π. Βασίλειος Χριστοδούλου
Μέ τόν ἴδιο τρόπο πού μεγαλώνοντας ἕνα παιδί μέσα στό πλαίσιο μιᾶς γαμικῆς σχέσης -ἐξελιχθείσας σέ οἰκογένεια- διαπιστώνει τό οὐσιαστικό διαζύγιο τῶν γονέων του, χωρίς ποτέ αὐτό νά ἔχει τυπικά ὁμολογηθεῖ, κάπως ἔτσι καί ἡ δική μου ἐνηλικίωση (ἀλλά καί πολλῶν ἄλλων) μέσα στήν Ἐκκλησία διαπίστωνε ἕνα διαζύγιο μεταξύ τῆς μάνας Ἐκκλησίας καί τοῦ πατέρα κόσμου, καί γιά νά τό συγκεκριμενοποιήσω, μεταξύ τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς τέχνης, τοῦ πολιτιστικοῦ παράγωγου κάθε ἐποχῆς, τῆς πολύφωνης καλλιτεχνικῆςἀνθρώπινης δημιουργίας.
Ἡ αἴσθηση αὐτή τοῦ διαζυγίου μεταξύ Ἐκκλησίας καί σύγχρονης τέχνης, εἶναι κυρίαρχη ὅλες τίς τελευταίες δεκαετίες στόν τόπο μας καί εἶναι ἕνα ἀπό τά μεγάλα ἁμαρτήματα τοῦνεοελληνικοῦ βίου, μέ κοινή εὐθύνη καί τῶν δύο, τόσο τῆς Ἐκκλησίας ὅσο καί τοῦ σύγχρονου καλλιτεχνικοῦ κόσμου.
Οἱ σχέσεις πού ἀντιλαμβανόμουν μεταξύ τῶν δύο ἦταν πότε ἀνεκτικές, καί πότε ἀδιάφορες, κάποτε ἀλληλοϋπονομευόμενες, πολλές φορές δέ συγκρουσιακές καί διχαστικές. Ἡπορεία ἐνηλικίωσης ἐκτίθεται στό συνεχές καί βασανιστικά ἐρωτηματικό «γιατί», καί στήν ἄτυπη ἀνάληψη ἑνός χρέους, μήπως μπορῶ ἐγώ νά λειτουργήσω μιά συνάντηση, νά γίνωἐγώ ὁ κοινός τόπος μιᾶς ἀλληλοκατανόησής τους.
Τό πολύ περίεργο καί ἀντιφατικό συναντᾶται στήν διαπίστωση, πώς μιλώντας γιά τήν Ἐκκλησία, ὡς ἀντιπαρατιθέμενη μέ τήν σύγχρονη πολιτιστική ἔκφραση, οὐσιαστικάἀναφερόμαστε σέ μιά διαιώνια ἱστορική κοινότητα ἀνθρώπων ἡ ὁποία ἐναποθέτει συνεχῶς καί ἀσταμάτητα στά θησαυροφυλάκια τῶν καρδιῶν καί στούς χώρους τῆς ἐλπίδας, ὄχι ἕνα παρελθόν, πού οἱ ἄνθρωποι θά σιτίζονται τήν μνήμη, ἀλλ’ ἕνα προσδοκώμενο μέλλον, φτιαγμένο μέ ὑλικά τοῦ παρόντος, ζωγραφικά, γλυπτικά καί ἀρχιτεκτονικά, μουσικά, ποιητικά καί λογοτεχνικά, ἐνώπιον τοῦ ὁποῖου οἱ ἄνθρωποι παύουν νά αἰσθάνονται μετεξεταστέοι στή ζωή μέ «ὕλη ἀδίδακτη τόν θάνατο»[1].
Ἡ Ἐκκλησία δέν ὑποχωρεῖ σέ ἕνα παρελθόν, οὔτε ἀποδρᾶ σέ ἕνα μέλλον γιά νά ἀποφύγει τό παρόν. Τό παρελθόν πρέπει νά λειτουργεῖ μέσα μας ὡς μία σύμβαση πού θά νοηματοδοτεῖ τό παρόν, ὥστε τό μέλλον ἐρχόμενο ἀπό πολύ μακριά νά μήν τρομοκρατεῖ ὡς ἄγνωστο, ἀλλά νά ξενοδοχεῖται ὡς οἰκεῖο.
