηση των ορθόδοξων διαδικασιών το κατόρθωνε το «παραθυράκι» και το «ρουσφέτι». Τα πλάγια μέσα δεν αποτελούσαν πια την παράβαση των κανόνων, αλλά τον μόνο δυνατό τρόπο λειτουργίας τους· δεν συνεπέφεραν την άρση του συστήματος, αλλά του παρείχαν μιά δικλείδα ασφαλείας όποτε πάθαινε εμπλοκή. Επιπλέον το «ρουσφέτι» είχε την πρόσθετη γενική ιδιότητα να εξειδικεύει και να εξατομικεύει το κάθε πρόβλημα και την κάθε λύση, έτσι ώστε η μακρόπνοη συλλογική συσπείρωση με σκοπό την ανοιχτή και έννομα θεμελιωμένη προάσπιση συλλογικών συμφερόντων έχανε την έλξη της στα μάτια των αμέσως ενδιαφερομένων. Και στην περίπτωση αυτή φαίνεται ποιους φραγμούς έθετε στην άσκηση οποιασδήποτε «ταξικής» πολιτικής η σύσταση της κύριας μάζας του κοινωνικού σώματος από μικροαστούς και μικροϊδιοκτήτες, με νοοτροπία διαμορφωμένη από τους όρους της πελατειακής πολιτικής.
Καθώς η διόγκωση τού κράτους ήταν, κατά μέγα μέρος τουλάχιστον, αποτέλεσμα της κυριαρχίας των πατριαρχικών-πελατειακών σχέσεων στη σφαίρα του κοινοβουλευτικού παιγνιδιού, ο χωρισμός κράτους και κοινωνίας, αντί να επιτείνεται από την ενδυνάμωση του πρώτου, απεναντίας αμβλυνόταν. Με άλλα λόγια, ή ποσοτική ενδυνάμωση του κράτους δεν εξέφραζε πρωταρχικά τον ποιοτικό του διαφορισμό από την κοινωνία και τη βούληση του να της επιβληθεί ως φορέας οικονομικής ανάπτυξης και θεσμικού εκσυγχρονισμού· μάλλον απηχούσε τον βαθμό, στον όποιο μία κοινωνία, στο σύνολο της μάλλον αδρανής, απομυζούσε τον κρατικό μηχανισμό για να αυτοδιαιωνισθεί. Η διάκριση κράτους και κοινωνίας, που στη δυτική και κεντρική Ευρώπη εγκαινιάσθηκε από το απολυταρχικό κράτος και άνοιξε τον δρόμο της ανάπτυξης του καπιταλισμού και της αστικής τάξης, στην Ελλάδα έμεινε ημιτελής, γιατί η κρατική γραφειοκρατία περισσότερο αντικαθρέφτισε την κοινωνία και την κυρίαρχη ακόμη πατριαρχική-προαστική νοοτροπία της παρά της αντιπαρατέθηκε για να την καθοδηγήσει και να τη μετασχηματίσει. Έτσι το κράτος από μόνο του πολύ λίγο μπόρεσε να καλύψει την έλλειψη μίας τάξης κυρίαρχης, συνεκτικής και συνάμα δυναμικής από παραγωγική και από ιδεολογική άποψη. Για να παίξει αυτόν τον ρόλο θα έπρεπε να είναι μιά στιβαρή και συνάμα πεφωτισμένη δεσποτεία· όμως ήταν, αντίθετα, κοινοβουλευτικό και έπρεπε να αντιπαλέψει με τις συνέπειες ενός γηγενούς κοινοβουλευτισμού που όχι μόνον ήταν όργανο ιμπεριαλιστικής επιρροής, αλλά και αγωγός των παραδοσιακών, ενάντιων προς τον ριζικό εκσυγχρονισμό πατριαρχικών δυνάμεων και νοοτροπιών. Είναι χαρακτηριστικό -και εύγλωττο, για όποιον τουλάχιστον έχει ασκηθεί στη συγκριτική μελέτη των ιστορικών φαινομένων πάνω στη βάση ξεκάθαρων εννοιών και εννοιολογικών διακρίσεων- ότι οι πρώτοι και κοινωνικά σημαντικότεροι αντίπαλοι της «δεσποτείας» και υπέρμαχοι του «συνάγματος» στη μετεπαναστατική Ελλάδα προήλθαν από τους