του Γιώργου Καραμπελιά
«Η κυβέρνηση και η εξουσία… δεν είναι για εμάς αυτοσκοπός, αλλά εργαλείο και μέσο για να αλλάξουμε θετικά την κοινωνία. Αν δεν μπορούμε να το πετύχουμε, το καλύτερο που θα έχουμε να κάνουμε είναι να αφήσουμε την κυβερνητική σκυτάλη.»
Παναγιώτης Λαφαζάνης, Καθημερινή, 3 Μαΐου 2015
Ο
Ναπολέοντας, σε εκατό μέρες μετά τη φυγή από την Έλβα, κατέληξε στο
Βατερλώ. Ο Παναγιώτης Λαφαζάνης προκρίνει την οικειοθελή παράδοση της
εξουσίας απέναντι στην ολοκληρωτική υποχώρηση απέναντι στους δανειστές.
Οι εκατό μέρες της κυβερνητικής εξουσίας του ΣΥΡΙΖΑ, αποδεικνύονται ήδη
ένα Βατερλώ, πριν καν την τελική μάχη: Οι τράπεζες αδειάζουν, η
οικονομία έχει περάσει ήδη σε ύφεση, το κράτος έχει κηρύξει στάση
πληρωμών, στραγγαλίζοντας όλους τους ελεύθερους επαγγελματίες και
μικρομεσαίους, οι περιβόητες «συντάξεις» πληρώνονται πλέον με
καθυστέρηση, η ανεργία μεγαλώνει και πάλι, ενώ προφανώς δεν υπάρχει
κανένα θετικό μήνυμα από τους τοκογλύφους «εταίρους» ούτε βέβαια κάποια
εφικτή δυνατότητα ανακούφισης από άλλες πηγές. Ήδη, η κυβέρνηση
ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έχει καταδείξει την αδυναμία της να διαχειριστεί την κρίση
και παραμένει άβουλη, πιστεύοντας ότι με επικοινωνιακά τερτίπια μπορεί
να απαντήσει στα πραγματικά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα. Και δεν
επεκτεινόμαστε καθόλου σε ζητήματα όπως το μεταναστευτικό ή την
εκπαίδευση, όπου η πολιτική της κυβέρνησης οδηγεί σε επιδείνωση της ήδη
άθλιας κατάστασης.
Το τελευταίο κυβερνητικό επιχείρημα είναι ένας μεγάλος εκβιασμός απέναντι στον ελληνικό λαό: «Τι θέλετε να υπογράψουμε τη μείωση μισθών και συντάξεων;» Ή τη «συρρίκνωση των εργασιακών δικαιωμάτων;» «Τι μας προτείνετε; Μία επαίσχυντη συμφωνία;» Και έτσι ζητούν από εμάς, –ακόμα και όσους θεωρούσαμε αυτοκτονική γι’ αυτούς, και εγκληματική για τη χώρα, την επιλογή εκλογών στις 25 Ιανουαρίου μέσω της προεδρικής εκλογής– να απαντήσουμε στα αναπόδραστα αδιέξοδα που έχει προκαλέσει η πολιτική τους, και μας «απειλούν» ακόμα και με δημοψήφισμα, για να κάνουν εκείνα που δεν τολμούν να αποφασίσουν οι ίδιοι.
Το τελευταίο κυβερνητικό επιχείρημα είναι ένας μεγάλος εκβιασμός απέναντι στον ελληνικό λαό: «Τι θέλετε να υπογράψουμε τη μείωση μισθών και συντάξεων;» Ή τη «συρρίκνωση των εργασιακών δικαιωμάτων;» «Τι μας προτείνετε; Μία επαίσχυντη συμφωνία;» Και έτσι ζητούν από εμάς, –ακόμα και όσους θεωρούσαμε αυτοκτονική γι’ αυτούς, και εγκληματική για τη χώρα, την επιλογή εκλογών στις 25 Ιανουαρίου μέσω της προεδρικής εκλογής– να απαντήσουμε στα αναπόδραστα αδιέξοδα που έχει προκαλέσει η πολιτική τους, και μας «απειλούν» ακόμα και με δημοψήφισμα, για να κάνουν εκείνα που δεν τολμούν να αποφασίσουν οι ίδιοι.
Ταυτόχρονα, βέβαια, προχωρούν στην αποδοχή των μνημονιακών όρων, βάζουν έναν γνωστό δικηγόρο των πολυεθνικών, όπως ο κ. Σαγιάς, να διαχειρίζεται τη διαπραγμάτευση, εξαπατώντας μας ότι «δεν θα υποχωρήσουν». Δηλαδή, παίζουν και στα δύο ταμπλό και κατά συνέπεια σε κανένα. Ούτε ακολουθούν μια πραγματικά αδιάλλακτη γραμμή, όπως αυτή που προτείνει ο Λαφαζάνης, έστω κι αν θα είχε καταστρεπτικές συνέπειες, ούτε προχωρούν ανοικτά και γρήγορα στον περιβόητο έντιμο συμβιβασμό που ευαγγελίζονται, με το μικρότερο δυνατό κόστος. Αφήνουν την κατάσταση να σαπίζει και την ελληνική οικονομία να βυθίζεται, ώστε να μπορούν να δικαιολογήσουν την οποιαδήποτε απόφασή τους εκ των υστέρων.