Κι ὅμως, μέσα σ’ αὐτόν τόν χῶρο τοῦ πολιτισμικοῦ ὀργασμοῦ καί τῆς συνεχοῦς καλλιτεχνικῆς γέννας (κι ἐδῶ εἶναι τό περίεργο καί ἀντιφατικό) αἰσθάνεσαι πώς κάποια πράγματα εἶναι σχεδόν ἀπαγορευμένα. Οἱ γιορτές καί οἱ ἐκδηλώσεις θά πρέπει ἀπαραίτητα νά ταυτίζονται μέ ἕνα καί μόνο μουσικό παράγωγο, τό δημοτικό τραγούδι καί τή Βυζαντινή μουσική, πού ἀπό ἔνδυμα προσευχητικῆς ἱκεσίας λαμβάνει καί τήν χρησιμότητα συναυλιακοῦ ἀκούσματος. Στούς ἐκκλησιαστικούς χώρους πολιτιστικῆς ἔκφρασης πετοῦν μόνιμα δικέφαλοιἀετοί βαλσαμωμένοι μέ ταρίχευση Βυζαντινῆς ὑστεροφημίας, προκαλώντας τό θρόϊσμα βελούδινων φύλλων-κουρτινῶν κρεμώμενων ἀπό καμπυλωτά παραθύρια-δέντρα. Αἰσθανόμουν πολλές φορές, τό ὁμολογῶ, τήν ἀνατριχίλα μιᾶς ἀκινητοποίησης. Σάν κάτι νά ’χει σταματήσει τόν χρόνο. Σάν ἕνα παρελθόν, ὄχι στήν ποιότητά του, ἀλλά στήν ἱστορική του ἔκφραση - τελεσίδικα ὁλοκληρωμένη – νά διεκδικεῖ τό παρόν μου, ἐπιτρέποντάς μου νά ζῶ στόν βαθμό μόνο πού ἀναπολῶ. Ἔξω ἡ ζωή σπαρταροῦσε. Ἄκουγα τά βογγητάὠδίνων τοκετοῦ τοῦ καινούριου. Ὁ ἄνθρωπος ξεγεννοῦσε τέχνη, συνέχιζε νά ἀγωνιᾶ, νά παράγει, νά δημιουργεῖ καί νά ἐκφράζεται, γράφοντας ποίηση καί λόγο πεζό, δημιουργώντας θέατρο καί κινηματογράφο, συνθέτοντας μουσική καί ἔργα ζωγραφικά, καί ἐμεῖς, οἱ ἐντός τῶν τειχῶν τῆς Ἐκκλησίας (σάμπως ἡ Ἐκκλησία νά ’χει τείχη καί νά μήν εἶναι ὅλος ὁ κόσμος ἰδωμένος στήν ἐσχατολογική του προοπτική), νά καμωνόμαστε πώς δέν ἀκοῦμε, πώς τίποτε δέν συμβαίνει, ἐνίοτε δέ νά ἀπαξιώνουμε ὅλον αὐτό τόν «βέβηλο» κόσμο τοῦ σύγχρονα εἰκαστικοῦ σέ ἀντιπαράθεση μέ τόν δικό μας «ἱερό» τοῦ παρελθοντικά ἀποδεκτοῦ.[2]
Ἡ Ἐκκλησία μένει νά ἀναπαράγει μία παράδοση, ἀναντίρρητα σπουδαῖα καί σημαντική, δείχνοντας ὅμως ἀπρόθυμη νά διαλεχθεῖ μέ τήν διαχρονική ἀγωνία τοῦ ἀνθρώπου γιά τά τιμαλφῆ τῆς ζωῆς του, ἐκδηλούμενη μέσῳ τῆς κάθε μορφῆς τέχνης, ἀγνοώντας ὅτι «ὁ πολιτισμός δέν εἶναι ἕνα ὀρθολογιστικό κατασκεύασμα ἤ ἀντιγραφή μιᾶς ἀλλότριας κατασκευῆς,ἀλλά ἕνα χάρισμα ἤ ἕνας πόνος τοῦ ἀνθρώπου καί ἑνός λαοῦ πού συνειδητοποιεῖ τήν αὐτογνωσία του καί ἐνεργοποιεῖ τήν ἰδιαιτερότητά του».[3]
Αἰσθάνομαι πώς ὅλη αὐτή ἡ ἰλιγγιώδης πολιτισμική παρακαταθήκη τῆς Ἐκκλησίας λειτούργησε σέ ὅλους μας μία φυσίωση αὐτάρκειας καί ἐξάντλησης ἐντός τῶν τειχῶν μας ὅλων τῶν σπουδαίων καί σημαντικῶν τοῦ ἀνθρώπου. Σάν νά μήν ἔχει κανείς ἄλλος τίποτα νά πεῖ καί νά καταθέσει. Ἀκόμα καί σήμερα, πόσο μᾶλλον σέ περασμένες δεκαετίες, δέν σοῦσυγχωροῦνταν νά πορεύεσαι μέ τό «βέβηλο» τοῦ κόσμου. Νά μιλᾶς δηλαδή γιά κινηματογράφο καί ποπ-ροκ μουσική, γιά σύγχρονο ἔντεχνο τραγούδι καί παραστάσεις θεατρικές, νά μυεῖσαι στήν μυστηριακή δομή τοῦ κόσμου μέ ὄχημα τήν ποίηση τήν Ἐλυτική, νά διψᾶς ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ στά ὅρια τοῦ ὑπαρξιακοῦ γκρεμοῦ μαζί μέ τόν Καζαντζάκη, νά θαυμάζεις τόν παράδεισο ὄχι μόνο ἁγιογραφικά ἀλλά καί ζωγραφικά. Ὄχι γιατί κάτι ἀπαγορεύονταν ἤ σοῦ ἐπιβάλλονταν, ἀλλά γιατί ἡ Ἐκκλησία ἔπαψε νά συνομιλεῖ μέ τόν κόσμο, νάἱερουργεῖ τίς τέχνες του, νά ἐκκλησιάζει τήν ἀγωνία καί τήν ἔκφρασή του, σέ σημεῖο πού κάθε τι ἀπ’ ὅλα αὐτά νά φαντάζει ξένο καί περίεργο, ἐν τέλει νά παραδίδεται στή σφαῖρα τοῦ«ἀνίερου».