κύκλους των τοπικών προυχόντων, οι οποίοι με κανέναν τρόπο δεν ήθελαν να εκχωρήσουν τα πατριαρχικά τους δικαιώματα στο σύγχρονο κράτος. Τα «τζάκια» συμφιλιώθηκαν με το κράτος μόνον από τη στιγμή που μπόρεσαν να το ελέγξουν, είτε ασκώντας επιρροή πάνω στη μοναρχία είτε -ακόμα περισσότερο- μέσω του πελατειακού κοινοβουλευτισμού. Όμως το έλεγξαν για να το αδρανοποιήσουν, όπως άλλωστε τους υπαγόρευε να κάμουν ό κοινωνικός τους χαρακτήρας, που ρίζωνε σε προκρατικές συνθήκες και έξεις. Έτσι οι γραφειοκρατικοί μηχανισμοί καταδικάσθηκαν σε υποπλασία (αν τους θεωρήσουμε με κριτήριο την εκσυγχρονιστική τους λειτουργικότητα) και συνάμα σε υπερτροφία (αν τους θεωρήσουμε με κριτήριο το ειδικό τους βάρος μέσα στο σύνολο της νεοελληνικής πραγματικότητας). Το φαινόμενο αυτό δεν εξαφανίσθηκε όταν τα «τζάκια», με την παλαιά έννοια του όρου, πέρασαν, εν μέρει τουλάχιστον, στο περιθώριο, γιατί και οι διάδοχοι τους αδυνατούσαν εξ ίσου να ποδηγετήσουν δυναμικά ένα ευέλικτο κράτος, θέτοντας το στην υπηρεσία σαφών κοινωνικών σκοπών. Η υποπλασία των μηχανισμών συνέχισε λοιπόν να αντανακλά την πλαδαρότητα η ρευστότητα των τάξεων, ενώ η υπερτροφία τους άσκησε εν μέρει ανασταλτική και εν μέρει παραμορφωτική επίδραση στις συγκρούσεις μεταξύ των πλαδαρών ή ρευστών αυτών κοινωνικών τάξεων. Τούτο σημαίνει ότι αντιθέσεις, οι όποιες υπό συνθήκες χωρισμού κράτους και κοινωνίας θα συνιστούσαν αντιθέσεις ταξικής υφής, τώρα αμβλύνθηκαν και (εν μέρει) άλλαξαν χαρακτήρα καθώς εμφανίζονταν ως αντιπαραθέσεις διαφορετικών δυνατών κατευθύνσεων της κρατικής πολιτικής. Το υπερτροφικό κράτος έγινε με άλλα λόγια πεδίο σύγκρουσης διαφόρων «κλάδων», καθένας από τους οποίους αγωνιζόταν να αποσπάσει τα περισσότερα από τον δημόσιο κορβανά. Η ταξική σύγκρουση αμβλυνόταν γιατί όλοι οι «κλάδοι» στρέφονταν ταυτόχρονα προς τη μεριά του κράτους, ικετεύοντας ή απειλώντας το, και όχι σε πρώτη γραμμή ο ένας εναντίον του άλλου.
Ο ατελής χωρισμός κράτους και κοινωνίας είναι εξ ίσου χαρακτηριστικός για τη νεοελληνική κοινωνία όσο και η ασάφεια των σχέσεων ανάμεσα σε έθνος και κράτος. Η σύμπτωση έθνους και κράτους μέσα στα όρια του σύγχρονου εθνικού κράτους, το όποιο στο εσωτερικό του είχε ξεπεράσει κάθε είδους φεουδαλικούς και πατριαρχικούς κατακερματισμούς ή τοπικισμούς, ενώ προς τα έξω πρόβαλλε ως ομοιογενές και συμπαγές οικονομικό και πολιτισμικό σύνολο, αποτέλεσε τη μορφή, με την οποία πραγματώθηκε ο αστικός εθνικισμός και κατ’ επέκταση η πολιτική κυριαρχία της αστικής τάξης, σε τυπικές τουλάχιστον ιστορικές περιπτώσεις. Απ’ αυτό συνάγεται αρνητικά, αλλά ξεκάθαρα, ότι η διηνεκής διάσταση έθνους και κράτους στη νεοελληνική ιστορία, ήτοι η αδυνατότητα σύμπτωσης τους με τη μορφή του εθνικού κράτους, αποτελεί αυτή καθ’ αυτή σημείο ελλιπούς ανάπτυξης τού αστικού στοιχείου.