Πολλοί αφελείς –αλλά και κάποιοι ιδιοτελείς που προσδοκούν σε κάποιον διορισμό– συμμετέχουν σε αυτό το παιχνίδι της αλληλοεξαπάτησης που παίζεται σε ένα κυριολεκτικά πανεθνικό επίπεδο, στρέφοντας σε εμάς το ερώτημα στο οποίο θα έπρεπε να απαντήσουν οι κυβερνώντες. Μας ρωτούν και αυτοί ακόμα και κάποιοι πρώην ή νυν σύντροφοι, «τι θέλετε, να υπογράψουν;»
Εμείς έχουμε επαναλάβει πάρα πολλές φορές ότι οι αντιμνημονιακές δυνάμεις θα έπρεπε με κάθε μέσο και κάθε τρόπο να αποφύγουν την εμπλοκή τους στην εξουσία, όσο δεν θα έχουν τις δυνάμεις, το σχέδιο και τη λαϊκή υποστήριξη για μια αυθεντικά εναλλακτική διέξοδο από την κρίση. Γι’ αυτό και δεν αναμιχθήκαμε και σε εκλογικά εγχειρήματα που είτε θα είχαν αστεία και μειωτικά αποτελέσματα για τον χώρο μας –τύπου ΕΠΑΜ, Κόμμα της Δραχμής κ.λπ.– είτε καταστρεπτικά αποτελεσματικά, όπως το εγχείρημα ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Διότι –και πλέον έχει αποδειχθεί–, εάν βρεθείς ανέτοιμος, λόγω συγκυρίας, στην εξουσία, θα πρέπει να επιλέξεις ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη. Είτε μια «ηρωική» έξοδο από το ευρώ και την ευρωζώνη, με ό,τι συνέπειες θα έχει αυτό τόσο στην καθημερινότητα των Ελλήνων όσο και στη γεωπολιτική θέση της χώρας –δεδομένου ότι μια έξοδος δεν θα πραγματοποιηθεί με τη συναίνεση των Ελλήνων, αλλά μέσω εκβιασμού, και επομένως, δεν θα διαθέτεις την αναγκαία λαϊκή στήριξη για μια δύσκολη και επώδυνη μοναχική πορεία–, είτε θα υποχρεωθείς να υποχωρήσεις και να αποδεχθείς και εσύ τις μνημονιακές επιλογές, ανοίγοντας τον δρόμο για καταιγιστικές πολιτικές εξελίξεις.
Και το βασικό σφάλμα του ΣΥΡΙΖΑ, και του Τσίπρα, έχει δύο θεμελιώδεις αφετηρίες. Η πρώτη σχετίζεται με τον τυχοδιωκτισμό –«τώρα είναι η ευκαιρία και που θα την ξαναβρούμε;»– μιας ομάδας που η κρίση εκτίναξε στο κέντρο της πολιτικής σκηνής, αλλά έχει και ένα βαθύτερο ιδεολογικό υπόστρωμα, που εμφανίζεται και μέσα από την περιβόητη συζήτηση για plan A και για plan B, που πλέον έχει αποδειχτεί ότι δεν υπήρχαν.
«Ευρωλιγούρηδες» ή σύμμαχοι εξ ανάγκης;
Η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ στηρίχθηκε στην εξής βασική παραδοχή: Ότι η Ελλάδα αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της δυτικής Ευρώπης και επομένως η Δύση θα κάνει ό,τι μπορεί και σε τελική ανάλυση θα υποχωρήσει για να την διατηρήσει στο εσωτερικό της ευρωζώνης.
Μια τέτοια ανάλυση ανταποκρίνεται στα κοινωνιολογικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά ενός κόμματος των ευρωπαϊστικών μεσοστρωμάτων –καθόλου τυχαία και η εθνομηδενιστική τους ιδεολογία–, η οποία παραγνωρίζει την ιστορική και οικονομική πραγματικότητα. Ότι, δηλαδή, η συμπερίληψη της Ελλάδας στην ευρωζώνη υπήρξε μια απόφαση πολιτικού χαρακτήρα, σε μια προηγούμενη συγκυρία, πριν την κρίση, πριν την ανάδυση της Κίνας στο παγκόσμιο στερέωμα και της Γερμανίας στο ευρωπαϊκό. Όταν δηλαδή ακόμα το ευρώ εμφανιζόταν ως το εργαλείο μέσω του οποίου θα υποτασσόταν η Γερμανία και το μάρκο σε μια όντως υπερεθνική Ευρώπη παίρνοντας υπόψη και τους Γάλλους, τους Ιταλούς κλπ. Εξάλλου, ως γνωστόν, η συναίνεση των Γερμανών στη δημιουργία του ευρώ υπήρξε το αντάλλαγμα για να αποδεχτούν οι λοιποί Ευρωπαίοι και οι ΗΠΑ τη γερμανική ενοποίηση. Όμως, στα χρόνια που πέρασαν, στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης, η Κίνα αναδύθηκε ως το νέο βιομηχανικό εργαστήρι του κόσμου και υποχρέωσε τη Δύση σε μία στρατηγική λιτότητας και μείωσης του κόστους εργασίας, για να μπορεί να την ανταγωνιστεί, πράγμα που έκανε πρώτη η Γερμανία, σε όλη τη δεκαετία 2000-2010. Εν τέλει δε, το ευρώ μεταβλήθηκε στο όργανο της γερμανικής ηγεμονίας στην Ευρώπη και, έτσι, αντί του γερμανικού μάρκου, το οποίο επέτρεπε μια κάποια αυτονομία στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές οικονομίες, δημιουργήθηκε ένα γερμανικό ευρώ, που φυλακίζει όλους τους υπόλοιπους στις γερμανικές προδιαγραφές.
Αυτή η ριζική αλλαγή στις πραγματικότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ευρωζώνης μπορεί να έχει δύο πιθανές διεξόδους: Η πρώτη είναι εκείνη που αποτελεί κατά βάθος την επιλογή του μεγαλύτερου μέρους των γερμανικών και βορειο-ευρωπαϊκών ελίτ και η οποία συνίσταται στη δημιουργία μίας Ευρώπης πολλών ταχυτήτων, σε ομόκεντρους κύκλους, στον σκληρό πυρήνα της οποίας θα βρίσκονται οι χώρες που μπορούν να αντέξουν τον κινεζικό ανταγωνισμό, με επίκεντρο την γερμανική ατμομηχανή, και στη δεύτερη ή τρίτη ζώνη, θα βρίσκονται οι υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης, ως αγορές της πρώτης, προμηθευτές πρώτων υλών και θέρετρα για διακοπές. Μια δεύτερη επιλογή απέναντι στην κρίση θα ήταν η σταδιακή χαλάρωση των κανόνων δημοσιονομικής πειθαρχίας στην ευρωζώνη, η μεταβολή του ευρώ σε «ασθενές» νόμισμα, ώστε να επιτρέπει στις χώρες του Νότου να ανασάνουν και ίσως- ίσως η ίδια η αποσύνθεση της ζώνης του ευρώ.
