Αναρτήθηκε από τον/την olympiada στο Απριλίου 2, 2012
Με βασανιστικές σκέψεις για τις «αξίες» του σήμερα.
Στο νοερό βιβλίο φυλλομετρούμε τις χθεσινές και προχθεσινές σελίδες της ιστορίας μας. Βρίσκουμε κοινωνίες κλειστές, κάποτε σκληρές, κοινωνίες του αγρού και του ιδρώτα, κόσμους ηλιοκαμένους και σκοτεινούς. Ίσως, συλλογιζόμαστε, η αυστηρότητά τους να προφύλασσε τη συλλογική πορεία από ανατρεπτικές παρεκκλίσεις. Εκεί μέσα πάντως γεννήθηκαν και ανατράφηκαν τα πιο ατόφυια λουλούδια, τα πιο σπάνια, τα πιο ξεχωριστά. Γιατί κάποιες οικογένειες αυτής της παλιομοδίτικης παραδοσιακής κοινωνίας μας, κάποιες αμόρφωτες από γράμματα και τόσο ψημένες στη ζωή, ήξεραν να κρίνουν ορθότερα τις αξίες της ζωής και έπλασαν ωραίες γενιές.
Μια τέτοια εξαίρετη γενιά θα ήταν αυτή του ’50! Ο αγώνας της ΕΟΚΑ δεν ήταν ένας τυχαίος αγώνας. Η επανάσταση του κυπριακού Ελληνισμού δεν ήταν μια πράξη που εκτελέστηκε από επαγγελματίες στρατιωτικούς ή εμπειροπόλεμους στρατιώτες. Ήταν μια επανάσταση που είχε ως πρώτη ύλη μια νεολαία κατ’ εξοχήν φιλήσυχη και σίγουρα απειροπόλεμη. Είχε όμως μια νεολαία με ξεκάθαρο στόχο που φλεγόταν από τον πόθο της Λευτεριάς και της Ένωσης, μια νεολαία βγαλμένη και μεγαλωμένη μέσα στα κατηχητικά και τις Εκκλησίες. Μια νεολαία που παρέλαβε αναμμένο το καντήλι του Ελληνισμού και της Ορθόδοξης πίστης. Μια νεολαία που αν δεν ήταν ήδη έτοιμη, σε ελάχιστο διάστημα ωρίμασε στο καμίνι του Αγώνα και ξεπέρασε τις μικρότητες του κόσμου τούτου. Ξεπέρασε τους άλλους και τον εαυτό της. Ήταν η νεολαία που δεν λογάριαζε τις επιπτώσεις. Και μόνο μια τέτοια νεολαία θα μπορούσε να μη δειλιάσει στον θάνατο του σώματος και να τα δώσει όλα στον αγώνα.
Ήταν μόνο οι εξαιρέσεις διαμαρτύρεται ένας αμφισβητίας. Ακόμη κι έτσι να ήταν, θα ‘ταν πολλές αυτές οι εξαιρέσεις!
Πετράκης Γιάλλουρος
Αφού συχνά λέμε ότι τα κούφια λόγια τα βαρεθήκαμε, ας μιλήσουμε με τα παραδείγματα μιας άλλης γενιάς που έζησαν οι παππούδες μας και άγγιξαν οι γονείς μας. Ένας από τους γνωστότερους ήρωες της εποποιίας της ΕΟΚΑ και ο πρώτος μαθητής που έπεσε στον αγώνα ήταν οΠετράκης Γιάλλουρος. Νεαρότατος, τελειόφοιτος του Ελληνικού Γυμνασίου Αμμοχώστου, άριστος μαθητής και υπερήφανος σημαιοφόρος της Ελληνικής σημαίας, ανέλαβε υπεύθυνος των μαθητικών ομάδων της ΕΟΚΑ στο σχολείο του. «Λόγος του και κουβέντα του, αφηγείται η μάνα του, ήταν πάντα η Ελλάδα. Καημός του και πόθος, όνειρο και τραγούδι του, η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.» (βλ. Ριζοκάρπασον).
