Του Χάρη Καλαμπόκη
Το «Ιστορία και Επανάσταση – Αντικρούοντας τον αναθεωρητισμό» είναι ένα κάλεσμα πίσω στο συλλογικό και το κοινωνικό. Είναι ένα κάλεσμα για μελέτη των επαναστάσεων, για το πριν και το μετά τους, για το τι πήραν μαζί τους και τι έφεραν. Βλέπει τις επαναστάσεις ως ρόδες της ιστορίας σε πείσμα του αναθεωρητισμού που τις αντιλαμβάνεται ως δυσάρεστες παρενθέσεις σε μια προκατασκευασμένη, ένδοξη πορεία τής ανθρωπότητας με οδηγούς τους «μεγάλους» που δεν τους αφήνουν να προχωρήσουν οι παρασυρμένες «μάζες».
Ιστορία και Επανάσταση – Αντικρούοντας τον αναθεωρητισμό
Επιμέλεια:Μάικ Χέινς, Τζιμ Γούλφρις
Συγγραφείς: Μάικ Χέινς, Τζιμ Γούλφρις, Τζεφ Κένεντι, Φλοράνς Γκοτιέ, Λαρς Τ. Λι, Έντσο Τραβέρσο, Μαρκ Φερό, Τζεφ Ίλι, Ντανιέλ Μπενσαΐντ
Μετάφραση: Γιάννης Βογιατζής
Επιστημονική Επιμέλεια: Ελευθερία Ζέη
Επιμέλεια – Διόρθωση: Ρόζα Κοβάνη
Μακέτα – Εικαστικό Εξωφύλλου: Κυριακή Μαυρογεώργη
Angelus Novus, 2018 | 488 σελ.
Ποια είναι τα στοιχεία που μας επιτρέπουν να «βαφτίσουμε» ένα γεγονός «επανάσταση»; Οι επιμελητές του συλλογικού αυτού έργου, ο Μάικ Χέινς (Mike Haynes) και ο Τζιμ Γούλφρις (Jim Wolfreys), απαντούν πως πρώτα απ’ όλα το γεγονός αυτό θα πρέπει να είναι συντριπτικό, να φέρει –έστω και για λίγο– τα πάνω κάτω. Για τους Χέινς και Γούλφρις οι επαναστάσεις συμπυκνώνουν την αλλαγή, φέρνουν στο προσκήνιο νέα ενδεχόμενα, νέους τρόπους σκέψης, και ανοίγουν ένα νέο εύρος δυνατοτήτων, των οποίων και μόνο η ύπαρξη και ο στοχασμός πάνω σε αυτές δίνουν μια διαφορετική, ξεχωριστή προοπτική στο μέλλον. Ο φιλελεύθερος κόσμος, του οποίου οι απόψεις επηρεάζουν έντονα ακόμα και τα υποκείμενα που δεν τον ασπάζονται επισήμως, και που έχει στην διάθεσή του τους συστημικούς μηχανισμούς ώστε να προωθεί και να παγιώνει στις αντιλήψεις τις απόψεις αυτές, διαφωνεί.
Ένα ιδιαίτερα εύστοχο παράδειγμα για τις φιλελεύθερες αντιλήψεις περί «επαναστάσεων» αναφέρεται στις πρώτες γραμμές της εισαγωγής του έργου, και έχει να κάνει με το βιβλίο Γκίνες, στο οποίο καταγράφηκε κάποτε πως οι περισσότερες επαναστάσεις στον κόσμο έχουν σημειωθεί στη Βολιβία. Αυτό όμως που στο βιβλίο Γκίνες αναφέρεται ως «επαναστάσεις» , δεν έχει να κάνει παρά με αλλαγές στην κορυφή, που δεν ήταν συντριπτικά γεγονότα, δεν έκαναν τα θεμέλια να τρίξουν και δεν αμφισβητούσαν πάντα την υπάρχουσα τάξη, αλλά εμπεριείχαν το στοιχείο μιας αόριστης ανατροπής, της οποίας τα χαρακτηριστικά δεν θυμίζουν σε τίποτα καμία από τις γνωστές σε όλους μας επαναστάσεις, από την Αγγλική επανάσταση του 17ου αιώνα, μέχρι την Γαλλική και την Ρωσική. Η άποψη του βιβλίου Γκίνες σχετικά με τις επαναστάσεις, ευθυγραμμίζεται με την νέα νοηματοδότηση που ο φιλελευθερισμός επιχειρεί να δώσει στην λέξη «επανάσταση» τις τελευταίες δεκαετίες. Η μακιγιαρισμένη, «επανάσταση» του φιλελευθερισμού, είναι ένα γεγονός που φέρνει αλλαγές και καινοτομία, αρκετές ώστε να αποπνέει έναν διαφορετικό αέρα και να δίνει μια νέα προοπτική διαχείρισης του συστήματος, όχι όμως αρκετές ώστε να αμφισβητήσει το ίδιο το σύστημα, με τις δομές, τα θεμέλια και τη νοοτροπία του. Δεν πρόκειται φυσικά για άγνοια του φιλελεύθερου κόσμου για το τι σημαίνει πραγματικά μια επανάσταση, αλλά για βαθιά γνώση, και φόβο μιας πιθανής εκπλήρωσής της. Ο φιλελευθερισμός μάχεται να νοηματοδοτήσει με διαφορετικό τρόπο την λέξη «επανάσταση» έτσι ώστε να πείσει πως ο «παλιός τρόπος» ερμηνείας ανήκει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Μιας ιστορίας που επιχειρήθηκε, κρίθηκε, και όπως θα έλεγε –μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον– ο Φράνσις Φουκουγιάμα (Francis Fukuyama), τελείωσε.