Σε αυτές τις συνθήκες, η Ελλάδα, σύμφωνα με τη στρατηγική των βορειοευρωπαϊκών κύκλων, που εκφράζεται προνομιακά από τον Σόιμπλε, αποτελεί βαρίδι για την ευρωζώνη, και επομένως, εάν πληρούνταν οι αναγκαίες προϋποθέσεις, δηλαδή αν βρισκόταν η κατάλληλη ευκαιρία, θα έπρεπε να εκδιωχθεί από αυτή και να περάσει στην κατηγορία των υπόλοιπων βαλκανικών και ανατολικοευρωπαϊκών χωρών, ή της Αγγλίας, μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά όχι της ευρωζώνης. Από την άλλη πλευρά, οι υπόλοιπες δυνάμεις, κυρίως η Γαλλία, δεν θα ήθελαν μία έξοδο της Ελλάδας, διότι αυτή θα ενίσχυε την πολιτική της δημοσιονομικής ασφυξίας και της λιτότητας, που θα έπληττε αναπόφευκτα και τη Γαλλία και την Ιταλία και την Ισπανία. Και σ’ αυτή τη στρατηγική συνεπικουρούνταν τόσο από την Κίνα, που βλέπει την Ελλάδα ως ένα στρατηγικό σημείο, ανάμεσα σε άλλα, για την εμπορική και οικονομική της διείσδυση στην Ευρώπη, όσο και από τις ΗΠΑ, μετά το 2012, για προφανείς γεωπολιτικούς λόγους. Ανάμεσα σε αυτές τις δύο ισχυρές τάσεις, βρέθηκε ένα σημείο συμβιβασμού που το προσωποποιούν η Γερμανίδα καγκελάριος Μέρκελ, η Λαγκάρντ και ο Γιούνγκερ, γύρω από την ακόλουθη στρατηγική: Η Ελλάδα μπορεί να παραμείνει στην ευρωζώνη, όπως ζητά η δεύτερη άποψη, εάν εφαρμόσει την πολιτική λιτότητας που απαιτεί η πρώτη! Αυτός ο συμβιβασμός δεν σημαίνει ότι τα δύο στρατόπεδα εγκατέλειψαν τη βαθύτερη στρατηγική και επιδιώξεις τους, γι’ αυτό και από τους πρώτους η Ελλάδα πιέζεται συστηματικά και αφόρητα, έτσι ώστε, αν συμβεί το περιβόητο «ατύχημα», να μπορεί ο Σόιμπλε να νίπτει τας χείρας του.
Εάν αναγνωρισθεί αυτή η πραγματικότητα, και δεν κυριαρχεί στα μυαλά μας ένας ηλίθιος «ευρωλιγουρισμός» (κατά Ζουράρι), σημαίνει ότι, στον βαθμό που δεν επιθυμούμε, κυρίως για γεωπολιτικούς λόγους, μια έξοδο από την ευρωζώνη, είμαστε υποχρεωμένοι να ακολουθήσουμε μία τακτική «καταπόνησης του αντιπάλου». Αυτό που δεκάδες φορές έχουμε αποκαλέσει τακτική ανταρτοπολέμου.
Γνωρίζοντας δηλαδή ότι η Ελλάδα δεν αποτελεί οργανικό μέρος της Δύσης και της δυτικής Ευρώπης, με την οποία έχουμε συνάψει απλώς μία συμμαχία μακράς διάρκειας, μέχρις ότου η Ευρώπη αποκτήσει την περιβόητη ενότητα που οραματιζόταν ο ντε Γκωλ, από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια, και μέχρις ότου οι Κούρδοι και οι Αλεβίτες εκδημοκρατήσουν αυθεντικά την Τουρκία –εξελίξεις που θα επέτρεπαν μια ισορροπημένη σχέση με το γεωπολιτικό μας περιβάλλον–, είμαστε υποχρεωμένοι να διατηρούμε αυτή την ισορροπία, έστω και ετεροβαρή. Και εάν οι χαζοχαρούμενοι ευρωπαϊστές μας αγνοούν αυτή την πραγματικότητα, δεν την αγνοούν καθόλου οι Δυτικοευρωπαίοι, από τον Κάμερον έως τον Σόιμπλε. Γι’ αυτό εξάλλου και φοβούνται διαρκώς κάποια στροφή μας προς τη Ρωσία ή τη Σερβία και ανησυχούν διαρκώς για την «ορθόδοξη» ταυτότητά μας. Πράγμα που σημαίνει ότι εκλαμβάνουν αυτή τη συμμαχία σαν αυτό που είναι. Δηλαδή, μια συμμαχία τακτικού χαρακτήρα και όχι οργανικού. Επομένως, εάν και όταν βρουν την ευκαιρία, είναι έτοιμοι να εκδιώξουν από την ευρωζώνη το «βαρίδι» που λέγεται Ελλάδα. Εμείς, αντίθετα, έχοντας συνείδηση αυτής της γεωπολιτικής πραγματικότητας, θα πρέπει να αποφύγουμε τις μετωπικές συγκρούσεις –και μάλιστα κατά μόνας. Γι’ αυτό εξάλλου πιστεύαμε ότι ήταν εγκληματική η ανάληψη της εξουσίας πριν γίνουν εκλογές στην Ισπανία ή πριν αρχίσει η εφαρμογή της «ποσοτικής χαλάρωσης» από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, έτσι ώστε να συγκροτηθούν σταδιακώς στην Ευρώπη συνθήκες ανατροπής ή έστω αμφισβήτησης της γερμανικής νεοφιλελεύθερης μονοκρατορίας, και οι οποίες θα επέτρεπαν νέες συμμαχίες στο εσωτερικό της ευρωζώνης.