Έγραφε κυριευμένος από συγκίνηση ο νεαρός μαθητής στον πατέρα του κατά την εκδρομή του στην Ελλάδα:
«Μόλις πάτησα το Άγιο χώμα της Ελλάδος, μια βαθειά συγκίνησις με κατακυρίευσε και δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια μου, αφ’ ενός λόγω του ότι πατούσα στην Ελεύθερη Πατρίδα, αφ’ ετέρου διότι σκέφτηκα ότι η ιδιαιτέρα μας πατρίς Κύπρος έμενε υπόδουλη κάτω από τον βαρύ ζυγό των Άγγλων, ενώ έπρεπε να είναι κι αυτή ένα κομμάτι της Ελεύθερης Ελλάδος». (βλ. Σημερινή,6/2/2010)
Λίγους μήνες μετά την έναρξη του αγώνα, απευθυνόμενος πάλι προς τον πατέρα του, αποκάλυπτε το ολοκληρωτικό και ενσυνείδητο δόσιμό του στον αγώνα υπέρ της Ελευθερίας της ιδιαιτέρας του πατρίδας. Δίδασκε, σε ηλικία μόλις 16 ετών, με θάρρος και με ευγένεια, τον πατέρα του αλλά και όλους εμάς ένα μάθημα που δεν θα το διδαχτούμε ποτέ σε κανένα Harvard ή Cambridge του κόσμου και σε κανένα σεμινάριο επιμόρφωσης:
«Δεν συμφωνώ αγαπητέ μου πατέρα στο ότι ένας άνθρωπος πρέπει πρώτα να κοιτάξει για τον εαυτό του και ύστερα για την πατρίδα του. Τότε αυτός, καταντά άκρως εγωιστής, τομαριστής και μπορώ να πω αναίσθητος. Διότι όταν δεν κυριαρχεί μέσα του το αίσθημα της φιλοπατρίας, το ευγενέστερο των αισθημάτων, δεν είναι δυνατό να κυριαρχεί κανένα άλλο ευγενές αίσθημα… Εξ άλλου, αγαπητέ μου πατέρα, η ορμή του ανθρώπου προς την ύλη, δηλαδή τον πλούτο και την καλοπέραση και η ικανοποίηση τούτη, δεν προσφέρει την πραγματική ευτυχία του ανθρώπου. Την απόλυτη ευτυχία προσφέρει στους ανθρώπους και ιδίως όταν είναι Έλληνες, η ορμή προς τα ανώτερα ιδανικά την αγάπη προς την Πατρίδα και τον πόθο ακόμη και να θυσιαστεί για την ελευθερία της που είναι και δική του ατομική ελευθερία και αξιοπρέπεια». (βλ. Αλήθεια)
Περίπου ένα χρόνο αργότερα, στις 7/2/1957, δεν θα φειδόταν τη ζωή του. Κατά τη διάρκεια μιας μαχητικής μαθητικής διαδήλωσης ενάντια στην απόφαση κλεισίμαστος του Ελληνικού Γυμνασίου Αμμοχώστου οι Άγγλοι αποικιοκράτες χρησιμοποίησαν πραγματικά πυρά και ένα βόλι κτύπησε θανάσιμα τον Πετράκη Γιάλλουρο στο μέρος της καρδιάς. «Ο Πετράκης προχώρησε δέκα βήματα περίπου, κραύγασε “ζήτω η Ένωση” και έπεσε.»
Θα γράψει ο Νίκος Κρανιδιώτης ανταποκρινόμενος στη θυσία του παλληκαριού στους Τάιμς οφ Σάιπρους λίγους μήνες αργότερα (15/11/1957):«Αγάπησε τη γαλανόλευκη. Αγάπησε τη σκιά της. Αγάπησε τις γαλανές σκέψεις της.» Αγάπησε, και δεν έμεινε στα λόγια! Αγάπησε και πέθανε για την αγάπη της. Δεν κρύφτηκε στην ασφάλεια των τεσσάρων τοίχων του σπιτιού του. Ξεπερνώντας τις συμβουλές του αγωνιούντος πατέρα του, αφουγκράστηκε την εποχή του και έγινε άξιο τέκνο της εποχής και της πατρίδας του. Θα μπορούσε να σβήσει τον ενθουσιασμό του συμβιβαζόμενος με το δέλεαρ της ζωής κι ύστερα να βυθιστεί σε μια θεσούλα μέχρι να φύγει άγνωστος απ’ αυτήν τη ζωή μας. Αλλά ο άριστος μαθητής ΑΡΙΣΤΕΥΣΕ ξανά κατατασσόμενος στο πάνθεον των ηρώων.
