Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2013

Η μνημονιακή πολιτική στη γλώσσα της κ. Ρεπούση

Του ΔΗΜΗΤΡΗ Α. ΣΕΒΑΣΤΑΚΗ*
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 14-9-2013

«Οι λογαριασμοί μετά τη λήξη τους μπορούν να εξοφλούνται στα ταμεία της ΔΕΗ...», «Ρίχνουμε τα ζυμαρικά στο αλατισμένο νερό που βράζει. Αφήνουμε να βράσει 6-8 λεπτά ανακατεύοντας κάθε τόσο». Μια από τις λιτές εντολές στο οπισθόφυλλο του λογαριασμού της ΔΕΗ ή οι οδηγίες σε πακέτο με μακαρόνια. Λειτουργική γλώσσα, που καταλαβαίνεις αμέσως τι εννοεί.

Μπορεί κανείς να θεωρεί ότι αυτή η γλώσσα είναι η πραγματική, η εμπορικά ανταποδοτική, η εγκεκριμένη από το ρεαλισμό. Οι μεταφορές, οι ελιγμοί και οι ήχοι της ποίησης, της λογοτεχνίας, του αρχαίου δράματος, ανήκουν στο βαθύ χώρο της περιττολογίας, είναι ένας πλεονασμός που η κρίση οφείλει να εγχειρήσει.

Η κρίση παραγγέλνει το δικό της στοχασμό, συστήνει το δικό της πολιτισμικό μνημόνιο. Σαν αυτό που εκφράζει με την εγωλατρία της η κ. Ρεπούση, σερφάροντας στο λαϊκιστικό κύμα ενός τελειωμένου και επαρχιώτικου γλωσσικού λειτουργισμού. «Τα Αρχαία Ελληνικά είναι νεκρή γλώσσα». Η γλώσσα του λογαριασμού της ΔΕΗ, οι οδηγίες χρήσης του μίξερ, τα καθοδηγητικά σκίτσα του ΙΚΕΑ, είναι η γλώσσα που επιταχύνει τα πράγματα ακριβολογώντας και συντομεύοντας. Ναι, πρέπει να διευκολύνουμε τη ζωή των ανθρώπων σε μια συντριπτική κυριολεξία, χωρίς μεταφορές , παρομοιώσεις, αλληγορίες. Είναι σίγουρο.

Τα Αρχαία Ελληνικά δεν μαθαίνονται, τουλάχιστον στο συνήθη βίο της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, δημιουργούν όμως μια γλωσσική ώση, που καθοδηγεί και σχηματίζει την έννοια, ξανασχεδιάζει το φθόγγο, το αίσθημα. Γιατί γλώσσα είναι αυτή η έκτη αίσθηση που σε ειδοποιεί για το ψέμα, την εκφραστική αστοχία, την ακυρολεξία που κρύβει ανεντιμότητα και όχι απλώς αδεξιότητα. Γλώσσα είναι η ταλάντωση πάνω στο θέμα, αλλά είναι και η επίμονη διιστορική ρίζα, που χαράσσεται στην ευαισθησία αιώνων και βουνών και βλεμμάτων και ήχων.

Ναι, να καταργηθούν τα Αρχαία που δεν ομιλούνται, αλλά και ο Μπερλιόζ που δεν ακούγεται (σε σχέση με τη Λάνα Ντελ Ρέι) και τα Μαθηματικά, που ούτως ή άλλως βρίσκονται εφαρμοσμένα στα γκάτζετ και τα απλικέισον -άρα τι χρειάζονται οι φτωχές δευτεροβάθμιες εξισώσειs- και ο Τζόις ή ο Παπαδιαμάντης που κατοικούν στο βάθος της χρήσης και θα δυσκόλευαν τον κυβερνοστόκο. Χρήση, μόνο χρήση.

Ενας παραποιημένος φανξιοναλισμός, που θα διαμοιράσει την ήρα από το στάρι: ενεργό μέρος της γλώσσας, δηλαδή αναγνωρίσιμο, και από την άλλη το μη ενεργό, δηλαδή το κρυμμένο, το ανυπάκουο, το πολυτελές. Κάτω οι υπαινιγμοί. Εκπαιδευτική αμεσότητα, φανάρι που ανάβει και γκαζώνεις. Είναι σίγουρο ότι πολλές αντιδράσεις ταΐζουν την ωραιοπάθειά της.

Η κ. Ρεπούση, σχεδόν σε μια αμοιβαιότητα, σε μια αλληλοσυνεννόηση με τον κ. Ανθιμο, στήνει ένα κούφιο και ανόητο μάρκετινγκ. Τα τάργκετ γκρουπ και των δύο χρειάζονται την εύκολη και ρηχή αντιδικία. Ούτε ο ένας έχει τη μόρφωση να εγείρει ούτε η άλλη το σθένος να διατυπώσει. Αποξηραμένοι κλώνοι μιας τηλεοπτικής εθνεγερσίας και πατροκτονίας, στήνουν σιγά σιγά και μεθοδικά την καριέρα τους, εκτός στοχασμού, νοηματοδοτήσεων, έξω από την κριτική εννόηση, την εννοιολογική πυκνότητα. Στον αραιό χώρο μιας αυτοερωτικής σαχλαμάρας, που δεν αγαπάει και δεν νοιάζεται.

Γιατί είναι πολιτική η αντίρρησή μου στις ανεπεξέργαστες τηλεοπτικές πομφόλυγες της κ. Ρεπούση (και της θρησκοληπτικής συμμετρίας της με τον κ. Ανθιμο) και όχι μια απλή πολιτιστική, θεωρησιακή διαφωνία; Γιατί στον πυρήνα της λαϊκιστικής κορόνας περί Αρχαίων Ελληνικών, κατοικεί μια σκληρότατη μνημονιακή κουλτούρα. Η κουλτούρα της περιστολής συλλογικών πνευματικών πόρων, η κουλτούρα της κοντόφθαλμης και λογιστικής ανταποδοτικότητας, η κουλτούρα των σχολείων της Νέας Ορλεάνης και του Φρίντμαν και των γνωστικών κουπονιών. Κρύβεται η πιο ανάλγητη και αναλφάβητη και τσιγκούνα και εμπαθής και καριερίστικη κουλτούρα ενός νέου και αχτύπητου εθνικισμού: του εθνικισμού που ο πολιτισμικός ιμπεριαλισμός του εμπορίου επιβάλλει. Εξαφάνιση κάθε ετερότητας, κάτω από τη γενική γλώσσα των οδηγιών χρήσης και των εμπορικών ετικετών ή πίσω από τα αρκτικόλεξα της νέας opengov γραφειοκρατίας.

Η γλώσσα λέει κι αυτά που δεν ακούγονται. Αρκεί να βλέπεις τον ήχο στη λέξη, αρκεί ν' ακούς το σινιάλο της, να αισθάνεσαι αυτούς που λείπουν στο ίχνος της. «Η καταπόντι(η)σις της εσπέρας». Μπορείς να το πεις και «ξημέρωμα». Μπορείς να το πεις και «5 η ώρα στην παραλία της Μυκόνου». Μπορείς να γυρίσεις πλευρό, μπορείς και να αγρυπνάς.

*Ζωγράφος, αν. καθηγητής ΕΜΠ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.