Όλα αυτά είναι τόσο καθαρά και αυτονόητα, και αποτελεί ένδειξη μεγάλης παρακμής και έλλειψης του πιο στοιχειώδους προβληματισμού, η αδυναμία συνειδητοποίησης αυτής της εξόφθαλμης πραγματικότητας. Επειδή, όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ κατάγεται από την ευρωπαϊστική πτέρυγα της παλιάς κομμουνιστικής αριστεράς, και επειδή στον ίδιο του τον πυρήνα συγκροτείται από στελέχη τέτοιας υφής (π.χ. Παππάς, Βαρουφάκης, Τσακαλώτος κ.λπ.), δεν είχε συνείδηση αυτής της πραγματικότητας. Αντίθετα, θεωρούσε ότι αρκεί μία απλή πίεση στους ομογάλακτους εταίρους –διότι «και εμείς είμαστε Ευρωπαίοι», όπως διακηρύσσουν urbi et orbi– ώστε να επιτύχει την αναίρεση του μνημονιακού ζουρλομανδύα. Και βρέθηκε γυμνός μπροστά στην πραγματικότητα: Από τη στιγμή και πέρα που οι δολιχοδρομίες του ΣΥΡΙΖΑ τείνουν να αμφισβητήσουν τον συμβιβασμό που προαναφέραμε, επανεμφανίζεται δυναμικότερα η εκδοχή Σόιμπλε–Ντάιζεμπλουμ, η οποία συνοψίζεται στα ακόλουθα: «εφόσον οι Έλληνες δεν είναι διατεθειμένοι να ανταλλάξουν την παραμονή τους στο ευρώ με την αποδοχή της λιτότητας, ακόμα και αν θα έχει υψηλό κόστος για το σύνολο της ευρωζώνης, έχει μεγαλύτερη σημασία μεσοπρόθεσμα η αποβολή της Ελλάδας από αυτήν, έτσι ώστε και να μην αποτελέσει το κακό παράδειγμα για τους υπολοίπους νότιους, και να ενισχυθεί εν τέλει η συνοχή της ευρωζώνης».
Και η κυβέρνηση έκανε ό,τι μπορούσε για να τους ενισχύσει. Αντί, στην πρώτη περίοδο μετά τις εκλογές, όταν διέθετε το στοιχείο του αιφνιδιασμού και της σχετικής αμηχανίας στην οποία είχαν βρεθεί τα γεράκια της ευρωζώνης, να προχωρήσει πολύ γρήγορα σε μια λύση που θα είχε σαν βασικό της στοιχείο τη μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος και την αποδοχή λιγότερων μέτρων, έκανε το ακριβώς αντίστροφο. Επιμήκυνε εις το διηνεκές τις διαπραγματεύσεις, και μάλιστα με γελοίο τρόπο, επιδεινώνοντας ραγδαία την οικονομική θέση της χώρας και καθιστώντας κάθε μέρα τη διαπραγματευτική της θέση πιο αδύναμη. Παράλληλα, έδωσε τη δυνατότητα στους θιασώτες της εκδίωξης της Ελλάδας να περάσουν μπροστά, ενώ κυριολεκτικά έχουν λουφάξει όσοι δεν θα ήθελαν την έξοδο της Ελλάδας –Ρέντσι, Ολάντ κ.λπ.
Η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ στηρίχθηκε στην εξής βασική παραδοχή: Ότι η Ελλάδα αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της δυτικής Ευρώπης και επομένως η Δύση θα κάνει ό,τι μπορεί και σε τελική ανάλυση θα υποχωρήσει για να την διατηρήσει στο εσωτερικό της ευρωζώνης.
Μια τέτοια ανάλυση ανταποκρίνεται στα κοινωνιολογικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά ενός κόμματος των ευρωπαϊστικών μεσοστρωμάτων –καθόλου τυχαία και η εθνομηδενιστική τους ιδεολογία–, η οποία παραγνωρίζει την ιστορική και οικονομική πραγματικότητα. Ότι, δηλαδή, η συμπερίληψη της Ελλάδας στην ευρωζώνη υπήρξε μια απόφαση πολιτικού χαρακτήρα, σε μια προηγούμενη συγκυρία, πριν την κρίση, πριν την ανάδυση της Κίνας στο παγκόσμιο στερέωμα και της Γερμανίας στο ευρωπαϊκό. Όταν δηλαδή ακόμα το ευρώ εμφανιζόταν ως το εργαλείο μέσω του οποίου θα υποτασσόταν η Γερμανία και το μάρκο σε μια όντως υπερεθνική Ευρώπη παίρνοντας υπόψη και τους Γάλλους, τους Ιταλούς κλπ. Εξάλλου, ως γνωστόν, η συναίνεση των Γερμανών στη δημιουργία του ευρώ υπήρξε το αντάλλαγμα για να αποδεχτούν οι λοιποί Ευρωπαίοι και οι ΗΠΑ τη γερμανική ενοποίηση. Όμως, στα χρόνια που πέρασαν, στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης, η Κίνα αναδύθηκε ως το νέο βιομηχανικό εργαστήρι του κόσμου και υποχρέωσε τη Δύση σε μία στρατηγική λιτότητας και μείωσης του κόστους εργασίας, για να μπορεί να την ανταγωνιστεί, πράγμα που έκανε πρώτη η Γερμανία, σε όλη τη δεκαετία 2000-2010. Εν τέλει δε, το ευρώ μεταβλήθηκε στο όργανο της γερμανικής ηγεμονίας στην Ευρώπη και, έτσι, αντί του γερμανικού μάρκου, το οποίο επέτρεπε μια κάποια αυτονομία στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές οικονομίες, δημιουργήθηκε ένα γερμανικό ευρώ, που φυλακίζει όλους τους υπόλοιπους στις γερμανικές προδιαγραφές.
Αυτή η ριζική αλλαγή στις πραγματικότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ευρωζώνης μπορεί να έχει δύο πιθανές διεξόδους: Η πρώτη είναι εκείνη που αποτελεί κατά βάθος την επιλογή του μεγαλύτερου μέρους των γερμανικών και βορειο-ευρωπαϊκών ελίτ και η οποία συνίσταται στη δημιουργία μίας Ευρώπης πολλών ταχυτήτων, σε ομόκεντρους κύκλους, στον σκληρό πυρήνα της οποίας θα βρίσκονται οι χώρες που μπορούν να αντέξουν τον κινεζικό ανταγωνισμό, με επίκεντρο την γερμανική ατμομηχανή, και στη δεύτερη ή τρίτη ζώνη, θα βρίσκονται οι υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης, ως αγορές της πρώτης, προμηθευτές πρώτων υλών και θέρετρα για διακοπές. Μια δεύτερη επιλογή απέναντι στην κρίση θα ήταν η σταδιακή χαλάρωση των κανόνων δημοσιονομικής πειθαρχίας στην ευρωζώνη, η μεταβολή του ευρώ σε «ασθενές» νόμισμα, ώστε να επιτρέπει στις χώρες του Νότου να ανασάνουν και ίσως- ίσως η ίδια η αποσύνθεση της ζώνης του ευρώ.