Υ/Γ. Σήμερα η τελευταία κλίνη του ήρωα, μοιραζόμενη από τον έτερο μαθητή ήρωα Κασπή, στέκει και μας περιμένει στο κατεχόμενοΡιζοκάρπασο. Με τον σταυρό στην κορφή και τη θεία δάφνη που χάρισε ο θάνατος για την Ελλάδα προσμένει τους λεύτερους λευτερωτές. Ποιος από εμάς θα αξιωθεί, υπερήφανος σημαιοφόρος κι αυτός, να υψώσει τη γαλανόλευκη ξανά και μόνιμα στο σημείο που αναπαύεται αιώνια το σώμα των ηρώων;
Πέτρος Κυπριανού: Έτσι τον ήθελε η μάνα του «να έρθει»… ήρωα!
Ένας άλλος 18χρονος, ο Πετράκης Κυπριανού, αρχηγός αντάρτικης ομάδας στον τομέα Λάρνακας, έπεσε ηρωικά λίγες ημέρες μετά τον απαγχονισμό του Ευαγόρα Παλληκαρίδη. Λίγο πριν δώσει την ηρωική μάχη του με τον Χάροντα είχε παραγγείλει σε έναν συναγωνιστή του:
«Να πεις της μάνας μου, ότι ο γυιος της πεθαίνει για την Πατρίδα με το χαμόγελο στα χείλη. Εκπληρώνω τους πόθους μου. Ήρθε κι εμένα η σειρά μου να θυσιαστώ για την Πατρίδα όπως στις 3 του Μάρτη ο Γρηγόρης Αυξεντίου.»
Ήταν αποφασισμένος και ήταν σίγουρος. Όταν αντιλήφθηκαν ότι οι Άγγλοι τους περικύκλωναν, επανέλαβε: «Ήρθε και σ’ εμάς η ώρα να κάνουμε το καθήκον μας προς την Πατρίδα». Το παλληκάρι επέλεξε τελικά να αντισταθεί μόνος σε ένα κενό σπίτι απέναντι στους Άγγλους που τον είχαν περικυκλώσει. Πολέμησε επί 2,5 ώρες, αλλά το αποτέλεσμα της μάχης ήταν προδιαγεγραμμένο. Ήταν μόνος ενάντια σε τρεις χιλιάδες.
Η αναγγελία του θανάτου έγινε από την αστυνομία. «Όταν με πήραν κοντά του και τον είδα νεκρό», λέει στην αφήγησή του ο πατέρας του ήρωα, «έσκυψα, τον αγκάλιασα, τον φίλησα και είπα: Χαλάλι της πατρίδας το αίμα σου, παιδί μου.» Στην κηδεία του, όταν η μάνα του νεκρού ήρωα «αντίκρισε το κλειστό φέρετρο του παιδιού της πλησίασε, χαΐδεψε το σκληρό ξύλο και είπε: “Έτσι σε ήθελα, γυιε μου, να ‘ρθεις, ήρωας!”»
Αλήθεια, ποια μάνα σήμερα θα εκστόμιζε τα ίδια λόγια μπροστά στο φέρετρο του νεκρού σπλάχνου της; Μήπως κάποια μάνα απ’ αυτές που προτρέπουν τα παιδιά τους να δηλώσουν τάχα ότι έχουν ψυχολογικά προβλήματα για να μην υπηρετήσουν τη θητεία τους και να «χαραμίσουν»δυο χρόνια από τη ζωή τους;
Βλ. Ελ. Σεραφείμ-Λοΐζου (1982), Ο Απελευθερωτικός Αγώνας της Κύπρου: 1955-59: Όπως τον έζησε μια τομεάρχις, Λευκωσία, σ. 204-8
Ευαγόρας Παλληκαρίδης: Από τους κορυφαίους ο πιο κορυφαίος!
Κορυφαίος από τους κορυφαίους. Νεαρός με το σφρίγος της νιότης του, με την ποίησή του να μαρτυρεί ένα παιδί ευαίσθητο και θαρραλέο, ένα παιδί -ακόμη- που μάθαινε να ερωτεύεται σαν όλοι οι ομήλικοί του, αλλά και να παραμένει αθεράπευτα ερωτευμένο με την Ελλάδα-Ελευθερία, τη μεγάλη αγαπημένη.
