του Λευτέρη Ριζά
μέρος πρώτο εδώ
Η φύση του Κυπριακού ζητήματος
Τι είναι το «Κυπριακό ζήτημα» και γιατί και πως έγινε «Κυπριακό πρόβλημα» (14). Αυτό θα μας απασχολήσει στη συνέχεια. Και γι αυτό, επίσης, θα αναγκαστούμε να επιμείνουμε λίγο σε στοιχεία από την «Ιστορία της Κύπρου». Μια και θα συναντήσουμε στη συνέχεια απόψεις που προέρχονται είτε από την άγνοια της είτε που συνειδητά την διαστρεβλώνουν, προκειμένου να υποστηρίξουν λύσεις του προβλήματος που δεν είναι προς όφελος του λαού της ∙ αντίθετα θα λέγαμε εξυπηρετούν τα γενικότερα και ειδικά σχέδια του ιμπεριαλισμού στην περιοχή μας.
Το «Κυπριακό» ανήκει στο μεγάλο, κεφαλαιώδες «Εθνικό Ζήτημα», «που αποτελεί τεράστιο και σύνθετο πρόβλημα που παρουσιάστηκε με την εμφάνιση των εθνών» (15). Εδώ, όμως, δεν είχαμε να κάνουμε με το αίτημα της απελευθέρωσης ενός έθνους από τα δεσμά της δουλείας του, από την καταπίεση ενός άλλου έθνους, την αποτίναξη της αποικιοκρατικής αλυσίδας. Δεν είχαμε να κάνουμε με τη διεκδίκηση της Αυτοδιάθεσης-Ανεξαρτησίας του. Είχαμε να κάνουμε με το αίτημα της Αυτοδιάθεσης – Ένωσης του με το υπόλοιπο, ανεξάρτητο κομμάτι του. Με την Ένωση του με την μητέρα-πατρίδα, την Ελλάδα.
Εδώ ακριβώς το «Εθνικό ζήτημα», δηλαδή «το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης κάθε έθνους, δηλαδή ελεύθερα να καθορίζει την πορεία του, το δικαίωμα να έχει ίσες δυνατότητες, ίσα δικαιώματα ολόπλευρης ανάπτυξης (με όλα τα άλλα έθνη του κόσμου), χωρίς το ίδιο να βλάπτει την αυθυπαρξία και την ανεμπόδιστη προαγωγή των άλλων εθνών» (15) , γίνεται πραγματικό πρόβλημα τόσο για τον κυρίαρχο, τον καταπιεστή του Νησιού, όσο και τη σταθερότητα του ιμπεριαλισμού στην περιοχή, όπως επίσης και για την άρχουσα τάξη πραγμάτων στην «μητέρα-πατρίδα» και το ίδιο το απελευθερωτικό κίνημα στην Κύπρο. Γίνεται πρόβλημα που επιδέχεται όχι μια λύση, αλλά περισσότερες. Θα τα δούμε όλα αυτά στη συνέχεια.
Πρέπει εδώ να τονίσουμε ότι δεν ασχολούμαστε με το Κυπριακό χάρη της επικαιρότητας (Μνημόνιο), όπως συμβαίνει σήμερα με το μεγαλύτερο τμήμα της αριστεράς ∙ ούτε και με την ιστορία του από λόγους παρελθοντολογίας. Δεν πάσχουμε από «στείρα παρελθοντολογία». Αλλά γιατί πιστεύουμε ότι το παρόν μας – της λεγόμενης ανεξάρτητης και ελεύθερης Ελλάδας και Κύπρου – είναι πολύ στενά δεμένο με αυτή την «Ιστορία». Ότι μόνο αν εξετάσουμε «Το Παρόν σαν Ιστορία» (16) θα μπορέσουμε να καταλάβουμε σε μεγάλο βαθμό γιατί φτάσαμε εδώ που είμαστε σήμερα. Όπως έλεγε και ο Μάο για να καταλάβεις ένα πράγμα, ένα φαινόμενο, πρέπει να μελετήσεις την ιστορία του, πώς διαμορφώθηκε.
Γι αυτό θα επιμείνουμε λίγο ακόμα στην Ιστορία της Κύπρου. Άλλωστε σε αυτό μας έδωσε διπλή ώθηση α) η έρευνα της Public Issue, για λογαριασμό της εφημερίδας Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (24-3-13) για το τι ξέρουμε για επανάσταση του 1821, όπου βέβαια η Κύπρος απουσιάζει. Μια έρευνα για το τι ξέρουμε για την Κύπρο και την Ιστορία της μάλλον θα είχε τραγικά αποτελέσματα. β) η άποψη – πλήρης διαστρέβλωσης της ιστορίας – του Δημοσθένη Παπαδάτου (Αναγνωστόπουλου), που παραθέσαμε στην παραπομπή (13) του πρώτου μέρους. Αποτελεί ένα μικρό δείγμα του τι πιθανόν θα μας έδειχνε μια έρευνα, ιδίως, μεταξύ της νεολαίας, αλλά και του οργανωμένου κόσμου σε ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, σχετικά με το Κυπριακό.
Θα υπενθυμίσουμε, λοιπόν, μερικά κομμάτια της που έχουν σχέση με την επιχειρηματολογία, δυστυχώς, όχι μόνο της δεξιάς αλλά και της αριστεράς σήμερα. Χωρίς ούτε στιγμή να ξεχνάμε πως όλη αυτή η «παράκαμψη» θα υπηρετήσει και θα καταλήξει στην σημερινή κατάσταση.
Α - Είπαμε παραπάνω ότι η ελληνικότητα της Κύπρου που ανιχνεύεται ήδη από τα μέσα της δεύτερης χιλιετίες όπου εμφανίζονται οι πρώτοι μυκηναίοι άποικοι και ακολουθούν μυριάδες Αχαιοί. Την άφιξη των Ελλήνων από βορρά, από τις ακτές της Παμφυλίας, υποδεικνύει και το γεωγραφικό όνομαΑχαιών ακτή, όπως τη βρίσκουμε στον Στράβωνα και τον Πτολεμαίο. Ακολούθησαν και άλλοι άποικοι της ίδιας φυλής. Έτσι κατόρθωσαν να σταθεροποιήσουν τις θέσεις τους και να επιβληθούν στους αυτόχθονες, χάρη στην ανωτερότητα του πολιτισμού τους. Τα πρώτα ίχνη ανθρώπινης παρουσίας στην Κύπρο ανάγονται στη νεολιθική εποχή – χωρίς να αποκλείεται να είχαν εμφανιστεί για πρώτη φορά και στην παλαιολιθική εποχή. Οι πρώτοι γνωστοί κάτοικοι, οι Ετεοκύπριοι ήρθαν ίσως από τις ακτές της Ανατολίας κατά την έκτη χιλιετηρίδα. Οι νέοι άποικοι έφεραν μαζί τους τη λατρεία των θεών τους, την τέχνη τους, τα έθιμα τους καθώς και τη συλλαβική γραφή. Η γλώσσα τους, η αρκαδική, διαδόθηκε σύντομα σ’ όλο το νησί, που η εθνολογική του σύνθεση δεν άργησε να αλλοιωθεί προς όφελος των νέων μεταναστών που κατάφεραν να συγχωνεύσουν στους κόλπους τους το ντόπιο στοιχείο ή να απωθήσουν τους Ετεοκύπριους στα ακρινά μέρη του νησιού. Με τον ερχομό των νέων αποίκων από την Ελλάδα, η κυπριακή τέχνη χάνει την ιδιορρυθμία της κι η αγγειοπλαστική του νησιού θάχει πια τα σημάδια της μυκηναϊκής επίδρασης. Κατά τα τέλη της δεύτερης χιλιετηρίδας ο εποικισμός της Κύπρου από τους Μυκηναίους ενισχύθηκε από τον ερχομό των Αχαιών, που εγκαταστάθηκαν στο νησί ύστερα από τον Τρωικό πόλεμο.
Το νησί εξελληνίζεται πλήρως. Ο ερχομός πολλών επιφανών ελλήνων οδηγεί σε αυτό. Η ίδρυση νέων πόλεων με ελληνικά ονόματα το αποδείχνει περίτρανα. (17) Η ιστορική έρευνα από όλες τις απόψεις και πλευρές ένα πράγμα πιστοποιεί: ότι η Κύπρος από πάρα πολύ παλιά – τη δεύτερη χιλιετηρίδα – έχει κατοικηθεί από ελληνικά φύλα, έχει υιοθετήσει την ελληνική γλώσσα και πολιτισμό.