Ἡ Ἐκκλησία ποτέ δέν λειτούργησε ὡς ἕνα πολιτισμικό μέγεθος ξέχωρο τοῦ κόσμου. Ὑπῆρξε ἡ διαιώνια πρόσληψη κάθε καλλιτεχνικῆς ἔκφρασης αὐτοῦ τοῦ κόσμου, μετουσιώνοντάς την σέ κοινωνία μέ τόν Θεό. Ἡ Ἐκκλησία ἡ «ἐν τῷ κόσμῳ ἀλλ’ οὐκ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου»[4] ἐλευθέρωνε κάθε καλλιτεχνική ἔκφραση καί δημιουργία ἀπό τήν στενωπό τοῦ χρόνου καί τοῦ χώρου δίνοντάς τους την εὐκαιρία νά παροντοποιοῦν τό αἰώνιο καί νά ὀσφραίνονται τό ἐπέκεινα. Ἡ ἄρνηση τεμαχισμοῦ τοῦ κόσμου σέ βέβηλο καί ἱερό ἀφήνει ἕνα Παράδεισο πάντα νά μπλέκεται σέ μιά τοιχογραφία τοῦ Πανσέληνου ἀλλά καί νά σεριανίζει σέ μιά ζωγραφιά τοῦ Τσαρούχη.[5] Νά θωπεύει τή γῆ μέ τρουλλαῖα ἀγκαλιά ἀλλά καί νά τήν ταξιδεύει μέ Παρθενώνεια ἀετώματα. Νά μήν τόν ἐντοπίζεις μόνο στά κοντάκια τοῦ Ρωμανοῦ ἀλλά καί στήν ποίηση τοῦ Ἐλύτη. Νά τόν ἀγωνιᾶς μέ τά κείμενα τά Ἀναστάσιμα τοῦΔαμασκηνοῦ, ἀλλά καί μ’ αὐτά τοῦ Πεντζίκη. Αὐτή τήν ἑνότητα τῶν πραγμάτων ὑπηρετοῦσε πάντοτε ἡ Ἐκκλησία, γιά τήν ὁποία ἀποκαλυπτικά μιλᾶ ὁ Μωρίς Μπεζάρ, σέ συζήτηση πού εἶχε μέ τόν Μάνο Χατζιδάκι: «Δέν εἶναι δυνατό νά νοηθεῖ θρησκευτική περιπέτεια ἔξω ἀπό τήν προσωπική ἀγωνία τοῦ ἀνθρώπου... Ἡ ζωή μου ὁλόκληρη, ἡ θεωρία μου καί οἱ ἀναζητήσεις μου στηρίζονται σ’ ἕνα αἴσθημα ἑνότητας τῶν πραγμάτων. Γιά τή ζωή μου τίποτα δέν εἶναι ξέχωρο ἀπ’ αὐτήν τήν ἑνότητα. Στά ἐρωτήματα πού μοῦ ἔστειλες γραπτά, μιλᾶς χώρια γιά τόν ἔρωτα καί χώρια γιά τη δουλειά μου. Στήν πραγματικότητα ὅμως δέν μπορῶ νά διαχωρίσω τόν Μωρίς πού κάνει ἔρωτα ἀπό τόν Μωρίς πού ἀναζητάει τή θεότητα καί τόν Μωρίς πού κάνει τή δουλειά του. Γιά μένα καί τά τρία αὐτά εἶναι ἕνα καί ἀδιαχώριστο. Δέν ξέρω π.χ. ἄν δουλεύω κάνοντας ἔρωτα, ἄν κάνω ἔρωτα προσευχόμενος ἤ ἄν προσεύχομαι δουλεύοντας στήν μπάρα... Γι’ αὐτό ἡ θρησκεία ἔχει τόσο μεγάλη σημασία στή ζωή μου. Χάρη στή θρησκεία μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ ἡ πολυπόθητη ἑνότητα. Ἡ ζωή μου μπορεῖ νά σκορπίζεται σέ κάθε κατεύθυνση, ἐγώ ὅμως ταυτόχρονα "τρώω" θεό, "φιλάω" θεό, "πίνω θεό", "χορεύω" θεό καί σ’ ὅλες τίς κρίσιμες στιγμές τῆς ζωῆς μου αἰσθάνομαι βαθιά τήν παρουσία κάποιου ἄλλου».[6]
Ἡ διαπίστωση αὐτοῦ τοῦ διχασμοῦ στό σῶμα τοῦ κόσμου εἶναι πού πάντα μέ ἔθλιβε. Νά βλέπω τόν ἄλλο ἀπέναντί μου καί ὄχι μέσα μου. Ὁ Ν.Γ. Πεντζίκης μέ τήν μοναδική, λογοτεχνική, ποιητική του μεταφορά σημειώνει αὐτόν τόν σπαραγμό τοῦ διχασμοῦ: «Ὁ νέος πού στέκονταν στό παράθυρο κι ἔβλεπε ἀπέναντί του τήν ἀγαπημένη κοπέλα, μελαγχολοῦσε γιατί καταλάβαινε ὅτι τίποτα δέν ὑπῆρχε πού νά τούς ἐπιτρέπει τήν ἕνωση. Ἀπό τούς δυό κανένας δέν μποροῦσε νά βγεῖ ἀπό τό σῶμα του. Δέν γινόντουσαν πουλιά,ἄσπρα περιστέρια οἱ δυό τους, ἀπό τούς ἐξῶστες ν’ ανέβουν ψηλά, νά σμίξουν στήν κορυφή τοῦ θόλου, μ’ ἁγιασμένες εὐχές».[7]
Τήν ἴδια βέβαια στάση ἀπό τήν δική του πλευρά κράτησε καί ὁ σύγχρονος καλλιτεχνικός κόσμος, ἀρνούμενος νά συνομιλήσει μέ τοῦτον τόν δισχιλιετῆ ἐκκλησιαστικό πολιτισμό,ἀμύητος ἐν πολλοῖς στήν ζείδωρη περιουσία του, ἐνίοτε δέ καί μυκτηρίζοντάς τον ὡς εἶδος πλέον μόνο μουσειακό. Ἐπιπόλαιη καί ἀνώριμη στάση, ὑλικό ὅμως γιά μιά ἄλληἀρθογραφία.
