Μια καλοκαιρινή ημέρα του 1638, κάποιοι ψαράδες στη Θάλασσα του Μαρμαρά αντίκρισαν ένα πτώμα να επιπλέει στο νερό.
Κοιτώντας προσεκτικότερα, διαπίστωσαν με φρίκη ότι η στραγγαλισμένη σορός ανήκε στον οικουμενικό πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης, την κεφαλή της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Αυτό έμελλε να είναι το τραγικό τέλος του Κύριλλου Λούκαρι, μιας εξέχουσας θρησκευτικής και πνευματικής φυσιογνωμίας του 17ου αιώνα που έμοιαζε θύμα μιας σκοτεινής εποχής ζυμώσεων και φανατισμένης μισαλλοδοξίας.
Ο μεγάλος ιεράρχης δεν έζησε αρκετά για να δει το όνειρο της ζωής του, την έκδοση της μετάφρασης της Αγίας Γραφής στην καθομιλουμένη ελληνική, να γίνεται πραγματικότητα. Ούτε το δεύτερο μεγάλο όνειρό του, την επιστροφή της Εκκλησίας στην «απλότητα του Ευαγγελίου», θα πραγματοποιούνταν ποτέ. Σε πείσμα μάλιστα των τόσων αγώνων και των επίμονων προσπαθειών του.
Ο Κύριλλος ο Κρης δυστύχησε να ζήσει σε μια από τις σκοτεινότερες περιόδους της ελληνικής ιστορίας, την οποία φώτισε ωστόσο με το ποιμαντικό και πνευματικό του έργο όταν ανέβηκε στον οικουμενικό πατριαρχικό θρόνο. «Ουδέποτε ίσως», εξομολογείται ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», «το αξίωμα του οικουμενικού πατριάρχη ανεδείχθη λαμπρότερο ή επί Κυρίλλου Α’ του Λουκάρεως επί δώδεκα περίπου έτη εκ διαλειμμάτων πατριαρχήσαντος».
Ως μια από τις κορυφαίες μορφές της νεοελληνικής ιστορίας, ο πρώτος οικουμενικός πατριάρχης με πανεπιστημιακή μόρφωση και προοδευτικές ιδέες φρόντισε ιδιαίτερα για την πνευματική αναβάθμιση λαού και κλήρου, ιδρύοντας σχολεία και τυπογραφεία. Με τη δική του πρωτοβουλία, άρχισε να μεταφράζεται για πρώτη φορά η Καινή Διαθήκη στην απλή γλώσσα του λαού, γεγονός τολμηρότατο για τα χρόνια εκείνα.
Μέσα σε δεκάξι χρόνια, πέντε φορές κατέβηκε από τον πατριαρχικό θρόνο και άλλες τόσες ξανανέβηκε, έπειτα από απαίτηση λαού και κλήρου, καθώς αμφότεροι αναγνώριζαν στο πρόσωπό του τον γνήσιο ποιμένα, τον φωτισμένο άνθρωπο και τον λόγιο συγγραφέα.