Αλλά και σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη [Γένεσις κεφ.Ι,4] το Κίτιον (Κύπρος) και Δωδακανίμ (Ρόδιοι) ήταν απόγονοι του Ιουνάν (18). Δηλαδή όταν οι Φοίνικες ξεμπάρκαραν στο νησί το βρήκαν ήδη αποικισμένο από τους Έλληνες. Αρχικά εγκαταστάθηκαν στο Κίτιο, πόλη που ιδρύθηκε από τους Έλληνες κι ύστερα στη Αμαθούντα, όπου είχαν καταφύγει οι Ετεοκύπριοι μετά τον ερχομό των Ελλήνων και που βρίσκεται, όπως και το Κίτιο, κοντά στη θάλασσα, στο νότιο μέρος του νησιού.
Κάθε φορά που το νησί υπέκυπτε σε ξένη κυριαρχία οι Φοίνικες και τα υπολείμματα των Ετεοκυπρίων , πήγαιναν με το μέρος πότε των Ασσυρίων και πότε των Αιγυπτίων και των Περσών, για να σταθεροποιήσουν τη θέση τους σε βάρος του ελληνικού στοιχείου και να βρουν, έτσι, ευκαιρία να διεισδύσουν στο εσωτερικό του νησιού. (19) .
Οι Έλληνες κάτοικοι της Κύπρου αντιστάθηκαν σε όλους τους κατακτητές τους : Φοίνικες, Αιγύπτιους, Πέρσες και με διάφορες συμμαχίες – με Ίωνες και Αθηναίους – προσπάθησαν πάντοτε να απαλλαγούν από αυτούς και να μείνουν ελεύθεροι. Όπως συνέβη όταν με διακόσιες τριήρεις οι Αθηναίοι και συμμαχικές δυνάμεις, με αρχιστράτηγο των Κίμωνα, γιό του Μιλτιάδη, πολιόρκησαν το νησί και σε συνεργασία με τους ντόπιους κατόρθωσαν να ανατρέψουν τους τυράννους που είχαν επιβάλει οι Πέρσες στο Μάριον και τους Σόλους και να αποκαταστήσουν την ελληνική βασιλεία. [Δυστυχώς τότε δεν υπήρχε καμία δυνατότητα να έχουμε σοβιέτ. Βασίλεια υπήρχανε.]
Εγκαταλείφθηκαν από τους Έλληνες [Ελλαδίτες, θα τους λέγαμε σήμερα] όταν ο Αρταξέρξης έκλεισε, το 449 π.Χ, ειρήνη μαζί τους. Παραχώρησε στις ελληνικές πόλεις της Ασίας την ελευθερία τους και το δικαίωμα τους να κυβερνηθούν με τους παλιούς νόμους τους και δέχτηκε να μην ξαναστείλει πολεμικά πλοία στο Αιγαίο. Με τη σειρά τους οι Έλληνες υποσχέθηκαν να μην ξαναστείλουν στρατό στις υποταγμένες στο Μεγάλο Βασιλιά χώρες και ν’ αποσύρουν απ ‘ αυτές τα στρατεύματα τους. «Για χάρη της ειρήνης, η Κύπρος εγκαταλείπεται κι οι κάτοικοι της βρίσκονται, ξανά στη διάθεση του ξένου δυνάστη τους» (19) .
Κάθε σύγκριση ή αναλογία με αυτό που συνέβη 2.500 χρόνια αργότερα, το 1974, είναι επιτρεπτή: η επιστροφή των Οθωμανών κατακτητών τους στο νησί, η κατάληψη του 40% του από αυτούς, οι 200.000 πρόσφυγες, οι καταστροφές και λεηλασίες που υπέστη, οι νεκροί και αγνοούμενοι, πρόσφεραν στους υπόλοιπους Έλληνες την επάνοδο στην Κοινοβουλευτική Δημοκρατία. Επανέφεραν στην Ελλάδα πρωθυπουργό αυτής της Δημοκρατίας τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον άνθρωπο δηλαδή που είχε καταδικάσει τους κύπριους αδελφούς και τον αγώνα τους υπογράφοντας τις προδοτικές Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου. Η εισβολή και κατοχή της Κύπρου, που έγινε με βάση αυτές τις Συμφωνίες, η θυσία της ελευθερίας ενός μεγάλου τμήματος των Ελλήνων, μια εθνική προδοσία / τραγωδία, ήτανε ποτέ δυνατό να στηρίξει μια μακροχρόνια ελευθερία των υπόλοιπων Ελλήνων; Όπως τότε, έτσι και τώρα αυτό αποδείχτηκε ότι δεν θα ήταν δυνατόν. Καμιά Ελευθερία, Ανεξαρτησία, Δημοκρατία, Λαϊκή Κυριαρχία και ευημερία δεν μπορεί μακροχρόνια να εξασφαλιστεί και να στεριώσει πάνω σε νεκρούς, αίμα κι ερείπια. Προπαντός στην ανοιχτή και βάναυση αφαίρεση του δικαιώματος στην Αυτοδιάθεση, όχι απλά ενός άλλου λαού αλλά πολύ περισσότερο, δικών σου ανθρώπων, ομοεθνών σου, που το μόνο που γύρεψαν σε όλη τους τη ζωή, με αγώνες και θυσίες ήταν να ενωθούν μαζί σου. Με τους υπόλοιπους Έλληνες. Και πώς θα στεριώσει η δική σου Δημοκρατία και Ελευθερία, που όλοι καμώνονται ότι αποκαταστάθηκε «αναίμακτα» το 1974, όταν ίσα-ίσα αυτή η «αποκατάσταση» του αστικού πολιτικού συστήματος και κόσμου, εξασφαλίστηκε με το αίμα τόσων ελληνοκυπρίων και ελλαδιτών νέων. Πως; Πώς να μην ακολουθήσουν λοιπόν τα «μνημόνια» εδώ και εκεί; Αλλά όλα αυτά θα τα αναπτύξουμε στη συνέχεια πιο αναλυτικά. Τώρα θα επανέλθουμε στην Ιστορία μας.
