Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο αγώνας για απορρύθμιση της οικονομίας στο όνομα της «ελευθερίας» των αγορών φέρει την κύρια ευθύνη για την κρίση του 2008. Αυτό, όμως, είναι το πρώτο σκέλος της ιστορίας.
Η Κρίστια Φρίλαντ στο βιβλίο της «Πλουτοκράτες» καταθέτει: «Η κούρσα χαλάρωσης των κανονισμών ανάμεσα στις ρυθμιστικές Αρχές της Νέας Υόρκης και του Λονδίνου – και η πρόθυμη και άκριτη συμμετοχή της πλουτοκρατίας σε αυτό τον ανταγωνισμό – είναι ένα σημαντικό αίτιο της οικονομικής κρίσης του 2008. Όμως είναι επίσης ένα κρίσιμο επεισόδιο σε μιαν άλλη εξέλιξη: την άνοδο της σούπερ – ελίτ». (σελ. 322).
Θα έλεγε κανείς ότι η κρίση του 2008 δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η συνέπεια, των μεθοδεύσεων της σούπερ – ελίτ να αναλάβει τα οικονομικά ηνία του πλανήτη. Η απορρύθμιση, που επέτρεψε τις χρηματιστηριακές και τραπεζικές αυθαιρεσίες, εξυπηρέτησε δεόντως τα συμφέροντα συγκεκριμένων κύκλων, οι οποίοι απέκτησαν πλούτο χωρίς προηγούμενο:
Η Φρίλαντ πληροφορεί ξανά: «Η άνοδος του 1%, και ιδιαίτερα του 0,1%, ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό με την άνοδο της χρηματοπιστωτικής. Οι λιγότερες κανονιστικές ρυθμίσεις, η αυξημένη πολυπλοκότητα και ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι σημαντικοί παράγοντες που είχαν ως αποτέλεσμα να μεγεθυνθεί ο ρόλος της χρηματοπιστωτικής στις οικονομίες τόσο πολλών ανεπτυγμένων δυτικών οικονομιών, ιδιαίτερα των Ηνωμένων Πολιτειών και της Βρετανίας, και το εισόδημα των στελεχών του χρηματοπιστωτικού τομέα να ξεπεράσει τα εισοδήματα σχεδόν όλων των άλλων ειδικοτήτων». (σελ. 322).
Η προσοδοθηρία, που μετέτρεψε τον κρατικό πλούτο σε περιουσία ελαχίστων, δε θα μπορούσε να υπάρξει, χωρίς το απορρυθμιστικό πλαίσιο του νεοφιλελεύθερου δόγματος: «Αυτή η σύνδεση με τις κανονιστικές ρυθμίσεις, ή την απουσία τους, είναι ένας παράγοντας εξαιτίας του οποίου η άνοδος της χρηματοπιστωτικής αφορούσε εν μέρει την προσοδοθηρία. Οι διασώσεις των τραπεζών και των τραπεζιτών από την κυβέρνηση το 2008 ξεσήκωσε τους λαϊκιστές και στα δεξιά και στα αριστερά: η κυβέρνηση διέσωσε τη σούπερ – ελίτ, αλλά αρνήθηκε να διασώσει όλους τους άλλους. Όμως η σύνδεση ανάμεσα στο κράτος και την τάξη των σούπερ – πλουσίων της χρηματοπιστωτικής είναι πολύ βαθύτερη από ένα δίχτυ ασφαλείας τρισεκατομμυρίων δολαρίων.
Οι τραπεζίτες της Γουόλ Στριτ, του Σίτι του Λονδίνου και της Φρανκφούρτης, σε μια κατάσταση ανάλογη με την Telmex του Κάρλος Σλιμ και τους κερδισμένους των ρωσικών ιδιωτικοποιήσεων, οφείλουν ένα μεγάλο μέρος του πλούτου τους σε εξυπηρετικές αποφάσεις των ρυθμιστικών Αρχών και των νομοθετών». (σελ. 323).