«Ἀνάμεσα στούς δυό, οὐρανός μέ πυκνότητα ἰδέας δέν ὑπῆρχε»[8], καί στό ἀραιό αὐτό διάκενο, βρῆκε χῶρο ἰκανό νά ἀναπτυχθεῖ ἡ σύγχρονη ἰδέα τῆς ὑποκουλτούρας, ταΐζοντας μέἐκτόνωση καί ἀφασία τόν νεοέλληνα, δημιουργώντας σταδιακά συνθῆκες ἀκρισίας, αἰσθητικῆς φτώχειας, πλήρους συνθηκολόγησης μέ τό φτηνό, τό ἐπιπόλαιο, τό χύδην διασκεδαστικό.
Κάπου ἐδῶ ἄς ξαναπιάσουμε ἐκεῖνο τό συνεχές καί βασανιστικά ἐρωτηματικό «γιατί», τῆς ἀφετηρίας μας καί τήν ἄτυπη ἀνάληψη ἑνός χρέους πού γεννιέται, μήπως μπορῶ ἐγώ νά λειτουργήσω μιά συνάντηση, νά γίνω ἐγώ ὁ κοινός τόπος μιᾶς ἀλληλοκατανόησης. Καί ὅλο αὐτό, ὄχι στό πλαίσιο μιᾶς θεωρητικῆς ἀνησυχίας ἡ μιᾶς ὑπέρμετρης προσωπικῆς φιλοδοξίας, ἀλλά στόν ἀφουγκρασμό τῆς ὕπαρξης πολλῶν πού ἀνιστέκονται, πού δέν συμβιβάζονται, πού ἀσφυκτιοῦν καί ζητοῦν ἀνάσες μέ «πυκνότητα ἰδέας».
Γράφει ὁ Ἐλύτης πρός τόν Παπανοῦτσο, σέ μιά ἀφουγκραστική συμπόρευση μαζί μας: «Ἡ αἴθουσα ἤτανε κατάμεστη καί, μέ συγκίνηση ὄχι ψεύτικη, σᾶς διαβεβαιώνω, γύριζα κάθε τόσο τό κεφάλι μου γιά νά κοιτάξω τό εὐχάριστο θέαμα ἑνός πλήθους νέων πού, ἐπιτέλους, στό πεῖσμα τῶν οἰκονομικῶν δυσκολιῶν καί τῶν πολέμων, στό πεῖσμα τῆς στείρας νοοτροπίας πού τούς ἀνάθρεψε, εἶχαν ἔρθει ἐκεῖ γιά ν’ ἀκούσουν ὁτιδήποτε μποροῦσε νά σχετισθεῖ μέ τήν ὀμορφιά, τή δημιουργία, τήν ἐλπίδα. Πλῆθος ἀπό πρόσωπα νέων, πού ζητούσανε μέἐρευνητικές ματιές ν’ ἀναπλάσουν τίς εἰκόνες τῆς περιγραφῆς σας, μέ χαρακτηριστικά ἔντονα καί μέ προσήλωση, νά ὀσφρανθοῦνε τό καινούριο αἷμα πού διψᾶνε ὅλοι καί πού ὅλοι τους τό ἀρνήθηκαν στό ὄνομα τῶν πιό ψεύτικων ἀρχῶν πού μπορεῖ νά διανοηθεῖ κανείς.
Οἱ νέοι αὐτοί ἔχουν ὡστόσο ἀρκετή διαίσθηση. Γυρίσανε τίς αἴθουσες τῆς ζωγραφικῆς καί δέν εἴδανε πουθενά ζωγραφική. Ἀηδιάσανε ἀπό τίς κακότεχνες χρωματιστές φωτογραφίες κιἀπό τά νεκρά τοπία τοῦ αἰώνιου νεοελληνικοῦ ψευτοεμπρεσιονισμοῦ. Τέλειωσαν τό Πολυτεχνεῖο καί κατάλαβαν ὅτι ὥς τώρα δέν εἶχαν κάνει τίποτε καί πώς ἀπό δῶ κι ἐμπρός ἔπρεπε νά τά κάνουν ὅλα. Κι ἀναζήτησαν παντοῦ, ἀναζητοῦνε ἀκόμα, θ’ ἀναζητοῦνε πάντοτε, σάν ἀληθινοί νέοι πού εἶναι»[9].