Αφημένο έτσι το νησί από τη μητροπολιτική Ελλάδα, βυθίστηκε στη σκλαβιά και τη μιζέρια (20). Οι Έλληνες αποκλείστηκαν από τις τέχνες και το εμπόριο και για μια ορισμένη περίοδο δεν είχαν δικαίωμα να μείνουν παρά έξω από τα τείχη της πολιτείας. Η πλειονότητα του φοινικικού πληθυσμού του, είχε όλη την εύνοια των Περσών. Η «τέχνη» του «διαίρει και βασίλευε» είναι πολύ παλιά. Όπως επίσης και η χρησιμοποίηση «μειοψηφικών μειονοτήτων» για την στερέωση μιας ξένης κυριαρχίας (21)
Οι Φοίνικες έγιναν οι πραγματικοί δυνάστες του νησιού και οι πιστοί εντολοδόχοι της κυρίαρχης δύναμης (των Περσών). Η μεγάλη πλειοψηφία του κυπριώτικου πληθυσμού, οι έλληνες, ζούσαν φτωχοί και εξασθενημένοι, περιμένουν υπομονετικά νάρθουν καλύτερες ημέρες παρά να ριχτούν σε καινούργια με αβέβαια αποτελέσματα, περιπέτεια. Μέχρι που ο Ευαγόρας, νεαρός απόγονος του οίκου του Τεύκρου, εκμεταλλευόμενος μια διχόνοια των κατακτητών, θα κατορθώσει να ανατρέψει στην αρχή τον τοπικό βασιλιά – χωρίς να έρθει σε άμεση σύγκρουση με τους Πέρσες. Τελικά κατόρθωσε να αποδώσει την Κύπρο στον ελληνισμό. Δεν μπορούμε εδώ να επεκταθούμε σε λεπτομέρειες των κινήσεων, συμμαχιών του Ευαγόρα προκειμένου να διατηρήσει την βασιλεία του – με Αθηναίους και Πέρσες κατά σπαρτιατών, κλπ. Τέτοιου είδους «συμμαχίες» και αλλαγές συμμαχιών είναι άλλωστε πολύ γνωστές σε όλη την ιστορία – από την εποχή της αρχαιότητας μέχρι σήμερα. Τελικά, κι αφού εγκαταλείφθηκε για άλλη μια φορά στην τύχη της η Κύπρος από τους Αθηναίους, ο Ευαγόρας θα καταφέρει, με συμβιβασμούς και υποχωρήσεις, να βασιλέψει στη Σαλαμίνα μέχρι το θάνατο του. Η δραστηριότητα του θα στραφεί προς την εξάπλωση του ελληνικού πολιτισμού, τον εξωραϊσμό της Σαλαμίνας και την ανάπτυξη του εμπορίου. Δολοφονήθηκε από έναν ευνούχο το 376 π.Χ.. Ο Ισοκράτης έπλεξε το εγκώμιο του (προς Ευαγόρα) όπως επίσης και για τον διάδοχο και γιό του, Νικοκλή που κι αυτός δολοφονήθηκε από φιλοπερσικά στοιχεία. Ο ανηψιός του Πνυταγόρας οργανώνει την τελευταία αντίσταση κατά των Περσών. Η ήττα του κυπριώτικου στρατού ξαναρίχνει το νησί στον περσικό ζυγό. Η Κύπρος απελευθερώνεται από την κυριαρχία των Περσών, οριστικά, από τον Μέγα Αλέξανδρο. Μια απελευθέρωση βέβαια που σήμαινε αλλαγή κυριαρχίας, έστω πιο φιλελεύθερης, κι όχι μιας πλήρους ανεξαρτησίας. Θα πρέπει να επαναλάβουμε εδώ ότι δεν μπορούμε να «διαβάζουμε» και ερμηνεύουμε την ιστορία με βάση το τι σήμερα καταλαβαίνουμε για «ελευθερία», «ανεξαρτησία» κλπ. Όπως και για τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Δεν πρόκειται για ένα «ιμπεριαλιστή», όπως σήμερα τον εννοούμε. Ο θάνατος του και οι ανταγωνισμοί μεταξύ των διαδόχων του θα επηρεάσουν την τύχη της Κύπρου. Η περίοδος της Κύπρου υπό τους Πτολεμαίους δεν θα μας απασχολήσει καθόλου. Δυο λόγια μόνο για την Κύπρο ως ρωμαϊκή κτήση.
Το 58 μ.Χ. ο δήμαρχος P. Clodius Pulcher με νόμο μεταβάλλει το νησί σε ρωμαϊκή επαρχία και δημεύει το βασιλικό θησαυρό. Ο Μάρκος Κάτων έφτασε στο νησί με σκοπό να πείσει τον βασιλιά να μην φέρει καμιάν αντίσταση με αντάλλαγμα να σεβαστεί τη ζωή και τα πλούτη του και να τον αφήσει να ασκεί τα καθήκοντα του αρχιερέα του ναού της Αφροδίτης. Μόλις, όμως, ο Κάτων έγινε κυρίαρχος του νησιού δεν τήρησε καμία από τις υποσχέσεις του. Άρπαξε όλα τα αγαθά του βασιλιά της Κύπρου, τα φόρτωσε στα πλοία, τα ξεπούλησε κι έστειλε στη Ρώμη 5.000 τάλαντα. Ο διάδοχος του AppiusClodius Pulcher φέρθηκε ακόμα πιο αρπαχτικά. Δήμευσε ό,τι αγαθό βρήκε στο νησί, δημόσιο ή ιδιωτικό. [Αυτό μάλλον θα θέλουν να επαναλάβουν τώρα οι ΕΕ, το ΔΝΤ, η Μέρκελ, κλπ] Έτσι όταν διορίσθηκε το 51 μ.Χ ανθύπατος της Κύπρου ο Κικέρων βρήκε το νησί σε αξιοθρήνητη κατάσταση. Οι φτωχοί υπέφεραν τα πάνδεινα. Έτσι αναγκάστηκε να μειώσει τη φορολογία από 48 σε 12%. [Δεν φαίνεται στο βάθος προς το παρόν σύγχρονος Κικέρωνας].
Στα χρόνια της ρωμαϊκής ειρήνης, που επικράτησε στο εξωτερικό, στην Κύπρο υπήρξαν πολύ σοβαρές αναταραχές, τα χρόνια του Τραϊανού. Συνέβη εξέγερση των Εβραίων της Σαλαμίνας στο πλαίσιο ενός σχεδίου γενικού ξεσηκωμού των Εβραίων της Παλαιστίνης, της Αιγύπτου και της Κυρηναϊκής ενάντια στη ρωμαϊκή κυριαρχία. Τέτοια ήταν η μανία των Εβραίων που δεν κατέσφαξαν μόνο τους ρωμαίους αστούς αλλά και τους έλληνες. Υπό τις διαταγές του αρχηγού τους Αρτεμίωνα επιδόθηκαν σε τρομερές θηριωδίες και σε μια σωστή γενοκτονία: ο αριθμός των νεκρών ξεπέρασε τις 240.000. Η καταστολή της εξέγερσης ήταν το ίδιο σκληρή και ανελέητη. Με διάταγμα του αυτοκράτορα Τραϊανού επιβλήθηκε και παντοτινός αποκλεισμός κάθε Εβραίου από την Κύπρο.
Για τους Ρωμαίους η Κύπρος παρουσίαζε μόνο στρατηγικό ενδιαφέρον. Ωστόσο ενδιαφέρθηκαν ζωηρά για τις εσωτερικές της υποθέσεις.
Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες εξελίξεις υπήρξε αναμφίβολα η εξάπλωση του Χριστιανισμού στην Κύπρο. Γέννημα της Κύπρου, εβραίος την καταγωγή και το θρήσκευμα, προσηλυτίσθηκε στο Χριστιανισμό και υπήρξε σύντροφος του αγίου Παύλου, ο άγιος Βαρνάβας. Η επιτυχία της πρώτης τους διδασκαλίας στην Κύπρο, στους Έλληνες και Ρωμαίους υπήρξε εντυπωσιακή, σε σχέση με την εχθρική υποδοχή πού έτυχαν στην εβραϊκή κοινότητα. Προσηλυτίσθηκε στον χριστιανισμό και ο ρωμαίος ανθύπατος Σέργιος Παύλος. Έτσι η Κύπρος είχε το προνόμιο να είναι η πρώτη χώρα του κόσμου με χριστιανό κυβερνήτη [υπήρξε βέβαια και η πρώτη χώρα της ΕΕ που είχε «κομμουνιστή» πρόεδρο Δημοκρατίας…]. Βέβαια αυτό προκάλεσε την εβραϊκή αντίδραση και ο Βαρνάβας δεν μπόρεσε να ξεφύγει το μαρτύριο από τους Εβραίους.
Όταν έδρα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας γίνεται η Κωνσταντινούπολη, το 330 μΧ, η Κύπρος γίνεται μέρος της επαρχίας της Ανατολής. Το 395 μ.Χ. προσαρτιέται οριστικά στην Ανατολική Αυτοκρατορία. Επειδή, στο μεταξύ, έχει χάσει τη στρατηγική της σημασία, παραμελείται από την κεντρική διοίκηση. Η εμπορική της δραστηριότητα ελαττώνεται και η μεταλλουργία της περιορίζεται. Έτσι τους δύο πρώτους αιώνες θα ζήσει στο σκοτάδι. Μέχρις ότου αυτοκράτειρα θα γίνει η Θεοδώρα. Ταπεινότατης καταγωγής, γεννημένη στην Κύπρο, προς την οποία έδειξε ουσιαστικό ενδιαφέρον. Υπό την επιρροή της η πώληση του αξιώματος του διοικητή κάθε επαρχίας καταργήθηκε κι αντικαταστάθηκε από το σύστημα των μισθωτών λειτουργών. Ο πληθυσμός της Κύπρου – που ύστερα από τη μακρόχρονη στάση του εμπορίου είχε στραφεί στην γεωργία – ωφελήθηκε από αυτή τη μεταρρύθμιση. Στα χρόνια του Ιουστινιανού διαδόθηκαν και άλλες καλλιέργειες τόσο στην Κύπρο όσο και στα άλλη μέρη της Αυτοκρατορίας. Όχι μόνο σιτηρά, αμπέλια και καρποφόρα δέντρα αλλά σηροτροφία και μεταξουργία, η χειροτεχνία κά. Τώρα πια οι γεωργοί και χειροτέχνες αποκτούν μεγαλύτερη σημασία από τους εργάτες και εμπορευόμενους.