Τα χρηματιστηριακά παιχνίδια και η ατιμώρητη ασυδοσία των τραπεζών, που έβαλε σε κίνδυνο τις καταθέσεις των πολιτών μαζί με τα συνταξιοδοτικά ταμεία, επέφεραν την παρέμβαση του κράτους, δηλαδή την φορολόγηση των πολλών, που έπρεπε να πληρώσουν ξανά προκειμένου να μη χαθούν τα λεφτά τους. Η αποδυνάμωση των κρατών επέφερε και τις ιδιωτικοποιήσεις – ξεπουλήματα αποθεώνοντας την προσοδοθηρία της σούπερ – ελίτ, που πλέον αρπάζει τα πάντα. Κι από εδώ ξεκινά η σταδιακή αποδόμησή του κράτους.
Οι χρηματοδοτούμενες προεκλογικές εκστρατείες είναι η διασφάλιση ότι οι κυβερνώντες δε θα θίξουν τα συμφέροντα που τους στηρίζουν. Τα χρηματοδοτούμενα κόμματα δεν έχουν άλλη επιλογή από τις συνήθεις αντιφάσεις ανάμεσα στις προεκλογικές τους εξαγγελίες και τις πολιτικές που εφαρμόζουν, όταν αναλάβουν τη διακυβέρνηση. Αναγκάζονται να λένε πράγματα που θα αρέσουν στον κόσμο, αφού αλλιώς δε θα ψηφιστούν, τη στιγμή που γνωρίζουν ότι η συντριπτική πλειοψηφία αυτών έρχεται σε σύγκρουση με τις επιθυμίες των χρηματοδοτών τους.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η έννοια της δημοκρατίας έχει ήδη καταλυθεί. Γιατί η δημοκρατία δεν έχει να κάνει μόνο με την ψήφο των περισσοτέρων, αλλά και με την υποστήριξη των συμφερόντων τους. Όταν η εξουσία εξυπηρετεί τα συμφέροντα των λίγων, είναι ολιγαρχία. Κι όσο πιο λίγοι είναι αυτοί που ευνοούνται, τόσο πιο σκληρό είναι το πρόσωπο της ολιγαρχίας.
Ο Adam Przeworski στο βιβλίο του «Δημοκρατία και Αγορά» σχολιάζει: «Όταν οι υποψήφιοι αποκρύπτουν τα οικονομικά τους προγράμματα στη διάρκεια της προεκλογικής τους εκστρατείας, ή όταν οι κυβερνήσεις υιοθετούν πολιτικές που είναι διαμετρικά αντίθετες με τις προεκλογικές τους υποσχέσεις, εκπαιδεύουν συστηματικά τον πληθυσμό στο ότι οι εκλογές δεν έχουν κανένα πραγματικό ρόλο στη διαμόρφωση των πολιτικών». (σελ. 260).
Κι όχι μόνο αυτό: «Όταν οι κυβερνήσεις εξαγγέλλουν πολιτικές ζωτικής σημασίας μέσα από διατάγματα ή τις επιβάλλουν μέσα από τα νομοθετικά σώματα, χωρίς δημόσιο διάλογο, διδάσκουν τα κόμματα, τα συνδικάτα και τους άλλους αντιπροσωπευτικούς μηχανισμούς ότι δεν έχουν κανένα ρόλο στην εκπόνηση των πολιτικών. Όταν επιστρέφουν στη διαπραγμάτευση μόνο και μόνο για να ενορχηστρώσουν την υποστήριξη προς τις πολιτικές που έχουν ήδη επιλεγεί, τροφοδοτούν τη δυσπιστία και την πίκρα». (σελ. 260).
