Το σημείο αφετηρίας μας είναι πως το κοινό είναι μια αρχή πολιτικής δραστηριότητας που συγκροτείται από την ειδική διαδικασία της διαβούλευσης, της ορθής κρίσης, της απόφασης και από την εφαρμογή αυτών των αποφάσεων. Ωστόσο, αυτός ο ορισμός και η πιο πλήρης εκδοχή του, όπως παρουσιάζουμε στην αρχή του βιβλίου μας [1], δεν έχει καθολική ισχύ, δεν είναι διιστορικός ούτε είναι ανεπηρέαστος από εφήμερες και γεωγραφικές συνθήκες. Με ετυμολογικούς όρους (cum-munus που η κυριολεκτική σημασία του είναι «συν- υποχρέωση» και «συν- δράση») σίγουρα δεν υπάρχει η πρόθεση να δείξουμε πως το «κοινό» είχε πάντα τη σημασία που έχει σήμερα. Στον Αριστοτέλη το κοινό (Κοινόν) είναι αυτό που πηγάζει από τη πράξη της συγκέντρωσης, η οποία είναι αυτή που συγκροτεί την ιδιότητα του πολίτη που με τη σειρά της είναι μια πράξη που προϋποθέτει την εναλλαγή των καθηκόντων ή την αλλαγή μεταξύ των κυβερνώντων και των κυβερνώμενων. Σήμερα, με μια νέα και μοναδική μορφή ενέργειας, το κίνημα των πλατειών (Μ-15, Occupy, Gezi κ.α.) έχει εμπλουτίσει την ιδέα των κοινών με νέα αιτήματα.
Το Κοινό σαν αρχή αγώνων
Αυτά τα αιτήματα ενέπλεκαν μια ριζοσπαστική αμφισβήτηση απέναντι στην «αντιπροσωπευτική» δημοκρατία, η οποία εξουσιοδοτεί ένα περιορισμένο αριθμό ανθρώπων να μιλούν και να δρουν εκ μέρους της μεγάλης πλειοψηφίας. Την ίδια στιγμή αυτά τα κινήματα έχουν αναπτύξει περιβαλλοντολογικά αιτήματα για τη διατήρηση των «κοινών» (και ειδικά των αστικών χώρων). Το κοινό φαίνεται σε εμάς, ως η αρχή που κυριολεκτικά προέκυψε μέσα από όλα αυτά τα κινήματα. Ως τέτοιο, το κοινό δεν είναι κάτι το οποίο έχουμε εφεύρει, αλλά κάτι το οποίο έχει αναδυθεί μέσα από αυτούς τους αγώνες ως η δική τους αρχή. Ο όρος έκτοτε έχει λάβει ένα καινούργιο νόημα, αυτό της «πραγματικής δημοκρατίας», για την οποία η μόνη νομιμοποιημένη πολιτική υποχρέωση είναι όχι αυτή που απορρέει από την ιδιότητα του μέλους σε μια δεδομένη κοινότητα, όσο ευρεία και να είναι, αλλά από τη συμμετοχή σε μια κοινή δράση η τη προσήλωση σε ένα κοινό στόχο. Δεν θα πρέπει όμως να υπάρξει κάποια παρανόηση σχετικά με το σκοπό μας: παρόλο που το εισαγωγικό κεφάλαιο του βιβλίου μας προσφέρει μια «αρχαιολογία του κοινού», δεν είχαμε καμία πρόθεση να ερμηνεύσουμε όλη την ανθρώπινη ιστορία μέσα από αυτή την αρχαιολογία κατά παρόμοιο τρόπο που έχουν κάνει οι «μεγάλες αφηγήσεις» που τόσο έχουν χαρακτηρίσει την νεωτερικότητα μας. Ο στόχος μας ήταν αρκετά διαφορετικός: σκοπός μας ήταν να δείξουμε πως από την αρχή το κοινό είχε ένα νόημα που δεν μπορούσε να περιοριστεί σε ένα «κρατικό» πλαίσιο, μέχρι την εκμετάλλευση και νόθευση του και από το κράτος και από τη θεολογία. Αλλά αυτό δε σημαίνει πως και η «σύγχρονη ανακάλυψη» του κοινού θα σημάνει και την επιστροφή των αρχαιοελληνικών και ρωμαϊκών ριζών του. Αφορά κάτι άλλο: τον προσδιορισμό μιας θετικής πολιτικής εναλλακτικής απέναντι στη φιλελεύθερη λογική που έχει ως επίκεντρο της τον ανταγωνισμό.