Δεν αργεί, όμως, να φανεί ένας νέος κίνδυνος: οι επιδρομές των Αράβων και του Ισλάμ. Η Κύπρος γίνεται στόχος επιθέσεων των Σαρακηνών πειρατών, που αρχίζουν τις επιδρομές τους πρώτα από τις παράλιες πόλεις της. Όπως αυτή το 632 μ.Χ. όπου ο πειρατικός στόλος του χαλίφη Αμπού-Μπεκρ, πεθερού του προφήτη, κάνει την πρώτη διαρπαγή της πόλης Κίτιον. Ωστόσο αυτή η διαρπαγή δεν ήταν μεγάλης διάρκειας.
Όπως παρατηρεί ο Αθ. Παπαγεωργίου «Την πρόοδο και την ευημερία της Κύπρου σταμάτησαν οι Αραβικές επιδρομές του 7ου αιώνα μ.Χ. Η πρώτη Αραβική επιδρομή εναντίον της Κύπρου έγινε το 648 ή 649 μ.Χ» (22). Η πρώτη αυτή υπερπόντια εκστρατεία των Αράβων, προσεκτικά προετοιμασμένη από τον Εμίρη της Συρίας Μωαβία είχε σκοπό την κατάληψη όλης της Κύπρου. Ο Μωαβία ήταν επικεφαλής ενός στόλου από 700 πολεμικά πλοία. Πολιόρκησε την Κωνσταντία, πρωτεύουσα του νησιού, και ζήτησε στην αρχή την παράδοση της, χωρίς μάχη, με την υπόσχεση να φεισθεί την ζωή των κατοίκων της, υπό έναν όρο: να ασπασθούν τον Ισλαμισμό. Δηλαδή ζήτησε μια «δήλωση μετανοίας».Όταν αρνήθηκαν (να την υπογράψουν) διέταξε γενική επίθεση. Οι Κύπριοι αντιστάθηκαν γενναία, περιμένοντας βοήθεια και από την Κωνσταντινούπολη. Τελικά ο Μωαβία κυριεύει την πόλη και διατάζει την καταστροφή της. Η σφαγή ήταν γενική καθώς και η διαρπαγή όλων των θησαυρών της πλούσιας πολιτείας. Ευτυχώς η άφιξη του βυζαντινού στόλου με αρχηγό τον Κακκόριζο τον ανάγκασε να αποσυρθεί βιαστικά χωρίς να μπορέσει να επιτύχει το σκοπό του: την κατάληψη όλης της Κύπρου.
Στη δεύτερη επιδρομή τους – το 653 μ.Χ – κατέλαβαν ολόκληρη την Κύπρο. Σύμφωνα με αραβικές πηγές έκτισαν μια πόλη και εγκατέστησαν 12.000 στρατιώτες και εποίκους από την Συρία. Η Αραβική κατοχή κράτησε μέχρι το 681 μ.Χ. Φεύγοντας οι Άραβες κατέστρεψαν την πόλη και το τζαμί της. Η απόσυρση τους υπήρξε αποτέλεσμα συνθήκης με τον Ιουστινιανό Β’, ο οποίος αργότερα, προκειμένου να προφυλάξει τους κατοίκους από νέες επιδρομές ή και ως αποτέλεσμα λανθασμένων χειρισμών του – παραβιάσεις της συνθήκης που είχε υπογράψει με τους Άραβες – υποχρέωσε μεγάλο αριθμό Κυπρίων να μεταφερθεί στην περιοχή της Κυζίκου [στον Ελλήσποντο] και σε αντίδραση o Abd-al-Malik αιχμαλώτισε πολλούς κατοίκους και τους μετέφερε στη Συρία. Οι Κύπριοι έμειναν εκεί – περιοχή Κυζίκου - καμιά δωδεκαριά χρόνια, πάντα με τη νοσταλγία της πατρίδας τους. Μια καινούργια πόλη χτίστηκε για τους εξόριστους, που προς τιμή του αυτοκράτορα ονομάστηκε Ιουστινιανούπολη. Επέστρεψαν στο νησί τους μετά από συμφωνία μεταξύ του Αυτοκράτορα Τιβέριου Γ’ και του Χαλίφη.
Επιστρέφοντας βρήκαν ένα έρημο νησί. Αλλά και πάλι δεν μπόρεσαν να ζήσουν ήσυχα και ειρηνικά. Υπήρξε το «μήλον της έριδος» μεταξύ Χριστιανισμού και Ισλάμ. Μέσα σε δυόμιση αιώνες θα υποστεί το λιγότερο εικοσιτέσσερις αραβικές επιδρομές, μικρής διάρκειας. Θα ελευθερωθεί ατέλειωτες φορές από τους Βυζαντινούς για να ξαναπέσει στα χέρια των Σαρακηνών. Οριστικά απελευθερώθηκε από τον Νικηφόρο Φωκά το 946 μ.Χ.
Μόλις απαλλάχθηκαν από τον εξωτερικό κίνδυνο άρχισαν την ανοικοδόμηση του έρημου νησιού τους. Έχτισαν καινούργιες πόλεις: πλάι στην Κωνσταντία είναι η Αμμόχωστος (Φαμαγκούστα). Το Κίτιο αντικαθίσταται από τη Λάρνακα. Η Αμαθούντα από τη Λεμεσό. Στη μέση του νησιού η Λευκωσία – η μελλοντική του πρωτεύουσα. Μια καινούργια εποχή αρχίζει για την Κύπρο. Εξαιτίας της γεωγραφικής της θέσης θα γίνει η στρατηγική προφυλακή της Αυτοκρατορίας, και για αυτό η κυβέρνηση δεν μπορεί να την παραμελήσει όπως πρώτα. Η Κύπρος θα γνωρίσει μεγάλη ευημερία και θα γίνει τόπος προσκυνήματος των Χριστιανών της περιοχής λόγω των μεγάλων μοναστηριών της. Ανάμεσα στα μοναστήρια που ιδρύθηκαν το 11ο αιώνα είναι της Αγίας Παρθένου της Κύκκου – που μέχρι τώρα παίζει μεγάλο ρόλο στις εξελίξεις του νησιού. Η μονή της Κύκκου και η μονή Μαχαιρά χτίστηκαν με αυτοκρατορικά έξοδα. Η ίδρυση μονών συνδέεται με το «κίνημα» μοναχισμού που αναπτύχθηκε ανάμεσα στη νεολαία της εποχής: είτε από θρησκευτικότητα, είτε για να αποφύγει τη στρατιωτική υπηρεσία («αντιρρησίες συνείδησης» θα τους έλεγαν τώρα), είτε να απαλλαγούν από τους φόρους – μια και οι μονές και οι μοναχοί δεν φορολογούνταν – πήραν το δρόμο της μοναστικής ζωής και πολλοί γόνοι πλουσίων οικογενειών. Δώριζαν την περιουσία τους σε μια μονή, γλύτωναν έτσι την εφορία, και κατόπιν αναλάμβαναν υπό το μοναστικό σχήμα την διοίκηση της. [Πολύ πετυχημένες off-shore εταιρείες].
Η δυσαρέσκεια που υπήρχε στο νησί, από τη βαριά φορολογία, έδωσε τη ευκαιρία στον διορισμένο κυβερνήτη της Κύπρου Θεόφιλο Ερωτικό να συγκεντρώσει δίπλα του ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, υποσχόμενος ελάφρυνση της φορολογίας και να κηρύξει την Κύπρο ανεξάρτητη (1042 μ.Χ). Η ανταρσία κράτησε λίγους μήνες. Ο Ερωτικός νικήθηκε από τα στρατεύματα του ναυάρχου Άγι και μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Την ίδια απόπειρα έκανε, πενήντα χρόνια αργότερα, ένας άλλος κυβερνήτης του νησιού, ο Ραψωμάτης. Η ανταρσία είχε μεγαλύτερη διάρκεια αλλά το ίδιο αποτέλεσμα. Και ο Ραψωμάτης το ίδιο τέλος.