Δεν ήταν λίγοι αυτοί που έσπευσαν να υιοθετήσουν την άποψη του Φράνσις Φουκουγιάμα για το «τέλος της ιστορίας» και συντάχθηκαν με την προσπάθεια να αναδειχθεί η «βάρβαρη» φύση των επαναστάσεων, ένα εγχείρημα που στον 20ό αιώνα συνδέθηκε άρρηκτα με την ανάδειξη της «βάρβαρης φύσης» του σοσιαλισμού, ο οποίος για να μην έχει μέλλον, έπρεπε να έχει ένα αποτυχημένο παρελθόν. Και σε αυτό το σημείο μπαίνει η ιστοριογραφία. Εκτός από τον πολιτικό –με την αυστηρά οριοθετημένη έννοια– κόσμο, αρκετοί ήταν οι ιστορικοί που επέλεξαν, αντί να ακολουθήσουν τις παραινέσεις του Τρεβέλιαν και να ακούσουν τις φωνές της εποχής, να υποτιμήσουν το νόημα των επαναστάσεων των περασμένων αιώνων σε μια προσπάθεια να αμβλύνουν τις αντιθέσεις του σήμερα. Ένός «σήμερα», το οποίο ήταν αναγκαίο να ντύσουν με έναν «αναπόφευκτο μανδύα».
Για τους συγγραφείς του έργου η ιστορία όχι μόνο δεν τελείωσε, αλλά πλέον αυτό μπορούμε να το υποστηρίξουμε με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Οι επαναστάσεις μπαίνουν ξανά στο μικροσκόπιο και το ταμπού της αμφισβήτησης χάνει την αίγλη του. Αξίζει να σημειωθεί πως το βιβλίο εκδόθηκε αρχικά το 2007, και, αν ήταν επίκαιρη η θέση αυτή μία δεκαετία πριν, σήμερα, το έτος 2019, με την ακραία επίθεση του νεοφιλελευθερισμού, μπορούμε μάλλον να σφραγίσουμε την ιδέα της «αθάνατης» ιστορίας. Σύμφωνα με τους συγγραφείς, «οι επαναστάσεις εξακολουθούν να μας σαγηνεύουν γιατί άλλαξαν τον κόσμο, και, στην πορεία, συνέβαλαν στη διαμόρφωση του δικού μας κόσμου, δείχνοντας παράλληλα δρόμους πέρα από αυτόν». Αλλάζοντας τον κόσμο οι επαναστάσεις απέδειξαν ακριβώς αυτό, πως ο κόσμος δύναται να αλλάξει, και χρειαζόμαστε την αλλαγή αυτού του κόσμου πολύ περισσότερο από όσο χρειαζόμαστε τα φιλελεύθερα «μπαλώματα» που προτείνουν οι αρνητές αυτής της προοπτικής, οι οποίοι τόσο ενοχλούνται από την επαναστατική προοπτική.
Το έργο, βαθύτατα ιστορικό, παρακολουθεί μέσα στον χρόνο τις επαναστάσεις όχι μόνο για να αποδείξει την κοινωνική τους σημασία, αλλά και για να δώσει μια απάντηση στην αναθεωρητική ιστοριογραφία που εργάζεται σκληρά για να ντύσει με επιστημονικό μανδύα κάθε φιλελεύθερο επιχείρημα εναντίον τους. Η ειρωνεία βέβαια βρίσκεται στο ότι ο κλασικός φιλελευθερισμός ξεκίνησε ως ένα επαναστατικό δόγμα. Η αδυναμία του να προσφέρει έναν εναλλακτικό στόχο και η απουσία θετικού περιεχομένου, αποτέλεσμα της προσήλωσης σε έναν «αρνητισμό» που εργαζόταν περισσότερο για να υπονομεύσει τους θεσμούς του παλαιού καθεστώτος, οδήγησε τον φιλελευθερισμό στο να γυρίσει την πλάτη στον λαό που με μυθικό ύφος επικαλούνταν, να απολέσει καθετί επαναστατικό, και να γίνει ένα με την καθεστηκυία τάξη.
Για τους αναθεωρητές ιστορικούς, ζούμε στον καλύτερο δυνατό κόσμο και αυτό οφείλεται στην γραμμική και νομοτελειακή εξέλιξη των αστικών δημοκρατιών μέσα στο χρόνο, που το μόνο που κάνουν είναι να βελτιώνονται διαρκώς. Αν έχουμε κάποιο χρέος απέναντι στον κόσμο που ζούμε, είναι ακριβώς αυτό, να εργαζόμαστε, και να προσπαθούμε να φέρουμε πιο σύντομα την «αστική εξέλιξη» που έτσι κι αλλιώς θα έρθει. Οι επαναστάσεις δεν ήταν γεγονότα που άλλαξαν τον κόσμο, αλλά στιγμιαίες εκτροπές της προκαθορισμένης πορείας του. Της πορείας που εκσυγχρονιστικά και –με ειρηνικό τρόπο πάντα– μεταρρυθμιστικά, πλησιάζει διαρκώς το «τέλειο» μέχρι που κάποια στιγμή θα το αγγίξει. Όπως πολύ εύστοχα αναφέρουν οι συγγραφείς, για τους αναθεωρητές οι επαναστάσεις δεν υπήρξαν κοινωνικά γεγονότα με πολιτικές επιπτώσεις, αλλά πολιτικά γεγονότα με κοινωνικές επιπτώσεις.
Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, δεν είναι παράλογο που για την αναθεωρητική ιστοριογραφία το πιο συχνό συμπέρασμα είναι πως οι κοινωνικές συνθήκες της εκάστοτε εποχής έπαιξαν ελάχιστο ρόλο στο ξέσπασμα μιας επανάστασης, στη διαμόρφωση του στόχου της, στα μέσα που χρησιμοποίησε, στην εξέλιξη και στο αποτέλεσμα που είχε. Γι’ αυτήν, το κυρίαρχο και καθοριστικό ήταν η ιδεολογία μιας μικρής πολιτικής ομάδας, που έχοντας ανοιχτό πόλεμο με την δημοκρατία και το ειρηνικό κράτος, παρέσυρε τα λαϊκά στρώματα, και εργάστηκε για την αποσταθεροποίηση και την κατάληψη της εξουσίας. Αν οι επαναστάτες υπήρξαν «ακραίοι» -που για την αναθεωρητική ιστοριογραφία δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν κάτι άλλο-, τα αίτια δεν δύνανται να διερευνηθούν στις οικονομικές συνθήκες, στην πείνα, στον πόλεμο ή στην αντεπανάσταση, αλλά επιβάλλεται να διερευνηθούν στην ιδεολογία και στα θεωρητικά κείμενα τα οποία μελετούσαν και ασπάζονταν. Αν οι αστικές κυβερνήσεις είχαν κάποιες ευθύνες, αυτές βρίσκονταν στο ότι επέτρεψαν, με τις αδυναμίες ή τις παραλείψεις τους, σε ακραία ιδεολογικά στοιχεία, όπως ο ναζισμός και ο κομμουνισμός –πάντα ως ζευγάρι, και σε εξαιρετικές περιπτώσεις με τον κομμουνισμό να προπορεύεται– να βρεθούν σε πλεονεκτική θέση.