Μια τέτοια εναλλακτική μας επιτρέπει να ξεπεράσουμε το δυϊσμό μεταξύ δημόσιας/κρατικής περιουσίας και ιδιωτικής περιουσίας. Για πολύ καιρό η αριστερά ζούσε με την ιδέα της αξιακής αντίθεσης ανάμεσα στο κράτος και στην αγορά, καθιστώντας το κράτος ως τη καλύτερη άμυνα απέναντι στην επιθετική συμπεριφορά των δυνάμεων της αγοράς. Αυτή η αντίθεση, μαζί με τη στρατηγική που δημιουργεί ανήκει ολοκληρωτικά στο παρελθόν. Εδώ και 30 χρόνια, το κράτος έχει υποστεί μια βαθιά μεταμόρφωση, η οποία το έχει καταστήσει έναν ολοκληρωμένο πρωταγωνιστή του νεοφιλελευθερισμού. Έχει δηλαδή υποταχθεί στην επιχειρηματική λογική και σαν κράτος-επιχείρηση ή αλλιώς «εταιρικό κράτος», δρα σαν στρατηγικός συνέταιρος των μεγάλων πολυεθνικών, όπου από κοινού χαράζουν τα νέα διεθνή πρότυπα. Η περίφημη φόρμουλα του Μαρξ για τη κυβέρνηση, ως τίποτα παραπάνω από μια εκτελεστική επιτροπή που είναι υπεύθυνη για τη διαχείριση των ζητημάτων της μπουρζουαζίας, είναι πλέον εντελώς ξεπερασμένη, όχι επειδή είναι ένας παράλογος ισχυρισμός. Αντιθέτως, δεν μπορεί να εξηγήσει επαρκώς τη σύγχρονη πραγματικότητα της συνεχώς αυξανόμενης υβριδοποίησης του κράτους και της αγοράς. Το κρατικιστικό παράδειγμα πρέπει να αποδομηθεί άρδην, εάν θέλουμε να δουλέψουμε για να ξαναχτίσουμε την αριστερά. Το κράτος είναι τώρα το πλέον ακατάλληλο όργανο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για «πολιτικά σχέδια» με άλλους στόχους. Εν αντιθέσει, το κράτος είναι αυτό που προσπαθεί να επιβάλλει τη δική του λογική σε όλους αυτούς που διατηρούν τη ψευδαίσθηση της πιθανής μετάλλαξης του σε ένα μέσο που θα χρησιμοποιηθεί στον αγώνα ενάντια στο νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό.
Σε αυτό ακριβώς το σημείο βλέπουμε όλα αυτά που χωρίζουν το κοινό, όπως το έχουμε νοηματοδοτήσει, από το κράτος και το δημόσιο. Το κρατικό/δημόσιο βασίζεται πάνω σε δύο εντελώς αντιθετικές προϋποθέσεις: από τη μια εξασφαλίζει τη καθολική πρόσβαση σε δημόσιες υπηρεσίες, από την άλλη, δίνει στη κρατική διοίκηση το μονοπώλιο της διαχείρισης αυτών των υπηρεσιών, υποβιβάζοντας τους χρήστες σε καταναλωτές, αποκλείοντας τους από κάθε μορφή συμμετοχής σε αυτή τη διαχείριση. Είναι ακριβώς αυτός ο θανάσιμος διαχωρισμός σε «λειτουργούς» και «χρήστες» που πρέπει το κοινό να αποβάλει. Με άλλα λόγια το κοινό μπορεί να οριστεί ως το μη-κρατικό δημόσιο, καθώς εξασφαλίζει καθολική πρόσβαση μέσω της άμεσης συμμετοχής των χρηστών στη διαχείριση των υπηρεσιών. Μια από τις «πολιτικές προτάσεις» στο τρίτο μέρος του βιβλίου μας είναι η μετατροπή των δημόσιων υπηρεσιών σε θεσμούς των κοινών. Αυτό σημαίνει πως αυτές οι υπηρεσίες δεν ανήκουν στο κράτος με την έννοια ότι το κράτος είναι ο κάτοχος τους ή ο μοναδικός διαχειριστής τους. Για να επιτευχθεί αυτού του είδους η μετατροπή, είναι απαραίτητο να τερματίσουμε το μονοπώλιο της κρατικής διαχείρισης, με τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλιστεί πραγματικά η καθολική πρόσβαση σε αυτές τις υπηρεσίες: επομένως, οι χρήστες δεν πρέπει να θεωρούνται ως «καταναλωτές», αλλά ως πολίτες που συμμετέχουν μαζί με τους λειτουργούς στις διαβουλεύσεις και τις αποφάσεις που τους αφορούν.