Τέσσερα χρόνια αργότερα επιχειρείται η πρώτη Σταυροφορία. Δημιουργείται το βασίλειο της Ιερουσαλήμ. Οι παραθαλάσσιες πόλεις της Παλαιστίνης και της Συρίας γίνονται έτσι εμπορικά κέντρα. Οι Βενετσιάνοι, που είχαν ήδη έντονη εμπορική παρουσία στην περιοχή, θα πετύχουν ατέλειες και προνόμια στην Κρήτη και Κύπρο. Λατίνοι έμποροι θα εγκατασταθούν για πρώτη φορά στην Κύπρο (Φαμαγκούστα). Το Βυζάντιο θα αρχίσει να χάνει εδάφη. Παρά την εκδήλωση εθνικοτοπισμού η Κύπρος δεν παίρνει μέρος σε τέτοια κινήματα, παραμένοντας πιστή στο Βυζάντιο. Ωστόσο το εμπόριο της δεν εξαρτάται πια από αυτό, αλλά από το πλησιέστερο βασίλειο της Ιερουσαλήμ. Δεν θα είναι αυτό, όμως, που θα την απομακρύνει από το Βυζάντιο αλλά η άφιξη στο νησί το 1184 του Ισαάκ Κομνηνού, εγγονού του αυτοκράτορα Εμμανουήλ. Παρουσιάστηκε με πλαστούς τίτλους ως διορισμένος από τον αυτοκράτορα κυβερνήτης της και κήρυξε την ανεξαρτησία του νησιού. Οι κάτοικοι της δεν επιδοκιμάζουν αυτή του την ενέργεια. Φοβούμενοι ότι θα πέσουν θύματα του σφετεριστή της εξουσία και ότι κινδυνεύουν για άλλη μια φορά να μετατραπεί το νησί σε πεδίο μάχης, δεν κρύβουν την αντίθεση τους. Η Εκκλησία πιστή στον παντοτινό της προστάτη, τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου, αρνιέται κάθε ιδέα απόσπασης. Απομονωμένος ο Ισαάκ, χωρίς λαϊκή υποστήριξη, συγκεντρώνει γύρω του πουλημένους για να στερεώσει την εξουσία του. Συμμαχεί με τον βασιλιά της Σικελίας και με τη βοήθεια του κατορθώνει να αποκρούσει τον αυτοκρατορικό στόλο που έπλευσε εναντίον του. Άρπαγας, αδίστακτος και σκληρός απέναντι στον λαό, επιβάλλει την κυριαρχία του. Για να κρατηθεί στην εξουσία ενάντια στη λαϊκή οργή δεν διστάζει να συμμαχήσει με τον Σαλαδίνο μετά την κατάληψη της Ιερουσαλήμ. Το τέλος του δεν είναι μακριά. Η αυθάδεια και υπεροψία του τον έκαναν να χάσει την Κύπρο.
Μετά την κατάληψη της Ιερουσαλήμ από τον Σαλαδίνο (1187μ.Χ) η χριστιανική Δύση (23) , προετοιμάζεται για μια νέα «Σταυροφορία». Το 1191 μ.Χ. υπό την κοινή αρχηγία του Φιλίππου της Γαλλίας και του Ριχάρδου (Λεοντόκαρδου) της Αγγλίας ο στόλος τους ξεκίνησε από την Σικελία για την Άκρα της Συρίας. Λόγο τρικυμίας τρία αγγλικά καράβια εξόκειλαν στην Κύπρο, ανοιχτά της Λεμεσού. Στο ένα από αυτά βρίσκεται η αδελφή του Ριχάρδου και η αρραβωνιαστικιά του Βερανζέρη της Ναβάρρας. Ο Ισαάκ, αντίθετα με τους κανόνες φιλοξενίας, τρέχει στη Λεμεσό και αιχμαλωτίζει τους άνδρες του Ριχάρδου, κατακρατεί τα πλοία και διατάζει τη βίαιη αποβίβαση των δύο γυναικών. Ο Ριχάρδος μόλις μαθαίνει για αυτή την προσβολή σπεύδει με μέρος του στόλου προς βοήθεια τους. Φτάνει λίγο πριν την αποβίβαση των γυναικών. Απαιτεί την απελευθέρωση του πληρώματος του, κάτι που ο Ισαάκ απορρίπτει αλαζονικά. Ο Ριχάρδος έξαλλος δίνει διαταγή για επίθεση ενάντια στο νησί. Ο Ισαάκ αντιστέκεται, χωρίς επιτυχία, και τελικά τρέπεται σε φυγή. Χωρίς στρατό καταφεύγει στην απάτη. Του υπόσχεται να πάρει μέρος στην σταυροφορία και να πληρώσει ένα ποσό 3.500 μάρκων.
Ο Ριχάρδος μένει ευχαριστημένος και αποφασίζει να μείνει λίγο στο νησί και να κάνει τους γάμους του. Ο Ισαάκ αλλάζει γνώμη, το σκάει τη νύχτα, καταφεύγοντας στο φρούριο της Καντάρας στα βόρεια του νησιού. Κάνει έκκληση στο Σαλαδίνο για βοήθεια. Ο Ριχάρδος τον καταδιώκει, τον αναγκάζει να παραδοθεί. Εκθρονισμένος, ατιμασμένος και αλυσοδεμένος ο Ισαάκ σέρνεται μπροστά στον Ριχάρδο που γίνεται πια ο κύριος του νησιού.
Η τυχαία αυτή κατάκτηση ενοχλεί τον Ριχάρδο. Θέλει να απαλλαγεί από την φροντίδα της Κύπρου και να συνεχίσει την αποστολή του. Την πουλάει γι αυτό στους Ναϊτες ιππότες για 100.000 δηνάρια και τους «χαρίζει» και τον Ισαάκ. Οι νέοι αφέντες τον μεταφέρουν για λόγους ασφαλείας στη Συρία, όπου μετά από λίγο πεθαίνει.
Οι ιππότες του Τάγματος των Ναϊτών φέρονται στους κατοίκους του νησιού σαν σε υπόδουλο λαό. Για να καλύψουν τα έξοδα της αγοράς του βάζουν βαριούς φόρους. Γίνονται γρήγορα μισητοί και μόνο με την ωμή βία μπορούν να ασκήσουν εξουσία. Αλλά δεν είναι πολλοί. Και οι κάτοικοι δεν αργούν να ξεσηκωθούν ενάντια τους. Στην Λευκωσία ο λαός τους πολιορκεί και ζητάει την παράδοση τους. Κατορθώνουν να το σκάσουν κι επιστρέφουν να εκδικηθούν τους στασιαστές. Τους σκοτώνουν όλους. Η επανάσταση βάφτηκε στο αίμα, αλλά οι ιππότες φοβούμενοι την εκδίκηση του λαού εγκαταλείπουν την Κύπρο το 1192. Την επιστρέφουν στον Ριχάρδο – αυτός με τη σειρά του επιστρέφει τα λεφτά που είχε πάρει – και τώρα πια πρέπει να βρεί άλλο αγοραστή.
Ο νέος αγοραστής Γκυ ντε Λουζινιάν, αν και βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, εγκαθίσταται στη Λευκωσία μαζί με την οικογένεια του και μερικούς ιππότες των Αγίων Τόπων. Δεν μας ενδιαφέρει εδώ η ιστορία της στέψης του κλπ. Ούτε ποιος υπήρξε διάδοχος του. Ενδιαφέρον παρουσιάζει για εμάς ότι μόλις αισθάνθηκε στερεωμένη την εξουσία του μεταφυτεύει στην Κύπρο την οργάνωση του βασιλείου της Ιερουσαλήμ και εγκαθιστά την Λατινική Εκκλησία και το φεουδαρχικό σύστημα. Πεθαίνει σύντομα και τον διαδέχεται ο αδελφός του Αμαλάριχος (1194-1205) που θα είναι και ο πρώτος βασιλιάς της Κύπρου και Ιερουσαλήμ.
Ο ελληνοκύπριος Κανάκης αντιδρώντας στην προσπάθεια του βασιλιά να υποδουλώσει το ντόπιο πληθυσμό παίρνει τα όπλα και πολεμάει τους Φράγκους. Εφαρμόζει τακτική αντάρτικου. Κάνει επιδρομές τη νύχτα στις ιδιοκτησίες των ιπποτών, αποσύρεται την αυγή για να επιστρέψει την άλλη νύχτα. Κάποια στιγμή αιχμαλωτίζει την πρώτη γυναίκα και τα παιδιά του βασιλιά και τα πηγαίνει σαν ομήρους στον Ισαάκ, τον ηγεμόνα της Αντιοχέττας. Απελευθερώθηκαν με τη μεσολάβηση του Λέοντα, του άρχοντα της Μικρής Αρμενίας.