Μιά παρόμοια διαπίστωση, μ’ αὐτήν τοῦ Ἐλύτη, κάνει καί ὁ κάθε ἱερέας πού βρίσκεται στήν ἴδια ἐγρήγορση τοῦ καινοῦ καί ὑψηλά ποιοτικοῦ, στόν χῶρο τῆς ἐνορίας του. Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου ἀγναντεύει ὁλοένα καί καλύτερα τούς ἀνθρώπους καί διαπιστώνει διψαλέες καρδιές, ὑπάρξεις πού θά μπορούσαν νά καλλιεργηθοῦν, ἄν βρίσκονταν κάποιος νά τούς ὑποψιάσει, νά τούς μυήσει, νά τούς μάθει νά ἀναζητοῦν, νά ἀνοίξει μιά ἄλλη προοπτική στά ἐνδιαφέροντά τους. Ἀνθρώπους πού στερήθηκαν στόν χῶρο τῆς οἰκογένειας, τοῦσχολειοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας τήν καλλιέργειά τους στόν κόπο καί τήν ἀναζήτηση –προϋποθετικά γιά τήν συνάντηση μέ τήν ὀμορφιά, τήν ὑψηλή δημιουργία καί τήν ἐλπίδα[10]- καί πού παρέμεναν νά σιτίζονται τά ξυλοκέρατα τῆς τηλεοπτικῆς ἀηδίας, τῶν μυθιστορημάτων τοῦ ποδαριοῦ καί τῶν ἤχων τῆς ἐκτόνωσης βαπτίζοντάς τους μουσική.
Ὁ ποιμένας-ἱερέας δέν περιμένει ἀποφάσεις Συνοδικές καί μεταβολές ραγδαῖες σέ ἐπίπεδο κεντρικό. Ποτέ δέν ἄλλαζε ὁ κόσμος ἔτσι. «Ἡ Ἑλλάδα ἐδῶ καί δεκαετίες προχωράει ἀπό τίςἐξαιρέσεις της. Μόνο πού τώρα ὅσοι ἔχουν κάτι νά ποῦν δέν τό ἀπευθύνουν στόν κόσμο - ὁ κόσμος πιά εἶναι ἕνας πολτός - τό ἀπευθύνουν σέ στέκια, σέ μικρές κυψέλες συγκίνησης».[11]
Πρίν ἀπό δέκα χρόνια περίπου - καί ἐνῷ εἶχα ἤδη συμπληρώσει τέσσερα χρόνια διακονίας στήν ἐνορία μου – ξεκίνησα δειλά-δειλά ἀλλά ἀποφασιστικά, μέσα στό πλαίσιο λειτουργίας τῆς νεανικῆς φοιτητικῆς σύναξης τήν ἄτυπη θεσμοθέτηση κινηματογραφικῆς λέσχης, ἡ ὁποία θά λειτουργοῦσε μιά φορά τόν μῆνα, μέ προβολή ταινίας πού ἐγώ θάἐπέλεγα.
Ἡ πρωτοβουλία ἀνάπτυξης μιᾶς τέτοιας προσπάθειας δέν ἀποσκοπεῖ στήν δημιουργία ἑνός εὐχάριστου ἀπογεύματος, ἀλλά σκοπεύει ποιμαντικά στήν καλλιέργεια τῶν ἀνθρώπων σέ μιά ἄλλη θέαση τῆς ζωῆς. «Ὁ κινηματογράφος οὐσιαστικά ἐκφράζει ἕνα κράμα ἀναζήτησης τῶν ὀντολογικῶν θεμελίων τῆς πραγματικότητας μέσα σ’ ἕνα κόσμο, πού σφαλιστός ἀπ’ τά καρκινώματα τῶν πληγῶν του, προσδοκεῖ μιά ἀποκαλυπτική διαδικασία πού θά τόν ἐξανθρωπίσει».[12]
«Στή χώρα τῆς σκιᾶς»[13] ὅπου ὅλα φαντάζουν πρωτόγνωρα καί ἀδιαμόρφωτα καί ἡ ὕπαρξη κάποιας σκιᾶς ὑποψιάζει γιά μιᾶς ἄλλης τάξης κινηματογραφική παρουσία, εἶναι ἡαἴσθηση τῶν ἀνθρώπων σ’ αὐτό τό ξεκίνημα. Οἱ δυσκολίες γίνονται ἀντιληπτές ἀπό τήν πρώτη κιόλας προσπάθεια καί μαρτυροῦν τήν ἀδυναμία τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου, ταϊσμένου μέχρι ἀναγούλας ἀπό τήν τηλεοπτική εἰκόνα καί τόν κινηματογράφο τοῦ happy end,[14] νά πάψει νά εἶναι παθητικός θεατής καί νά γίνει συμμέτοχος τοῦ κινηματογραφικοῦγεγονότος.