Το κοινό και τα κοινά
Όπως προκύπτει, προσπαθούμε να κατανοήσουμε το κοινό με την έννοια μιας πολιτικής αρχής και όχι με την έννοια μιας ιδιότητας που μπορεί να αποδοθεί φυσικά σε συγκεκριμένους τύπους «αγαθών». Για να καταλάβουμε την έκφραση «κοινά αγαθά» με την κυριολεκτική της σημασία, πρέπει πρώτα να δημιουργήσουμε μια κατηγοριοποίηση των αγαθών (ιδιωτικά αγαθά, δημόσια αγαθά, κοινά αγαθά) με βάση κριτήρια που συσχετίζονται με την εσωτερική τους φύση. Αυτή η προσέγγιση που εν τέλει θα κάνει πιο συμπαγές το νόημα του κοινού, εντάχθηκε σε ένα σύστημα μιας συγκεκριμένης οικονομικής πολιτικής, πριν περιληφθεί στην αρμοδιότητα των νομικών. Ωστόσο, η τελευταία έπρεπε να εισάγει εξωτερικά κριτήρια προς την απλή φύση των πραγμάτων, προκειμένου να ξεχωρίσει τα κοινά αγαθά από τα δημόσια αγαθά. Για παράδειγμα, η Επιτροπή Rodota όρισε τα κοινά αγαθά σύμφωνα με τη σχέση που έχουν με τα θεμελιώδη δικαιώματα ή την ανθρώπινη ανάπτυξη. Ωστόσο, η αρχή της κατηγοριοποίησης των αγαθών οδηγεί εξίσου στην αποδόμηση του κοινού, καθώς γίνεται διαχωρισμός μεταξύ των κοινών της φύσης, των κοινών της γνώσης, των γενετικών ή βιολογικών κοινών κ.α. Επομένως, το κοινό (σαν αρχή) συγχέεται εσφαλμένα με εκείνο με το οποίο είναι κοινό (σαν ιδιότητα ή χαρακτηριστικό συγκεκριμένων πραγμάτων).
Κατά παρόμοιο τρόπο, η προσέγγιση μας απορρίπτει τη θέση που κάνει λόγο για μια «αυθόρμητη παραγωγή του κοινού» που θα είναι προϋπόθεση και αποτέλεσμα της διαδικασίας παραγωγής (σε ανάλογο βαθμό με την επεκτατική δυναμική των δυνάμεων παραγωγής, όπως τη συναντούμε σε ένα ιδιαίτερο ρεύμα του μαρξισμού). Εξιδανικεύοντας την αυτονομία της άυλης εργασίας στην εποχή του «γνωσιακού καπιταλισμού», αυτή η άποψη καταλήγει να μην αναγνωρίζει τους τρέχοντες μηχανισμούς λειτουργίας που υποβιβάζουν την εργασία στην υπηρεσία του κεφαλαίου. Επιπρόσθετα, και αυτό είναι αναμφίβολα το μεγαλύτερο ελάττωμα αυτής της θέσης, δεν αναγνωρίζει τη πάγια διαφορά μεταξύ παραγωγής και θεσμού: η παραγωγή μπορεί να είναι αυθόρμητη, ενώ ο θεσμός πρέπει να είναι μια συνειδητή δραστηριότητα.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δυσκολευόμαστε να κάνουμε το διαχωρισμό μεταξύ του κοινού ως πολιτική αρχή που δεν χρειάζεται να θεσμοποιηθεί αλλά απλά να εφαρμοστεί και των κοινών που ανέκαθεν θεσμοποιούνται μέσα από την εφαρμογή. Το βασικό σημείο είναι πως τα κοινά δεν «παράγονται» αλλά θεσμοποιούνται και για αυτόν ακριβώς το λόγο είμαστε πολύ διστακτικοί να δεχθούμε τον όρο «κοινά αγαθά». Μας φαίνεται πως η λογική του επιχειρήματος πρέπει να είναι η αντίστροφη: κάθε κοινό που θεσμοποιείται είναι αγαθό, αλλά κανένα αγαθό από μόνο του δεν είναι κοινό. Φυσικά δεν πρέπει να συγχέεται το αγαθό με την πολιτική και ηθική σημασία (αγαθόν) και το αγαθό με την έννοια του αντικειμένου που μπορεί να ανταλλαχθεί και να πωληθεί (κτήσις). Κάθε κοινό είναι ένα αγαθό με την πολιτική και ηθική σημασία, αλλά σε τέτοιο βαθμό, ώστε ποτέ να μην φτάνει το νόημα του αποκτήματος. Εφόσον έχει θεσμοποιηθεί, το κοινό όχι μόνο δεν είναι πλέον απαλλοτριώσιμο, αλλά ανήκει στη σφαίρα των πραγμάτων που δεν μπορούν πλέον να σφετεριστούν από κάποια άλλη δύναμη και αυτομάτως ξεφεύγει και από την εκάστοτε ιδιοκτησιακή λογική (ιδιωτική ή δημόσια).