Ο Ευαγόρας γεννήθηκε στη Τσάδα της Πάφου το 1938. Ήδη από ηλικία 15 χρόνων, πρωτοστάτησε στις μαθητικές διαδηλώσεις κατά των εορτασμών της στέψης της βασίλισσας Ελισάβετ. Όταν το 1955 ξεκινούσε ο αγώνας του κυπριακού Ελληνισμού για την Ένωση, ο Ευαγόρας δεν μπορούσε να λείπει. Δεν ήταν γεννημένος για να γράψει απουσία!
Στις 17 Νοεμβρίου σε μία άλλη μαθητική διαδήλωση οργανωμένη από την ΑΝΕ κατά των Βρετανών δυναστών ο Ευαγόρας συνελήφθη και δύο ημέρες αργότερα οδηγήθηκε στο δικαστήριο με την κατηγορία ότι συμμετέσχε σε οχλαγωγία. Παραμονή της εξ αναβολής παρουσίασής του ενώπιον του Άγγλου δικαστή, ο Ευαγόρας παίρνει την απόφαση να φύγει για το βουνό, να γίνει αντάρτης για το Φως ή τον Θάνατο. Ανακοινώνοντας την απόφασή του στον πατέρα του, Μιλτιάδη, θα πάρει την απάντηση:
«Παιδί μου, εκεί που θα πας πρόσεξε προ πάντων να ‘σαι τίμιος και ηθικός… πήγαινε στην ευχή μου!»
Η ώρα, ήταν, περασμένη και η επιθυμία του να αποχαιρετίσει τους συμμαθητές του, οδηγεί τον αθεράπευτο ποιητή να γράψει ένα ποίημα και να το καταλείψει στα έδρανα του σχολείου του. Την επόμενη ημέρα οι συμμαθητές του θα διαβάζουν:
«Παλιοί συμμαθηταί,
Αυτή την ώρα κάποιος λείπει ανάμεσά σας, κάποιος που φεύγει αναζητώντας λίγο ελεύθερο αέρα, κάποιος που μπορεί να μη τον ξαναδείτε παρά μόνο νεκρό. Μην κλάψετε στον τάφο του, Δεν κάνει να τον κλαίτε. Λίγα λουλούδια του Μαγιού σκορπάτε του στον τάφο. Του φτάνει αυτό ΜΟΝΑΧΑ.
Θα πάρω μιαν ανηφοριά
θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια
που παν στη Λευτεριά…….
……..Γεια σας παλιοί συμμαθηταί.
Τα τελευταία λόγια τα γράφω σήμερα για σας.
Κι όποιος θελήσει για να βρει
ένα χαμένο αδελφό, ένα παλιό του φίλο,
ας πάρει μιαν ανηφοριά
ας πάρει μονοπάτια
να βρει τα σκαλοπάτια
που παν στη Λευτεριά.
Με την ελευθερία μαζί, μπορεί να βρει και μένα.
Αν ζω, θα μ΄ βρει εκεί.
Ευαγόρας Παλληκαρίδης»
Αυτή την ώρα κάποιος λείπει ανάμεσά σας, κάποιος που φεύγει αναζητώντας λίγο ελεύθερο αέρα, κάποιος που μπορεί να μη τον ξαναδείτε παρά μόνο νεκρό. Μην κλάψετε στον τάφο του, Δεν κάνει να τον κλαίτε. Λίγα λουλούδια του Μαγιού σκορπάτε του στον τάφο. Του φτάνει αυτό ΜΟΝΑΧΑ.
Θα πάρω μιαν ανηφοριά
θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια
που παν στη Λευτεριά…….
……..Γεια σας παλιοί συμμαθηταί.
Τα τελευταία λόγια τα γράφω σήμερα για σας.
Κι όποιος θελήσει για να βρει
ένα χαμένο αδελφό, ένα παλιό του φίλο,
ας πάρει μιαν ανηφοριά
ας πάρει μονοπάτια
να βρει τα σκαλοπάτια
που παν στη Λευτεριά.
Με την ελευθερία μαζί, μπορεί να βρει και μένα.
Αν ζω, θα μ΄ βρει εκεί.
Ευαγόρας Παλληκαρίδης»
Ένα χρόνο αργότερα, ο Ευαγόρας θα συλληφθεί κατά τη μεταφορά πυρομαχικών και οπλισμού (ένα πολυβόλο Μπρεν). Παραπέμφθηκε σε μια δίκη παρωδία από τους κατακτητές. Η θανατική ποινή ήταν προδεδικασμένη και δεν διαφοροποιήθηκε παρ’ όλο που το όπλο ήταν αχρησιμοποίητο και σε μη άμεσα χρησιμοποιήσιμη μορφή (γρασαρισμένο και αποσυναρμολογημένο). Κατά τις μαρτυρίες ο Ευαγόρας υποβλήθηκε σε διάφορα βασανιστήρια και σε ορούς της αλήθειας, αλλά δεν υπέκυψε και δεν αποκάλυψε κάποια πληροφορία. Τότε «κατέφυγαν στον εκβιασμό του πονεμένου γονιού.
Ο Τούρκος βοηθός αστυνόμος της Πάφου εκάλεσε τον Μιλτιάδη στην Αστυνομία. Τον έβαλε να καθίσει απέναντί του κι άρχισε να του λέει:
- Η κατηγορία εναντίον του γυιου σου προνοεί καταδίκη σε θάνατο. Να, και το σχετικό διάταγμα του Κυβερνήτη. Διάβασέ το. Θέλεις να του μιλήσεις, για να μας πει κάτι; Πού έχουν π.χ. κρύπτη με όπλα, πού κρύβονται οι σύντροφοί του… Αν δώσει τέτοιες πληροφορίες, θ’ αποφύγει τον θάνατο… Λοιπόν, θέλεις να του μιλήσεις;…
- Η κατηγορία εναντίον του γυιου σου προνοεί καταδίκη σε θάνατο. Να, και το σχετικό διάταγμα του Κυβερνήτη. Διάβασέ το. Θέλεις να του μιλήσεις, για να μας πει κάτι; Πού έχουν π.χ. κρύπτη με όπλα, πού κρύβονται οι σύντροφοί του… Αν δώσει τέτοιες πληροφορίες, θ’ αποφύγει τον θάνατο… Λοιπόν, θέλεις να του μιλήσεις;…
Τινάχτηκε απ’ τη θέση του ο πλατύστερνος Μιλτιάδης. Τέτοιο ανοσιούργημα δεν θα το ’κανε ποτέ, ποτέ!
- Όχι, είπε. Xίλιες φορές όχι. Και καθώς τα ’λεγε, άστραψε η θωριά του. Μ’ αυτές τις προτάσεις δεν θέλω ούτε να δω τον Ευαγόρα, ούτε να του μιλήσω…
Έφυγε γυρίζοντας με ολοφάνερη περιφρόνηση την πλάτη στον πληρωμένο Τούρκο.
Φτάνοντας σπίτι, διηγήθηκε το γεγονός στη μάνα. Τινάχτηκε κι εκείνη κι είπε:
- Δε γέννησα εγιώ παιδί, που θα το πουν προδότη! Χαλάλιν της πατρίδας μου το γαίμαν του παιδκιού μου!
Την παλληκαριά της οικογένειας συμπλήρωσε και τράνεψε ο νεαρός Ευαγόρας. Πορεύθηκε αγέρωχος στη δίκη. Στη δίκη ο Άγγλος δικαστής Σω διάβασε το “κατηγορητήριο”. Τελειώνοντας σήκωσε το κεφάλι, στράφηκε προς τον κατηγορούμενο, τον κοίταξε ερευνητικά. Διασταυρώθηκαν τα βλέμματα. Γεμάτο απορία το βλέμμα του δικαστού. Ίσως -ποιος ξέρει;- να μη πίστευε και τόσο σε τούτη τη δίκη. Περήφανο και γαλήνιο το βλέμμα του ήρωός μας.
-Παραδέχεσαι; τον ρώτησε ο λειτουργός του άνομου νόμου.
-Παραδέχομαι, είπε απερίφραστα ο έφηβος.
-Έχεις τίποτε να πεις, για να μη καταδικασθείς σε θάνατο; ρώτησε και πάλι ξερά ο δικαστής.