Σε αυτές τις συνθήκες, η Ελλάδα, σύμφωνα με τη στρατηγική των βορειοευρωπαϊκών κύκλων, που εκφράζεται προνομιακά από τον Σόιμπλε, αποτελεί βαρίδι για την ευρωζώνη, και επομένως, εάν πληρούνταν οι αναγκαίες προϋποθέσεις, δηλαδή αν βρισκόταν η κατάλληλη ευκαιρία, θα έπρεπε να εκδιωχθεί από αυτή και να περάσει στην κατηγορία των υπόλοιπων βαλκανικών και ανατολικοευρωπαϊκών χωρών, ή της Αγγλίας, μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά όχι της ευρωζώνης. Από την άλλη πλευρά, οι υπόλοιπες δυνάμεις, κυρίως η Γαλλία, δεν θα ήθελαν μία έξοδο της Ελλάδας, διότι αυτή θα ενίσχυε την πολιτική της δημοσιονομικής ασφυξίας και της λιτότητας, που θα έπληττε αναπόφευκτα και τη Γαλλία και την Ιταλία και την Ισπανία. Και σ’ αυτή τη στρατηγική συνεπικουρούνταν τόσο από την Κίνα, που βλέπει την Ελλάδα ως ένα στρατηγικό σημείο, ανάμεσα σε άλλα, για την εμπορική και οικονομική της διείσδυση στην Ευρώπη, όσο και από τις ΗΠΑ, μετά το 2012, για προφανείς γεωπολιτικούς λόγους. Ανάμεσα σε αυτές τις δύο ισχυρές τάσεις, βρέθηκε ένα σημείο συμβιβασμού που το προσωποποιούν η Γερμανίδα καγκελάριος Μέρκελ, η Λαγκάρντ και ο Γιούνγκερ, γύρω από την ακόλουθη στρατηγική: Η Ελλάδα μπορεί να παραμείνει στην ευρωζώνη, όπως ζητά η δεύτερη άποψη, εάν εφαρμόσει την πολιτική λιτότητας που απαιτεί η πρώτη! Αυτός ο συμβιβασμός δεν σημαίνει ότι τα δύο στρατόπεδα εγκατέλειψαν τη βαθύτερη στρατηγική και επιδιώξεις τους, γι’ αυτό και από τους πρώτους η Ελλάδα πιέζεται συστηματικά και αφόρητα, έτσι ώστε, αν συμβεί το περιβόητο «ατύχημα», να μπορεί ο Σόιμπλε να νίπτει τας χείρας του.
Εάν αναγνωρισθεί αυτή η πραγματικότητα, και δεν κυριαρχεί στα μυαλά μας ένας ηλίθιος «ευρωλιγουρισμός» (κατά Ζουράρι), σημαίνει ότι, στον βαθμό που δεν επιθυμούμε, κυρίως για γεωπολιτικούς λόγους, μια έξοδο από την ευρωζώνη, είμαστε υποχρεωμένοι να ακολουθήσουμε μία τακτική «καταπόνησης του αντιπάλου». Αυτό που δεκάδες φορές έχουμε αποκαλέσει τακτική ανταρτοπολέμου.
Γνωρίζοντας δηλαδή ότι η Ελλάδα δεν αποτελεί οργανικό μέρος της Δύσης και της δυτικής Ευρώπης, με την οποία έχουμε συνάψει απλώς μία συμμαχία μακράς διάρκειας, μέχρις ότου η Ευρώπη αποκτήσει την περιβόητη ενότητα που οραματιζόταν ο ντε Γκωλ, από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια, και μέχρις ότου οι Κούρδοι και οι Αλεβίτες εκδημοκρατήσουν αυθεντικά την Τουρκία –εξελίξεις που θα επέτρεπαν μια ισορροπημένη σχέση με το γεωπολιτικό μας περιβάλλον–, είμαστε υποχρεωμένοι να διατηρούμε αυτή την ισορροπία, έστω και ετεροβαρή. Και εάν οι χαζοχαρούμενοι ευρωπαϊστές μας αγνοούν αυτή την πραγματικότητα, δεν την αγνοούν καθόλου οι Δυτικοευρωπαίοι, από τον Κάμερον έως τον Σόιμπλε. Γι’ αυτό εξάλλου και φοβούνται διαρκώς κάποια στροφή μας προς τη Ρωσία ή τη Σερβία και ανησυχούν διαρκώς για την «ορθόδοξη» ταυτότητά μας. Πράγμα που σημαίνει ότι εκλαμβάνουν αυτή τη συμμαχία σαν αυτό που είναι. Δηλαδή, μια συμμαχία τακτικού χαρακτήρα και όχι οργανικού. Επομένως, εάν και όταν βρουν την ευκαιρία, είναι έτοιμοι να εκδιώξουν από την ευρωζώνη το «βαρίδι» που λέγεται Ελλάδα. Εμείς, αντίθετα, έχοντας συνείδηση αυτής της γεωπολιτικής πραγματικότητας, θα πρέπει να αποφύγουμε τις μετωπικές συγκρούσεις –και μάλιστα κατά μόνας. Γι’ αυτό εξάλλου πιστεύαμε ότι ήταν εγκληματική η ανάληψη της εξουσίας πριν γίνουν εκλογές στην Ισπανία ή πριν αρχίσει η εφαρμογή της «ποσοτικής χαλάρωσης» από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, έτσι ώστε να συγκροτηθούν σταδιακώς στην Ευρώπη συνθήκες ανατροπής ή έστω αμφισβήτησης της γερμανικής νεοφιλελεύθερης μονοκρατορίας, και οι οποίες θα επέτρεπαν νέες συμμαχίες στο εσωτερικό της ευρωζώνης.