Κι αν κάποιος χρειάζεται τελικά συμπεράσματα, ο Przeworski θα τα καταθέσει: «Με τον τρόπο αυτό, η δημοκρατία εξασθενεί. Η πολιτική διαδικασία περιορίζεται στις εκλογές, στα εκτελεστικά διατάγματα και σε σποραδικά ξεσπάσματα διαμαρτυρίας. Η κυβέρνηση κυβερνά μέσω διαταγμάτων, με τρόπο απολυταρχικό, αν και συχνά χωρίς μεγάλη καταπίεση. Όλη η ισχύς του κράτους συγκεντρώνεται στα χέρια της εκτελεστικής εξουσίας, η οποία παρ’ όλα αυτά είναι ανίκανη να διαχειριστεί την οικονομία. Οι πολίτες έχουν τακτικά την ευκαιρία να ψηφίζουν, αλλά δεν έχουν την ευκαιρία να επιλέγουν. Η συμμετοχή φθίνει. Τα πολιτικά κόμματα, τα συνδικάτα και οι άλλες αντιπροσωπευτικές οργανώσεις έχουν να επιλέξουν μεταξύ παθητικής συναίνεσης και εξωκοινοβουλευτικών εκρήξεων». (σελ. 260).
Από αυτή την άποψη, το κράτος έχει (σχεδόν) ακυρωθεί αφήνοντας όλες τις πρωτοβουλίες στις εταιρείες και στο κερδοσκοπικό κεφάλαιο. Ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν στο βιβλίο «Ρευστοί Καιροί» είναι σαφής: «Η κοινωνία δεν προστατεύεται πλέον από το κράτος ή τουλάχιστον είναι απίθανο να εμπιστευτεί την προστασία που της προσφέρεται. Τώρα είναι εκτεθειμένη στην αρπακτικότητα δυνάμεων που δεν ελέγχει και πλέον δεν ελπίζει ούτε σκοπεύει να ανακαταλάβει ή να υποτάξει. Αυτός είναι ο πρωταρχικός λόγος για τον οποίο οι κυβερνήσεις των κρατών, μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει, πασχίζουν να αντεπεξέλθουν στις περιστασιακές καταιγίδες παραπαίοντας από τη μια αυτοσχέδια εκστρατεία διαχείρισης κρίσης στην άλλη και από τη μία σειρά μέτρων έκτακτης ανάγκης στην άλλη». (σελ. 52)
Στο ερώτημα τι έχει πλέον απομείνει στις κυβερνήσεις, ο Μπάουμαν απαντά: «Το μόνο που ονειρεύονται είναι να παραμείνουν στην εξουσία μετά τις επόμενες εκλογές. … στερούνται μακροπρόθεσμων προγραμμάτων ή φιλοδοξιών, πόσο μάλλον οραμάτων για μια ριζοσπαστική επίλυση των προβλημάτων που εμφανίζονται». (σελ. 52).
Οι μακροπρόθεσμες φιλοδοξίες και τα οράματα ανήκουν μάλλον στους ανθρώπους της σούπερ – ελίτ, που φαίνεται να ξέρουν καλά και τι επιδιώκουν και πώς θα το επιβάλλουν. Ο Άντονυ Γκίντενς στο βιβλίο «Πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς» προειδοποιεί: «Ο εκδημοκρατισμός αντιμάχεται την ισχύ, ζητώντας να τη μετατρέψει σε σχέσεις διαπραγμάτευσης, ανεξάρτητα από το αν αυτές είναι ισότιμες ή είναι σχέσεις διαφορικής εξουσίας. Όμως η δημοκρατία, διαλογική ή άλλη, σαφώς έχει τα όριά της. Αυτά τα όρια αφορούν ιδιαίτερα την παρεισφρητική επίδραση της ανισότητας. Ο διάλογος δεν εξαρτάται από την υλική ισότητα, αλλά προϋποθέτει ότι δεν χρησιμοποιούνται διαφορικές πηγές προκειμένου να εμποδιστούν απόψεις που εκφράζονται, ή για μια δραστική παρέκκλιση των συνθηκών της διαλογικής ανταλλαγής». (σελ. 210).
