Η Αθήνα επί τουρκοκρατίας |
από Ερανιστής
Απόσπασμα της «Διήγησης» του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στον Γεώργιο Τερτσέτη:
«Τὰ ψηφίσματα τῆς συνελεύσεως εἰς τὸ Ἄργος ἔβαλαν βάσεις συνταγματικῆς κυβερνήσεως. Ἀφοῦ ἐκλέχθη ἡ Γερουσία, ἐσύστησε ὁ Κυβερνήτης καὶ ἐπιτροπὴ διὰ νὰ ἑτοιμάσει σύνταγμα. Μερικοὶ προύχοντες ἐδυσαρεστήθηκαν· κοντὰ εἰς αὐτοὺς οἱ Ὑδραῖοι, διατὶ δὲν τοὺς ἔδιδε ὁ Κυβερνήτης εὐθὺς τὰ ὅσα εἶχαν ἐξοδεύσει εἰς τὴν ἐπανάστασιν. Οἱ Χῖοι, διατὶ τοὺς ἐζήτησε λογαριασμόν. Ἐκακοφάνηκε καὶ μερικῶν λογιοτάτων, διὰ τὴν ἐλευθερίαν τῆς ἐφημερίδος. Ἐζήτησαν σύνταγμα, καὶ ἔτζι οἱ προύχοντες οἱ παραπονεμένοι, ἑνωμένοι μὲ τοὺς Ὑδραίους καὶ ἄλλους δυσαρεστημένους, ἔβγαλαν ἐμπροστὰ διὰ πρόφασιν τὸ σύνταγμα. Ἠμπορεῖ μεταξὺ τῶν προκομμένων νὰ ἐπίστευαν, ὅτι εἶναι καλὸ τὸ σύνταγμα διὰ νὰ ἔμβει εἰς ἐνέργειαν εὐθύς, πλὴν οἱ κοτσαμπασῆδες καὶ μερικοὶ ἄλλοι τὸ μετεχειρίστηκαν ὡς πρόσχημα. Ἐμβῆκε μέσα καὶ ξένος δάκτυλος καὶ ἐρέθιζε τὰ πράγματα.
– Πρὶν νὰ σκοτωθεῖ ὁ Κυβερνήτης, ἠκολούθησαν καὶ ἄλλα. Ἀπὸ τὴν Ὕδραν ἔστειλαν μία ἐπιτροπὴ ἀπὸ τὸν Παπαλεξόπουλον, τὸν Σπηλιωτόπουλον καὶ ἄλλους εἰς τὴν Μάνην, ἰδώθηκαν μὲ τὸν Κατσάκο, ἐκήρυξαν τὸ σύνταγμα, ἔστειλαν καὶ τρία καράβια οἱ Ὑδραῖοι διὰ νὰ ὑποστηρίξουν τὰ κινήματα τῶν Μανιατῶν. Ἤμουν εἰς τὴν Καρύταιναν· τότε ἔλαβα ἕνα γράμμα ἀπὸ τὸν Κυβερνήτην, διὰ νὰ στείλω στρατεύματα εἰς τὴν Καλαμάταν, διὰ νὰ φυλάξω αὐτὴν τὴν πόλιν ἀπὸ τὴν λεηλασίαν τῶν Μανιατῶν.
Ἔστειλα (3) τὸν Γενναῖο μὲ ἕνα τάγμα ρουμελιώτικο καὶ μὲ πολλοὺς Πελοποννησίους. Ἐπῆγε εἰς τὴν Καλαμάταν, ἦλθαν οἱ Μανιάτες ἐπολιόρκησαν τὸν Γενναῖον. Τὸ τάγμα τὸ ρουμελιώτικο τοῦ Ἀλεξάκη (καὶ ὁ Κώστας δὲν ἦτον ἐκεῖ) ἀπίστησε καὶ ἐγύρισε μὲ τοὺς Μανιάτες.
Ἔρχεται ὁ Ρικόρδος, τότε ἡ ἰδία ἐπιτροπὴ καίει τὰ δύο καράβια τὰ Ἐθνικὰ καὶ ἕνα Ὑδραίϊκο τὸ περίλαβε ὁ Ρικόρδος. Κινῶ μὲ 400 καβαλλαραίους τακτικοὺς καὶ ἀτάκτους, καὶ ἔστειλαν καὶ ἦλθαν ἕως 4.000 ἀπὸ τὲς ἐπαρχίες. Οἱ Φραντζέζοι σὰν ἔμαθαν ὅτι ἐγὼ ἐσύναξα στρατιῶτες διὰ νὰ βαρέσουν τοὺς Μανιάτες, ἔστειλαν ἕνα τάγμα χωρὶς πρόσκληση τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως καὶ ἔπιασαν τὴν Καλαμάτα καὶ ἐκήρυξαν ὅτι οὔτε τοῦ ἑνός, οὔτε τοῦ ἄλλου μέρους δέχονται.