Για την αναθεωρητική ιστοριογραφία η θεωρία των δύο άκρων είναι μια πραγματικότητα που δεν σηκώνει αμφισβήτηση. Ο ναζισμός και ο κομμουνισμός είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, και συγκεκριμένα της κατάλυσης της δημοκρατίας. Κεντρικό ερμηνευτικό σχήμα, η βία, η οποία όποτε –και εάν– υπήρξε από την πλευρά των αστικών δημοκρατιών ήταν ζήτημα άμυνας ή αναπόφευκτη εξέλιξη, ενώ για κάθε «ακραίο στοιχείο», μέρος της ιδεολογίας του. Με τον ίδιο τρόπο που τα τελευταία χρόνια ακούμε συχνά από εκπροσώπους του νεοφιλελευθερισμού στην Ελλάδα για την ιδεολογική ηγεμονία της αριστεράς εντός της κοινωνίας, η αναθεωρητική ιστοριογραφία υποστηρίζει πως η ίδια ιδεολογική ηγεμονία έπαιξε σημαντικό ρόλο στις τάξεις των ιστορικών. Συνεπώς, θεωρεί χρέος της να ασχοληθεί ελάχιστα με το ζήτημα του φασισμού και του ναζισμού, που λόγω ιδεολογικών συμφερόντων της αριστεράς έχουν αναλυθεί υπέρ το δέον, και να αναδείξει το βάρβαρο πρόσωπο του κομμουνισμού, που, σύμφωνα με τα όσα υποστηρίζουν οι εκπρόσωποι του αναθεωρητισμού, έχει δεχτεί ομαλή μεταχείριση από την επιστημονική κοινότητα.
Πολλές φορές μάλιστα, με τρόπο που ίσως θα διαφωνούσαν και κάποιοι εκ των αναθεωρητών, το μέτρο χάνεται, και ο ναζισμός δεν είναι απλά το άλλο άκρο του κομμουνισμού, αλλά αποτέλεσμα της δράσης του. Ο Γερμανός φιλόσοφος-ιστορικός Ερνστ Νόλτε (Ernst Nolte), συγγραφέας του «Ο φασισμός στην εποχή του», στη Διαμάχη των Ιστορικών δεν δίστασε να παρουσιάσει τα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης ως «λογική» απάντηση στα κομμουνιστικά γκουλάγκ, καθώς επίσης και κάθε ναζιστικό έγκλημα ως αμυντική πολιτική στην «επέλαση» των μπολσεβίκων.
Στην ελληνική περίπτωση η αναθεωρητική ιστοριογραφία απασχολεί τη δημόσια σφαίρα κατά κύριο λόγο τις τελευταίες δύο δεκαετίες, με βασικό αντικείμενο την περίοδο 1940-1950 και τον εμφύλιο πόλεμο. Χαρακτηριστικό θα μπορούσε να θεωρηθεί το έργο των Καλύβα-Μαραντζίδη «Εμφύλια Πάθη: 23+2 Ερωτήσεις και Απαντήσεις για τον Εμφύλιο», ένα αντικομμουνιστικό μανιφέστο που αναλύει την διάθεση των κομμουνιστών για πόλεμο και κατάληψη της εξουσίας, τη μεθόδευση του εμφυλίου από την πλευρά του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, και τις αιματηρές επιθέσεις της μίας πλευράς, τόσο που διαβάζοντάς το θα αναρωτιόταν κανείς αν επρόκειτο όντως για εμφύλιο ή για μονομερή επίθεση με στόχο την εξόντωση κάθε πολιτικού αντιπάλου. Οι ιστορικοί που υποστηρίζουν κάτι διαφορετικό, σύμφωνα με την αναθεωρητική σχολή, είναι εγκλωβισμένοι σε ιδεοληψίες. Τόσο στο ελληνικό όσο και στο διεθνές παράδειγμα η αναθεωρητική ιστοριογραφία επικαλείται την αντικειμενικότητα και επιτίθεται σε κάθε λογής ιδεολογία, κρίνοντας πως είναι η βάση για την μη καθαρή ματιά και την μόλυνση της επιστημονική έρευνας.
Σε κάθε κεφάλαιο του Ιστορία και Επανάσταση οι συγγραφείς συγκρούονται με τις αναθεωρητικές προσεγγίσεις και υπερασπίζονται τις επαναστάσεις όχι υπό την έννοια της πολιτικής στήριξης κάθε στοιχείου που περιέχεται σε αυτές, αλλά αρθρώνοντας έναν επιστημονικό λόγο που τις τοποθετεί στο κέντρο των κοινωνικών αλλαγών, και τους αποδίδει ένα σημαντικό μερίδιο ευθύνης στην εξέλιξη της ιστορίας, πάντα εντός ενός ερμηνευτικού πλαισίου που δεν υποτιμά τις κοινωνικές συνθήκες και διεργασίες που γέννησαν την ανάγκη των επαναστάσεων και καθόρισαν την πορεία τους. Για μια ολοκληρωμένη σύνοψη, αξίζει να γίνει μια μικρή αναφορά ξεχωριστά για κάθε κεφάλαιο του βιβλίου αυτού, που σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά το ίδιο το έργο, κάθε αράδα του οποίου είναι ικανή για να κινήσει τον προβληματισμό.