Όλα αυτά είναι τόσο καθαρά και αυτονόητα, και αποτελεί ένδειξη μεγάλης παρακμής και έλλειψης του πιο στοιχειώδους προβληματισμού, η αδυναμία συνειδητοποίησης αυτής της εξόφθαλμης πραγματικότητας. Επειδή, όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ κατάγεται από την ευρωπαϊστική πτέρυγα της παλιάς κομμουνιστικής αριστεράς, και επειδή στον ίδιο του τον πυρήνα συγκροτείται από στελέχη τέτοιας υφής (π.χ. Παππάς, Βαρουφάκης, Τσακαλώτος κ.λπ.), δεν είχε συνείδηση αυτής της πραγματικότητας. Αντίθετα, θεωρούσε ότι αρκεί μία απλή πίεση στους ομογάλακτους εταίρους –διότι «και εμείς είμαστε Ευρωπαίοι», όπως διακηρύσσουν urbi et orbi– ώστε να επιτύχει την αναίρεση του μνημονιακού ζουρλομανδύα. Και βρέθηκε γυμνός μπροστά στην πραγματικότητα: Από τη στιγμή και πέρα που οι δολιχοδρομίες του ΣΥΡΙΖΑ τείνουν να αμφισβητήσουν τον συμβιβασμό που προαναφέραμε, επανεμφανίζεται δυναμικότερα η εκδοχή Σόιμπλε–Ντάιζεμπλουμ, η οποία συνοψίζεται στα ακόλουθα: «εφόσον οι Έλληνες δεν είναι διατεθειμένοι να ανταλλάξουν την παραμονή τους στο ευρώ με την αποδοχή της λιτότητας, ακόμα και αν θα έχει υψηλό κόστος για το σύνολο της ευρωζώνης, έχει μεγαλύτερη σημασία μεσοπρόθεσμα η αποβολή της Ελλάδας από αυτήν, έτσι ώστε και να μην αποτελέσει το κακό παράδειγμα για τους υπολοίπους νότιους, και να ενισχυθεί εν τέλει η συνοχή της ευρωζώνης».
Και η κυβέρνηση έκανε ό,τι μπορούσε για να τους ενισχύσει. Αντί, στην πρώτη περίοδο μετά τις εκλογές, όταν διέθετε το στοιχείο του αιφνιδιασμού και της σχετικής αμηχανίας στην οποία είχαν βρεθεί τα γεράκια της ευρωζώνης, να προχωρήσει πολύ γρήγορα σε μια λύση που θα είχε σαν βασικό της στοιχείο τη μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος και την αποδοχή λιγότερων μέτρων, έκανε το ακριβώς αντίστροφο. Επιμήκυνε εις το διηνεκές τις διαπραγματεύσεις, και μάλιστα με γελοίο τρόπο, επιδεινώνοντας ραγδαία την οικονομική θέση της χώρας και καθιστώντας κάθε μέρα τη διαπραγματευτική της θέση πιο αδύναμη. Παράλληλα, έδωσε τη δυνατότητα στους θιασώτες της εκδίωξης της Ελλάδας να περάσουν μπροστά, ενώ κυριολεκτικά έχουν λουφάξει όσοι δεν θα ήθελαν την έξοδο της Ελλάδας –Ρέντσι, Ολάντ κ.λπ.
Όπως στρώσεις, θα κοιμηθείς
Φτάσαμε έτσι στο παρά πέντε της χρεοκοπίας και η κυβέρνηση των τακτικιστών της συμφοράς, που θεωρεί ότι όλα είναι κόλπα, αλά Κουβέλη, Χαϊκάλη και άλλα παρόμοια, εκβιάζει πλέον τον ελληνικό λαό και κατ’ εξοχήν τους αντιμνημονιακούς πολίτες: «Τι θέλετε να κάνουμε; Να υποταχθούμε;» «Ας αποφασίσετε εσείς, με δημοψήφισμα»! Και η απάντηση, τουλάχιστον η δική μας, είναι σαφής: «όποιος έχει τα γένια, έχει και τα χτένια». Εσείς επιλέξατε να προκαλέσετε εκλογές, τις οποίες δεν επιθυμούσε η πλειοψηφία των Ελλήνων, δι’ εκβιασμού, εσείς τα κάνατε μαντάρα στις εκατό μέρες της διακυβέρνησής σας, εσείς θα αποφασίσετε και το τι θα κάνετε. Εμείς, τους δύο πρώτους μήνες, υποστείλαμε την ένταση της κριτικής μας, αφήνοντάς σας τη δυνατότητα να βρείτε μια οποιαδήποτε λύση. Κι όχι μόνο δεν βρήκατε λύση, κοροϊδεύοντας τον ελληνικό λαό, αλλά ούτε τον προετοιμάζετε για κάποια επιλογή: Στην περίπτωση του συμβιβασμού, να εφαρμοστούν μέτρα τα οποία να μπορούν να αναιρεθούν πολύ σύντομα, αμέσως μετά την αλλαγή της συγκυρίας, και αυτό να δηλωθεί ανοιχτά στον ελληνικό λαό: «υποχωρούμε σε εκβιασμούς, και να το ξέρετε, ώστε να μπορούμε να αντεπιτεθούμε μετά». Στην δε περίπτωση επιλογής της ρήξης, λαϊκή κινητοποίηση, δημιουργία σε όλη τη χώρα επιτροπών οικονομικής ανασυγκρότησης, λαϊκής επαγρύπνησης απέναντι στα λαμόγια και τη φοροκλοπή, μέτρων που τουλάχιστον θα μπορούσαν να στηρίξουν μια οποιαδήποτε πιθανή εκδοχή ακραίας σύγκρουσης και έξοδο.
Αντ’ αυτών, το μόνο που κάνετε είναι να κοροϊδεύετε, στο εσωτερικό με κορώνες για κόκκινες γραμμές και επικοινωνιακά τερτίπια του τύπου «όλα πήγαιναν καλά, αλλά μας κορόιδεψαν», την ώρα που στο εξωτερικό, απέναντι στη Μερκελ και στις μυστικές συνομιλίες υποχωρείτε, με αποτέλεσμα ο λαός να βρίσκεται σε απόλυτη σύγχυση και σε ανημπόρια, μεγαλύτερη από πριν. Γιατί τότε τουλάχιστον εμφανιζόσασταν εσείς σαν μια εναλλακτική λύση, ενώ σήμερα δεν υπάρχει καμία. Επομένως, είναι είτε αφελείς είτε ιδιοτελείς όλοι εκείνοι που λένε να σας δώσουμε ακόμη μία ευκαιρία και να στηρίξουμε την κυβέρνηση. Αντιθέτως, μόνο η έντονη κριτική στις επιλογές σας, η οποία θα καταδείξει και σε σας ότι οι Έλληνες δεν τρώνε κουτόχορτο, μπορεί να σας σπρώξει να πάρετε μία οποιαδήποτε απόφαση. Και δεν μπορούμε να αφήσουμε την κριτική στα χέρια μιας υστερικής φυσιογνωμίας τύπου Άδωνι ή, ακόμα χειρότερα, στα χέρια της Χρυσής Αυγής.