Υποστηρίζουμε ότι ένα κοινό θεσμοποιείται μέσα από μια συγκεκριμένη πράξη την οποία ονομάζουμε «θεσμίζουσα πράξη», η οποία δεν αναφέρεται σε μια γενική μέθοδο θεσμοποίησης οποιουδήποτε είδους κοινού. Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί απέναντι στην συχνή κατάχρηση της έννοιας του «θεσμού». Μια ολόκληρη κοινωνιολογική παράδοση προσπάθησε να περιορίσει το θεσμό σε αυτό που θεσμοποιείται, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τη διάσταση της δραστηριότητας της θεσμοποίησης. Επιπρόσθετα, μια πολιτική κριτική ευρέως διαδεδομένη στην αριστερά της δεκαετίας του 1960 και του 1970 αναγνώριζε το θεσμό ως μηχανισμό εξουσίας που εξανάγκαζε τα άτομα που εισέρχονταν σε αυτό το θεσμό προκειμένου να ανήκουν σε αυτόν. Αυτή η κριτική δεν περιελάμβανε το προβληματισμό πάνω στη βασική παράμετρο του πράγματος που θεσμοποιεί, κάτι το οποίο είναι θεμελιώδες για εμάς σήμερα. Για την ακρίβεια, το να θεσμοποιείς δεν σημαίνει να θεσμοθετείς με την έννοια του να καθιστάς κάτι επίσημο, να το χειραφετείς, ή να αναγνωρίζεις κάτι το οποίο υπάρχει από πολύ παλιά (όπως για παράδειγμα βλέπουμε στο επίπεδο της συνήθειας ή του εθίμου), ούτε να δημιουργείς κάτι από το μηδέν. Είναι ακριβώς να ξαναδημιουργείς με ή στη βάση αυτού που ήδη υπάρχει και κατ’ επέκταση υπό δεδομένες συνθήκες ανεξάρτητα από την δραστηριότητα μας. Υπό αυτήν την έννοια δεν υπάρχει κάποιο μοντέλο ενός θεσμού, ούτε μπορεί να υπάρξει, ικανό να χρησιμοποιηθεί ως κανόνας για τη θεσμίζουσα πράξη. Κάθε πράξη πρέπει να κατανοηθεί και να διεξαχθεί in situ ή in loco. Για αυτό κάποιος μπορεί και πρέπει να μιλάει όχι για θεσμίζουσα πράξη αλλά για «θεσμίζουσες πράξεις». Η αποκατάσταση μιας υπηρεσίας σε ψυχιατρική κλινική που είχε τερματιστεί, μετά από συζήτηση με τους θεράποντες και τους ασθενείς, εμπίπτει στη κατηγορία της θεσμίζουσας πράξης, ακόμη και με την έννοια της «μικροπολιτικής» του Φουκώ. Αλλά το να θεσπίσουμε μια τράπεζα σπόρων για τους αγρότες ή να ορίσουμε ένα πολιτισμικό χώρο για κοινή χρήση εμπίπτει επίσης στην ίδια κατηγορία. Αυτές είναι πρακτικές που προετοιμάζουν και κατασκευάζουν την ίδια την επανάσταση ως «αυτοθέσμιση της κοινωνίας».