Ἐπῆγα εἰς τὸ Νησί καὶ ἦλθε ἕνα τάγμα γαλλικό, καὶ μοῦ εἶπε ὁ ἀρχηγός των, ὅτι εἶναι προσταγμένος ἀπὸ τὸν στρατηγόν του νὰ ἔμβει μέσα εἰς τὸ Νησί. Ἐγὼ τοῦ εἶπα: «Ὅταν ἐσὺ εἶσαι προσταγμένος ἀπὸ τὸν στρατηγόν σου, ἐγὼ εἶμαι ἀπὸ τὴν Κυβέρνησίν μου νὰ πιάσω τὸ Νησί. Ἂν θέλετε, σᾶς δέχομαι μέσα, καὶ σᾶς δίδω ὅ,τι σᾶς χρειάζεται». Αὐτὸς μοῦ λέει ὅτι εἶναι προσταγμένος νὰ ἀναχωρήσετε καὶ νὰ ἐμβοῦμεν μέσα. Ἐγὼ τοῦ εἶπα ὅτι: «Εἶμαι διαταγμένος ἀπὸ τὴν Κυβέρνησίν μου νὰ μείνω καὶ ἂν θέλετε ἂς γράψει ὁ στρατηγός σας εἰς τὴν Κυβέρνησιν, καὶ ἂν μὲ διατάξει ὁ Κυβερνήτης, ἀναχωρῶ». Ἐκεῖνοι μὲ ἀποκρίθηκαν: «Θὰ ἐμβοῦμεν, καὶ ἂν ἀκολουθήσει πόλεμος εἶναι εἰς βάρος σου». Ἐγὼ τοῦ ἀπεκρίθηκα ὅτι: «Ἂν ἀρχίσω ἐγὼ τὸν πόλεμον εἶναι εἰς βάρος μου, εἰδὲ καὶ ἂν ἀρχίσετε ἐσεῖς εἶναι τὸ βάρος ἐδικόν σας». Ἐνόμιζαν νὰ μὲ φοβίσουν καὶ νὰ τραβηχθῶ. Ἐκάθησαν τρεῖς ἡμέρες ἀπέξω ἀπὸ τὸ Νησὶ καὶ ἔβρεχε, τοὺς εἶπα νὰ ἔμβουν καὶ νὰ πιάσουν ἕνα μαχαλά, καὶ γράψετε εἰς τὴν Κυβέρνησιν, καὶ ἂν αὐτὴ μὲ διατάξει νὰ ἀναχωρήσω, εὐθὺς ἀναχωρῶ καὶ ἀπὸ τὸ σπίτι μου ἂν ἦτο. Βλέποντες ὅτι δὲν ἠμποροῦν νὰ μὲ βγάλουν, ἐτραβήχθηκαν ὅλοι εἰς τὴν Καλαμάτα. Ὅταν ἀνεχώρησε ὁ Γενναῖος ἀπὸ τὴν Καλαμάταν, τὴν ἔγδυσαν οἱ Μανιάτες, καὶ μόνον ἐγλύτωσαν τὰ σπίτια μερικῶν συνταγματικῶν. Οἱ Ὑδραῖοι ἀφοῦ εἶδαν τὸν Ρικόρδο νὰ ἔρχεται, ἔκαψαν τὰ δύο καράβια, ὁποὺ ἦτον ἐθνικά, καὶ τὸ τρίτο καράβι, ὁποὺ ἦτον ἰδιόκτητον, τὸ ἄφησαν σῶο καὶ τὸ ἐπῆρε ὁ Ρικόρδος. Οἱ Μανιάτες ἔγδυσαν τὴν ἐπιτροπὴν τὴν σταλμένη ἀπὸ τὴν Ὕδρα καὶ ὅλους τοὺς Ὑδραίους, ὁποὺ εἶχαν φύγει ἀπὸ τὰ καράβια, τοὺς περίλαβαν τὰ φραντζέζικα καὶ τοὺς ἔστειλαν εἰς τὴν Ὕδραν. Αὐτὴ ἡ ἐπιτροπὴ ἦλθε εἰς τὴν Μάνη καὶ ἐκήρυξε σύνταγμα, ἐλευθεριά, νὰ μὴ πληρώνει παρὰ ἕνα στὰ δέκα, καὶ τοὺς ἔπαιρναν ἐννέα στὰ δέκα, καὶ ἐζήμιωσαν καὶ τὴν Καλαμάταν μὲ 500.000 γρόσια. Τέτοιο σύνταγμα ἐκήρυτταν, σύνταγμα ἁρπαγῆς. Ἔμαθα ὅτι ἦλθε τότε ὁ Ρικόρδος εἰς τὸ Ἁλμυρὸ καὶ ἐκίνησα μὲ ὅλην τὴν καβαλλαρίαν, τακτικὴν καὶ ἄτακτη. Εἰς τὴν τακτικὴν καβαλλαρία ἦτον ὁ Καλλέργης, εἰς τὴν ἄτακτη ὁ Χατζῆ Χρίστος. Τὸν ἀντάμωσα καὶ ἐπέστρεψα εἰς τὸ Νησί· ὁ Ρικόρδος ἐπῆγε εἰς τὴν Τζίμοβα, ἐκατέβηκε ἡ μάνα τοῦ Μαυρομιχάλη, ὁμίλησε μὲ αὐτὸν καὶ ἔπειτα ἐκίνησε διὰ τὸ Ναύπλιον.