Ὁ κινηματογράφος αὐτοῦ τοῦ ἐπιπέδου, ὑπαρξιακός καί ποιητικός, στοχαστικός καί λογοτεχνικός, δέν ἀποτελεῖ ἕνα ἀντικείμενο θέαμα πού τό παρακολουθεῖς, εἶναι κατ’ ἐξοχήν μυητικός. Ζωντανεύει, καί σέ προσκαλεῖ σέ μετοχή. Σάν τή ζωή. Τήν διαμορφώνεις ἐσύ, δέν τήν δέχεσαι. Διόλου τυχαῖο ὅτι πολλές ἀπό τίς ταινίες αὐτές δέν ἔχουν ὁρισμένο τέλος,ἕτοιμα δοσμένο ἀπό τόν σκηνοθέτη, ἀλλά ἔξοδο σέ μία πραγματικότητα πού ὁ καθένας μέ τόν δικό του τρόπο δημιουργεῖ. Μεγάλο μάθημα γιά ὅλους τούς συμμετέχοντες, νάἀντιδροῦν στήν παθητική θέαση, νά «δραστηριοποιοῦνται» ἀπό τήν πρώτη σκηνή, νά μήν περιμένουν τήν ἐξέλιξη, τό τέλος, ἀλλά νά ζοῦν τό παρόν τῆς κάθε κινηματογραφικῆς στιγμῆς.[15]
Τήν ὥρα πού τά φῶτα σβήνουν αἰσθάνομαι ὅτι ὁ καθένας ἀπομακρύνεται ἀπό τόν διπλανό του καί ξεκινᾶ μιά προσωπική, αὐτόνομη σχέση μέ τήν ταινία. Μιά ἀπό τίς μεγαλύτερες, γιά μένα, γοητείες αὐτοῦ τοῦ ἐγχειρήματος, βρίσκεται στό τέλος, ὅταν μέ τό ἄναμμα τῶν φώτων, ἡ προσωπική πορεία τοῦ καθενός συναντᾶται μ’ ἐκείνη τῶν ἄλλων. Εἶναι πραγματικά συγκλονιστικό νά διαπιστώνεις τό πόσο ἰδιαίτερα καί μοναδικά θεᾶται τό ἴδιο γεγονός ἀπό τόν κάθε ἕνα χωριστά.[16] Ἄλλωστε ἡ ποιμαντική ἀξία μιᾶς τέτοιας προσπάθειας διαπιστώνεται στήν συζήτηση πού προκύπτει μετά τήν προβολή τῆς ταινίας. Πολλές φορές (γιά νά μήν πῶ τίς περισσότερες) ὁ χρόνος συζήτησης εἶναι ὁ ἴδιος μ’ αὐτόν τῆς ταινίας. Ἡταινία δημιουργεῖται καί πάλι, στή δική μας ἐκδοχή, μ’ ἐμᾶς σκηνοθέτες, τά βιώματα καί τίς σκέψεις μας ἠθοποιούς.
Ἡ ἐξέλιξη τῆς συζήτησης φανερώνει καί τίς λογοτεχνικές ἀδυναμίες μας. Ἡ δυσκολία ἐντοπισμοῦ μιᾶς πραγματικότητας καλά κρυμμένης κάτω ἀπό τήν ἐπιφάνεια, ἰδιαίτερα σέ ταινίεςἀλληγορικές καί σουρρεαλιστικές, ὑπαρξιακές καί ἀναγωγικές ἀναδεικνύει τήν ἔλλειψη λογοτεχνικῆς παιδείας τοῦ νεοέλληνα. Τά ἐπίπεδα ἀνάγνωσης αὐτῶν τῶν ταινιῶν εἶναι πολλαπλά, καί τό μόνο σίγουρο εἶναι, πώς ἡ ἐξιστόρηση σέ πρῶτο πλάνο δέν ἐξαντλεῖ τήν ταινία ἀλλά λειτουργεῖ ὠς πύλη εἰσόδου στά ἐνδότερά της. Ὁ κινηματογράφος αὐτός «διαβάζεται» μέ τόν τρόπο πού διαβάζεται ἡ λογοτεχνία. Ὁ ποιοτικός κινηματογράφος θέλει ὑπομονή νά πᾶς μέχρι τό τέλος, ἀκριβῶς σάν τό καλό λογοτέχνημα. Θέλει κόπο καίἀφοσίωση, δέν εἶναι διασκεδαστικός.
Ἡ καταιγιστική δράση, ὁ ἔντονος συναισθηματισμός, ἡ ὀμαλή ἐξέλιξη τῆς ἱστορίας καί τό χαρούμενο καί προσδοκώμενο ἀπ’ ὅλους τέλος, κυρίαρχα στοιχεῖα τοῦ ἐμπορικοῦκινηματογράφου, σκεπάζουν καλά τήν ἀπώλεια τῆς οὐσίας καί ποιότητάς του καί σακατεύουν στήν κυριολεξία τήν εὐαισθησία καί διεισδυτική ματιά τοῦ ἀνθρώπου, φτιάχνοντάς τον χορτασμένο παρατηρητή. Σέ πολλές ἀπό τίς ταινίες τοῦ ξεκινήματός μας πιστεύω ὅτι οἱ περισσότεροι θά εἶχαν φύγει ἀπό τό πρῶτο δεκάλεπτο ἄν δέν μ’ ἀγαποῦσαν καί δέν μ’ἐμπιστεύονταν. Σέ παρόμοιες μέ τή δική μας προσπάθειες, τά κινηματογραφικά ἀριστουργήματα χρειάζονται τήν κατάθεση ἀπό μέρους τῶν μετεχόντων μιᾶς ἐμπιστοσύνης στό πρόσωπο πού τά συστήνει καί τά παρουσιάζει, ὅτι εἶναι πορεία πού δέν θά σέ βγάλει σέ γκρεμό. Γι’ αὐτό καί εἶναι ἀπαραίτητο νά γίνεται μιά εἰσαγωγή στό ξεκίνημα τῆς ταινίας,ὥστε νά δίνονται τά κατάλληλα ἐργαλεῖα γιά τήν ἀποκωδικοποίησή της ἀλλά καί μία ὑποψία τοῦ τοπίου της.
