«Στο συντομότατο διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα σε πέντε στίχους του Ίβυκου και άλλους τόσους του Κάλβου, πρόφτασε ν’ αφυπνιστεί από τον πρωτογονισμό και την ωμοφαγία της η ομάς των λαών που επέτυχε στη συνέχεια να συγκροτήσει τα κράτη της Ευρώπης, όπως τα γνωρίζουμε σήμερα, βουτηγμένα στο συμφέρον, όπως οι ποντικοί στο λάδι, και για ένα διάστημα τόσο χαμηλής μετατρεψιμότητας που και ο τελευταίος φθόγγος της φωνής τους να ’χει σταθεί ανάμεσα στη ρίνα και τον λάρυγγα».
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
Με μια απλή συλλογιστική, από την ανάγνωση μιας εξωτερικής συμπεριφοράς που θα έφερνε στο φως στο έργο του «Περί του Γαλατικού Πολέμου»(2), οΙούλιος Καίσαρας, ως ανθύπατος το 58 π.Χ., είχε συλλάβει το αμείλικτο σημάδι του γερμανικού γενετικού κώδικα: «οι φυλές αυτές θεωρούν μέγιστη δόξα να ρημάζουν τις γειτονικές περιοχές και να τις κάνουν μη κατοικήσιμες. Πιστεύουν ότι έτσι αποδεικνύουν την αξία τους, με το να διώχνουν τους γείτονές τους και κανείς να μην τολμά να πατήσει εκεί. Επίσης, πιστεύουν ότι με τον τρόπο αυτόν θα είναι πιο ασφαλείς, μια και απομακρύνουν τον κίνδυνο ξαφνικών εισβολών».
Μέσα από μία μυθολογία γεμάτη από τερατόμορφα όντα των δασών και σε μια κατάσταση συνεχούς προσήλωσης σε υπερφυσικά φαινόμενα και ανθρωποθυσίες(3), οι ανθρώπινες δραστηριότητες μεταβάλλονται σε magna lactrocinia(4), όπου η αυθαιρεσία νοείται τάξη και η εκδίκηση δικαιοσύνη.
Ένα αδιαπέραστο φράγμα μιας απρόβλεπτης όσο και ανίατης βαρβαρότητας(5), πάνω στο οποίο θα προσκρούσει αργότερα και ο Τάκιτος, παρά την εξιδανίκευση(6) που επιχειρεί για τους «ευγενείς αγρίους» του Βορρά. Τα πρόωρα ψήγματα μιας υφέρπουσας γερμανοφοβίας, που θα επαλήθευε πανηγυρικά η Ιστορία, αθροίζουν τα πρώτα ρήματα μιας θλιβερής πραγματικότητας: «Από το να πεισθούν να καλλιεργήσουν τη γη και να περιμένουν την ετήσια σοδειά, προτιμούν να προκαλέσουν τους γείτονες και ν’ ανταμειφτούν με πληγές. Θεωρούν επώδυνο και ανόητο να αποκτήσουν με ιδρώτα ό,τι μπορούν με λίγο αίμα».
Ζηλωτές μιας ιταμής σκληρότητας και μιας άχνουδης religio, βυθισμένης στον φόβο και στις δεισιδαιμονίες, τα γερμανικά φύλα που τον 1ο π.Χ. αιώνα διέσχιζαν τον Ρήνο και εισέβαλλαν στα εδάφη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας θα έφερναν μαζί τους και μια ιδιότυπη μορφή δεσποτισμού, προσαρμοσμένη στην ανασφαλή ιδιοσυγκρασία τους. Ταυτισμένοι με το διχαστικό δίπολο ανάμεσα σε μια κατακερματισμένη ανθρώπινη φύση, ευρισκόμενη σε κατάσταση υπανάπτυξης, και στην ανάγκη της αυτοπροστασίας και επιβιώσεώς τους, θα αποκάλυπταν, μέσα από την ίδια τη συγκρότηση των κοινωνιών τους, το ένδυμα μιας εξίσου διεστραμμένης μορφής συλλογικότητας που, ειρήσθω εν παρόδω, τους επόμενους αιώνες, θα καθίστατο πρότυπο μοντέλο κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης, αλλά και υπό τον μανδύα της νεωτερικότητας δεσπόζον σύγχρονο πολιτικό σύστημα: το φέουδο.