Ὅταν ἔκαψε ὁ Μιαούλης τὰ καράβια, ἐβόγγησε ὅλο τὸ ἔθνος διὰ τὴν ἀδικιὰν ὁποὺ ἔκαμε, νὰ κάψει τὰ ἐθνικὰ καράβια. Μερικοὶ βλέποντες, ὅτι οὔτε μὲ ἐπιτροπάς, οὔτε μὲ ἀποστασίας δὲν ἔκαμναν τίποτε, ἐσυμβουλεύθηκαν μερικοὶ καὶ ἀπεφάσισαν νὰ σκοτώσουν τὸν Κυβερνήτην. Ἐκεῖνες τὲς ὧρες ἔλαβα διαταγὴ νὰ ὑπάγω εἰς τὸ Ναύπλιον καὶ νὰ πάρω μαζί μου καὶ τὴν τακτικὴν καβαλλαρία, καὶ τὴν ἄτακτη μὲ τὸ πεζικὸ στράτευμα νὰ τὰ ἀφήσω μὲ τὸν Γενναῖον εἰς τὴν Μεσσηνίαν, διὰ νὰ ἐπαγρυπνοῦν τὰ κινήματα τῶν Μανιατῶν, νὰ μὴν ἔβγουν καὶ λεηλατήσουν τὸν τόπον.
Ὁ Πέτρος Μαυρομιχάλης εἶχε φύγει τὸν χειμώνα κρυφίως ἀπὸ τὸ Ἀνάπλι διὰ νὰ περάσει εἰς τὴν Ζάκυνθον, διὰ νὰ ὑπάγει εἰς τὴν Μάνην. Ὁ καιρὸς τὸν ἔρριξε κατὰ τὸ Κατάκωλον. Ὁ ἐκεῖ τότε διοικητὴς Ἀναγνωστόπουλος τὸν παρέλαβε καὶ τὸν ἔστειλε εἰς τὸ Ἀνάπλι, καὶ τὸν ἔβαλε εἰς φύλαξιν ἀναπαυτική, καὶ εἶχε ὅλα του τὰ ἀναγκαῖα πλουσιοπάροχα. Τὸν Γιάννην Κατζῆ τὸν ἔπιασε καὶ τὸν ἔβαλε εἰς τὸ Παλαμήδι, τὸν δὲ Κωνσταντίνον καὶ Γεώργιον Μαυρομιχάλην καὶ Κατζάκο εἶχε ὑπὸ φύλαξιν, νὰ εὑρίσκονται εἰς τὴν χώραν τοῦ Ἀναπλιοῦ. Ὁ Κατζάκος ἔφυγε καὶ ἐπῆγε εἰς τὴν Μάνη καὶ ἔκαμνε τὰ συντάγματα αὐτά. Εἰς αὐτὸν τὸν καιρὸν εἶναι ὁποὺ ἐσυμβουλεύθηκαν νὰ σκοτώσουν τὸν Κυβερνήτην. Τοὺς ἐγύρισαν τὰ μυαλά, τάζοντές τους χιλιάδες τάλλαρα καὶ ἄλλα, καὶ ἂν δὲν ἐπαρακινοῦντο αὐτοὶ ἀπὸ μεγάλες ὑποσχέσεις, καὶ νὰ εἶναι βέβαιοι ὅτι θὰ γλυτώσουν, δὲν τὸ ἀποφάσιζαν ποτέ. Ἔτζι, ὡς προεῖπα, ἐπῆγαν εἰς τὴν πόρταν τῆς ἐκκλησίας τὴν Κυριακὴν τὴν αὐγήν, ἐχαιρέτησαν τὸν Κυβερνήτην· ὁ Κυβερνήτης εἶχε μόνον δύο, ἕνα κουλοχέρη καὶ ἕναν ἄλλον. Ἐμβαίνοντας εἰς τὴν πόρταν, ὁ Κωνσταντίνος τοῦ ἔρριξε μιὰ πιστόλα εἰς τὸ κεφάλι, ὁ Γεωργάκης μιὰ μαχαιριὰ εἰς τὴν κοιλιὰ καὶ ἔμεινε ὁ Κυβερνήτης νεκρός, ξαπλωμένος εἰς τὴν πόρταν. Ἀφοῦ ἔκαμαν αὐτά, ἔτρεξαν νὰ φύγουν· ὁ Κωνσταντῖνος ἐλαβώθηκε θανατηφόρα ἀπὸ τὸν κουλοχέρη τὸν Κρητικό, ὁ δὲ Γεωργάκης κατέφυγε εἰς τοῦ Βαλιάνου τὸ σπίτι. Εἶδε ὅτι ἐκεῖ δὲν ἐμπορεῖ νὰ βασταχθεῖ καὶ ἐπῆγε εἰς τοῦ Ρουὰν τὸ σπίτι. Ὁ πολιτάρχης Παναγιώτης Κακλαμάνος δὲν ἐταράχθηκε διόλου, διότι ἦτον κι αὐτὸς μπασμένος εἰς τὴν ὑπόθεση. Ὁ Ζεράρ (2) ὁποὺ ἐδιοικοῦσε τὰ Ἑλληνικὰ τακτικὰ στρατεύματα, εὑρέθηκε καβάλλα μὲ τὸν ἀγιουτάντε του εἰς τὸν Πλάτανον, ὁποὺ ἦτον ὁ στρατώνας καὶ ἔλεγε: «Τίποτε, τίποτε, μείνετε ἥσυχοι». Ὁ Ἀλμέδας ὁποὺ ἦτον φρούραρχος μὲ τὸ πιστὸν στράτευμα, ὁποὺ ἦτον ὁρκωμένο, ἔκλεισε τὲς πόρτες, ἐδιαμοιράσθηκαν εἰς ὅλες τὲς τάπιες καὶ εἰς ἄλλας θέσεις τῆς πόλεως, ἔπιασαν καὶ διάφοροι ἄλλοι πολῖται τὰ ἄρματα, καὶ ἔτσι ἐφυλάχθηκε, ὁποὺ ἐκινδύνευσε νὰ χαθεῖ τὸ Ἀνάπλι. Τῆς εὐθὺς ἐσυνάχθηκε ἡ Γερουσία μὲ τοὺς Γραμματεῖς καὶ ἀπεφάσισαν νὰ κάμουν τριμελῆ ἐπιτροπὴ τὸν Αὐγουστίνον, ἐμένα καὶ τὸν Κωλέττη. Ὁ Αὐγουστίνος μὲ ἔστειλε εὐθὺς μὲ τὸν θάνατον τοῦ Κυβερνήτου ἕνα πεζοδρόμον, διὰ νὰ μοῦ δώσει εἴδησιν καὶ νὰ πάω εἰς τὸ Ἀνάπλι. Ἤμουν εἰς τὴν Τριπολιτσά, ἐκεῖνες τὲς ὧρες εὑρέθηκα εἰς τὴν Τριπολιτσά.
Ἡ Γερουσία ἐκοινοποίησε τὴν ἀπόφασίν της εἰς τὸν Αὐγουστίνον, ὁ Αὐγουστίνος εἶπε ὅτι δὲν δέχεται αὐτὴν τὴν θέσιν ἂν δὲν ἔλθει πρῶτον καὶ ὁ Κολοκοτρώνης νὰ ὁμιλήσωμεν. Ἐγὼ ἔλαβα τὴν εἴδησιν τὸ βράδυ, τὴν ἴδια Κυριακή, ἀπὸ τὸν πεζοδρόμον, ὅτι ὁ Κυβερνήτης ἐσκοτώθηκεν ἀπὸ τοὺς Μαυρομιχάληδες, καὶ ὁ ἕνας ἐσκοτώθηκε καὶ ὁ ἄλλος ἐπῆγε εἰς τὸν Ρουάν, δὲν ἤξευρα τίποτε ἄλλο περισσότερον. Τότε ἐσυλλογίσθηκα ὅτι εἶχε ἀποφασίσει ὁ Κυβερνήτης, ὅτι ἂν ἀποθάνει ἔξαφνα, νὰ γένει εὐθὺς συνέλευσις ἀπὸ τὸ ἔθνος. Εὐθὺς ἔκραξα τὸν διοικητὴν τῆς Τριπολιτζᾶς, ὁποὺ ἦτον ὁ Καρόρης, καὶ τοὺς γραμματικούς του, ἔγραψα παντοῦ διαταγὰς εἰς τὰ στρατεύματα ὁποὺ ἦταν μὲ τὸν Γενναῖον νὰ τραβηχθοῦν, καὶ ἔστειλα εἰς ὅλας τὰς ἐπαρχίας διὰ νὰ στείλουν τοὺς πληρεξουσίους των διὰ νὰ κάμωμεν συνέλευσιν καὶ ἐγὼ νὰ μείνω εἰς τὴν Τριπολιτζά. Διατὶ ἐγὼ δὲν ἤξευρα πού θὲ νὰ τραβήξω, οὔτε τί νὰ κάμω, οὔτε ἤξευρα τί ἐγίνετο εἰς τὸ Ἀνάπλι, μὲ τὰ γράμματα ἔστελνα παντοῦ καβαλλαραίους καὶ πεζούς, καὶ τοὺς ἀνάγκαζα νὰ ἔλθουν μία ὥρα ἀρχύτερα. Τὴν αὐγήν, ξημερώνοντας Δευτέρα, μὲ ἦλθαν δύο πεζοί, ὁ ἕνας κοντὰ εἰς τὸν ἄλλον, καὶ μοῦ ἔφεραν τὰς εἰδήσεις, ὅτι ἡ Γερουσία ἐψήφισε τριμελῆ ἐπιτροπή, ὅτι ὁ λαὸς ἐπολιόρκησε τὸν Γεωργάκη Μαυρομιχάλη εἰς τοῦ Ρουὰν τὸ σπίτι, ὅτι τὸν ἐζήτησαν ἀπὸ τὸν Ρουάν, ὅτι τὸν ἐπαράδωκε καὶ τὸν ἐπῆγαν εἰς τὸ Παλαμήδι καὶ μοῦ ἔλεγαν νὰ φθάσω μίαν ὥραν ἀρχύτερα.