Στο πρώτο κεφάλαιο του έργου με τίτλο «Ριζοσπαστισμός και αναθεωρητισμός στην Αγγλική Επανάσταση», ο Τζεφ Κένεντι (Geoff Kennedy) αναλύει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκε η Αγγλική επανάσταση από τα διάφορα ρεύματα της ιστορικής έρευνας. Στέκεται με έμφαση στην παραδοσιακή κοινωνική ερμηνεία του φαινομένου, επισημαίνει τις αδυναμίες της, αναδεικνύοντας πάντα τον στόχο που είχε, που δεν ήταν άλλος από το να αναλύσει την πολιτική σύγκρουση συσχετίζοντας την με βαθύτερες και προϋπάρχουσες εξελίξεις στο εσωτερικό της αγγλικής κοινωνίας. Έπειτα, στέκεται στην εσωτερική διαμάχη του συγκεκριμένου ρεύματος, παρουσιάζοντας τις θέσεις της παραδοσιακής μαρξιστικής εκδοχής που υποστήριζε κατά κύριο λόγο πως ο εμφύλιος πόλεμος ήταν προϊόν μιας ακμάζουσας αστικής τάξης η οποία ήρθε σε σύγκρουση με την φεουδαλική αριστοκρατία, αλλά και τις διαφοροποιημένες θέσεις όπως αυτή του Χ. Ρ. Τρέβορ-Ρόπερ (H. R. Trevor Roper) που υποστήριζε πως η αιτία της Αγγλικής Επανάστασης βρισκόταν στην παρακμή των μεσαίων στρωμάτων που ως κύρια πηγή του πλούτου τους είχαν τη γη. Ο Κένεντι, σημειώνοντας πως η παραδοσιακή κοινωνική ερμηνεία αντιμετώπιζε πράγματι μεθοδολογικά προβλήματα, συγκρούεται με την αναθεωρητική ματιά που, σύμφωνα με τον ίδιο, στην προσπάθεια της να ασκήσει κριτική στην προγενέστερη ιστοριογραφία, απέσπασε την πολιτική δραστηριότητα από το κοινωνικό της πλαίσιο, μεταχειρίστηκε την πολιτική ως μη αναγώγιμο φαινόμενο, και αντιμετώπισε τις ιδεολογίες ως ad hoc εκλογικεύσεις υλικών παραπόνων και ατομικών συμφερόντων.
Στο δεύτερο κεφάλαιο, «Η Επανάσταση στη ζώνη του λυκόφωτος: Ο Φρανσουά Φυρέ και η κατασκευή της συναίνεσης», ο Τζιμ Γούλφρις (Jim Wolfreys) μας εισάγει στην μετανεωτερική φιλοσοφία που –σύμφωνα με τον ίδιο- διαμορφώθηκε πάνω στα διαψευσμένα οράματα του Μάη του 68, και τον ρόλο που η ίδια έπαιξε στην ανάγνωση της ιστορίας με τον τρόπο που εύστοχα παρουσίαζε ο Κένεντι στο προηγούμενο κεφάλαιο, την αποσύνδεση δηλαδή των γεγονότων από το κοινωνικό τους πλαίσιο. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, η προσήλωση του φιλοσοφικού αυτού ρεύματος στην ανάδειξη της «σοβιετικής θηριωδίας» και στην προσπάθεια μιας απόλυτης σύνδεσής της με την αποτυχία του Μαρξισμού, ήταν μέρος μιας μεγαλύτερης εικόνας που είχε ως στόχο να αφήσει αμέτρητα παράθυρα ανοιχτά για την ερμηνεία του κόσμου, αλλά κανένα για την αλλαγή του. Για τους διανοούμενους της μετανεωτερικότητας οι ιστορικές επαναστάσεις δεν είχαν αποτύχει απλά μέσα στον χρόνο ως προς τους στόχους που είχαν θέσει, αλλά και ως πρόταγμα. Ο συγγραφέας, σε μια τολμηρή προσπάθεια ερμηνείας του φαινομένου, βρίσκει μία στενή σχέση ανάμεσα στη φράση «δεν υπάρχει κόσμος, μόνο λόγος» -όπου βρήκε νόημα το φιλοσοφικό ρεύμα της μετανεωτερικότητας- με τη δήλωση του Μπερνάρ-Ανρί Λεβί (Bernard – Henri Lévy): «Ποτέ πια δεν θα ξαναφτιάξουμε τον κόσμο, μπορούμε όμως τουλάχιστον να είμαστε σε επιφυλακή, για να σιγουρευτούμε ότι δεν θα καταστραφεί». Οι «νέοι» διανοούμενοι υπάρχουν για να προτείνουν διαφορετικές ερμηνείες μιας κατάστασης που χρήζει επιδιόρθωσης, αλλά όχι για να προτείνουν λύσεις.
Κεντρικό πρόσωπο του κεφαλαίου ο Φρανσουά Φυρέ (Francois Furet). Θα μπορούσαμε να πούμε πως ο Γούλφρις χρησιμοποιεί τον Φυρέ, ώστε να προσωποποιήσει τον αναθεωρητισμό. Χρησιμοποιεί την οπτική του Φυρέ για την Γαλλική Επανάσταση ώστε να αναδείξει τον τρόπο με τον οποίο ο αναθεωρητισμός βλέπει κάθε επανάσταση. Για τον Γούλφρις, η ύψιστη δήλωση συναίνεσης στο σύστημα δίνεται μέσα από την αντίληψη που υπηρετεί ο Φυρέ για το ότι δεν υπάρχουν επαναστατικές συνθήκες, αλλά μια Επανάσταση που χρησιμοποιεί τις συνθήκες για να τροφοδοτηθεί. Ο Φυρέ, δίνοντας πρωτοκαθεδρία στην ιδέα με έναν τρόπο απόλυτο, προσπαθεί να αποδείξει πως για την προσπάθεια εφαρμογής της, με τον τρόπο που αυτή γίνεται και με τα αποτελέσματα που καταλήγει να έχει, ευθύνονται τα ίδια τα συστατικά στοιχεία της, ενώ τα γεγονότα που οδήγησαν στη γέννηση της, οι κοινωνικές συγκρούσεις που την έφεραν στην επιφάνεια, και η αναγκαιότητα της εφαρμογής της δεν σχετίζονται μαζί της παρά μόνο με τον τρόπο που η ίδια επιλέγει να τα χρησιμοποιήσει. Αποκόπτοντας την ενδεχομενικότητα από την αναγκαιότητα -την οποία κατακρίνει ως εργαλείο ενός χυδαίου ντετερμινισμού-, ο Φυρέ ασχολείται με μια ιστορία κενή από πραγματικές δυνατότητες, και καταλήγει ειρωνικά στο ίδιο αποτέλεσμα με τον ντετερμινισμό που πολεμά: τον εφησυχασμό.