-Γνωρίζω ότι θα καταδικασθώ σε θάνατο, είπε ο Ευαγόρας. Θα με κρεμάσετε, το ξέρω. Ό,τι έκαμα, το έκαμα σαν Έλληνας Κύπριος, που ζητά τη λευτεριά του. Εύχομαι να είμαι ο τελευταίος Κύπριος που θ’ αντικρύσει την αγχόνη. Ζήτω η Ένωσις της Κύπρου με τη μητέρα Ελλάδα! Τίποτε άλλο!
-Παραδέχομαι, είπε απερίφραστα ο έφηβος.
-Έχεις τίποτε να πεις, για να μη καταδικασθείς σε θάνατο; ρώτησε και πάλι ξερά ο δικαστής.
-Γνωρίζω ότι θα καταδικασθώ σε θάνατο, είπε ο Ευαγόρας. Θα με κρεμάσετε, το ξέρω. Ό,τι έκαμα, το έκαμα σαν Έλληνας Κύπριος, που ζητά τη λευτεριά του. Εύχομαι να είμαι ο τελευταίος Κύπριος που θ’ αντικρύσει την αγχόνη. Ζήτω η Ένωσις της Κύπρου με τη μητέρα Ελλάδα! Τίποτε άλλο!
Φυσικά ο Ευαγόρας δεν άφησε και πολλά περιθώρια υπεράσπισης, αφού παρά τις υποδείξεις των δικηγόρων του παραδέχθηκε ενοχή. Ως Έλληνας Κύπριος… που ζητά την Ελευθερίαν του, τόσο απλά, τόσο ατόφια.
Την επομένη της καταδίκης του όλος ο κόσμος αρχίζει μια τιτάνια προσπάθεια από τον σύμπαντα Ελληνισμό σε Κύπρο, Ελλάδα και αλλαχού να του απονεμηθεί χάρη. Τα βασικά επιχειρήματα ήταν πως έπρεπε να σωθεί η ζωή ενός νέου, αλλά και το ότι οι Άγγλοι δεν τον είχαν κατηγορήσει για εκτέλεση ή συμμετοχή σε μάχη, αλλά μόνο για μεταφορά οπλισμού. Ωστόσο, οι αποικιοκράτες παραμένουν ασυγκίνητοι. Ο κυβερνήτης της Κύπρου Χάρτινγκ, η Βρετανική κυβέρνηση και η βασίλισσα Ελισάβετ απορρίπτουν το αίτημα.
Παραμονή της εκτέλεσης της ποινής, οι συγγενείς επισκέπτονται τον μελλοθάνατο Ευαγόρα για να του δώσουν κουράγιο, αλλά τελικά είναι οΕυαγόρας που δίνει θάρρος στους άλλους. Αφού συνέστησε στον πατέρα του να μη λυπάται, τον παρακάλεσε να στείλουν μια λαμπάδα στον Άη Γιώργη και τη μητέρα του να τη δει και να του φέρει τον σταυρό του -την έσχατή του ελπίδα- τον οποίο του αφαίρεσαν όταν τον συνέλαβαν. Την τελευταία ημέρα του ήρωα ήρθαν ξανά να τον δουν. Δεν τους άφησαν όμως να τον φιλήσουν για στερνή φορά, γιατί έτσι όριζε ο νόμος.
«Μέσα απ’ τα κάγκελα, πίσω από μια σιδερένια και άλλη μια συρμάτινη πόρτα ο Ευαγόρας. Απ’ έξω η μάνα, πατέρας, συγγενείς. Του ‘φεραν και τον σταυρό και τον παρέδωσαν στον Άγγλο αξιωματικό, για να του τον δώσει. Πάντα χαρούμενος ο Ευαγόρας, αφάνταστα ήρεμος και γαλήνιος. Άστραψε όμως πιο πολύ τώρα το εφηβικό του πρόσωπο και πεταλούδισαν τα βλέφαρά του, καθώς πέρασε στον λαιμό του το σύμβολο του θριάμβου. Τώρα θα βγει συντροφιά μαζί του. Θα βαδίσει άφοβα προς την αθανασία…»Ήλπιζε πως κάτι θα γινόταν; Έτσι είπε. Αλλά στα τελευταία λόγια στην αδερφή του παράγγελλε:
Δεν θέλω να λυπηθείτε, ό,τι και να γίνει.
Βγήκαν κάποτε από τη φυλακή ο γέρος κι η γριά μάνα. Οι δημοσιογράφοι τους κύκλωσαν. Βλέπουν τον πατέρα ακμαίο, μ’ ένα χαμόγελο ταπεινό και θριαμβευτικό και τρίβουν τα μάτια τους. “Τι σόι άνθρωποι είναι τούτοι;” ακούστηκε να λέει απορημένος ένας Εγγλέζος δημοσιογράφος.“Φαίνεται πως η ελληνική μυθολογία με τους τίτλους και τους ήρωας δεν είναι καθόλου μυθολογία!” “Έλληνες!” τ’ απάντησε κάποιος άλλος, που τον έπνιγε η αγανάκτηση. “Αλλ’ αυτή η λέξη δεν μεταφράζεται στ’ αγγλικά, κι αν μεταφρασθεί, δεν θα την καταλάβετε!” Ο γέρος αντί ν’ αναλυθεί σε δάκρυα, αντί να πει κάτι επαινετικό για τα τελευταία λόγια και τις τελευταίες ηρωικές στιγμές του παιδιού του, σταμάτησε. Πήρε βαθιά ανάσα κι άρχισε ν’ απαγγέλλει τούτους τους στίχους, ενώ στο πρόσωπό του καθρεφτιζόταν όλο το μεγαλείο της αδάμαστης ελληνικής ψυχής:
Το δέντρον, που φυτεύτηκεν
’εν τζι εν ματζιδονήσιν,*
που θέλει κόπριν τζιαι νερόν
για να καρποφορήσει!
Τα δέντρα που φυτέψασιν
για να καρποφορήσουν
θέλουν λεβέντικα κορμιά
γαίμαν να τα ποτίσουν!
(*δεν είναι μαϊντανός)
’εν τζι εν ματζιδονήσιν,*
που θέλει κόπριν τζιαι νερόν
για να καρποφορήσει!
Τα δέντρα που φυτέψασιν
για να καρποφορήσουν
θέλουν λεβέντικα κορμιά
γαίμαν να τα ποτίσουν!
(*δεν είναι μαϊντανός)
Τίποτε δεν κατάλαβαν οι ξένοι δημοσιογράφοι. Έμειναν μόνο να τον κοιτάζουν εκστατικοί. Μα οι Έλληνες έσκυψαν, του ’σφιξαν το χέρι, του το φίλησαν με βαθύ σεβασμό. Αυτοί κατάλαβαν…
Εμείς μήπως καταλάβαμε έστω και κάτι; Έστω λάβαμε ένα χτύπο της καρδιάς τους;
Στα τελευταία του λόγια, στο τελευταίο του γράμμα δηλώνει:
«Θ’ ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου. Ίσως αυτό να ναι το τελευταίο μου γράμμα. Μα πάλι δεν πειράζει. Δεν λυπάμαι για τίποτα. Ας χάσω το κάθε τι. Μια φορά κανείς πεθαίνει. Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία. Τι σήμερα τι αύριο; Όλοι πεθαίνουν μια μέρα. Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα. Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί.»
Λίγες ώρες αργότερα ο 18χρονος Ευαγόρας Παλληκαρίδης, με το βάρος του ονόματος ενός αρχαίου επαναστάτη βασιλιά της Σαλαμίνος στις πλάτες του και με την παλληκαριά της Ρωμιοσύνης, σήκωσε τον σταυρό του και πορεύτηκε το στερνό ταξίδι προς την αγχόνη. Με την πίστη στον Θεό και με τη σκέψη στην πεντασύλλαβη λέξη, σ’ εκείνη για την οποία ήρθε «ως εδώ», στην «πανώρια κόρη» σ’ «ΕΚΕΙΝΗΝ, την οποίαν κάθε άνθρωπος επιθυμεί πιο πολύ απ’ όλα», όπως έγραφε στο τελευταίο γράμμα του προς την αδερφή του. Έτσι ολοκλήρωσε ακόμη ένας υπέροχος νέος της Κύπρου του χθες την «πιο όμορφη μέρα της ζωής του».