Πιστεύω ότι ο Παναγιώτης Λαφαζάνης το θέτει σωστά και τίμια. Αν κρίνετε ότι δεν μπορείτε να αποφασίσετε το οτιδήποτε, και δεν μπορείτε να υλοποιήσετε το πρόγραμμά σας, παραιτηθείτε και εγκαταλείψετε την εξουσία. Μια τέτοια επιλογή εξ άλλου θα έχει και το μικρότερο κόστος και για τη χώρα και για εσάς τους ίδιους. Είναι προτιμότερο να πεις την αλήθεια και να δηλώσεις αδυναμία παρά να οδηγήσεις σε καταστροφές με τακτικισμούς, γιατί τότε δεν υπάρχει καμία περίπτωση να σε συγχωρήσει ο ελληνικός λαός. Πιστεύω, δυστυχώς και μακάρι να διαψευσθώ, ότι δεν θα το κάνετε, διότι δεν είστε διατεθειμένοι να εγκαταλείψετε την εξουσία και θέλω να δω εν τέλει αν και ο Παναγιώτης Λαφαζάνης –που πάντα τον θεωρούσα φίλο, πάρα τις ριζικές διαφορές μας την τελευταία περίοδο– θα το αποτολμήσει.
Γι’ αυτό και ο ελληνικός λαός θα πρέπει να πάρει τα μέτρα του και να αρχίσει να προετοιμάζεται από τώρα για την επόμενη μέρα, μετά από σας. Διότι, είχατε την ευκαιρία, από το 2012, να μεταβληθείτε σε μια μεγάλη πολιτική δύναμη και να εκφράσετε τις νέες πολιτικές πραγματικότητες, μετά τη μεταπολίτευση. Αντ’ αυτού, επιλέξατε να είστε εσείς η τελευταία εκδοχή της μεταπολίτευσης, με όλα τα τερτίπια και τις απάτες της, και να κλείσετε με καταστροφικό τρόπο, και για την χώρα και για σας, αυτόν τον κύκλο. Εξάλλου, καθόλου τυχαία, ένα μεγάλο μέρος του ΠΑΣΟΚ ήρθε να στεγαστεί κάτω από τη σκέπη σας. Όμως, με την επιλογή σας για εξουσία εδώ και τώρα, το κάψατε το χαρτί σας. Είτε στη μία εκδοχή είτε στην άλλη, δεν υπάρχει μακροπρόθεσμο μέλλον για σας παρότι τη μικρότερη ζημιά θα την υποστείτε αν ακολουθήσετε την προτροπή Λαφαζάνη. Και αν σήμερα υπάρχει ένα 35% των Ελλήνων που σας στηρίζει ακόμα, αυτό συμβαίνει γιατί δεν υπάρχει στον ορίζοντα καμία άλλη εναλλακτική λύση, και γιατί είναι δύσκολο, μέσα σε εκατό μέρες, να αναγνωρίσει κάποιος ότι έκανε λάθος. Θυμηθείτε όμως το 42% του ΓΑΠ, και το 80% της στήριξης που απολάμβανε τους πρώτους μήνες της εξουσίας του.
Εμείς προετοιμαζόμαστε ήδη για την περίοδο μετά το τέλος της μεταπολίτευσης, τελευταία εκδοχή της οποίας δυστυχώς θελήσατε να είσθε. Οι εκβιασμοί λοιπόν δεν μας αγγίζουν. Εμείς υπήρξαμε και παραμένουμε αντιμνημονιακοί, υπήρξαμε και παραμένουμε αντισυστημικοί –και όχι τώρα, αλλά εδώ και σαράντα χρόνια– και αντίθετοι στο εθνοκτόνο σύστημα του οποίου αποτελείτε την έσχατη μορφή. Το εάν θα παραιτηθείτε ή όχι, είναι δική σας επιλογή. Πάντως, να φροντίσετε να περιορίσετε τις καταστροφές τις οποίες έχετε ήδη κάνει. Γιατί, δυστυχώς, αν τις μεγεθύνετε, θα πάρει η μπάλα όλον τον ελληνικό λαό.
Φτάσαμε έτσι στο παρά πέντε της χρεοκοπίας και η κυβέρνηση των τακτικιστών της συμφοράς, που θεωρεί ότι όλα είναι κόλπα, αλά Κουβέλη, Χαϊκάλη και άλλα παρόμοια, εκβιάζει πλέον τον ελληνικό λαό και κατ’ εξοχήν τους αντιμνημονιακούς πολίτες: «Τι θέλετε να κάνουμε; Να υποταχθούμε;» «Ας αποφασίσετε εσείς, με δημοψήφισμα»! Και η απάντηση, τουλάχιστον η δική μας, είναι σαφής: «όποιος έχει τα γένια, έχει και τα χτένια». Εσείς επιλέξατε να προκαλέσετε εκλογές, τις οποίες δεν επιθυμούσε η πλειοψηφία των Ελλήνων, δι’ εκβιασμού, εσείς τα κάνατε μαντάρα στις εκατό μέρες της διακυβέρνησής σας, εσείς θα αποφασίσετε και το τι θα κάνετε. Εμείς, τους δύο πρώτους μήνες, υποστείλαμε την ένταση της κριτικής μας, αφήνοντάς σας τη δυνατότητα να βρείτε μια οποιαδήποτε λύση. Κι όχι μόνο δεν βρήκατε λύση, κοροϊδεύοντας τον ελληνικό λαό, αλλά ούτε τον προετοιμάζετε για κάποια επιλογή: Στην περίπτωση του συμβιβασμού, να εφαρμοστούν μέτρα τα οποία να μπορούν να αναιρεθούν πολύ σύντομα, αμέσως μετά την αλλαγή της συγκυρίας, και αυτό να δηλωθεί ανοιχτά στον ελληνικό λαό: «υποχωρούμε σε εκβιασμούς, και να το ξέρετε, ώστε να μπορούμε να αντεπιτεθούμε μετά». Στην δε περίπτωση επιλογής της ρήξης, λαϊκή κινητοποίηση, δημιουργία σε όλη τη χώρα επιτροπών οικονομικής ανασυγκρότησης, λαϊκής επαγρύπνησης απέναντι στα λαμόγια και τη φοροκλοπή, μέτρων που τουλάχιστον θα μπορούσαν να στηρίξουν μια οποιαδήποτε πιθανή εκδοχή ακραίας σύγκρουσης και έξοδο.
