"...Τρομάζει ο γέρος και παρακαλεί τη γριά να φύγουνε να σωθούνε. Μα αυτή ινάτι, να μην πάει πουθενά. Ατρόμητη.
«Σώπα μωρέ, κι ήντα θα μας κάνουνε εμάς;»
«Εκουζουλάθηκες γυναίκα;» αγωνιά αυτός. «Ούφου, ούφου» τον αποπαίρνει αυτή. «Κι ανέ σε πιάσουνε, ανέ σε βιάσουνε;» επιμένει. «Μα ήντα σου γροικώ και λες; Εμένα μπρε θα βιάσουνε; Γρά γυναίκα; Ναι, να με δούνε θέλει, ετσά απού γινα και να με βιάσουνε θέλει!» αυτοσαρκάζεται η γυναίκα.
«Κι αν σε δούνε με τα δικά μου μάτια;» την ερωτεύεται για μια ακόμη φορά εκείνος!..."
--------------------------------------------------------------------------------------------------
Του Αντώνη Ανδρουλιδάκη
Μεγαλώνουμε αμάθητοι στη Σχέση. Τόσες χιλιάδες ώρες εκπαίδευσης, υποχρεωτικής και εθελούσιας, και ούτε μια ώρα παιδεία στον Έρωτα.
Τόσες χιλιάδες ώρες γνωστικής ανάπτυξης, τόσες χιλιάδες ώρες καλλιέργειας του πνεύματος-καθώς το λεν, και ούτε τσιμουδιά για τη Σχέση. Μονάχα ότι – και αν- πιάσει τ’ αυτί μας από την «παράδοση». Αυτοδίδακτοι οι περισσότεροι. Κι ύστερα, μια ωραία ημέρα, πέφτουμε στα βαθιά, στα διαγωνίσματα. Αναγκαστικά. Αφού είναι η δίψα τέτοια για παράδεισο. Με το σκονάκι ξεχασμένο στην κωλότσεπη, κι όλο το άτιμο να μην βγαίνει, κι όλο οι λογής-επιτηρητές να ‘χουν το νου τους και τα μάτια τους δεκατέσσερα. Πως να αντιγράψεις; Να λες στον διπλανό σου «κάνε ρε συ λίγο πιο κει, να βλέπω» κι αυτός, φλώρος του πρώτου θρανίου, να σε τιμωρεί με την ογκώδη σωματική παρουσία του που σου κρύβει σαδιστικά τις απαντήσεις.
Πόση γνωστική ανάπτυξη ξοδεύουμε μπας και κρυφτεί η υπαρξιακή μας δίψα για ζωή! Μπας και αποσοβηθεί η υπαρξιακή μας ανάγκη για Σχέση. Ή μπας και γιατροπορευτεί με «πετροκαλαμήθρες κι’ άλλα τηλεσκόπια». Τέτοια κι άλλα μαγικά υποκατάστατα. Ώσπου μια ωραία νύχτα κάποιος μας ρίχνει στα βαθιά στις εξετάσεις. Ανυποψίαστοι μαθητές σπουδάζουμε τον Έρωτα, ως εκ τούτων, πάντα από απόσταση. Σαν ναυτικοί που μελετούν τα μπάρκα τους σε κάποια ξηρά. Σ’ όλα τ’ άλλα ταξίδια μας, μάγκες περιηγητές, με οδηγούς και χάρτες που τους ξέρουμε απ’ έξω κι ανακατωτά. Έτοιμοι για συμβουλές προς ναυτιλομένους. Μα για τον Έρωτα, αν εξαιρέσει κανείς τους συνήθεις «κυνηγούς» και «ψαράδες» που έχουν τόσα μυθιστορήματα να διηγηθούν, όλοι οι υπόλοιποι κουμπούρες του τελευταίου θρανίου, κοιτάμε με απορία τα «θέματα» και γλύφουμε, δαγκώνοντας που και που, δήθεν άνετοι, το καπάκι του στυλό.