Από την πλευρά του, ο Κορνήλιος Καστοριάδης φαίνεται να επιμένει στους ορισμούς: «Κύριο χαρακτηριστικό της δημοκρατικής διαδικασίας είναι το γεγονός ότι ο δήμος βάζει τον εαυτό του στο κέντρο των πάντων. Όλοι οι αθηναϊκοί νόμοι αρχίζουν με τη φράση: “έδοξε τη βουλή και τω δήμω”. Αυτό μας επισημαίνει ότι το ψήφισμα που ακολουθεί δεν προέρχεται από κάποια “επιστημονική” ανάλυση ούτε από ηλεκτρονικό υπολογιστή. Αποφασίστηκε γιατί έτσι φάνηκε σωστό, έδοξε, στο δήμο». (σελ. 29).
Ο διάλογος στις σύγχρονες δημοκρατίες αφορά μόνο το επίπεδο της θεωρίας, όχι της πράξης. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να πει ό,τι θέλει, αλλά οι αποφάσεις θα είναι συγκεκριμένες. Η σύγχρονη «δημοκρατική» εκδοχή κάνει τα πάντα να απομακρύνει το λαό από τα κέντρα των αποφάσεων. Λειτουργώντας σε απόλυτη αδιαφάνεια καθιστά το λαό θεατή σ’ ένα παιχνίδι που όχι μόνο δεν καθορίζει τους κανόνες, αλλά ούτε ελέγχει αν τηρούνται σωστά αυτοί που του επιβάλλονται. Από ένα σημείο και μετά αδυνατεί και να παρακολουθήσει (έστω) τα τεκταινόμενα. Το λόγο έχουν οι «επιστημονικές» αναλύσεις των «ειδικών» της απορρύθμισης.
Ο M. J. Sandel στο βιβλίο «Ο Φιλελευθερισμός και τα Όρια της Δικαιοσύνης» θα δώσει μια γεύση από τις απόψεις των «ειδικών»: «Ελευθεριστές φιλελεύθεροι όπως ο Robert Nozick και ο Friedrich Hayek υποστηρίζουν ότι οι βασικές αστικές και πολιτικές ελευθερίες πρέπει να γίνονται σεβαστές από την κυβέρνηση, καθώς επίσης και το δικαίωμα στους καρπούς της εργασίας μας όπως αυτοί απονέμονται από την οικονομία της αγοράς. Κατά συνέπεια, οι αναδιανεμητικές πολιτικές που φορολογούν τους πλούσιους για να βοηθήσουν τους φτωχούς παραβιάζουν τα δικαιώματά μας». (σελ. 313).
Τα δικαιώματα των πλουσίων πλήττονται από τη φορολόγηση, σε αντίθεση με τα δικαιώματα των πολλών που (προφανώς) δεν πλήττονται όταν η δημόσια περιουσία, που χτίστηκε με τη δική τους φορολόγηση, γίνεται πρόσοδος της σούπερ – ελίτ. Οι εταιρείες μπορούν να λυμαίνονται το δημόσιο πλούτο για χάρη της «ανάπτυξης», όχι όμως και να φορολογούνται.
Από την πλευρά του, ο Lester Thurow στο βιβλίο «Ο Επερχόμενος Οικονομικός Πόλεμος μεταξύ Ιαπωνίας, Ευρώπης και Αμερικής» θέτει το ζήτημα της φορολόγησης στην ορθή πολιτική του βάση: «Αν μια ολιγαρχία προχωρήσει σε αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος, θα φροντίσει να το διαρθρώσει κατά τέτοιο τρόπο που να πληρώνει (η ολιγαρχία) όσο το δυνατόν λιγότερους φόρους. Τους προτεινόμενους νόμους για χαμηλή φορολογία θα τους υπερασπιστεί η ολιγαρχία λέγοντας ότι το κάνει για το καλό της χώρας, αλλά ο πρωταρχικός στόχος θα είναι η μείωση των φόρων που θα πληρώνουν τα μέλη της. Όταν απαιτείται μια γενική λιτότητα, οι δημόσιες υπηρεσίες που κατευθύνονται στα μέλη της ολιγαρχίας θα είναι οι τελευταίες που θα περικοπούν». (σελ. 419).