Η αβάστακτη σύγκριση
Σήμερα, εμείς στα ίδια χώματα περπατώντας και την ίδια λαλιά μιλώντας, με το ίδιο αίμα και την ίδια ιστορία κουβαλώντας βαυκαλιζόμαστε με κούφιες «αξίες» των πρόσκαιρων και τον ανόσιων. Διαγράφουμε βαθμηδόν τις χθεσινές σελίδες απ’ το βιβλίο, τις σελίδες που οφείλαμε να θυμόμαστε. Βαφτίσαμε αυτές τις σελίδες «ανεπιθύμητες» και «ακραίες» και τις παραπετάξαμε σε κάποια γωνιά μιας ξεχασμένης αίθουσας. Δεν μας κάνουν πια, δεν πάνε με το κίτρινο lifestyle. Η ξανθή του τηλεοπτικού γυαλιού και η άλλη που ξεγυμνώθηκε μπροστά σ’ όλους θεωρούνται σαν τα μόνα άξια λόγου σε μια χώρα που βούλιαξε στα χρέη, σ’ ένα νησί που αντικρίζει καθημερινά τη λαβωματιά του στον Πενταδάκτυλο, σ’ ένα έθνος που έπαψε να έχει όραμα για το μέλλον!
Στενέψαμε την οπτική μας και σμικραίνουμε την καρδιά μας. Δυσκολευόμαστε να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε χάνοντας την πυξίδα μας. Δυσκολευόμαστε να θυσιάσουμε κάτι, πόσο μάλλον να θυσιαστούμε. Είμαστε δεμένοι πισθάγκωνα στο ερέβινο κενό. Η νύκτα η δικιά μας σ’ αυτό το ψεύτικο κουτί δεν έχει ήλιους, μόνο δίκτυα αράχνης που μας κρατούν μακριά απ’ το φως. Στον θάνατον… ακαταπαύστως! Πολλοί από μας θα φύγουν «μια μέρα από τη ζωή χωρίς να έχουν πάρει καν είδηση τι τους συνέβει…» (Ο. Ελύτης: Ιδιωτική Οδός)! Πολύ φοβάμαι πολλοί από μας θα φύγουμε χωρίς να έχουμε καταλάβει τίποτε!
Υ/Γ. Μεταξύ της καταδίκης και της εκτέλεσης του Ευαγόρα Παλληκαρίδη μεσολάβησε ένας μήνας και σ’ αυτόν τον χρόνο έγινε μεγάλη δραστηριοποίηση διεθνώς και διαβήματα σε ξένες χώρες και διεθνή βήματα για να δοθεί χάρη και να απαλλαγεί από τη θανατική ποινή ο Ευαγόρας.
«Συγκινούνται όσοι αγαπούν την ελευθερία. Ένας Αμερικανός γερουσιαστής, γοητευμένος από την αντρίκια συμπεριφορά του εφήβου, τηλεγράφησε ικετευτικά στον Χάρντινγκ. “Τον υιοθετώ”, του έλεγε. “Θα τον στείλω εδώ για ανώτερες σπουδές.” Αλλά ο Κυβερνήτης με ύπουλη διπλωματικότητα απέρριψε την ανθρωπιστική πρόταση. Ευτυχώς, Χάρντινγκ! Ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης θα μείνει στην αιωνιότητα ως ένας εραστής της Ελευθερίας, οραματιστής και ήρωας και όχι σαν ένας σπουδασμένος, «επιτυχημένος» και βολεμένος «πρώην αγωνιστής»!
Βασικές πηγές:
(α) Νικόλαος Π. Βασιλειάδης (1995), Εθνομάρτυρες του Κυπριακού Έπους: 1955-59, Σωτήρ, Αθήνα, σ. 149-158.
(β) Βικιπαίδεια, λήμμα Ευαγόρας Παλληκαρίδης (http://el.wikipedia.org/wiki/Ευαγόρας_Παλληκαρίδης)
(α) Νικόλαος Π. Βασιλειάδης (1995), Εθνομάρτυρες του Κυπριακού Έπους: 1955-59, Σωτήρ, Αθήνα, σ. 149-158.
(β) Βικιπαίδεια, λήμμα Ευαγόρας Παλληκαρίδης (http://el.wikipedia.org/wiki/Ευαγόρας_Παλληκαρίδης)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.