Η είσοδος στο ιστορικό προσκήνιο των εννοιών beneficium (όφελος), vassalagium (υποτέλεια), sacramentum fidelitatis (όρκος πίστης), immunitas (ατέλεια), ως κοινωνικοπολιτική συνθήκη, θα οδηγήσει τις υψηλές αξίες του αρχαίου κόσμου (ισονομία, δικαιοσύνη, ισηγορία, αλληλεγγύη κτλ.) σε μαρασμό, αντικαθιστώντας το ρωμαϊκό δίκαιο με το δίκαιο του ισχυρού.
Οι δομές της φεουδαρχικής υποτέλειας, σε έναν κόσμο όπου η «πορεία των ανθρώπινων πραγμάτων καθορίζεται από τη βία, απάτη και αδικία», απογυμνωμένο από κάθε έννοια ιερότητας και αξίας ζωής, θα συγκροτούν πλέον τον λαβύρινθο των τυραννικών οίκων που θα απλωθούν πάνω από τα γεωγραφικά όρια της Δυτικής Ευρώπης και προοδευτικά θα αποτελέσουν την ιδρυτική ιδέα, πρώτα του απολυταρχικού, αλλά και στη συνέχεια του σύγχρονου κράτους.
Αυτή ακριβώς η καινούργια εμπειρία της αυστηρής ιεράρχησης σε μια σειρά εξαρτημένων υποτελών και δεσποτών, που ανάγεται σε πολιτική οργάνωση, θα θέσει σε κίνηση τα πιο ευτελή ένστικτα και πάθη των ανθρώπων. Κι αν στις εποχές μας φτιάχνονται πράγματα που η αρχαία και η ρωμαϊκή κοινωνία δεν ήταν καθόλου ικανή να φτιάξει, τα έφτιαξε κινητοποιώντας «τα πιο στυγνά συμφέροντα, την πιο ρηχή πλεονεξία, την πλέον αποκρουστική φιλαργυρία και εγωιστική κλοπή της κοινής ιδιοκτησίας».
Η ανθρώπινη φύση, εκδηλωμένη μέσα από τη θέληση για κυριαρχία, θα αποτινάξει κάθε προοπτική ηθικής αναστολής. Η αλληλεγγύη των συγγενών, οι δεσμοί αίματος που ανάγονται σε κινητήρια δύναμη, όχι μιας αυθαίρετης ή συγκυριακής θέσμισης, αλλά μιας ιστορικής συμπεριφοράς που υποβιβάζει τους ανθρώπους στο επίπεδο της φαυλότητος, δεν φαίνεται να βρίσκει κανένα έρεισμα συμφιλίωσης με το πνεύμα της συλλογικότητας, όχι μόνο του τότε, αλλά και του σημερινού πολιτισμένου κόσμου.
Στην ταραγμένη γερμανική συνείδηση, η αίσθηση του δημόσιου συμφέροντος –όπως και η αντίληψη περί ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης με την έννοια της τάξης πολιτών ίσων και ενωμένων στο κοινό έργο– δεν θα εκδηλωθεί. Μια παθογένεια που δεν θα εκλείψει ποτέ από τον κοινωνικοπολιτικό ορίζοντα, κληροδοτώντας στον σημερινό κόσμο τους νόμους ενός ανελέητου ανταγωνισμού, ενσαρκωμένους σε απολυταρχικές δομές κοινωνικής συγκρότησης και ανελέητες οικονομοκρατίες.
Ακόμη και τα φωτεινά παραδείγματα του βαρύγδουπου γερμανικού διαφωτισμού των Leibniz, Thomasius, Wolff, Kant κ.ά. θα παραμείνουν άκαρπα, καθ’ ότι αδύναμα να υπερπηδήσουν τη σατράπειο φύση των ομοεθνών τους. Παρά την ευγενή ανθρωπιστική βάση από την οποίαν ξεκίνησαν, διατηρήθηκαν εν τούτοις μέσα στο πνεύμα της «διανοητικής επανάστασης», χωρίς να καταφέρουν να συντελέσουν κάποιας μορφής κοινωνική επανάσταση. Ο γερμανικός ανθρωπισμός, που «θέλησε να αποτελέσει τη συνέχεια του αρχαίου ελληνικού ανθρωπισμού, θα βρεθεί ακριβώς στον αντίποδά του».(7) Μέσα από την παρερμηνεία του βαθύτερου ελληνικού πνεύματος, θα εγκλίνει σε μια μορφή διαμαρτυρήσεως κατά των μεσαιωνικών αντιλήψεων της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, για να αδρανήσει τελικά, μέσα στον «αιώνιο προτεσταντισμό» του, πάσχοντας από το μέγιστο θεολογικό κενό.