Ἰδίως τόν πρῶτο καιρό, μετά τήν ταινία χρειάζονταν μιά πρώτη τοποθέτηση δική μου, γιά νά δοθεῖ ἕνας ἄξονας κατεύθυνσης στήν κουβέντα καί νά μήν σκορπιστεῖ ἡ συζήτηση σέ λεπτομέρειες ἀνωφελεῖς. Μιά τέτοια κινηματογραφική ἐκπαίδευση-ποιμαντική ἀκονίζει τή ματιά, ἐγείρει τήν εὐαισθησία, προκαλεῖ τήν ὑπομονή, ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήνἐγκατάλειψη τοῦ φθηνοῦ καί εὔκολου. Κλείνει ἡ τηλεόραση. Μπέργκμαν, Ταρκόφσκι, Κουροσάβα καί Ντράγιερ μποροῦν πλέον νά συνομιλοῦν μαζί μας.
Ἀρκετές παρόμοιες προσπάθειες ἐξελίσσονται στά ἐνοριακά σπλάγχνα τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς ἀλλά καί ἄλλων Μητροπόλεων ἀπό παπάδες ποιητές, λογοτέχνες, φιλόμουσους καί φιλότεχνους, φιλαναγνώστες καί ἀναζητητές. Μέ τόν κινηματογράφο ὡς κοινή συνισταμένη πολλῶν τεχνῶν-συνιστωσῶν, μιά δίωρη προβολή τέτοιας ταινίας ἐξελίσσεται σέ ἐμπειρία ποιητική, μουσική, λογοτεχνική καί φιλοσοφική. Κτίζονται γέφυρες, δημιουργοῦνται ἀναχώματα ποιότητας στήν πλημμυρίδα τῆς εὐτέλειας, ἡ Ἐκκλησία ἀγκαλιάζει ξανά τή σύγχρονη τέχνη.
Ἀπό τίς ἐνοριακές αὐτές χαραμάδες ξεχύνεται ἕνα μελτέμι ἐλπίδας, φυσώντας κατάστηθα τοῦ κόσμου...
Παραπομπές – Σημειώσεις
- Κική Δημουλᾶ, ποίημα: «ᾠδή σέ μιά ἐπιτραπέζια λάμπα», ἀπό τή συλλογή: «Τό λίγο τοῦ κόσμου 1971», στόν τόμο: «Ποιήματα», ἐκδ.: ΙΚΑΡΟΣ 2009, σ. 146
- Γιά περισσότερα βλ. Χρυσόστομου Σταμούλη, «Ἡ γυναίκα τοῦ Λώτ καί ἡ σύγχρονη θεολογία», ἐκδ.: ΙΝΔΙΚΤΟΣ 2008, σ. 15 κ.ἑξ.
- π. Μιχαήλ Καρδαμάκη, «Ἡ ἀλλοτρίωση στή νεοελληνική κοινωνία», στό συλλογικό τόμο «Μαρτυρία ζωῆς», ἐκδ.: ΑΡΜΟΣ 1999, σ. 64
- Ἰω. ιε΄ 19
- Εἶναι ἐκπληκτική ἡ σκέψη τοῦ Τσαρούχη γιά τήν ἀξία καί τόν τρόπο τῆς ζωγραφικῆς τέχνης: «Ζωγραφίζω σώματα καί ἀνθρώπους καί τοπία τῆς γῆς καί δέν μπορῶ νά φανταστῶ πώςὅλα αὐτά εἶναι ἀπάτη τοῦ Σατανᾶ. Ὁ Χριστός μᾶς ὀνόμασε ‘‘υἱούς Θεοῦ’’ καί τόν ἑαυτό του ‘‘Υἱό τοῦ ἀνθρώπου’’. Θέλησε νά ἑνώσει τά πρίν διεστῶτα. Δέν ἔχω σπουδάσει Θεολογία ἀλλά ξέρω νά διαβάζω τίς εἰκόνες τῶν Βυζαντινῶν... Οἱ ζωγράφοι καί οἱ γλύπτες ὑπῆρξαν πάντοτε μεγάλοι θεολόγοι καί μόνο οἱ ἐξυπνάκηδες τούς εἰρωνεύονται. Ζωγραφίζοντας τόν τελευταῖο τῶν ἀνθρώπων ψάχνω νά βρῶ τά στοιχεῖα του ἐκεῖνα πού τόν κάνουν ἄξιο νά ὀνομάζεται ‘‘υἱός Θεοῦ’’». Γιά περισσότερα βλ. Γ. Τσαρούχης, «Ἀναστάσιμη συνομιλία» (Συνομιλία μέ τόν Ματθαῖο Μουντέ, Γυναίκα), Ὡς στρουθίον μονάζον ἐπί δώματος, ἐκδ.: ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, Ἀθήνα 1990, σ. 92-93