Τὸ βράδυ εἶχα βαστάξει μυστικὸ καὶ δὲν τὸ ἐκοινοποίησα εἰς τὴν πόλιν, τὸν θάνατον τοῦ Κυβερνήτου. Τὴν αὐγὴν ὁποὺ τὸ ἔμαθαν οἱ πολῖται τῆς Τριπολιτζᾶς ἔμειναν νεκροί, ἄφησαν τὰ ἐργαστήριά των, τὲς δουλειές τους καὶ ἐπερπατοῦσαν εἰς τοὺς δρόμους ὡσὰν τρελλοί. Ἐγὼ ἔστειλα εἰς ὅλας τὰς ἐπαρχίας ταχυδρόμους μὲ δεύτερα γράμματα νὰ μείνουν ἥσυχοι αἱ ἐπαρχίαι, νὰ σταθοῦν οἱ ἔπαρχοι εἰς τὰς θέσεις των, καὶ νὰ ἐξακολουθοῦν τὰς ἐργασίας των. Τοὺς ἔδιδα καὶ τὴν εἴδησιν, ὅτι ἐκλέχθη μία ἐπιτροπὴ διὰ νὰ κυβερνήσει τὸν τόπον, καὶ ὅτι θέλει λάβει τὰ ἀναγκαῖα μέτρα διὰ νὰ βαστάξει τὴν ἡσυχίαν καὶ τὴν εὐταξίαν εἰς αὐτὴν τὴν κρίσιμον περίστασιν. Ἦλθαν οἱ προύχοντες τῆς πόλεως Τριπολιτζᾶς πρὶν ἀναχωρήσω διὰ τὸ Ναύπλιον, καὶ μοῦ εἶπαν ὅτι: «Τί νὰ γίνωμεν, ἐμεῖς φοβούμεθα νὰ μὴν πάθωμεν τίποτε, διότι ἡ πόλις μας εἶναι ἀνοικτὴ καὶ ξέφραγη». Τοὺς εἶπα νὰ βάλουν ντελάληδες καὶ νὰ διαβάσουν ὅσα ἔγραψα καὶ εἰς τὲς ἄλλες ἐπαρχίες. Αὐτοὶ μὲ ἐπαρεκάλεσαν νὰ βάλουν ντελάληδες νὰ μαζωχθοῦν οἱ πολῖται εἰς τὸ σχολεῖο καὶ νὰ ὑπάγω ἐγὼ νὰ τοὺς ὁμιλήσω. Τὸ ἐδέχθηκα, ἐσυνάχθηκαν οἱ πολῖται εἰς τὸ σχολεῖον, τοὺς ὁμίλησα διὰ μίαν ὥραν ὁλόκληρον, τοὺς εἶπα ὅσα ἔπρεπε νὰ τοὺς εἰπῶ εἰς τέτοιας περιστάσεις. Ἄφησα τὸ Σισινόπουλο μὲ 100 καβαλλαραίους διὰ τὴν ἡσυχίαν τοῦ τόπου, καὶ ἐγὼ ἐκίνησα, καὶ διὰ ἕξ ὥρας ἔφθασα εἰς τὸ Ἀνάπλι. Εἶχα μαζί μου 150 καβαλλαραίους. Ὁ λαὸς ἐζήτησε τὴν ἄδειαν καὶ ἄνοιξαν τὴν πόρταν καὶ ἐβγῆκαν εἰς προϋπάντησίν μου, ἕως τὸν τόπον ὁποὺ ἐξεμπαρκαρίσθηκε ὁ βασιλεύς, καὶ ὁ λαὸς ἀπεκεῖ μὲ ἐσυντρόφευσε ἕως τὸ σπίτι μου. Ἄλλοι ποὺ μὲ ἀπαντοῦσαν ἔκλαιγαν, ἄλλοι παραπονοῦντο καὶ ἐγὼ ἔλεγα εἰς ὅλο τὸν κόσμον: «Ἡσυχία». Πηγαινάμενος εἰς τὸ σπίτι τοὺς εἶπα: «Ἕλληνες, παγαίνετε εἰς τὰ σπίτια σας, μὴν ἔχετε κανέναν φόβον, καὶ τοῦ Θεοῦ ἡ δύναμις θέλει τὰ οἰκονομήσει ὅλα». Ἀπ᾿ ἐκεῖ ἐπῆγα ἐκεῖ ὁποὺ ἐκάθετο ὁ Αὐγουστίνος διὰ νὰ τὸν παρηγορήσω. Πηγαινάμενος ἐκεῖ ἐπαρηγόρησε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, καὶ ἔπειτα μοῦ λέγει: «Εἰς τὸν λαιμόν σου κρέμομαι καὶ ἐγὼ καὶ τὸ ἔθνος, καὶ κάμε ὅ,τι σοῦ φανεῖ εὔλογον». Ἐγύρισα εἰς τὸ σπίτι, ὁμίλησα τοῦ Ἀλμέϊδα, ὁποὺ ἦτον φρούραρχος καὶ ἐπὶ κεφαλῆς εἰς τὰ στρατεύματα τὰ τακτικά, καὶ τοῦ εἶπα νὰ βάλει ντελάληδες νὰ καθίσει ἥσυχος ὁ καθένας εἰς τὸ σπίτι του καὶ νὰ βγάλει τὰ ὅπλα (διατὶ ἦταν ὅλοι οἱ πολῖται ἀρματωμένοι), καὶ καθὼς ἐφέρθηκες τὲς τόσες ἡμέρες, νὰ φερθεῖς καὶ τώρα διὰ τὴν ἡσυχίαν. Τὸ τακτικὸν ἐστάθηκε πιστὸν εἰς τὸν ὅρκον του, καὶ ἐμπόδισε τὴν σφαγὴν καὶ τὴν φωτιά. Τώρα νὰ κάμετε ὅρκον εἰς τὴν ἐπιτροπήν, ἕως νὰ ἰδοῦμεν ποῦ θὰ κατασταλάξει τὸ πράγμα.
Τὴν ἄλλην ἡμέραν ἐσυνάχθηκε ἡ Γερουσία καὶ οἱ Γραμματεῖς καὶ ἡμεῖς ἐκάμαμεν τὸν ὅρκον καὶ ἐπήραμεν τὲς ὑπόθεσες τοῦ Κράτους ἐπάνω μας. Ὁ λαὸς ἐφώναζε διὰ τὸν φονέα Γεωργάκη: «Ἢ σκοτώνετε τὸν φονέα, καὶ πιάνετε καὶ τοὺς συμβούλους, εἰτεμὴ θὰ κάμωμεν ἐκδίκησιν μοναχοί μας καὶ θὰ κάμωμεν ὅ,τι ἠμπορέσωμεν». Τότε ἡμεῖς ἀπεφασίσαμεν στρατιωτικὸν δικαστήριον, τὸν ἔκρινε, τὸν ἐκαταδίκασεν εἰς θάνατον, καὶ ἐκτελέσθη ἡ ἀπόφασις εἰς τὴν Πρόνοια. Οἱ δύο ὑπηρέται καὶ ὁ Κακλαμάνος ἐβάλθηκαν εἰς φυλακήν, οἱ ὁποῖοι ἐμαρτύρησαν τὴν ἑταιρίαν ὁποὺ εἶχαν νὰ σκοτώσουν τὸν Κυβερνήτην. Ἐβιάσαμεν τὸν Ζερὰρ νὰ κάμει τὴν παραίτησίν του, εἰδεμὴ ἠθέλαμεν τὸν κηρύξει ὡς ἕναν ἐπίβουλον. Ἔδωκε τὴν παραίτησίν του, ἐβάλθη εἰς τὴν φυλακὴν καὶ ὁ υἱὸς τοῦ Καλαμογδάρτη καὶ οἱ ἄλλοι δὲν ἐμαρτυριῶντο ἀπὸ τὸν ἄλλο. Πολλοὶ τρελλοὶ ἤρχοντο καὶ μὲ ἐφορτώνοντο καὶ μοῦ ἔλεγαν: «Κολοκοτρώνη, ἐκδίκησιν κάμε, σκότωσε τοὺς φονεῖς». Καὶ ἐγὼ τοὺς ἐμάλωσα καὶ τοὺς ἔδιωξα ἀπὸ τὸ σπίτι, λέγοντάς τους: «Πηγαίνετε εἰς τὰ σπίτια σας, δὲν εἶναι ἐδική σας δουλειά».