Το δικαίωμα του κοινού ως νέος τύπος του δικαιώματος της χρήσης
Μπορούμε να εξάγουμε τα ίδια συμπεράσματα με όρους δικαίου. Πράγματι, θεωρούμε πως ο θεσμός των κοινών αφορά τη σύγκρουση μεταξύ του δικαιώματος στο κοινό με το αρχαίο δικαίωμα της ιδιοκτησίας και πως αυτή η σύγκρουση μεταξύ των δύο δικαιωμάτων είναι η θεμελιώδης σύγκρουση των ημερών μας. Το δικαίωμα του κοινού είναι το δικαίωμα της χρήσης που διαφέρει από το αρχαίο δικαίωμα της συλλογικής χρήσης, που με τη σειρά του έχει δημιουργηθεί μέσα από μακραίωνα έθιμα. Είτε θεωρούμε τη χρήση ως απλή χρήση πέραν του νόμου (ως τροφή, πόση, κατοίκηση, κ.α.), είτε ως συλλογικό δικαίωμα που προέρχεται από τα έθιμα (όπως η σταχυολόγηση ή η κοινοκτησία), η χρήση πάντα εννοείται ως η πράξη στην οποία χρησιμοποιείς ένα εξωτερικό αντικείμενο με στόχο τη κάλυψη βασικών αναγκών. Η χρήση ως δράση προϋποθέτει έναν ειδικό τύπο σχέσης με εξωτερικά αντικείμενα, συχνά περιλαμβάνοντας τη κατανάλωση, δηλαδή η καταστροφή του εν λόγω πράγματος (abusus στα λατινικά σηματοδοτεί την πλήρη κατανάλωση). Παρόλα αυτά, κάποιος μπορεί εξίσου να πει στα αγγλικά «χρησιμοποιώ με» (use with), δηλαδή με άλλους ανθρώπους, με άλλο συγκεκριμένο άτομο και ούτως καθεξής. Σε αυτή τη περίπτωση αυτό που εννοείται είναι να δρα ή να πράττει κάποιος κατά συγκεκριμένο τρόπο με άλλους, έτσι ώστε να υπάρχει μια ενεργή σχέση με τους άλλους που θα νοηματοδοτείται με εντελώς διαφορετικό τρόπο από τη σχέση με εξωτερικά αντικείμενα με απώτερο στόχο την ολοκληρωτική καταστροφή, δηλαδή τη κατανάλωση. Σε αυτό το καινούργιο νόημα η χρήση εννοείται ως εποπτεία, συντήρηση και διατήρηση. Μπορούμε πλέον να τονίσουμε τη διαφορά μεταξύ του αρχαίου και του νέου δικαιώματος της χρήσης.
Η πρώτη αξιοσημείωτη διαφορά με το παλαιό δικαίωμα αφορά τη φύση του αντικειμένου με το οποίο η χρήση συσχετίζεται. Στο δικαίωμα του κοινού, η χρήση δεν σχετίζεται με ένα εξωτερικό αντικείμενο, αλλά με ο,τι ονομάζουμε «κοινά». Τα κοινά δεν είναι «πράγματα που έχουν κοινά στοιχεία» (res communes). Σίγουρα τα πράγματα με κοινά χαρακτηριστικά δεν περνούν απαρατήρητα (η παροιμία res nullius primo occupanti [2] δεν βρίσκει ανταπόκριση εδώ), αλλά ο περιορισμός αυτής της κατηγορίας που κληροδοτήθηκε από το ρωμαϊκό δίκαιο είναι πως αποκόπτει τα πράγματα από την δραστηριότητα. Η έννοια των κοινών δίνει έμφαση στις θεσμικές δομές, μέσω των οποίων έρχεται στο προσκήνιο η σύνδεση μεταξύ των πραγμάτων και της δραστηριότητας της συλλογικότητας που αναλαμβάνει την ευθύνη για αυτά. Έτσι, υπάρχουν ποικίλα είδη κοινών που εξαρτώνται από τον τύπο της δραστηριότητας των δρώντων που τα θεσπίζουν και τα διατηρούν ζωντανά (κοινά των ποταμών, κοινά των δασών, κοινά της παραγωγής, κοινά των σπόρων, κοινά της γνώσης κ.α.). Το κοινό ενός ποταμού δεν είναι το ποτάμι. Είναι η σύνδεση μεταξύ του ποταμού και της συλλογικότητας που αναλαμβάνει την ευθύνη για αυτό. Συνεπώς, αυτό το οποίο δεν οικειοποιείται δεν είναι μόνο το ποτάμι ως φυσικό αντικείμενο, αλλά και το ποτάμι ως το αντικείμενο μιας συγκεκριμένης δραστηριότητας και επομένως και η δραστηριότητα η ίδια. Με αυτό τον τρόπο, η έννοια των «κοινών» έρχεται σε ρήξη με την πολικότητα υποκειμένου/αντικειμένου, τη πολικότητα ενός αντικειμένου προσφέρεται κατ’ αποκλειστικότητα στο πρώτο πρόσωπο (κατά τρόπο παρόμοιο με τη σχέση μεταξύ dominus και res), μια πολικότητα που επανέρχεται συχνά σε ορισμένες νομικές και φιλοσοφικές παραδόσεις.