Με «την επικράτηση του φεουδαρχικού συστήματος η κοινωνική συγκρότηση του νησιού άλλαξε πέρα για πέρα. Ο πληθυσμός του διαιρέθηκε σε δύο μέρη: προνομιούχους Λατίνους άποικους, την αριστοκρατία και τους αυτόχθονες Έλληνες, το λαό. «Σε όλη την περίοδο της φραγκικής κυριαρχίας τα δύο σύνοικα στοιχεία δεν θα συγχωνευθούν ποτέ. Θα ζήσουν παράλληλα ως κοινωνικοί, οικονομικοί ανταγωνιστές ή σύμμαχοι μπροστά σε εξωτερικές απειλές, αλλά ποτέ μαζί» (24) .
Αυτή η μη συγχώνευση των δύο σύνοικων στοιχείων, πρέπει να τονίσουμε, έπαιξε μεγάλο ρόλο στη διατήρηση της γλώσσας, των ηθών, εθίμων και θρησκευτικής πίστης του πληθυσμού, στη διατήρηση όλων εκείνων των στοιχείων του πολιτισμού που διαμορφώνουν σταδιακά την βαθειά ελληνική εθνική τους συνείδηση. Η διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης, το αποκρυστάλλωμα της είναι μια δυναμική διαδικασία. Που πολλές φορές – όπως στην περίπτωση της Κύπρου – υπερκαλύπτει την χαλαρότητα ή ακόμα και την απουσία του οικονομικού ιστού. Των στενών οικονομικών σχέσεων. Έτσι όπως μπορεί να το καταλαβαίνει μια εντελώς χυδαία οικονομίστικη μαρξιστική ερμηνεία.(25)
Σταδιακά φτάνουν στο νησί και λατίνοι αστοί, έμποροι και τεχνίτες που εγκαθίστανται πρώτα στη Λευκωσία και τη Φαμαγκούστα. Αποτελούν την αστική τάξη των ελευθέρων επαγγελμάτων και εμπόρων.
Τι συμβαίνει με τον ιθαγενή πληθυσμό; Αυτός διακρίνεται σε τρεις κατηγορίες:
α – Την τάξη των χωρικών ή τους «πάροικους», δηλ τους γείτονες. Αποτελούν την πλειοψηφία του ελληνικού πληθυσμού. Οι πάροικοι ήταν δούλοι του βασιλιά και του φεουδάρχη. Έπρεπε να δουλεύουν τρεις ημέρες την εβδομάδα στα κτήματα του και τρεις για δικό τους λογαριασμό. Δεν έβγαιναν έξω από την περιοχή του κυρίου τους ούτε και να παντρευτούν μπορούσαν χωρίς την άδεια του. Μπορούσε να τους επιβάλλει τιμωρία, αλλά όχι σωματική ή θάνατο.
β – Η δεύτερη, πιο ολιγάριθμη από την πρώτη, κατηγορία ήταν των «περπυριάριων». Ήταν συνδεδεμένοι με το φέουδο αλλά είχαν δικαίωμα να εξαγοράσουν την ελευθερία τους και την ελευθερία των παιδιών τους. Αντί να δουλεύουν τρεις ημέρες την εβδομάδα στα κτήματα του, πλήρωναν κάθε χρόνο ένα ποσό – 15 βυζαντινά.
γ – Η τρίτη κατηγορία ήταν των «φραγκοματών» ή «ελεύθερων». Ήταν χειραφετημένοι από τον κύριο τους πάροικοι κι είχαν το δικαίωμα νάχουν δικές τους περιουσίες. Έδιναν κι αυτοί ένα μέρος από την γεωργική παραγωγή τους. Μπορούσαν να παντρευτούν ελεύθερα, αλλά αν έπαιρναν γυναίκα από την «τάξη» των παροίκων τα παιδιά τους δεν ήταν ελεύθερα.
Στο νησί υπήρχαν και μικρές ξένες παροικίες. Η πιο αξιόλογη των λευκών Βενετσιάνων. Απόγονοι Σταυροφόρων ασχολιόντουσαν με τη γεωργία. Πλήρωναν φόρο στο φεουδάρχη αλλά δικάζονταν από τον πρόξενο της Βενετίας στη Λευκωσία.
Αυτό που μας ενδιαφέρει δεν είναι η διοικητική οργάνωση αλλά η εκκλησιαστική σύγκρουση που εμφανίστηκε στο νησί. Οι Φράγκοι, ιδίως μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, στέρησαν από την εκκλησία της Κύπρου το ηθικό της στήριγμα. Τον πατριάρχη. Στη σύνοδο της Φαμαγκούστας (1222) μεταξύ των Λατίνων ιεραρχών, μπήκαν οι βάσεις για την υπεροχή της λατινικής εκκλησίας σε σχέση με την ελληνική, που η θέση της έγινε τραγική. Η ελληνική πλευρά αρνήθηκε να υποκύψει στους περιορισμούς και ελέγχους που έβαζε η λατινική. Η αντιβασίλισσα της Κύπρου Άλιξ φοβούμενη επανάσταση των Ελλήνων ζήτησε από τον Πάπα να μην εφαρμοστούν τα διατάγματα της Φαμαγκούστα. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την προσωρινή ανάσχεση του διωγμού της ελληνικής εκκλησίας. Αυτό βέβαια δεν εμπόδισε ακρότητες θρησκευτικού φανατισμού: όπως ο θάνατος των μοναχών της μονής της Καντάρας που επειδή δεν δέχτηκαν ν’ απαρνηθούν την εκκλησία τους, κλείστηκα για τρία χρόνια στη φυλακή κ
Με την εκλογή του πάπα Αλέξανδρου του Δ’ ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος της Κύπρου επανήλθε στο αίτημα του για πλήρη υποταγή της ελληνικής εκκλησίας. Η υποδούλωση της υπήρξε ολοκληρωτική. Αυτό επηρέασε και την απονομή δικαιοσύνης.
Υπήρξε βέβαια οικονομική και πνευματική πρόοδος και μέσα στον κυπριακό ελληνισμό. Ανάμεσα στους συγγραφείς της ελληνικής γλώσσας συναντάμε δυο μεγάλους χρονικογράφους του 15ου αιώνα: τον Λέοντα Μαχαιρά, που υπήρξε ένας από τους ανώτερους λειτουργούς των Λουζινιάν και τον Γεώργιο Bustron. Έχουμε επίσης λαϊκούς ποιητές στην κυπριακή διάλεκτο καθώς και τη μετάφραση των νόμων των Ασσιζών της Ιερουσαλήμ στα ελληνικά. Κι εκτός απ’ αυτά, ερωτικά τραγούδια, που το καλύτερο τους ήταν «Το τραγούδι με τα εκατό λόγια», καθώς και μπαλάντες επικής μορφής από άγνωστους συνθέτες.
Όταν η γλώσσα μένει ζωντανή, όταν υπάρχει και γραπτός λόγος σε αυτή, δείχνει ότι η κοινότητα των ανθρώπων που τη χρησιμοποιεί είναι ζωντανή. Δεν φθίνει. Δεν ξεχνάει. Δεν αφομοιώνεται.
Ό,τι γεννιέται του μέλλει να χαθεί, όπως λέει ο Γκαίτε στον Φάουστ. Έτσι και το βασίλειο της Κύπρου παρήκμασε κι αυτό. Έτσι μετά από τις εσωτερικές έριδες και ραδιουργίες που συνέβαιναν μεταξύ των αρχόντων, στάθηκε αδύνατο να αντισταθούν στην επέμβαση των Ενετών στα πράγματα της Κύπρου. Το 1487 υψώνεται στη Λευκωσία η σημαία του Αγίου Μάρκου. Δεν μένει παρά η επίσημη προσάρτηση της Κύπρου στη Δημοκρατία της Βενετίας. Αυτό γίνεται δυο χρόνια αργότερα. Προσκαλούν την βασίλισσα της Κύπρου Αικατερίνη στη Βενετία και την αναγκάζουν να παραιτηθεί υπέρ της Δημοκρατίας τους.