Η σύγχρονη νεοφιλελεύθερη εκδοχή της δημοκρατίας προϋποθέτει τη δεδομένη δικτατορία της αγοράς. Σαν να μην αφορούν τη δημοκρατία οι σχέσεις που διαμορφώνονται στον τομέα της παραγωγής. Σαν να μην είναι ζήτημα της δημοκρατίας η ρύθμιση των αντικρουόμενων συμφερόντων, όπως προκύπτουν από την ταξική ανισότητα. Σαν να είναι αδιάφορο το ζήτημα της διαχείρισης του δημόσιου πλούτου.
Ο Νίκος Κοτζιάς στο βιβλίο του «Κράτος και Πολιτική, η διαλεκτική του κράτους» είναι διαφωτιστικός: «Το νεοφιλελεύθερο μοντέλο δημοκρατίας […] παίρνει το σημερινό πολίτη και τις σχέσεις του, πριν απ’ όλα τις σχέσεις κυριαρχίας της ιδιοκτησίας και της δικτατορίας της αγοράς, σαν δοσμένες· σχέσεις που απλά πρέπει να ρυθμιστούν δημοκρατικά». (σελ. 179).
Για να συμπληρώσει: «Η έννοια και η αντίληψη της δημοκρατίας δεν μπορεί να αυτοπροσδιορίζεται. Απαιτείται ταυτόχρονα να προσδιορίζουμε τα κοινωνικά πλαίσια λειτουργίας της, τη θέση των ατόμων – πολιτών σε αυτήν. Από αυτή την άποψη, δε μας βρίσκει σύμφωνους ο περιορισμός της έννοιας της δημοκρατίας στο επίπεδο της διακυβέρνησης, αποκομμένης από τις κοινωνικές σχέσεις τις οποίες “κυβερνά” και μακριά από τη σφαίρα παραγωγής. Ένας περιορισμός που συχνά παραγνωρίζει ότι η δημοκρατία, ως μορφή ρύθμισης κοινωνικών σχέσεων και διακυβέρνησης, αναφέρεται σε μια κοινωνία με ταξικές σχέσεις, αντιθέσεις και ανταγωνισμούς. Ότι σε αυτή δεν επιδιώκουν όλοι το απεριόριστο προσωπικό κέρδος με όλα τα μέσα, δεν έχουν όλοι την “ηθική της δημοκρατίας της αγοράς”». (σελ. 179).
Από την πλευρά του ο Alain Renaut στο βιβλίο «Τι είναι ένας ελεύθερος λαός;» επισημαίνει την προβληματική της σύγχρονης δημοκρατικής εκδοχής σε σχέση με το κύρος της προέλευσης της εκάστοτε εξουσίας: «Ταυτίζοντας το κριτήριο της ελευθερίας ενός λαού με το βαθμό στον οποίο οι επιλογές αυτού του λαού και των μελών του μπορούν να είναι επαρκώς ανεξάρτητες από την εξουσία που τους κυβερνά, ο πολιτικός φιλελευθερισμός διατρέχει βεβαίως τον κίνδυνο να παραβλέψει το ζήτημα της πηγής ή της προέλευσης αυτής της εξουσίας: αν πράγματι αρκεί για να είναι ελεύθερος ένας λαός τα μέλη του να διαθέτουν μια σφαίρα ανεξαρτησίας απέναντι στην εξουσία γιατί άραγε να επιμείνει κανείς να προσδιορίσει την πηγή αυτής της εξουσίας και το στοιχείο που της επιτρέπει να κυβερνά;» (σελ. 150).