Με αυτή την έννοια, η χρήση της οποίας ο άξονας είναι το δικαίωμα στο κοινό προϋποθέτει ως συνθήκη πραγματοποίησης της, μια συνειδητή πράξη θέσπισης, δηλαδή αυτό που έχουμε αποκαλέσει «θεσμίζουσα πράξη». Για αυτό ακριβώς δεν πρέπει να συγχέεται με το εθιμικό δικαίωμα, το οποίο υποβιβάζει τις πρακτικές σε μια ασυνείδητη διαιώνιση και μετάδοση των χρήσεων. Τα κοινά είναι πάνω απ’ όλα αντικείμενα θεσμών και διακυβέρνησης. Σε αντίθεση με τη θεωρία της ιδιοκτησίας ως ένα «σύνολο δικαιωμάτων», που καθιστά το δικαίωμα της χρήσης ως ένα απλό δικαίωμα μεταξύ άλλων, διαχωρισμένο από το δικαίωμα της διαχείρισης και της απόφασης, η χρήση των κοινών είναι αδιαχώριστη από το δικαίωμα στην απόφαση και το δικαίωμα στη διακυβέρνηση. Η πράξη που θεσμοποιεί τα κοινά είναι η πράξη που τα διατηρεί, τα κρατάει ζωντανά και αναλαμβάνει τη πλήρη ευθύνη για τη συγκρουσιακότητά τους μέσω της συμπαραγωγής των κανόνων. Όντως, η λογική της συγκέντρωσης δεν θα έπρεπε να συγχέεται με την προσπάθεια εξεύρεσης ομοφωνίας, αρμονίας ή συναίνεσης σε απόλυτο βαθμό. Αντιθέτως προσπαθεί να ξεπεράσει συγκρούσεις μέσα από τη κοινή παραγωγή κανόνων και όχι μέσω μιας φανταστικής απόρριψης των συγκρούσεων που είναι αναπόσπαστο κομμάτι όλης της συλλογικής ζωής. Αυτό το σημείο πρέπει να τονιστεί: η σύγκρουση καθεαυτή δεν είναι κακή και σε καμία περίπτωση δεν υποθάλπει τις ρίζες ενός εμφυλίου πολέμου. Αντιθέτως, είναι το αντίδοτο απέναντι σε ένα τέτοιο πόλεμο, με την προϋπόθεση πως έχει μια θεσμική έκφραση.
Υπό αυτές τις συνθήκες τι πραγματικά σημαίνει να μιλάμε για τη χρήση ενός κοινού και μάλιστα για τη χρήση ενός συγκεκριμένου κοινού; Η έννοια της «διοικητικής χρήσης» δανεισμένη από το Πάολο Νάπολι μας επιτρέπει να κατανοήσουμε καλύτερα τη διαφορά μεταξύ της χρήσης ως δράσης, δηλαδή χρησιμοποιώ ένα εξωτερικό αντικείμενο και της χρήσης ως εποπτεία και επιτήρηση ενός κοινού (πρέπει να θυμόμαστε πως το ministrare το ρήμα από το οποίο προέρχεται η διοίκηση- administration- σημαίνει πρώτα απ’ όλα «το να υπηρετείς» και σε καμία περίπτωση «επωφελούμαι από κάτι»). Πράγματι, δεν μπορεί κάποιος να χρησιμοποιήσει το κοινό, όπως χρησιμοποιεί ένα πράγμα, γιατί το κοινό δεν είναι ένα πράγμα, αλλά η σχέση μιας συλλογικότητας με ένα ή περισσότερα πράγματα. Η διοικητική χρήση έρχεται σε αντίθεση με τη σχέση ενός ιδιοκτήτη με το αντικείμενο ιδιοκτησίας του/της. Η έννοια της «οικειοποίησης» πρέπει να διευκρινιστεί, ώστε να