Οι ατελείς έννοιες των σύγχρονων διοικητικών συστημάτων που προέκυψαν προοδευτικά μέσα από τις αλχημείες και την ανολοκλήρωτη ζύμωση της πολιτικής παράδοσης των αρχαίων, στο μυαλό των αυτοαποκαλούμενων κληρονόμων της όχι μόνο δεν θα οικοδομήσει την «Αναγέννηση», αλλά θα υψώσει ένα αδιαπέραστο φράγμα αντίληψης ανάμεσα σε μια Ευρώπη «καρπού των εισβολών», κατά την έκφραση του Marc Block, και τους Ορθόδοξους κληρονόμους του ρωμαϊκού κράτους, δηλαδή τους Έλληνες.
Πλήθος δε φεουδαλικών καταλοίπων θα παρεισφρήσουν όχι μόνο στις μαζοδημοκρατίες της εποχής μας, αλλά και στις σχέσεις των κρατών, μέσα από τις νοοτροπίες μίας εκμεταλλεύτριας τάξης ή κράτους, που κατέχει τα μέσα παραγωγής, μονοπωλεί τις διευθυντικές λειτουργίες και κρατά για τον εαυτό της τη μερίδα του λέοντος στον καταμερισμό του προϊόντος, και την εκμεταλλευόμενη τάξη ή κράτος, προορισμένη για τις εκτελεστικές εργασίες.Μέσα σε ένα «εκγερμανισμένο» περιβάλλον, ελεύθερος και δούλος, πατρίκιος και πληβείος, βαρόνος και δουλοπάροικος, μάστορας και κάλφας, Βορράς και Νότος δεν θα πάψουν ποτέ να αναπαράγουν σχέσεις καταπιεστή και καταπιεζόμενου.
Η «έξοδος των Γερμανών από την ανωριμότητά τους»(8), που ήταν και το ζητούμενο του Διαφωτισμού, δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ. Ο Γκαίτε, ο Χέγκελ, ο Χάινριχ Χάινε, ο Σοπενχάουερ και ο Νίτσε, ως οι πιο αντιπροσωπευτικοί εκπρόσωποι του γερμανικού πνεύματος, αφήνουν αγεφύρωτο το μεταφυσικό κενό και απροσανατόλιστη τη γερμανική ψυχή προς κάποια αλήθεια που θα μπορούσε να επαναφέρει στη σκέψη και στην καρδιά τις ροπές που ανήκουν στη βαθύτερη ανθρώπινη φύση και που ενδεχομένως θα τους απάλλασσαν από την αγνωμοσύνη.
Ο ίδιος ο Νίτσε θα θεωρήσει τη Γερμανία ως την «πιο αβαθή χώρα της Ευρώπης»(9), εξηγώντας πως το ξόδεμα «για εξουσία, για τις πολιτικές ισχύος, για τα στρατιωτικά συμφέροντα, για τα οικονομικά, για το διεθνές εμπόριο, για τον κοινοβουλευτισμό» έδρασε εις βάρος του πολιτισμού. Και είναι αυτή ακριβώς η πολιτισμική στενότητα που θα αποτελεί μέχρι τις μέρες μας τροχοπέδη σε κάθε μορφή συνεννόησης με τον πολιτισμένο κόσμο, μέχρι την ενηλικίωση των γερμανικών φυλών.
Μέχρι τότε, Δύση και Ανατολή θα εξακολουθήσουν να αποτελούν «δύο διαμετρικά αντίθετες δυνατότητες οργάνωσης, γνώσης, ερμηνείας και εκτίμησης της περιβάλλουσας πραγματικότητας».
Α.Χ.
Εκ των αντιθέτων η αρμονία
- Ο τίτλος αποτελεί δάνειο από το δοκίμιο του ιστορικού και αξιωματούχου, στα χρόνια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, Τάκιτου (56-117 π.Χ.).
- Ιούλιος Καίσαρ, Commentarii de Bello Gallico, Βιβλίο VI, παρ. 21-22.