Με άλλα λόγια, αν τα συμφέροντα των λίγων είναι δίκαιο να επιβάλλονται σε βάρος των πολλών, δίνοντας την ελευθερία να δρα κανείς σε «μια σφαίρα ανεξαρτησίας», ποια είναι τα κριτήρια που νομιμοποιούν την εξουσία («γιατί να επιμένει κανείς να προσδιορίζει την πηγή αυτής της εξουσίας και το στοιχείο που της επιτρέπει να κυβερνά;»), αφού έχει καταλυθεί κάθε έννοια της λαϊκής κυριαρχίας;
Κι αν πρέπει να το πούμε αλλιώς, γιατί να πρέπει οι πολλοί να μένουν υπάκουοι στο κύρος μιας τέτοιας εξουσίας και να μην αυτενεργήσουν κι εκείνοι με τη σειρά τους «σε μια σφαίρα ανεξαρτησίας» σε βάρος των λίγων που τους καταδυναστεύουν; Προφανώς η δυνατότητα της «ανεξαρτησίας» αφορά μόνο τα συμφέροντα των ισχυρών. Οι υπόλοιποι δε χρειάζεται να είναι τόσο ανεξάρτητοι.
Ο Renaut, όμως, θα προχωρήσει ακόμα παραπέρα: «Έτσι, όλως παραδόξως (εφόσον ο φιλελευθερισμός αποτελεί μια εκδοχή της δημοκρατικής ιδέας), η φιλελεύθερη επιλογή θα μπορούσε να καταλήξει να μη λάβει υπόψη της την επιπρόσθετη αξιοπρέπεια την οποία μπορούν να αποκτήσουν οι πολίτες σε μια πολιτική κοινότητα, όπου αν και δεν επιβάλλουν οι ίδιοι τα κανονιστικά πρότυπα και τους νόμους στους οποίους υπόκεινται, συμμετέχουν, πάντως, μέσω αντιπροσώπων τις περισσότερες φορές, στην επεξεργασία τους. Αυτή η επιπρόσθετη αξιοπρέπεια διαθέτει εντούτοις μιαν αξία μη αναγώγιμη, την οποία το ιδεώδες της θετικής ελευθερίας μας ωθεί να λάβουμε υπόψη: εντάσσει τη συμμετοχή στο δημόσιο βίο, την ενεργό άσκηση της ιδιότητας του πολίτη και, εν ολίγοις, την άσκηση των πολιτειακών ελευθεριών στους σκοπούς με τους οποίους θα ολοκληρώναμε πραγματικά την ελευθερία μας ως ανθρώπινα όντα, και τους οποίους θα έπρεπε συνεπώς να προτάξουμε έναντι των περισσότερων άλλων αντικειμενικών σκοπών». (σελ. 150 – 151).
Με δυο λόγια, η δημοκρατία αφορά τη δυνατότητα της ουσιαστικής συμμετοχής στα κοινωνικοπολιτικά τεκταινόμενα διασφαλίζοντας την αξιοπρέπεια των πολιτών. Και η αξιοπρέπεια των πολιτών δεν έχει να κάνει μόνο με το δικαίωμα της συμμετοχής, ως αναγνώριση της αξίας τους στη διαχείριση των πολιτικών υποθέσεων, αλλά και με την κάλυψη όλων των αναγκών τους.
Ο M. J. Sandel είναι σαφής: «Οι οπαδοί του φιλελεύθερου εξισωτισμού, όπως ο Rawls […] υποστηρίζουν ότι δεν μπορούμε να ασκήσουμε με τρόπο που να έχει νόημα τις αστικές και πολιτικές μας ελευθερίες χωρίς να έχουμε εξασφαλίσει προηγουμένως τις βασικές κοινωνικές και οικονομικές μας ανάγκες· η κυβέρνηση θα πρέπει, συνεπώς, να διασφαλίζει για κάθε άτομο, δικαιωματικά, ένα αξιοπρεπές επίπεδο αγαθών όπως η μόρφωση, το εισόδημα, η στέγαση, η υγεία κ.ο.κ.». (σελ. 313).
Κι αυτό είναι το αληθινό πρόταγμα κάθε σοβαρής δημοκρατίας έναντι «άλλων αντικειμενικών σκοπών». Δηλαδή είναι «οι αντικειμενικοί σκοποί» της αγοράς που θα προσαρμοστούν στις επιταγές της δημοκρατίας κι όχι το ανάποδο. Γιατί το ανάποδο προϋποθέτει τη δικτατορία της αγοράς. Και η δικτατορία της αγοράς είναι τα πανίσχυρα συμφέροντα των λίγων, που πραγματώνονται σε βάρος των πολλών και που πρέπει να πάρουν και τις ανάλογες ευπρεπείς ονομασίες, όπως ανάπτυξη, επενδύσεις, αποδοτικότητα κλπ. Ο νεοφιλελευθερισμός είναι η σύγχρονη απολυταρχία του χρήματος που προσπαθεί να παραστήσει ότι προασπίζει την ελευθερία.
Ο Emmanuel Todd βλέπει τη διάσταση της νεοφιλελεύθερης πραγμάτωσης ανάμεσα στην Ευρώπη και την Αμερική. Στο βιβλίο του «Μετά την Αυτοκρατορία» σημειώνει: «Η κοινωνική ασφάλιση βρίσκεται στην καρδιά της ισορροπίας καθεμιάς από τις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Γι’ αυτό η εξαγωγή από τις Ηνωμένες Πολιτείες του ιδιαίτερου μοντέλου τους για τον απορρυθμισμένο καπιταλισμό αποτελεί απειλή για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, όπως και για την ιαπωνική κοινωνία, τόσο κοντινή λόγω όλων αυτών των παραμέτρων με τους μακρινούς ευρωπαίους ξαδέλφους της». (σελ. 243).
Η Ευρώπη φαίνεται να έχει ισχυρότερες αντιστάσεις από την Αμερική. Γι’ αυτό και η αντίληψη του κράτους πρόνοιας και της κοινωνικής ασφάλισης παραμένει ψηλά στη συνείδηση των πολιτών. Ο Ευρωπαίος πολίτης δείχνει περισσότερο ευαισθητοποιημένος στις πολιτικές εξελίξεις από εκείνον της Αμερικής. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι και η δημοκρατία της Ευρώπης μένει αλώβητη.
Η έξαρση του εθνικισμού, η άνοδος ακροδεξιών κομμάτων, ο πόλεμος των συμφερόντων ανάμεσα στα ευρωπαϊκά κράτη – που υποτίθεται ότι είναι ενωμένα –, οι τάσεις απόσχισης (η Βρετανία ήδη το έκανε), η απάθεια και η αποχή από τις εκλογές φανερώνουν την ευρωπαϊκή κρίση δημοκρατίας. Η απογοήτευση και η υποψία ότι το πολιτικό παιχνίδι είναι στημένο απαξιώνει όλες τις πολιτικές επιλογές μετατρέποντας τη δημοκρατία σε αδιέξοδο. Και δεν υπάρχει τίποτε πιο επικίνδυνο απ’ αυτό.
Ο Eric Hobsbawm, στο βιβλίο «Παγκοσμιοποίηση, Δημοκρατία και Τρομοκρατία» διαπιστώνει το έλλειμμα της δημοκρατίας εστιάζοντας στα τεράστια ποσοστά αποχής από τις εκλογές: «Αντιμετωπίζουμε σήμερα μια προφανέστατη απόσπαση των πολιτών από τη σφαίρα της πολιτικής. Η συμμετοχή στις εκλογές φαίνεται να μειώνεται στις περισσότερες φιλελεύθερες – δημοκρατικές χώρες. Αν η λαϊκή εκλογή είναι το πρωταρχικό κριτήριο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, κατά πόσο είναι δυνατό να μιλάμε για τη δημοκρατική νομιμότητα μιας αρχής που εκλέχτηκε από το ένα τρίτο εκείνων που έχουν δικαίωμα ψήφου (η Βουλή των Αντιπροσώπων στις ΗΠΑ) ή, όπως στις πρόσφατες βρετανικές εκλογές για τοπικές κυβερνήσεις και για το ευρωκοινοβούλιο, από ποσοστά που κυμαίνονται ανάμεσα στο 10 και το 20% του εκλογικού σώματος; Ή, πάλι, ενός προέδρου των ΗΠΑ που εκλέχτηκε από μόλις λίγο περισσότερο του 50% των Αμερικάνων που μπορούσαν να ψηφίσουν;». (σελ. 124 – 125).