Αντ’ αυτών, το μόνο που κάνετε είναι να κοροϊδεύετε, στο εσωτερικό με κορώνες για κόκκινες γραμμές και επικοινωνιακά τερτίπια του τύπου «όλα πήγαιναν καλά, αλλά μας κορόιδεψαν», την ώρα που στο εξωτερικό, απέναντι στη Μερκελ και στις μυστικές συνομιλίες υποχωρείτε, με αποτέλεσμα ο λαός να βρίσκεται σε απόλυτη σύγχυση και σε ανημπόρια, μεγαλύτερη από πριν. Γιατί τότε τουλάχιστον εμφανιζόσασταν εσείς σαν μια εναλλακτική λύση, ενώ σήμερα δεν υπάρχει καμία. Επομένως, είναι είτε αφελείς είτε ιδιοτελείς όλοι εκείνοι που λένε να σας δώσουμε ακόμη μία ευκαιρία και να στηρίξουμε την κυβέρνηση. Αντιθέτως, μόνο η έντονη κριτική στις επιλογές σας, η οποία θα καταδείξει και σε σας ότι οι Έλληνες δεν τρώνε κουτόχορτο, μπορεί να σας σπρώξει να πάρετε μία οποιαδήποτε απόφαση. Και δεν μπορούμε να αφήσουμε την κριτική στα χέρια μιας υστερικής φυσιογνωμίας τύπου Άδωνι ή, ακόμα χειρότερα, στα χέρια της Χρυσής Αυγής.
Πιστεύω ότι ο Παναγιώτης Λαφαζάνης το θέτει σωστά και τίμια. Αν κρίνετε ότι δεν μπορείτε να αποφασίσετε το οτιδήποτε, και δεν μπορείτε να υλοποιήσετε το πρόγραμμά σας, παραιτηθείτε και εγκαταλείψετε την εξουσία. Μια τέτοια επιλογή εξ άλλου θα έχει και το μικρότερο κόστος και για τη χώρα και για εσάς τους ίδιους. Είναι προτιμότερο να πεις την αλήθεια και να δηλώσεις αδυναμία παρά να οδηγήσεις σε καταστροφές με τακτικισμούς, γιατί τότε δεν υπάρχει καμία περίπτωση να σε συγχωρήσει ο ελληνικός λαός. Πιστεύω, δυστυχώς και μακάρι να διαψευσθώ, ότι δεν θα το κάνετε, διότι δεν είστε διατεθειμένοι να εγκαταλείψετε την εξουσία και θέλω να δω εν τέλει αν και ο Παναγιώτης Λαφαζάνης –που πάντα τον θεωρούσα φίλο, πάρα τις ριζικές διαφορές μας την τελευταία περίοδο– θα το αποτολμήσει.
Γι’ αυτό και ο ελληνικός λαός θα πρέπει να πάρει τα μέτρα του και να αρχίσει να προετοιμάζεται από τώρα για την επόμενη μέρα, μετά από σας. Διότι, είχατε την ευκαιρία, από το 2012, να μεταβληθείτε σε μια μεγάλη πολιτική δύναμη και να εκφράσετε τις νέες πολιτικές πραγματικότητες, μετά τη μεταπολίτευση. Αντ’ αυτού, επιλέξατε να είστε εσείς η τελευταία εκδοχή της μεταπολίτευσης, με όλα τα τερτίπια και τις απάτες της, και να κλείσετε με καταστροφικό τρόπο, και για την χώρα και για σας, αυτόν τον κύκλο. Εξάλλου, καθόλου τυχαία, ένα μεγάλο μέρος του ΠΑΣΟΚ ήρθε να στεγαστεί κάτω από τη σκέπη σας. Όμως, με την επιλογή σας για εξουσία εδώ και τώρα, το κάψατε το χαρτί σας. Είτε στη μία εκδοχή είτε στην άλλη, δεν υπάρχει μακροπρόθεσμο μέλλον για σας παρότι τη μικρότερη ζημιά θα την υποστείτε αν ακολουθήσετε την προτροπή Λαφαζάνη. Και αν σήμερα υπάρχει ένα 35% των Ελλήνων που σας στηρίζει ακόμα, αυτό συμβαίνει γιατί δεν υπάρχει στον ορίζοντα καμία άλλη εναλλακτική λύση, και γιατί είναι δύσκολο, μέσα σε εκατό μέρες, να αναγνωρίσει κάποιος ότι έκανε λάθος. Θυμηθείτε όμως το 42% του ΓΑΠ, και το 80% της στήριξης που απολάμβανε τους πρώτους μήνες της εξουσίας του.
Εμείς προετοιμαζόμαστε ήδη για την περίοδο μετά το τέλος της μεταπολίτευσης, τελευταία εκδοχή της οποίας δυστυχώς θελήσατε να είσθε. Οι εκβιασμοί λοιπόν δεν μας αγγίζουν. Εμείς υπήρξαμε και παραμένουμε αντιμνημονιακοί, υπήρξαμε και παραμένουμε αντισυστημικοί –και όχι τώρα, αλλά εδώ και σαράντα χρόνια– και αντίθετοι στο εθνοκτόνο σύστημα του οποίου αποτελείτε την έσχατη μορφή. Το εάν θα παραιτηθείτε ή όχι, είναι δική σας επιλογή. Πάντως, να φροντίσετε να περιορίσετε τις καταστροφές τις οποίες έχετε ήδη κάνει. Γιατί, δυστυχώς, αν τις μεγεθύνετε, θα πάρει η μπάλα όλον τον ελληνικό λαό.
4 Μαΐου 2015
ΠΗΓΗ: http://ardin-rixi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.