αποφευχθεί οποιαδήποτε σύγχυση. Υπάρχει η οικειοποίηση του ανήκειν μέσω της οποίας κάποιος οικειοποιείται ένα πράγμα, αποκλείοντας οποιαδήποτε άλλη σχέση κτήσης σχετικά με το ίδιο πράγμα και υπάρχει και η οικειοποίηση του προορίζειν, στην οποία ένα πράγμα έχει ένα συγκεκριμένο στόχο. Και εδώ υπάρχει ο κίνδυνος της παρεξήγησης: αυτό για το οποίο γίνεται λόγος δεν είναι η οικειοποίηση του κοινού με στόχο αυτό για το οποίο προορίζεται, αλλά το να οικειοποιηθείς τη διεργασία των μελών της συλλογικότητας με στόχο να μην μπορεί να οικειοποιηθεί από κανέναν το πράγμα για το οποίο είναι υπεύθυνα αυτά τα μέλη. Ο σκοπός είναι να διασφαλίσουμε μέσα από κανόνες συλλογικής χρήσης, πως η ληστρική συμπεριφορά οικειοποίησης δεν θα οδηγήσει σε εκτροπή από το στόχο μιας συγκεκριμένης κοινωνικής προοπτικής που θα ενυπάρχει μέσα στο κοινό. Με άλλα λόγια, σκοπός είναι να ρυθμίζεις τη χρήση του κοινού χωρίς να γίνεται κάποιος ιδιοκτήτης αυτού του κοινού, δηλαδή χωρίς να αποδίδεται σε κάποιον η εξουσία, ώστε να επικυριαρχεί πάνω στο κοινό σαν ο απόλυτος ιδιοκτήτης του.
Η πολλαπλότητα των κοινών θέτει το ερώτημα του συντονισμού μέσω της κατασκευής των θεσμών από κοινού, απ’ όπου προκύπτει και η ιδέα μιας ομοσπονδίας κοινωνικό- επαγγελματικών κοινών με βάση τον τύπο του αντικειμένου για το οποίο τα διάφορα κοινά έχουν την ευθύνη. Δεν υπάρχουν κοινά που είναι αποκλειστικά επαγγελματικά, μόνο κοινωνικό- επαγγελματικά κοινά, τα οποία πρέπει να ενσωματώσουν μέσα τους τη σχέση τους με την υπόλοιπη κοινωνία. Το παράδειγμα της Ιταλίας είναι ιδιαίτερα διδακτικό στη προκειμένη περίπτωση. Η Νάπολη είναι ένα πολιτικό εργαστήριο των κοινών, όχι μόνο για τη συμμετοχική διαχείριση του νερού, αλλά και για τη σημασία που έχουν διάφορες «καταλήψεις» (μεταξύ άλλων η κατάληψη του Asilo Filangieri, το οποίο έχει μετατραπεί σε ένα χώρο αφιερωμένο σε πολιτισμικές δραστηριότητες. Ωστόσο, αυτές οι πρακτικές μπορούν να είναι βιώσιμες μόνο αν προωθούν το αίτημα για αυτοδιαχείριση σε όλα τα επίπεδα συμπεριλαμβανομένου του συντονισμού μεταξύ των κοινών.
Επανάσταση και θέσμιση της πολιτικής δημοκρατίας
Το αίτημα για αυτοδιαχείριση δεν είναι τίποτα άλλο παρά το αίτημα για πολιτική δημοκρατία, η οποία πρέπει να υπερισχύσει σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής. Αυτή αποκλείει κάθε είδους τεχνοκρατία ή διαχείριση από ειδικούς σε τέτοιο βαθμό, ώστε η συμμετοχή του καθενός να είναι ο κύριος κανόνας.