- Κατά τον Walter Perry, το φρικτό αυτό έθιμο συνεχίστηκε και από τους Φράγκους. Την πληροφορία αυτήν επιβεβαιώνει η επιστολή του Αγίου Βονιφάτιου στον Πάπα Γρηγόριο Β’ το 724 μ.Χ. Στην επιστολή αυτήν ο ιεραπόστολος των Σαξόνων αναφέρει στον Ποντίφικα την πορεία του έργου του και ζητά συμβουλές για την παραπέρα δράση του. Ένα από τα θέματα που θίγει αφορά την πώληση σκλάβων για ανθρωποθυσίες. Ο πάπας τού ζητά να απαγορεύσει αυτήν τη συνήθεια και όσοι από τους νεοφώτιστους Γερμανούς την πράττουν να επιτιμηθούν με επιτίμια ανάλογα της ανθρωποκτονίας.
- Μεγάλες ληστείες.
- Το ενδεικτικό ιστορικό μιας ανίατης βαρβαρότητας: Το 377 μ.Χ., στη μάχη της Αδριανούπολης, οι Ρωμαίοι θα ηττηθούν από τους Βησιγότθους, οι οποίοι λεηλατούν την περιοχή της Ιλλυρίας σε τέτοιον βαθμό, που «δεν άφησαν παρά μόνο γη και ουρανό».
Το καλοκαίρι του 395 μ.Χ., ο Αλάριχος –βασιλιάς των Βησιγότθων– εξαπολύει επιδρομές και λεηλατεί τον ελλαδικό χώρο, όπου λαφυραγωγούνται και καταστρέφονται σημαντικά μνημεία της αρχαιότητας.
Το 410 μ.Χ., και πάλι οι Βησιγότθοι πολιορκούν και καταλαμβάνουν τη Ρώμη, την οποίαν επίσης λεηλατούν και καταστρέφουν τα πάντα εκτός από τις εκκλησίες.
Το 455 μ.Χ., οι Βάνδαλοι καταλαμβάνουν τη Ρώμη, την οποία λεηλατούν για δύο εβδομάδες, καταστρέφοντας κτήρια, αγάλματα και κομψοτεχνήματα με τέτοιαν αγριότητα, ώστε από τότε η λέξη βανδαλισμός θεωρείται συνώνυμο της καταστροφής μνημείων πολιτισμού.
Το 1204, ο Νικήτας Χωνιάτης, ιστορικός της αλώσεως της Πόλης, περιγράφει με λεπτομέρεια τις δραματικές σκηνές της απογύμνωσης της Βασιλεύουσας από τους θησαυρούς της. «Η πόλη είχε περιέλθει σε χάος. Ευγενείς, γέροντες, γυναίκες και παιδιά έτρεχαν εδώ κι εκεί προσπαθώντας να σώσουν τη ζωή, την τιμή και τον πλούτο τους. Ιππότες και Ενετοί ναύτες ανταγωνίζονταν σε έναν τρελό αγώνα λεηλασίας. Αυτοί οι ευσεβείς ληστές ενεργούσαν σαν να είχαν άδεια να διαπράξουν οποιοδήποτε έγκλημα…».
- Το βιβλίο Germania γράφτηκε περίπου το 98 π.Χ. Είναι μία εθνογραφική μελέτη των γερμανικών φυλών που συνόρευαν με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και αποτελούσαν έναν διαρκή κίνδυνο. Το έργο αυτό αξιοποιήθηκε μέσω έντονης δημοσιότητας, μελέτης και εισαγωγής του στην εκπαίδευση από τους Εθνικοσοσιαλιστές στη Γερμανία, ώστε να εμπνεύσουν τους Γερμανούς με τα ηρωικά πρότυπα των αρχαίων Νορδικών.
- Κ. Παπαϊωάννου, Τέχνη και πολιτισμός στην αρχαία Ελλάδα, Εισαγωγή, Εναλλακτικές εκδόσεις, σ. 12.
- Στις 30 Σεπτεμβρίου του 1784, ο Καντ διατύπωνε τον ορισμό του Διαφωτισμού ως την «έξοδο του ανθρώπου από την ανωριμότητά του».
- Nietzsche, Friedrich Wilhelm (1844-1900), Το λυκόφως των ειδώλων, σ. 52-53.
ΠΗΓΗ:https://efimeridaenosis.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.