Είναι κι άλλοι που το παίρνουν απόφαση και παρατάνε τούτο το σχολειό, αφού δεν παίρνουν τα «γράμματα». Πως το λέει το τραγούδι; «Στείλε ένα γράμμα, μια συλλαβή»…ένα φαξ, κάτι τέλος πάντων! Ε δεν το παίρνεις το γράμμα και το παρατάς το αντικείμενο, συχνά προφασιζόμενος πως δεν διψάς για τέτοια μάθηση. Μα ξεδίψασε ποτέ κανείς παριστάνοντας πως δεν διψάει;
Λένε στην Κρήτη μια ιστορία συγκινητική. Σ’ ένα απόμερο χωριό, δίπλα στη θάλασσα, ζει ένας γέρος με την γριά του. Το «έχει» τους λιγοστό. Στέλνουν και την σύνταξη που παίρνουν στα παιδιά στην Αθήνα. Μοναδική τους περι-ουσία ο Έρωτας τους και η ζωή που μοιράζεται. Ώσπου, μια άγρια μέρα, εμφανίζονται στον ορίζοντα πειρατές, άλλοι από τους συνήθεις κρατικούς μηχανισμούς του αστικού κράτους που κυνηγάει τους φτωχούς ανθρώπους. Κανονικοί πειρατές. Με μαύρες σημαίες και με νεκροκεφαλές και τα τοιαύτα. Ζόρικα πράγματα, δηλαδή. Τρομάζει ο γέρος και παρακαλεί τη γριά να φύγουνε να σωθούνε. Μα αυτή ινάτι, να μην πάει πουθενά. Ατρόμητη. «Σώπα μωρέ, κι ήντα θα μας κάνουνε εμάς;» «Εκουζουλάθηκες γυναίκα;» αγωνιά αυτός. «Ούφου, ούφου» τον αποπαίρνει αυτή. «Κι ανέ σε πιάσουνε, ανέ σε βιάσουνε;» επιμένει. «Μα ήντα σου γροικώ και λες; Εμένα μπρε θα βιάσουνε; Γρά γυναίκα; Ναι, να με δούνε θέλει, ετσά απού γινα και να με βιάσουνε θέλει!» αυτοσαρκάζεται η γυναίκα. «Κι αν σε δούνε με τα δικά μου μάτια;» την ερωτεύεται για μια ακόμη φορά εκείνος!
Αυτός είναι ένας πρώτης τάξεως ορισμός της Σχέσης. Είναι εκεί όπου ο ένας συγκροτείται, ως ανεπανάληπτη μοναδικότητα, στο πεδίο της αντίληψης του Άλλου. Είναι εκεί όπου ο ένας γεννιέται στα μάτια του Άλλου και αναδύεται η ύπαρξη από το αδιαφοροποίητο σύνολο των άλλων και ονομάζεται πλέον ως η συγκεκριμένη «εκείνη», ο συγκεκριμένος «εκείνος».
Είναι ο Έρωτας μια βάφτιση πάει να πει, που ορίζει τον Άλλο εντός της Σχέσης.
Είναι ο Έρωτας ένας τόπος στον οποίο είσαι παρών ακόμη και στην απουσία σου.
Είναι ο Έρωτας ένας τριγωνικός τόπος στον οποίο οι άνθρωποι θυμούνται. Θυμούνται την ομορφιά του Άλλου όταν νιώθει άσχημα. Το ολόκληρο του όταν νιώθει κομμάτια. Την αθωότητα του όταν ενοχοποιείται. Τη γενναιότητα του όταν φοβάται. Το δρόμο του όταν χάνεται. Το φως του όταν σκοτεινιάζει. Είναι ο τόπος που ο ένας θυμάται το πολύ του Άλλου-σαν έρθει η ώρα να νιώσει κι αυτός το λίγο του.
Ο Έρωτας είναι ένας τριγωνικός τόπος που τον ορίζουν τρείς κορφές.
Η εγγύτητα, το πάθος και η δέσμευση.
Τούτες οι κορφές είναι τα όρια ενός κάμπου που μοιάζει πολύ με τον παράδεισο, άμα τούτες οι τρείς κορφές «φτιάχνουν» ένα ισόπλευρο τρίγωνο ή είναι απαράλλαχτος η κόλαση άμα το τρίγωνο χαλάσει.