Τον λόγο παίρνει στη συνέχεια η Φλοράνς Γκοτιέ (Florence Gauthier), στο κεφάλαιο με τίτλο «Η Γαλλική Επανάσταση: Επανάσταση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη»,όπου επιλέγει να μην αντιπαρατεθεί άμεσα με τον αναθεωρητισμό, αλλά να αναδείξει την σημασία της επαναστατικής διαδικασίας στην περίπτωση της Γαλλίας, τις κοινωνικές συνθήκες που επέτρεψαν την ύπαρξη της, τις νέες δυνατότητες που έφερε στο προσκήνιο, καθώς επίσης και την ίδια την ταυτότητα της επανάστασης. Προσπαθεί να αναδείξει την Γαλλική Επανάσταση ως μια πραγματική επανάσταση των ελευθεριών, κρίνοντας πως η σταλινική ανάγνωση έχει δει με ευκολία μια καθαρά αστική φρασεολογία στη θεωρία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη, και ο φιλελευθερισμός με τη σειρά του έχει αποκρύψει την ταυτότητά της περιορίζοντας τις αναφορές του στα δικαιώματα των ιδιοκτητών. Ακολουθεί το χρονικό της επανάστασης εστιάζοντας στα δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη, για να αποδείξει πως δεν ήταν απλώς ένα αστικό πρόταγμα, αλλά αποτέλεσμα της ύπαρξης ενός δημοκρατικού κινήματος που ήταν σε θέση να συγκροτήσει μία κοινωνική, οικονομική και πολιτική θεωρία βασισμένη στην ισότιμη ανταλλαγή και την αμοιβαιότητα των δικαιωμάτων. Η Γκοτιέ αναφέρει χαρακτηριστικά πως ήταν τέτοια η σχέση της διακήρυξης των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη με την επανάσταση, που μετά την ήττα και την διάλυση των δημοκρατικών θεσμών από το 1795 και έπειτα, η ρήξη με την πολιτική θεωρία της επανάστασης είχε ως αποτέλεσμα να εξαφανιστούν οι διακηρύξεις των φυσικών δικαιωμάτων από τα συντάγματα της Γαλλίας, για να επανέλθουν ξανά το 1946 με τη νίκη επί του ναζισμού.
Στην επανάσταση που τόσο έχει διχάσει, αλλά και ενοχλήσει, τη Ρωσική Επανάσταση του 1917, μας εισάγει ο Μάικ Χέινς (Mike Haynes) με το κεφάλαιο «Φιλελεύθεροι, Ιακωβίνοι και Γκρίζες Μάζες το 1917», δίνοντας ιδιαίτερη σημασία στην προσπάθεια που γίνεται ακόμα και σήμερα για τη σύνδεση της επανάστασης με το σταλινισμό, μια σύνδεση στην οποία συνέβαλε και το ίδιο το σταλινικό καθεστώς με τους ισχυρισμούς του για την άμεση προελευσή του από τα γεγονότα του 1917. Η κυρίαρχη ιστοριογραφία, όχι μόνο συνέδεσε την επανάσταση με τον σταλινισμό, αλλά ανακατεύοντας τα χαρακτηριστικά αυτών των δύο, από τη βία ως πολιτικό μέσο μέχρι τις πολιτικές διώξεις, προσπάθησε να αποδείξει τη νομοτελειακή εκτροπή της επαναστασης από κάθε ανθρωπιστικό στόχο. Αν υπήρξε κάποια αμφισβήτηση εσωτερικά στον ιστοριογραφικό κλάδο, με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και μετά το 1991 επικράτησε η απόλυτη σύγχυση, οδηγώντας πολλούς από όσους υποστήριζαν τη Ρωσική Επανάσταση ως μία λαϊκή, μαζική εξέγερση, να καταλήγουν στην πορεία σε εντελώς διαφορετικά συμπεράσματα.
Για την αναθεωρητική ιστοριογραφία, η επανάσταση κατέληξε στον σταλινισμό λόγω αντιφάσεων που προϋπήρχαν στο εσωτερικό της. Η επανάσταση δηλαδή δεν προδόθηκε από τον Στάλιν, αλλά ο Στάλιν ήταν η φυσική εξέλιξη της, μια άποψη που πέρα από όλα τα άλλα είναι ιδιαίτερα εξυπηρετική ως προς τη νομιμοποίηση του καθεστώτος του 1990, και τον εξοβελισμό της ιδέας μιας πιο ριζοσπαστικής αλλαγής προερχόμενης άμεσα από τα κάτω. Ο Μάικ Χέινς κάνει κριτική σε αυτή τη ματιά, τονίζοντας πως αν τα γεγονότα ήταν αποτέλεσμα επιλογών, αυτές δεν μπορεί να ανήκαν μόνο στους μπολσεβίκους. Ακόμα κι αν επιλέγαμε να μην συμπεριλάβουμε σε μια ανάλυση τις συνθήκες κατά τις οποίες πάρθηκαν οι όποιες επιλογές, καθώς και το παρελθόν που οδήγησε σε αυτές, επιλογές είχαν και όσοι δεν ακολούθησαν τον δρόμο των μπολσεβίκων, και όσοι εγκατέλειψαν την επανάσταση, και όσοι αποχώρησαν από τα Σοβιέτ. Η ανάλυση που θέλει τους μπολσεβίκους να είναι η αιτία και το αποτέλεσμα μαζί, για τον Μάικ Χέινς δεν μπορεί παρά να είναι μονόπλευρη και να προσφέρει σημαντικό άλλοθι για όσα ακολούθησαν.