Η Ενετία έχοντας απόλυτη συναίσθηση των δυσκολιών – εξωτερικών και εσωτερικών – της διακυβέρνησης του νησιού εγκαθιστά το καθεστώς της με προσοχή και φρόνηση. Η θέση της ελληνικής εκκλησίας δεν άλλαξε ούτε οι κοινωνικές διακρίσεις. Παρέμειναν οι ίδιες. Οι μεγάλες στρατιωτικές δαπάνες απαιτούσαν την επιβολή νέων φόρων, που κλήθηκαν να πληρώσουν και πάλι οι φτωχοί αγρότες.
Ακριβής αριθμός των κατοίκων του νησιού δεν υπάρχει κατά την ενετική περίοδο. Σύμφωνα, πάντως, με τις επίσημες απογραφές και τους χρονικογράφους ο πληθυσμός της Κύπρου – στη μεγάλη πλειοψηφία του ασχολούμενος με τη γεωργία – κυμαινότανε ανάμεσα στις 110.000 με 197.000 ψυχές. Σε αυτές περιλαμβάνονταν και οι 6.000 άνδρες της ενετικής φρουράς.
Μέχρι την κατάκτηση της από τους Τούρκους (1570-71) υπήρξε ειρήνη στο νησί, εκτός από τρία περιστατικά. Το πρώτο συνέβη το 1533, τυχαίο χωρίς συνέπειες. Το δεύτερο λίγα χρόνια αργότερα όταν υπέστη την πρώτη τουρκική επιδρομή. Τότε ο ξακουστός Βαρβαρόσσας κατέλαβε τα νησιά του Αιγαίου. Η Κύπρος δεν ξέφυγε καθόλου τον κίνδυνο. Το 1538 η παραθαλάσσια Λεμεσός καταλήφθηκε και καταστράφηκε ολότελα από τα τουρκικά στρατεύματα (26) . Το 1540 μετά τη σύναψη της ειρήνης οι Τούρκοι αποσύρονται από το νησί.
Το τρίτο είναι εσωτερικής φύσης. Το 1565 εξαιτίας της πείνας και της μιζέριας που βασίλευαν στην Κύπρο εκείνη την εποχή. Οπλισμένος με πέτρες ο λαός της Λευκωσίας επιτέθηκε στο Παλάτι του «προβλεπτή» ζητώντας ψωμί. Ωστόσο διαλύθηκε σε λίγο, αφού τον καθησύχασαν με υποσχέσεις για βελτίωση της διανομής τροφίμων. Το τέλος της ενετικής κατοχής πλησιάζει. Το 1566 οι Τούρκοι καταλαμβάνουν τη Χίο και το 1567 τη Νάξο. Ο Σουλτάνος Σελίμ ο Β’ δεν κρύβει την πρόθεση του να καταλάβει την Κύπρο. Το 1570 ζητάει από τη Βενετία την παραχώρηση του νησιού. Η Σύγκλητος της απορρίπτει την πρόταση με περιφρόνηση. Δηλώνει στον πρέσβη ότι θα κρατήσει την Κύπρο πάση θυσία. Ο Σουλτάνος προσβεβλημένος από την άρνηση τους διατάζει τον αρχιστράτηγο του Λαλά Μουσταφά να προετοιμάσει μια εκστρατεία κατά της Κύπρου. Λίγους μήνες αργότερα, την 1η Ιουλίου 1570, ο τουρκικός στόλος αποβιβάζεται στο λιμάνι της Λάρνακας που την καταλαμβάνει χωρίς αντίσταση.
Ο ελληνικός πληθυσμός του νησιού, δυσαρεστημένος από τους Ενετούς, δεν δείχνεται εχθρικός προς τους Τούρκους. Μάταια οι αρχές της Λευκωσίας καλούν τους Έλληνες στη μάχη δίνοντας τους υποσχέσεις για μεταρρυθμίσεις προς όφελος τους. Τέλη Αυγούστου η Λευκωσία πολιορκείται από τα στρατεύματα του Μουσταφά. Οι Ενετοί αμύνονται λυσσαλέα, παρά την αναχώρηση του αρχιστρατήγου τους, που λόγο διαφοράς με τον υπολοχαγό του πήγε με τους υπερασπιστές της Φαμαγκούστας. Τελικά στις 9 Σεπτέμβρη η Λευκωσία παραδίνεται και στα τείχη της κυματίζει η σημαία με το μισοφέγγαρο.
Επί τρείς ημέρες λεηλατούνται τα πάντα. Η σφαγή των Χριστιανών είναι γενική. Ο καθεδρικός ναός της Αγίας Σοφίας μετατρέπεται σε τζαμί. Όσοι αντιστέκονται σκοτώνονται σχεδόν όλοι, τα παιδιά τους πουλιούνται σαν σκλάβοι στο παζάρι, οι γυναίκες βιάζονται ή σέρνονται στα χαρέμια. Σειρά έχει η πτώση της Φαμαγκούστας. Οι καμπάνες της μητρόπολης της θα σημάνουν την ώρα της αγωνίας της. Τον Απρίλιο του 1571, ο Μουσταφά ενισχυμένος με δυνάμεις από τη Συρία και τη Μικρά Ασία πολιορκεί το τελευταίο ενετικό προπύργιο στην Κύπρο. Ο Μάρκος Αντώνιος Μπραγκαντίνο, ο γενναίος διοικητής της θα πολεμήσει μέχρι τέλους μαζί με τους 7.000 άνδρες για μερικούς μήνες. Τέλη Αυγούστου αποφασίζουν να προτείνουν στον Μουσταφά την παράδοση της Φαμαγκούστας με αξιοπρεπείς όρους πράγμα που δέχεται ο Μουσταφά. Εγγυάται την αναχώρηση για την Κρήτη του ηρωικού στρατού με όπλα και αποσκευές και στους κατοίκους την ελεύθερη άσκηση της θρησκείας τους και το σεβασμό των αγαθών τους. Αλλά ο Μουσταφά δεν κρατάει το λόγο του. Συλλαμβάνει τον Μπραγκαντίνο, τον αλυσοδένει και τον υποχρεώνει να παρακολουθήσει τα βασανιστήρια των αξιωματικών του, προτού τον γδάρει ζωντανό. Το πετσί του, γεμισμένο με άχυρα, στάλθηκε ως τρόπαιο στον Σουλτάνο, αφού πρώτα το εξέθεσε μπροστά στους κατοίκους της Φαμαγκούστας.
Έτσι τελειώνει η περίοδος της κατοχής της Κύπρου από τους Ενετούς και αρχίζει αυτή από τους Τούρκους. Για την τουρκική κατοχή που διήρκεσε μέχρι το 1878, και τη ζωή των Ελλήνων θα τα πούμε στη συνέχεια.
Εδώ, κλείνοντας αυτό το δεύτερο μέρος, πρέπει μόνο να τονίσουμε ότι:
1 – Εκθέσαμε – απελπιστικά περιληπτικά – βασικούς σταθμούς από την ιστορία της Κύπρου για να δείξουμε ότι το νησί είναι ελληνικό από τη βαθιά αρχαιότητα.
2 – Ότι η ελληνική πλειοψηφία του νησιού δεν λύγισε και δεν άλλαξε τις πολιτιστικές, γλωσσικές καταβολές του, και από ένα σημείο και έπειτα και τη Χριστιανική πίστη του, παρά και ενάντια σε όσες συμφορές την βρήκανε. Οι δρόλαπες των καιρών δεν ραγίσανε τον ελληνικό πληθυσμό. Η ελληνικότητα του – κι επομένους η ελληνική εθνική του συνείδηση – έχουν βαθιές ρίζες μέσα στους κάμπους, τα βουνά και τα βράχια της Κύπρου.
3 – Αυτός ο ελληνικός λαός δεν έπαψε ποτές του να αγωνίζεται για τη λευτεριά του από κάθε κυρίαρχο και δυνάστη.
4- Ότι για όλα αυτά οι ρίζες του «Κυπριακού ζητήματος» είναι πολύ παλιές. Βρίσκονται στην ιστορία, το πείσμα και τους αγώνες αυτού του λαού, των Ελλήνων της Κύπρου, να παραμείνουν Έλληνες.