Εἰς τὴν Ὕδραν, μόλις ἔμαθαν ὅτι ὁ Κυβερνήτης ἐσκοτώθηκεν, ἐκίνησεν ὁ Σπηλιωτόπουλος καὶ Παπαλεξόπουλος καὶ ἄλλοι, καὶ ἔτρεξαν εἰς τὸ Ἀνάπλι διὰ νὰ κάμουν ὅ,τι θέλουν καὶ νὰ βάλουν εἰς ταραχήν. Τοὺς ἐπιάσαμεν καὶ τοὺς ἐβάλαμεν εἰς τὸ Καστέλι. Ὅλαι αἱ ἐπαρχίαι καὶ αἱ νῆσοι τῆς Ἑλλάδος (ἐκτὸς τῆς Ὕδρας) ἔστειλαν ἀναφορές, ἔκλαιον τὸν θάνατον τοῦ Κυβερνήτου, καὶ ἀνεγνώριζαν καὶ τὴν Διοικητικὴν ἐπιτροπήν, καὶ ἐγκωμίαζαν τὴν πρᾶξιν τῆς Γερουσίας. Ἔστειλαν οἱ εὑρισκόμενοι εἰς τὴν Ὕδραν μία ἐπιτροπή, δὲν ἐδεχθήκαμεν. Ἴσως ἂν ἐφώταε τὴν Γερουσίαν ὁ Θεὸς καὶ ἔβαζε ἄλλον εἰς τὸν τόπον τοῦ Κωλέττη, ἠθέλαμεν πάει καλλίτερα. Ἐδιοικήσαμεν ἕως τρεῖς μῆνας, ἐκάμαμεν προκήρυξιν καὶ ἐπροσκαλέσαμεν τὸ ἔθνος εἰς συνέλευσιν, νὰ συναχθεῖ εἰς τὸ Ἄργος, καὶ ἐσυνάχθηκε. Τότε ἦλθαν καὶ ἀπὸ τὴν Δυτικὴν Ἑλλάδα καὶ ὁ διάβολος ἕνωσε καὶ τὸν Γρίβα, ὁποὺ ἐτρώγετο μὲ τὸν Τσόγκα, καὶ ἦλθον μαζὶ ὅλοι. Συνάζοντας ὅλο τὸ ἔθνος, ἐγὼ ἐμέτρησα μὲ τὸ νοῦ μου, ὅτι ἐὰν καὶ κάμωμεν ἄλλην κυβέρνησιν, οἱ ἔξω αὐλὲς θέλει μᾶς πάρουν ὅτι εἴχαμεν ὅλοι συνωμοσίαν διὰ τὸν σκοτωμὸ τοῦ Κυβερνήτη, διατὶ σκοτώνοντας τὸν Κυβερνήτη, καὶ ἀλλάζοντας τὴν κυβέρνηση νὰ βάλωμεν ἄλλους, βέβαια ὁ κόσμος θὰ μᾶς ἔπαιρνε ὅτι εἴμεθα ὅλοι συνωμότες, ἢ ὅτι ὁ Κυβερνήτης ἦτον τύραννος, διότι ἐδοκιμάσαμεν τὰ ἀπερασμένα χρόνια τῶν πολλῶν τὴν κυβέρνησιν, – καὶ εἶπα ὅτι, ἂς ἔμπει ὁ Αὐγουστίνος πρόεδρος μόνος καὶ ἡ συνέλευσις ἂς τοῦ βάλει Γερουσία νὰ ἀκούεται μὲ τὸν πρόεδρον, νὰ κυβερνήσει ἕως ποὺ νὰ γράψει στὲς Δυνάμεις νὰ μᾶς στείλουν βασιλέα. Καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον ἔκαμα τὴν παραίτησίν μου εἰς τὴν Συνέλευση. Ἀκούοντας ὁ Κωλέττης, ὅτι ἔκαμα τὴν παραίτησίν μου καὶ θὰ ἔβγει καὶ ἐκεῖνος καὶ ὅ,τι ἔκανε ὁ πρόεδρος θὰ ἦτον καλὰ γεναμένα, δὲν τοῦ ἄρεσε, καὶ ἄρχισε καὶ διέκοψε τοὺς Ἀνατολικοὺς καὶ Δυτικοελλαδίτας καὶ τοὺς καπεταναίους διὰ ἐμφύλιον πόλεμον. Ἐμεῖς ἐκάναμεν Συνέλευση καὶ τὰ κονάκια ὁποὺ εἶχαν οἱ πληρεξούσιοι καὶ οἱ Καπεταναῖοι ἦταν ἀνακατωμένα μὲ τὸ κόμμα τοῦ Ἔθνους. Ἀρχίνησε καὶ τὰ καταμέριζε τὰ κονάκια, καὶ ἔβαλε τὸν Γρίβαν, ὡς τρελλὸν ὅπου ἦταν, καὶ ἔφτιανε ταμπούρια εἰς τὰ κονάκια. Καὶ ἔτσι ἐπέρασε καὶ ἐκεῖνος καὶ ἐπῆγαν κατὰ μεριὰ ὅλη ἡ συντροφιά. Καὶ ἡ Συνέλευσις ἔβαλε φρουρὰ τὸν Κίτσο τὸν Τζαβέλα, καὶ εἶχαν γνώμη νὰ ἔλθουν