Στο πέμπτο κεφάλαιο του έργου με τίτλο «Η κατάστασή μας είναι εντελώς τραγική: η «Ευφορία» των Μπολσεβίκων το 1920», ο Λαρς Τ. Λι (Lars T. Lih), έχοντας ήδη δανειστεί για τον τίτλο του κεφαλαίου μια φράση από ομιλία του Τρότσκι, αφιερώνει στην περίπτωση του ολόκληρο το θέμα του κεφαλαίου. Θεωρώντας πως ο Λέων Τρότσκι αποτελεί μία από τις πιο ομιλητικές και έγκυρες φωνές του 1920, εστιάζει στα κείμενα του, καθώς και στις ομιλίες του, για να αποδείξει το μέγεθος των παρερμηνειών στις οποίες έχουν προχωρήσει κατά καιρούς οι ιστορικοί. Υποστηρίζει πως πολλοί ιστορικοί, από ξεχωριστά ιδεολογικά ρεύματα και ανάλογα με αυτά, έχουν χρησιμοποιήσει τον Τρότσκι ως άλλοθι για να φτάσουν σε συμπεράσματα που απέχουν από τις επιστημονικές μεθόδους, και που η ανάδειξή τους λειτουργεί πολλές φορές ως αυτοσκοπός, και προϋπάρχει της όποιας έρευνας. Για παράδειγμα, ιστορικοί της αριστεράς που τοποθετούνται στον ιδεολογικό χώρο του τροτσκισμού, βασιζόμενοι στα λεγόμενα του Τρότσκι έχουν προσπαθήσει να υποστηρίξουν πως ουδέποτε υπήρξε σοβαρή «εθνική κρίση» μετά τη Ρωσική επανάσταση, ενώ από την άλλη πλευρά οι αναθεωρητές ιστορικοί έχουν χρησιμοποιήσει την κριτική του Τρότσκι στα αισιόδοξα άρθρα των εφημερίδων της εποχής, καθώς επίσης και στις πιο αισιόδοξες φωνές από τον ίδιο εν γένει, για να αποδείξουν πως οι μπολσεβίκοι ήταν ικανοποιημένοι από τις συνθήκες που επικρατούσαν τη δεκαετία του 1920 και πως θεωρούσαν τους θεσμούς αυτούς ως την ενσάρκωση του ολοκληρωμένου σοσιαλισμού και ως ένα αξιοθαύμαστο και λειτουργικό σύστημα.
Ο Λαρς Τ. Λι θεωρεί πως οι ιδεολογικές παρωπίδες υπάρχουν και παίζουν σημαντικό ρόλο στην εξαγωγή συμπερασμάτων, αλλά δεν είναι οι μοναδικές αιτίες για τις όποιες παρερμηνείες. Σε ένα σημείο του έργου του π.χ στέκεται στο ζήτημα της μετάφρασης και στον όρο τρουνταγάβια παβίνοστ που συναντάει κανείς στο Τρομοκρατία και Κομμουνισμός. Οι μεταφράσεις που έχουν γίνει για τον συγκεκριμένο όρο ξεκινούν από το «εργατικό καθήκον» του ίδιου του Λαρς Τ. Λι, και καταλήγουν στην «εργατική επιστράτευση» ή και «καταναγκαστική εργασία». Συνειδητοποιούμε έτσι τη σημασία της μετάφρασης ως προς την εξαγωγή των συμπερασμάτων, στην προκειμένη για την άποψη του Τρότσκι ως προς την χρήση του μέτρου του καταναγκασμού στο ζήτημα της εργασίας, που τόσο έχει απασχολήσει και απασχολεί μέχρι και σήμερα. Για την πλειονότητα των ιστορικών, ο Τρότσκι πρότεινε ένα καταναγκαστικό μοντέλο ως ιδανικό για την σοσιαλιστική κοινωνία που θα διαρκούσε για πάντα. Ο Λαρς Τ. Λι αντιθέτως, θεωρεί πως ο Τρότσκι υπερασπιζόταν το μέτρο του καταναγκασμού ως δευτερεύον μέτρο και ως δικαίωμα -όχι ως ιδανική συνθήκη- για την αντιμετώπιση μιας έκτακτης ανάγκης, όπου όσο θα βελτιωνόταν η ίδια, τόσο θα υποχωρούσε και ο καταναγκασμός έως ότου να εξαφανιστεί πλήρως. Κατά βάση όμως, ο Λαρς Τ. Λι δεν επιχειρεί να δώσει τελικές απαντήσεις σε μεγάλα ερωτήματα, όπως ο ίδιος παραδέχεται, αλλά προσπαθεί να προτείνει τη σωστή για τον ίδιο μεθοδολογία και τους σωστούς τρόπους προσέγγισης και ανάγνωσης των κειμένων για την ερμηνεία της ιστορίας των μπολσεβίκων. Ο ίδιος παίρνει θέση υπέρ του ότι δεν γνωρίζουμε τα βασικά στοιχεία της οπτικής των μπολσεβίκων, και πως αυτή είναι μια απαραίτητη συνειδητοποίηση για την πρόοδο της ιστορικής έρευνας.
Στο κεφάλαιο με τίτλο Ο νέος αντικομμουνισμός: Ξαναδιαβάζοντας τον 20ο αιώνα o Έντσο Τραβέρσο (Enzo Traverso) καταπιάνεται με την αντικομμουνιστική προπαγάνδα και δίνει ιδιαίτερο χώρο στο είδος αυτής που προωθεί την εξίσωση του ναζισμού και του κομμουνισμού σε μια ολοκληρωτική βάση. Για να στηρίξει την ανάλυση του ο Τραβέρσο, εμβαθύνει στη σκέψη τριών ιστορικών που πρωτοστάτησαν στην προσπάθεια ταύτισης των δύο συστημάτων: του Ερνστ Νόλτε (Ernst Nolte), του Φρανσουά Φυρέ (Francois Furet), και του Στεφάν Κουρτουά (Stéphane Courtois) .
Ο Ερνστ Νόλτε, που έχει αναφερθεί ξανά σε αυτό το κείμενο, υπήρξε υπέρμαχος της άποψης πως η Ρωσική Επανάσταση και η οικοδόμηση της Σοβιετικής Ένωσης, ήταν το σημείο μηδέν για το ξέσπασμα ενός «ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου». Συγκεκριμένα, υποστήριζε πως η ναζιστική θηριωδία -της οποίας την εγκληματική φύση δεν αρνείται- δεν αποτέλεσε τίποτα περισσότερο παρά αντίδραση στον μπολσεβικικό κίνδυνο. Για τον Νόλτε, ο αντισημιτισμός, ήταν στην ουσία αντιμπολσεβικισμός. Το πρόταγμα της ολοκληρωτικής εξόντωσης των Εβραίων, αποτέλεσε απλώς μια αμυντική στάση απέναντι στο κομμουνιστικό πρόταγμα για την εξόντωση μιας «παγκόσμιας τάξης».
Ο Φρανσουά Φυρέ με τη σειρά του, εξομοιώνει τον ναζισμό και τον κομμουνισμό, αφού πρώτα εξισώνει τον καπιταλισμό με τη δημοκρατία. Έτσι, αντιλαμβάνεται τον ναζισμό και τον κομμουνισμό ως δύο συστήματα που ναι μεν είχαν διαφορές, αλλά είχαν περισσότερες ομοιότητες, αφού μάλιστα είχαν έναν κοινό εχθρό. Τόσο η εφαρμογή του ναζισμού όσο και η προσπάθεια εφαρμογής του κομμουνισμού, για τον Φυρέ αποτέλεσαν τραγικές παρενθέσεις στη νομοτελειακή επικράτηση του Φιλελευθερισμού. Αντιδραστικά δόγματα που μέσα σε όλες τους τις διαφοροποιήσεις, είχαν ως βασικό τους στόχο τον πόλεμο με την δημοκρατία.
Τέλος, ο Στεφάν Κουρτουά διακρίνει την ομοιότητα στην επινόηση ενός «μεγάλου εχθρού», ο οποίος για τον κομμουνισμό μπορεί να είναι μία τάξη, ενώ για τον ναζισμό μία φυλή. Ακόμα, από τους τρεις είναι αυτός που φέρει περισσότερα κατάλοιπα ενός παλαιού αντικομμουνισμού και εξομοιώνει τα δύο συστήματα στη βάση του ολοκληρωτισμού. Ως αντιπρόταση, δεν υπάρχει άλλη από τη φιλελεύθερη δημοκρατία.
Ο Έντσο Τραβέρσο επικρίνει τις θεωρίες αυτές, βρίσκει τα κοινά τους ψήγματά και προχωράει σε μία ανάλυση για τις σημαντικές διαφορές μεταξύ κομμουνισμού και ναζισμού. Για τον Τραβέρσο ο κομμουνισμός, παρά τις σταλινικές αντι-ανθρωπιστικές εκτροπές της προσπάθειας εφαρμογής του, έχει τις ρίζες του στον ορθολογικό ανθρωπισμό του 18ου αιώνα και στον διαφωτισμό, μια σχέση που εξηγεί γιατί πολλοί από τους πολέμιους του σταλινισμού υπήρξαν μαρξιστές, και τον πολέμησαν πάνω σε ανθρωπιστικές βάσεις. Ο ναζισμός, είναι ένα καθαρά αντιδιαφωτιστικό φαινόμενο που εκβιομηχάνισε το έγκλημα, εργαλειοποίησε τη βαρβαρότητα, και εν αντιθέσει με τον κομμουνισμό δεν είχε καμία διάθεση να καταργήσει την καπιταλιστική κοινωνία, παρά μόνο να αλλάξει κάποια από τα «ιδανικά» της.
Ο Μαρκ Φερό (Marc Ferro), στο κεφάλαιο Κομμουνισμός, ναζισμός, αποικιοκρατία: Έχει αξία η αναλογία; παρεμβαίνει στην συζήτηση γύρω από την σύγκριση του ναζισμού και του κομμουνισμού, προσθέτοντας τον παράγοντα της αποικιοκρατίας και προσπαθώντας να αναδείξει ομοιότητες και διαφορές. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το σημείο στο οποίο αναφέρει τα λόγια του ποιητή Εμέ Σεζέρ: «αυτό για το οποίο οι βαθιά χριστιανοί αστοί του 20ου αιώνα […] δεν μπορούν να συγχωρέσουν τον Χίτλερ δεν είναι το ίδιο το έγκλημα […] δεν είναι ο εξευτελισμός του ανθρώπου αυτού καθαυτόν, αλλά το έγκλημα κατά του λευκού ανθρώπου […] καθώς και ότι εφάρμοσε στην Ευρώπη αποικιακές διαδικασίες που, μέχρι τότε, επιφυλάσσονταν αποκλειστικά για τους Άραβες στην Αλγερία, τους κούληδες στην Ινδία και τους μαύρους στην Αφρική».
Καθώς εντοπίζει και αναδεικνύει κάποιες παραλληλίες μεταξύ των περιπτώσεων, στέκεται και αυτός –όπως και αρκετοί από τους άλλους συγγραφείς– στη μεθοδολογία της ανάγνωσης και της ερμηνείας, ώστε να απαντήσει στο αν έχει αξία η όποια αναλογία. Υποστηρίζει ότι η μελέτη των διαφορετικών καθεστώτων αποκλειστικά γύρω από το πεδίο των εννοιών, παρά τα όσα προσφέρει, αποκρύπτει τον τρόπο με τον οποίο η εφαρμογή τους γίνεται αντιληπτή και βιώνεται από τις κοινωνίες. Σημειώνει ότι δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως η ιστορία του κομμουνισμού και του ναζισμού δεν αποτέλεσε μόνο μια ιστορία ιδεολογίας και πολιτικής, αλλά και μια ιστορία της συνειδητής και ενεργής ανάμιξης των πολιτών στην εφαρμογή των καθεστώτων αυτών, επομένως το να εξετάζουμε τις ιδέες και τις θεωρίες ανεξάρτητα από τις εκδηλώσεις τους στην κοινωνική ζωή είναι αναγωγικό και άγονο. Στη συνέχεια, μεταφέρει τη σύγκριση μεταξύ του κομμουνισμού, του ναζισμού και της αποικιοκρατίας, στο επίπεδο της σχέσης μεταξύ των αρχικών προθέσεων της εκάστοτε πολιτικής και των αποτελεσμάτων που κατέληξε να έχει.
Για πολλούς από τους αναθεωρητές ιστορικούς, η αρνητική αποτίμηση του κομμουνιστικού παραδείγματος είναι τόσο επικεντρωμένη σε αρνητικά αποτελέσματα που ουδεμία σχέση είχαν με τις αρχικές προθέσεις, όσο η αξιολόγηση της αποικιοκρατίας γίνεται με επίκεντρο «θετικά» αποτελέσματα που βγήκαν στην επιφάνεια σε βάθος χρόνου, και δεν ήταν ποτέ στις διαθέσεις των αποικιοκρατών. Μέσα από μια πλούσια επιχειρηματολογία ο Μαρκ Φερό, στο μέρος που του αναλογεί, αντικρούει αυτόν τον τύπο της ιστοριογραφικής έρευνας.
Στο 8ο κεφάλαιο με τίτλο Τι παράγει η δημοκρατία; Επαναστατικές κρίσεις, λαϊκές πολιτικές και δημοκρατικές κατακτήσεις στην Ευρώπη του 20ου αιώνα, τη σκυτάλη παίρνει ο Τζεφ Ίλι (Geoff Eley) για να αναπτύξει την έννοια της δημοκρατίας και τις αλλαγές που αυτή υπέστη έπειτα από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Για τον Ίλι, Το «δημοκρατικό» έδαφος που τα κέντρα εξουσίας ισχυρίζονταν πως άρχισε να κερδίζεται με τη λήξη του σοβιετικού εγχειρήματος, αναφερόταν πλέον σε μια διαφορετική «δημοκρατία» που στο κέντρο της βρίσκονταν οι «οικονομικές ελευθερίες», οι προωθημένοι νόμοι της αγοράς και τα ατομικά δικαιώματα που παραχωρούνταν από τις πεφωτισμένες ελίτ στη «μάζα». Στη νέα αφήγηση, η συλλογική δράση και διεκδίκηση αποσυνδέθηκαν από τη «δημοκρατία» και με αργά, αλλά σταθερά βήματα μπήκαν στο περιθώριο, όπως και κάθε μορφή πολιτικής παρέμβασης. Ενισχυτικά σε αυτή την προσπάθεια έδρασε η αναθεωρητική τάση της ιστοριογραφίας, εμμένοντας σε αναγνώσεις που περιόριζαν τη σημασία της συλλογικής δράσης και των κοινωνικών αλλαγών με την συμμετοχή της ίδιας της κοινωνίας.
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η ανάδειξη του έμφυλου ζητήματος από την πλευρά του συγγραφέα, με τον ίδιο να παίρνει θέση υπέρ του ότι τα δικαιώματα που κερδήθηκαν, κερδήθηκαν μέσα από φεμινιστικούς αγώνες των οποίων ο δρόμος ανοίχτηκε μέσα από τις επαναστατικές διαδικασίες του παρελθόντος. Στο πεδίο των δικαιωμάτων των γυναικών, που η «μετασοβιετική» δημοκρατία ευαγγελίζεται πως προχώρησε όσο κανείς, τα όρια του φιλελεύθερου εκδημοκρατισμού δοκιμάστηκαν και απέτυχαν. Πέρα από το έμφυλο ζήτημα όμως (αλλά και μέσα από αυτό), για τον συγγραφέα η έννοια του εκδημοκρατισμού δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς να εμπεριέχει τις λαϊκές κινητοποιήσεις, και όπως πολύ γλαφυρά αναφέρει στο κλείσιμο «σε κρίσεις σαν αυτές –στις μεγάλες στιγμές του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα που αναβάθμισαν τη δημοκρατία– τα κοινοβούλια και οι αίθουσες συνεδριάσεων πάντα ξεπερνιόνταν από τους δρόμους» (σελ. 428).
Επαναστάσεις: Μεγάλες, ακίνητες και αμίλητες είναι ο τίτλος του 9ου και τελευταίου κεφαλαίου, του Ντανιέλ Μπενσαΐντ (Daniel Bensaid) , που αναλαμβάνει να κλείσει το συλλογικό αυτό έργο, ίσως με τον πιο ποιητικό τρόπο, με ένα «ερωτικό γράμμα» προς τις επαναστάσεις. Επιλέγοντας να μην ασχοληθεί ιδιαίτερα με το ζήτημα του αναθεωρητισμού, αναλύει την έννοια της επανάστασης και τα συστατικά στοιχεία αυτής, με ένα ταξίδι από την Γαλλική Επανάσταση στους Ζαπατίστας, σε διάφορα σημεία του οποίου εμφανίζονται ο Καντ, ο Χέγκελ, ο Μπουρντιέ, ο Μαρξ, ο Λένιν, ο Τρότσκι, η Άρεντ, ο Αλτουσέρ και ο Μπαντιού με το συμβάν του· ο Φουκώ και το πρόβλημα της επιθυμίας της επανάστασης και ο συγγραφέας που εμφανώς δεν το συμμερίζεται· η νεωτερικότητα και η επίμονη μεταμοντέρνα ρητορική. Καθ’όλη τη διάρκεια του κεφαλαίου αιωρείται το ερώτημα για το αν η επανάσταση είναι επιθυμία ή ανάγκη. Ο συγγραφέας επιμένει, η επανάσταση είναι το φως και η αντεπανάσταση το σκοτάδι. «Να παραμείνουμε έτοιμοι για τα συμβάντα που προετοιμάζει ο τυφλοπόντικας. (…)Ο τυφλοπόντικας είναι προφητικό πλάσμα» (σελ.456).
Δεν χρειάζεται να συμμερίζεται κανείς την άποψη των συγγραφέων για τις επαναστάσεις. Δεν χρειάζεται να συμμερίζεται κανείς την άποψη υπέρ της αναγκαιότητας της επανάστασης (όποια κι αν είναι τα χαρακτηριστικά αυτής). Το Ιστορία και Επανάσταση- Αντικρούοντας τον αναθεωρητισμό είναι ένα κάλεσμα πίσω στο συλλογικό και το κοινωνικό. Είναι ένα κάλεσμα για μελέτη των επαναστάσεων, για το πριν και το μετά τους, για το τι πήραν μαζί τους και τι έφεραν. Βλέπει τις επαναστάσεις ως ρόδες της ιστορίας σε πείσμα του αναθεωρητισμού που τις αντιλαμβάνεται ως δυσάρεστες παρενθέσεις σε μια προκατασκευασμένη, ένδοξη πορεία τής –πάντα φιλελεύθερης– ανθρωπότητας με οδηγούς τους «μεγάλους» που δεν τους αφήνουν να προχωρήσουν οι παρασυρμένες «μάζες». Μια άποψη που για να της εναντιωθεί κανείς, σίγουρα δεν είναι απαραίτητο να επιθυμεί επαναστάσεις.
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.