Η «πραγματική δημοκρατία» είναι ζήτημα θεσμοποίησης και αυτή ακριβώς είναι η ουσία πάνω στην οποία θα θέλαμε να επεκταθούμε. Αυτό που δεν πρέπει να υποτιμούμε είναι η δυσκολία της δημιουργίας νέων θεσμών, των οποίων η λειτουργία θα στοχεύει ειδικά στη δημιουργία κατάλληλων συνθηκών οικειοποίησης από μια μειοψηφία, απαγορεύοντας την αλλαγή των στόχων της και αποτρέποντας το να γίνουν απλές συμβάσεις οι κανόνες της. Ενδεικτικό είναι το πείραμα Barcelona en Comu που βρίσκεται σε εξέλιξη. Η εκλογική νίκη δεν πρέπει να αποκόβεται από αυτό το οποίο προηγήθηκε και κατέστησε αυτή τη νίκη δυνατή- σημαντική συνεισφορά εργασίας σε επίπεδο γειτονιάς για πάνω από τέσσερα χρόνια, ειδικά στο πεδίο της στέγασης, το οποίο κατάφερε να δημιουργήσει τις συνθήκες που επέτρεψαν τη σύνταξη μιας ανεξάρτητης εκλογικής λίστας. Ένα μαζικό κίνημα, συνέχεια των κινητοποιήσεων και των πολλαπλών και συνεχών αναμετρήσεων που μεταλλάχθηκαν σε ευρηματικές πολιτικές μορφές και κατέστησαν την εσωτερική δημοκρατία μια σχεδόν απαραίτητη αρχή λειτουργίας και η οποία πολεμήθηκε ακόμη και από μέσα για να αποκατασταθεί μια κάθετη ιεραρχία με τη πρόφαση της καλύτερης αποτελεσματικότητας (ένας πειρασμός στον οποίο οι ηγέτες του Ποδέμος ενέδωσαν). Μέσα από όλα αυτά τα πειράματα, έχει τεθεί το πρακτικό ζήτημα μεταξύ της κατασκευής «εδώ και τώρα», με τις υπάρχουσες συνθήκες, νέων μορφών σχέσεων και δραστηριοτήτων και της σύνδεσης όλων αυτών με τη γενική μεταμόρφωση της κοινωνίας. Το κοινό σημείο σε όλα αυτά είναι η ρήξη που έχουν εισάγει ενάντια σε ολόκληρο το ολιγαρχικό πολιτικό «σύστημα» που είναι στενά συνδεδεμένο με τα οικονομικά συμφέροντα των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων. Ωστόσο, η ανεκτίμητη αξία τους είναι πως έχουν αποδείξει ότι είναι αδύνατο να πολεμάς το «σύστημα», χωρίς την ίδια στιγμή να δημιουργείς, σε πρακτικό επίπεδο, νέες μορφές της κοινωνίας και της πολιτικής. Αυτή η δημιουργική διάσταση των κινημάτων είναι και το πιο εκπληκτικό φαινόμενο, καθώς ο ορισμός της επιθυμητής κοινωνίας δεν είναι πουθενά γραμμένος, σε κανένα πρόγραμμα, δεν είναι κτήμα κανενός κόμματος και σίγουρα δεν είναι μονοπώλιο καμίας ελίτ. Με βάση αυτή τη λογική μπορεί να ειπωθεί πως αυτά τα κινήματα είναι ιδιαίτερα «αυτόνομα», με την ετυμολογική έννοια του όρου. Μέσα από τις πράξεις τους, παρουσιάζουν την ανάγκη για να θεσμοποιηθεί ολόκληρη η κοινωνία σύμφωνα με τη λογική των κοινών. Για αυτόν ακριβώς το λόγο λέμε πως αυτά τα κινήματα είναι επαναστατικά, καθώς αποκαθιστούν στον όρο «επανάσταση» το ακριβές νόημα της «επαναθεσμοποίησης της κοινωνίας» και σε καμία περίπτωση όταν λέμε για επανάσταση, δεν συνδέεται στο νου μας με βίαιες ταραχές ή εξεγέρσεις. Η επανάσταση αφορά κάτι άλλο. Η επαναστατική έννοια των σύγχρονων κινημάτων δεν βασίζεται στο είδος της δράσης που υιοθετούν, εκλογική η μη, ούτε στην ξεκάθαρη συνειδητοποίηση των στόχων που αυτά τα κινήματα επιδιώκουν. Περισσότερο έχει να κάνει με την ανυποχώρητη και γενναία αντίσταση μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας απέναντι στις πολιτικές λιτότητας και τη μετατροπή αυτής της αντίστασης σε βούληση και ικανότητα αλλαγής των ίδιων των πολιτικών σχέσεων, ώστε να πάμε από την «αντιπροσώπευση» στη «συμμετοχή». Αυτό εννοούμε όταν λέμε πως πρέπει να οδηγήσουμε το αίτημα για το κοινό στο υψηλότερο δυνατό σημείο έκφρασής του.
Σημειώσεις:
[1] Βλ. Pierre Dardot, Christian Laval, Commun, Essai sur la revolution au 21eme siecle, Paris: Éditions La Découverte, 2014.
[2] Τα πράγματα που δεν ανήκουν σε κανέναν, ανήκουν σε αυτόν που πρώτος θα τα διεκδικήσει.
Πηγή: Transform!
Μετάφραση: Λάζαρος Καραβασίλης
Επιμέλεια: Αντώνης Γαλανόπουλος
Ανάρτηση από: geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.