Ο δεκαοχτάχρονος Λα Μποεσί άφησε τη δική του παρακαταθήκη στην ανθρωπότητα από το 1548. Στο βιβλίο του «Πραγματεία περί Εθελοδουλείας» ξεκαθαρίζει: «Ένας λαός σκλαβώνεται μόνος του, κόβει τον ίδιο το λαιμό του όταν, έχοντας επιλέξει ανάμεσα στο να είναι υποτελής και στο να είναι ελεύθερος, εγκαταλείπει τις ελευθερίες και μπαίνει στο ζυγό, συναινώντας στην ίδια του τη δυστυχία, ή μάλλον, προφανώς, καλωσορίζοντάς την». (σελ. 12).
Και βέβαια, το μήνυμα αυτό του Λα Μποεσί στο σύγχρονο άνθρωπο δεν πρέπει να εκληφθεί ως μοιρολατρική απαισιοδοξία, αλλά ως ανάδειξη των προσωπικών του ευθυνών. Και υπάρχουν και στους πολίτες ευθύνες…
Ετιέν ντε Λα Μποεσί: «Πραγματεία περί Εθελοδουλείας», εκδόσεις ΠΑΝΟΠΤΙΚόΝ, Κοζάνη 2002.
Άντονυ Γκίντενς: «Πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς», εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, Αθήνα 1999.
Κορνήλιος Καστοριάδης: «η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της για μας σήμερα», (ομιλία στο Λεωνίδιο 17 Αυγούστου 1984), εκδόσεις «ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 1986.
Νίκος Κοτζιάς: «Κράτος και Πολιτική, η διαλεκτική του κράτους» εκδόσεις «ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ» Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ, σειρά «λόγος». Αθήνα 1993.
Eric Hobsbawm: «Παγκοσμιοποίηση, Δημοκρατία και Τρομοκρατία», εκδόσεις ΘΕΜΕΛΙΟ, Αθήνα 2008.
Emmanuel Todd: «Μετά την Αυτοκρατορία», εκδόσεις «ΚΡΙΤΙΚΗ», Αθήνα 2003.
Alain Renaut: «Τι είναι ένας ελεύθερος λαός; Φιλελευθερισμός ή Ρεπουμπλικανισμός;», εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, Αθήνα 2007.
- M. J. Sandel: «Ο Φιλελευθερισμός και τα Όρια της Δικαιοσύνης», εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, Αθήνα 2003.
Ζίγκμουντ Μπάουμαν: «Ρευστοί Καιροί, η ζωή την εποχή της αβεβαιότητας», εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, Αθήνα 2008.
Κρίστια Φρίλαντ: «Πλουτοκράτες, η άπληστοι δυναστεία των νέων πολυεκατομμυριούχων», εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ, Αθήνα 2013.
Adam Przeworski: «Δημοκρατία και Αγορά, πολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις στην ανατολική Ευρώπη και στη Λατινική Αμερική», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2001.
Lester Thurow: «Ο Επερχόμενος Οικονομικός Πόλεμος μεταξύ Ιαπωνίας, Ευρώπης και Αμερικής», εκδόσεις «ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ» – Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ, σειρά «ΛΟΓΟΣ», Αθήνα 1995.
ΠΗΓΗ: eranistis.ne
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.