εἰς τὴν Συνέλευσιν διὰ νὰ τὴν χαλάσουν, ἀλλὰ δὲν ἐκόταγαν νὰ ἔλθουν ἀπὸ τὴν φρουρὰ καὶ ἀπὸ τὰ ἄρματα. Καὶ ἔτσι ἡμέρα τὴν ἡμέρα αὔξαναν τὰ πάθη, καὶ ἐμεῖς πάντοτε ἐκάναμε τὴν Συνέλευση. Τοὺς ἔστειλε ὁ Αὐγουστίνος μιὰ καὶ δύο τὸν Κωλέττη: «Δὲν εἶναι καλὸ νὰ διαιρεθεῖ τὸ ἔθνος, μόνον ὁμόνοια καὶ εἰρήνη, καὶ ἡ Συνέλευσις νὰ κάμει τὰ ἔργα της». Μίαν ἡμέρα τοῦ λέγει: «Τί φτιάνει ὁ Γρίβας ταμπούρια στὸ σπίτι;» – «Ἀμ᾿ δὲν τὸν ἀφήνετε τὸν τρελλό; Αὐτοὶ ἔχουν εἰς τὴν γνώμη τους νὰ σκοτώσουν μεγάλους καὶ ὄχι μικρούς. Ἐμεῖς φυλαγόμαστε, ὅσοι ἔχομεν ὑποψία». Μίαν ἡμέρα, νὰ κοντοσυλλαβίσω, ἄνοιξε τὸ τουφέκι ἀπὸ ἐκείνους εἰς τὸ παζάρι καὶ ἐβάρεσαν τὸν Τριαντάφυλλον Τσουρᾶ καὶ τὸν Ρούκη.
Ἔτσι ἄνοιξε τὸ τουφέκι. Ἐκαταμερίσαμεν. Ἐσκοτώθηκε καὶ ὁ Ἀποστόλης ποὖταν πολιτάρχης, καὶ ἔτσι ἐσηκώθηκε τὸ τουφέκι καὶ τοὺς ἐστενοχωρήσαμε εἰς ἕνα μαχαλά. Τότενες ἐσηκώθηκε ὁ Κώστας Μπότσαρης καὶ ἦλθεν εἰς τὸν Αὐγουστίνο καὶ εἶπε: «Νὰ τοὺς ἀφήσομε νὰ φύγουνε, καὶ ἐγὼ ὑπάγω μαζί τους εἰς τὴν Κόρινθο καὶ ἔρχομαι», καὶ ἄλλα ταξίματα. Τοὺς εἴχαμε πολὺ στενοχωρημένους, καὶ ἂν δὲν ἦτον αὐτὴ ἡ μεσιτεία, θὰ τοὺς ἐχαλάγαμεν ὅλους. Σκοτώθηκαν ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο πολλοί. Καὶ ἔτσι μὲ αὐτὰ τὰ πάτα, τοὺς ἔδωκε λόγον τιμῆς νὰ ἔβγουν καὶ ἔτσι ἐβγῆκαν. Τόσο ἐστάλθηκε ἀπὸ τοὺς πρέσβεις (Κάνιγγ) διὰ νὰ παύσει τὸ τουφέκι καὶ ἔτσι ἔφυγαν ἀπὸ τὸ Ἄργος, καὶ ἀπ᾿ ἐκεῖ ἀπέρασαν στὰ Μέγαρα καὶ ἄρχισαν τὲς ραδιουργίες των, καὶ ἔβγαλαν διπλώματα, ταγματαρχίες, καπεταναίους, – καὶ ἔβγαλε ἕως 5.000 καὶ ὑπεγράφετο ὁ ἴδιος (ὁ Κωλέττης) ὡς κεφαλή. Καὶ ἡ Συνέλευσις τότε ἐσηκώθηκε καὶ ἐπῆγε εἰς τὸ Ἀνάπλι, καὶ ἔκαμε γράμματα εἰς τὲς Δυνάμεις, διὰ νὰ προφθάσει μίαν ὥραν ἀρχύτερα Βασιλέας. Ἔκαμε καὶ τὸ Σύνταγμα καὶ τόσα ἄλλα.»
Πηγή: ΝΤΙΝΟΣ ΚΟΝΟΜΟΣ. Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΕΡΤΣΕΤΗΣ. ΚΑΙ ΤΑ ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΝΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ. ΑΓΓΕΛΟΣ Σ. ΒΛΑΧΟΣ. ΕΚΔΟΣΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ. ΑΘΗΝΑ, 1984. ΙΙΙ. ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ. ΔΙΗΓΗΣΗ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ.
ΠΗΓΗ: http://eranistis.net/wordpress/
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.