- Μ.Χατζιδάκις, «Μπεζάρ: ‘‘Οἱ δικές μου ρίζες εἶναι θάλασσα...’’. Συνομιλία μέ τόν Μωρίς Μπεζάρ», στό: «Ὁ καθρέφτης καί τό μαχαίρι», ἐκδ.: ΙΚΑΡΟΣ 2008, ΣΤ΄ ἔκδ., σ. 68,69
- Ν.Γ. Πεντζίκη, «Ὁ πεθαμένος καί ἡ Ἀνάσταση», ἐκδ.: ΑΓΡΑ 1987, σ. 51
- Ν.Γ. Πεντζίκη, ὅπ.π., σ. 51
- Ὀδ. Ἐλύτη, «Ἕνα γράμμα γιά τή σύγχρονη τέχνη», Τά Κείμενα, στό «Ἀνοιχτά χαρτιά», ἐκδ.: ΙΚΑΡΟΣ 2009, Ζ΄ ἔκδ., σ. 473
- «Εἶναι μιά ὀξυδερκέστατη ματιά στήν πνευματική σύγχυση, στόν ξεπεσμό καί τήν ἀνεπάρκεια τῆς ψυχῆς –χαρακτηριστικά πού γίνονται ὁλοένα περισσότερο μόνιμο σύνδρομο τοῦσύγχρονου ἀνθρώπου, γιά τόν ὁποῖο θά μπορούσαμε νά διαγνώσουμε ὅτι πάσχει ἀπό πνευματική ἀνικανότητα. Τό ὡραῖο κρύβεται ἀπό τά μάτια αὐτῶν πού δέν ἀναζητοῦν τήν ἀλήθεια, αὐτῶν γιά τούς ὁποίους ἡ ἀλήθεια ‘‘ἀντεδείκνυται’’», Ἀντρέι Ταρκόφσκι, «Σμιλεύοντας τό χρόνο», ἐκδ.: ΝΕΦΕΛΗ 1987, σ. 60
- Διονύση Σαββόπουλου, Συνέντευξη στήν Ἄννα Γριμάνη, περιοδικό «Κ», ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ τῆς Κυριακῆς, 27.10.2007
- Βλ. Andre Bazen, «Τί εἶναι ὁ κινηματογράφος», ἐκδ.: ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ 1988, σ. 6
- Αὐτός εἶναι καί ὁ τίτλος (‘‘shadowlands’’ στά Ἀγγλικά) τῆς ταινίας μέ τήν ὁποία ξεκινήσαμε τίς προβολές. Ταινία Ἀγγλική μέ θέμα της τήν ἀγάπη καί τήν πορεία πρός τόν θάνατο μέσῳ ἀνίατης ἀσθένειας, μέ πρωταγωνιστές τόν Anthony Hopkins καί τήν Debra Winger.
- «Τίποτα δέν θά μποροῦσε νά ἔχει πιό βλαβερές συνέπειες ἀπό τήν ἰσοπέδωση τοῦ ἐμπορικοῦ κινηματογράφου ἤ τά πρότυπα παραγωγῆς τῆς τηλεόρασης πού διαφθείρουν τό κοινό σέἀσυγχώρητο βαθμό, στερώντας του τήν ἐμπειρία τῆς ἀληθινῆς τέχνης», Ἀντρέι Ταρκόφσκι, ὅπ.π., σ. 229
- «Ὅταν γιά ἕνα θέμα δέν ἔχουν εἰπωθεῖ τά πάντα, ἔχεις περιθώριο νά σκεφτεῖς κι ἄλλο. Ἡ ἄλλη λύση εἶναι νά δίνεις στό κοινό, χωρίς καμιά προσπάθεια ἀπό τήν πλευρά του, ἕνα τελικό συμπέρασμα, πού δέν τό χρειάζεται κανείς. Τί σημασία μπορεῖ νά ἔχει αὐτό τό συμπέρασμα γιά τό θεατή, ὅταν δέν ἔχει μοιραστεῖ μέ τό δημιουργό τόν κόπο καί τή χαρά νά γεννηθεῖ μιά εἰκόνα;», Ἀντρέι Ταρκόφσκι, ὅπ.π., σ. 26,27
- «Ἡ ταινία γίνεται κάτι περισσότερο ἀπ’ ὅτι φαίνεται, κάτι περισσότερο ἀπό ‘‘ἐμφανισμένη’’ καί μονταρισμένη μπομπίνα φίλμ, ἱστορία, πλοκή. Καί μόλις ἔρθει σέ ἐπαφή μέ τό ἄτομο πού τήν παρακολουθεῖ, ἀποχωρίζεται τό δημιουργό της, ἀρχίζει νά ζεῖ μόνη της, ἀλλάζει μορφή καί νόημα», Ἀντρέι Ταρκόφσκι, ὅπ.π., σ. 162,163
Δημοσιεύτηκε στo περιοδικό ΣΥΝΑΞΗ τχ 135, Ιούλιος- Σεπτέμβριος 2015, σελ. 46-74.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Χρήστου Γαρουφαλή.
πηγή κειμένου: Aντίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.