Βέβαια θα μπορούσε να φαντασθεί κανείς σε θεωρητικό επίπεδο τη δυνατότητα δημιουργίας ενός σύγχρονου (με την αστική έννοια) κράτους, το όποιο ναι μεν δεν θα αγκάλιαζε το σύνολο του έθνους (με την πολιτισμική και φυλετική έννοια), ωστόσο θα αποτελούσε πόλο έλξης του, όντας το πιο προχωρημένο από κοινωνική και πολιτική άποψη τμήμα του. Αν η δυνατότητα αυτή είχε υλοποιηθεί, τότε η διάσταση έθνους και κράτους θα σήμαινε απλώς ότι κάποια τμήματα του έθνους δεν μπόρεσαν να παρακολουθήσουν το κράτος και έτσι το έθνος μπόρεσε να εκσυγχρονισθεί, δηλαδή να αστικοποιηθεί, μονάχα στην περιορισμένη εκείνη έκταση πού υπαγόρευαν τα όρια του κράτους. Στην πραγματικότητα όμως έγινε κάτι ουσιαστικά διαφορετικό: το κράτος συγκροτήθηκε κυρίως σε προαστική, ήτοι πατριαρχική κοινωνική βάση, και η συνεχής πίεση που ασκούσε πάνω του το πάντοτε άλυτο εθνικό πρόβλημα επέδρασε ανασχετικά τόσο στην κοινωνική όσο και στην ιδεολογική εκδίπλωση του αστικού στοιχείου. Το γεγονός, ότι το έθνος παρέμεινε μέγεθος ευρύτερο από το κράτος και επομένως ανεξάρτητο από την ιδέα της σύγχρονης θεσμικής οργάνωσης, επέτρεψε και επιβοήθησε την αποσύνδεση του από την αστική αντίληψη του αστικού κράτους. Όταν όμως το έθνος δεν αρθρώνεται ούτε και συλλαμβάνεται ως κράτος με τη σύγχρονη έννοια του κράτους, όπως αύτη διαμορφώθηκε μέσα από την κατάλυση της φεουδαλικής κοινωνίας στην Ευρώπη, τότε είναι πρωτίστως έννοια πατριαρχική, στηρίζεται δηλαδή σε πραγματικούς ή φανταστικούς φυλετικούς και πολιτισμικούς (γλώσσα, θρησκεία) παράγοντες, ενώ η έποψη της οικονομικής του βάσης, της κοινωνικής του υφής και της θεσμικής του οργάνωσης περνά στο περιθώριο. Όπως είναι προφανές, μιά τέτοια έννοια για το έθνος μπορούν να την ενστερνισθούν και να την προβάλλουν κοινωνικές δυνάμεις προαστικές-πατριαρχικές, στρέφοντας την παράλληλα εναντίον της αστικής εκσυγχρονιστικής σύζευξης έθνους και κράτους.
Πηγή: Απόσπασμα από τη εισαγωγή του βιβλίου Η παρακμή του αστικού πολιτισμού. Το πέρασμα από τη μοντέρνα στη μεταμοντέρνα εποχή κι από τον φιλελευθερισμό στη μαζική δημοκρατία, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1995.
Ο Παναγιώτης Κονδύλης (στα γερμανικά: Panajotis Kondylis· 17 Αυγούστου 1943 – 11 Ιουλίου 1998) υπήρξε Έλληνας φιλόσοφος, συγγραφέας και μεταφραστής. Γεννήθηκε το 1943 στο Δρούβα Ηλείας, κοντά στην Αρχαία Ολυμπία. Έγραψε κυρίως στα γερμανικά και μετέφραζε ο ίδιος τα βιβλία του στα ελληνικά. Το έργο του τον τοποθετεί στη συνέχεια της παράδοσης των Θουκυδίδη, Νικολό Μακιαβέλι και Μαξ Βέμπερ. Σπούδασε κλασική φιλολογία και φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών καθώς και φιλοσοφία της μεσαιωνικής και σύγχρονης και νεότερης ιστορίας και πολιτικής επιστήμης στα Πανεπιστήμια της Φρανκφούρτης και της Χαϊδελβέργης.[4] Το 1977 του απονεμήθηκε ο τίτλος του διδάκτορα από το πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης. Στις 21 Μαρτίου 1991 του απονεμήθηκε το «Μετάλλιο Γκαίτε» (Goethe-Medaille), καθώς και το βραβείο του «Ιδρύματος Χούμπολτ» (Humboldt-Stiftung) την ίδια χρονιά. Από το Σεπτέμβριο του 1994 μέχρι τα τέλη Ιουλίου του 1995 υπήρξε Wissenschaftskollege στο Βερολίνο, υπότροφος και εταίρος του Ιδρύματος Ανωτάτων Σπουδών.
Οι φωτογραφίες είναι από εδώ: https://www.facebook.com/ARKAS-The-Original-Page-352589524877216/
ΠΗΓΗ: http://eranistis.net
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.