Θα συνεχίσουμε με την Ιστορία των αγώνων του επί Τουρκοκρατίας και Αγγλοκρατίας.
Σημειώσεις – παραπομπές
14 – Στην εφ. «Η ΑΥΓΗ», πρόσφατα (27/3/13) διαβάσαμε το άρθρο του Μάριου Χριστοδούλου «Η Κύπρος ως πρόβλημα». Όπου υπενθυμίζει στους αναγνώστες – πολύ «πεταχτά» – τα γεγονότα του Οκτώβρη 1931, το Ενωτικό Κίνημα, κλπ αλλά δεν κάνει προσπάθεια να μπει στην ουσία του «προβλήματος».
15 – Βλ. Ν. Ψυρούκης «Το εθνικό ζήτημα», εκδ. ΚΟΡΟΝΤΖΗ, ΑΘΗΝΑ 1992, σ. 134.
16 – Δανείζομαι από τον τίτλο ενός βιβλίου [συλλογή άρθρων κλπ] του Πωλ Σουήζυ με τίτλο «Το Παρόν σαν Ιστορία», εκδ. ΜΠΟΥΚΟΥΜΑΝΗ, ΑΘΗΝΑ 1978. Σε αυτό ο Π. Σουήζυ έχει προτάξει ένα απόσπασμα από τον Γκέοργκ Λούκατς: «Ο ανιστορικός και αντι-ιστορικός πυρήνας της αστικής σκέψης εμφανίζεται στην πιο εκθαμβωτική του μορφή όταν σκεφτόμαστε το πρόβλημα του παρόντος σαν ιστορικό πρόβλημα»
17- Βλ. Κ. Άμαντος «Σύντομος Ιστορία της Κύπρου» και Achille Emilianidis «Histoire de Chypre» εκδότης πρωτότυπου Les PressesUniversitaires de France, ελληνική έκδοση στη σειρά «Τι πρέπει να ξέρω», εκδότης Ιωαν. Ζαχαρόπουλος Αθήναι 1966
18 – Βλ. «Αγία Γραφή» εκδ. Ελληνική Βιβλική Εταιρία, μετάφραση από τα πρωτότυπα κείμενα, με έπαινο της Ιεράς Συνόδου, σελ. 17, και «Παλαιά Διαθήκη» εκδ. ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ , σελ. 25.
Στην έκδοση αυτή οι «Δωδεκανίμ» της πρώτης έκδοσης μεταφράζεται ως Ρόδιοι. Ο Αχιλλέας Αιμιλιανίδης παρατηρεί ότι Χεττίμ (Κύπρος), δηλ. το Κίτιον είναι γιός του Ιωβάν (Ιουνάν), που σημαίνει ότι τους Ίωνες κι είναι επωνυμία με την οποία ήταν γνωστοί οι Έλληνες στους σημιτικούς λαούς (όπου αν.).
19 – Βλ. Achille Emilianidis όπου αν.
20 – Τότε δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Σήμερα τα πράγματα τροποποιήθηκαν. Ο ιμπεριαλισμός για να εξασφαλίσει την ησυχία του βρήκε άλλους τρόπους πιο εκλεπτυσμένους και πραγματικά «καπιταλιστικούς»: στην πρώτη γραμμή το «Shopping Therapy». Θα το εξηγήσουμε στη συνέχεια.
21 – Μπορεί να ξενίζει το «μειοψηφικές μειονότητες». Κι αυτό γιατί ταυτίζεται η μειοψηφία με τη μειονότητα. Που δεν είναι σωστό. Θα εξηγηθούν αυτά στο μέρος εκείνο που θα ασχοληθεί με το ζήτημα αυτό.
22 – Βλ. Αθανάσιος Παπαγεωργίου «Η Κύπρος κατά τους Βυζαντινούς Χρόνους», στο «Κύπρος: Ιστορία, προβλήματα και αγώνες του λαού της», επιμ. Γιώργος Τενεκίδης, Γιάννος Κρανιδιώτης, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 1981, σελ. 42. Ο Αθ. Παπαγεωργίου υπήρξε έφορος Αρχαίων Μνημείων Κύπρου.
Για το ίδιο θέμα βλ. και Αχιλλέας Αιμιλιανίδης, όπ. αν. και Κ. Άμαντος. Όπ. αν.
23- Ο Ferenc Feher στο Περί της «Δύσεως» ανιχνεύοντας την ιστορία του όρου Δύση και της επιβολής του, γράφει ότι «η ιδέα του «δυτικού πολιτισμού» δεν κυκλοφορούσε όταν οικοδομούνταν οι καθεδρικοί ναοί … Πρόκειται ίσως για τον «δυτικό» σε αντιδιαστολή προς τον «ανατολικό», βυζαντινορωσικό, χριστιανισμό, ο οποίος μπορεί να εντοπιστεί ως πρόδρομος της ιδέας της «Δύσεως»…» [εκδ. ΕΡΑΣΜΟΣ, ΑΘΗΝΑ, 2007, μετ. Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου], σελ.11. Στη συνέχεια η «Δύση» σημαίνει καθολική υπεροχή απέναντι στους μη-Δυτικούς, τους «Ανατολικούς» λαούς και πολιτισμούς. Συνεπώς όποιος ανήκει σε αυτήν εκτός των άλλων, επιτελεί και έργο εκπολιτιστικό, προοδευτικό. Φέρνει την ανθρωπότητα, μέσο του εκπολιτισμού και της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων πιο κοντά στην τελική της απελευθέρωση από τα δεσμά της ταξικής κοινωνίας. Αυτό στην ουσία μας λέει και ο Μαρξ στο περί «Μελλοντικών αποτελεσμάτων της βρετανικής κυριαρχίας στις Ινδίες» κείμενο του. Ένα κείμενο που κάτω από μια εργατική και μελλοντικά σοσιαλιστική ανθρωπότητα, άθελα του δικαιολογεί την αποικιοκρατία. Όπως οι Σταυροφόροι δικαιολογούσαν την σφαγή και υποδούλωση των λαών της Μέσης Ανατολής στο όνομα του Χριστιανισμού και του πολέμου κατά του Ισλάμ.
24- Βλ. Αχιλλέας Αιμιλιανίδης, όπ αν. σελ. 55 και Γιώργου Γιωργή «Από την πρώτη στην δεύτερη Αγγλοκρατία 1191-1878», στο συλλογικό «Κύπρος: Ιστορία, προβλήματα και αγώνες του λαού της»,όπ. αν.
25 – Ούτε ο ορισμός του Στάλιν για το έθνος δεν είναι χυδαία οικονομίστικος. Μπορεί να μην είναι επαρκής, να μην εντάσσει μια σειρά άλλα στοιχεία, να μην περικλείει τις ποικίλες ιστορικές διαδρομές για την διαμόρφωση ενός έθνους και την αποκρυστάλλωση της εθνικής συνείδησης, αλλά γενικά δεν φτάνει σε ακρότητες, όπως διάφοροι ερμηνευτές του φαινομένου, ιδιαίτερα αυτούς που αποκαλώ «στείρους ταξικούς».
26 – Για τη σχέση Πειρατείας, Πειρατών και Τούρκων – και γενικότερα για την Πειρατεία – βλ. Αλεξάνδρα Κραντονέλλη «Ιστορία της Πειρατείας – στους πρώτους χρόνους της Τουρκοκρατίας 1390-1538», εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, ΑΘΗΝΑ 1985, και Ν. Α. Κεφαλληνιάδη «Πειρατεία: Κουρσάροι στο Αιγαίο», εκδ. ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ, ΑΘΗΝΑ 1984. Για τον Χαϊρεδδίν Μπαρμπαρόσσα, (Κοκκινογένης), μαθαίνουμε ότι ο Σουλτάνος του «ανέθεσε τη ναυαρχία του τουρκικού στόλου στο Αιγαίο, υπήρξε ο τρόμος και ο φόβος των χριστιανών νησιωτών στον οποίο κανένας δεν μπόρεσε να αντισταθεί. Άλλα νησιά ισοπεδώθηκαν, λεηλατήθηκαν, οι κάτοικοι τους αιχμαλωτίσθηκαν και άλλοι αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν και να υποταχτούν» [Ν.Α. Κεφαλληνιάδης, σελ. 15].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.