Φώτης Κόντογλου, «Η Ελλάδα των τριών κόσμων», 1933, Εθνική Πινακοθήκη – Παράρτημα Κέρκυρας
του Γιώργου Καραμπελιά από το Άρδην τ. 17
Η βυζαντινή ατραπός
Ένα θεμελιώδες στοιχείο της σύγχρονης «προοδευτικής» σκέψης υπήρξε η αποσύνδεση μεταξύ αρχαίου ελληνικού κόσμου και χριστιανισμού. Και πόσο μάλλον που ο ελληνικός σκοταδισμός μιλούσε για «ελληνοχριστιανικό πολιτισμό» δυσφημίζοντας έτσι κάθε σοβαρή απόπειρα προσέγγισης της σχέσης ελληνισμού και ορθοδοξίας. Αποσυνδέοντας το Βυζάντιο από τον αρχαίο κόσμο, αποδεχόμαστε την προσκόλληση μας στη Δύση. Γιατί μια και ο «αυθεντικός κληρονόμος» της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας υπήρξε ο δυτικός κόσμος, ενώ η Ελλάδα βυθίστηκε στο «βυζαντινό και θεοκρατικό σκοτάδι», η σύγχρονη Ελλάδα θέλοντας να αναφερθεί στην παράδοση της αρχαίας Ελλάδας θα έπρεπε να απορρίψει την ιστορία της των τελευταίων χιλίων- πεντακοσίων χρόνων και να προσκολληθεί στη Ελλάδα του Χέλντερλιν και του Ουγκώ. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα ενός κλασσικού νεοέλληνα αρχαιολάτρη και –παρεμπιπτόντως- ευρωκεντρικού, του Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Στην Ιστορία του ευρωπαϊκού πνεύματος, στον Πρόλογο των Εκδόσεων 1941 και 1947 γράφει:
Γράφοντας την ιστορία του ευρωπαϊκού πνεύματος άφησα έξω την Ελλάδα. Η Ελλάς βρίσκεται πριν από την Ευρώπη. Η έννοια της Ευρώπης προϋποθέτει την Ελλάδα, τη Ρώμη, το Χριστιανισμό και κάτι ακόμα το Βορρά.[1]
Για τον συγγραφέα τα πράγματα είναι σαφή. Η Ελλάδα βρίσκεται πριν από την Ευρώπη, δηλαδή πρόκειται για την αρχαία Ελλάδα, ως προϋπόθεση του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Η μεσαιωνική Ελλάδα, το «Βυζάντιο», βρίσκεται έξω από την Ευρωπαϊκή ιστορία! Και από την οπτική του πράγματι είναι έτσι. Εφ’ όσον πρόκειται για την δυτική Ευρώπη, που συνοπτικά συνηθίσαμε να αποκαλούμε «Ευρώπη», αυτή θα αναπτυχθεί έχοντας όχι ως προϋπόθεση το Βυζάντιο, όσο και εάν ισχύει και αυτό σε ένα βαθμό, όσο –κυρίως– σε βάρος του Βυζαντίου και του μεσαιωνικού ελληνισμού. Η συρρίκνωση και η αποικιακή απομύζηση του Βυζαντίου (σταυροφορίες, Ενετοί και Γενουάτες, φραγκοκρατία) θα αποτελέσει μια από τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της Δυτικής Ευρώπης. Αν όμως ο συγγραφέας όπως και τόσοι και τόσοι άλλοι Έλληνες αναγνώριζαν αυτή την εξώφθαλμη πραγματικότητα, ότι δηλαδή εκτός από την Δυτική Ευρώπη υπάρχει και ένας άλλος «ευρωπαϊκός χώρος» συνδεδεμένος με το Βυζάντιο, με την ιστορική του κληρονομιά στην ανατολική Ευρώπη και με την ορθοδοξία, τότε θα έπρεπε να αναγνωρίσουν την ιστορική ιδιαιτερότητα του ελληνικού χώρου ως προς την Ευρώπη. Γι’ αυτό λοιπόν η Ελλάδα υπάρχει μόνον ως πρόγονος της Ευρώπης. Είναι η αρχαιοελληνική κληρονομιά.
Βέβαια ο ίδιος ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος και μάλιστα στον Πρόλογο του 1966, στο ίδιο βιβλίο θα προσπαθήσει να υπερβεί το πρόβλημα:
Μια βασική διαφορά μεταξύ της παλαιάς και της νέας μορφής του έργου μου αναφέρεται στο Βυζάντιο. Τώρα έδωσα στο Βυζάντιο τη θέση που του αξίζει στην ιστορία του ευρωπαϊκού πνεύματος. Στην πρώτη έκδοση του (1941) του πρώτου τόμου δεν είχα παραχωρήσει στο Βυζάντιο παρά μόνο επτά σελίδες. Αλλά και στη δεύτερη έκδοση (1947) αυξήθηκαν οι σελίδες αυτές μόλις σε δέκα. Τώρα οι δέκα έγιναν περίπου διακόσιες εξήντα… Χαίρω ότι με την πρόοδο της ηλικίας, έφθασα στην ωριμότητα εκείνη του πνεύματος που μ’ έκανε να μπορώ να αποδώσω δικαιοσύνη στον τόσο βασανισμένο βυζαντινό ελληνισμό.[2]
Παρ’ όλο που ο συγγραφέας φαίνεται να κατανοεί πλέον το ζήτημα της μονομέρειας στις πηγές του ευρωπαϊκού πολιτισμού, και εγκαταλείπει την απόλυτα δυτικοκεντρική οπτική του, πράγμα σημαντικό και συνδεδεμένο με τις γενικότερες εξελίξεις, αυξανόμενης αυτογνωσίας που έχουμε επισημάνει, ωστόσο η οπτική του δεν μεταβάλλεται ριζικά. Μερικές σελίδες πιο κάτω επαναλαμβάνει το ίδιο σχήμα για τις προϋποθέσεις του ευρωπαϊκού πνεύματος: