Του Κώστα Χατζηαντωνίου
ΤΑ ΕΒΔΟΜΗΝΤΑ ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ ελευθερίας που γιορτάζουμε σήμερα οι Δωδεκανήσιοι, υπακούοντας στη φυσική ροπή κάθε κοινότητας να αντιμάχεται με τη γιορτή τη φθορά του χρόνου, φαίνονται, είναι η αλήθεια, λίγα μπροστά στα εξακόσια χρόνια της δουλείας (δύο αιώνες δυτικής και τέσσερις αιώνες ανατολικής κατάκτησης), ή και ελάχιστα, αν στοχαστούμε πως εξακόσια χρόνια δεν είναι παρά μόλις είκοσι γενιές, είκοσι άνθρωποι στη μακρά αλυσίδα της ζωής. Σε αυτούς λοιπόν ας στρέψουμε σήμερα τη σκέψη.
Σε αυτούς που αντιστάθηκαν, άγνωστοι και σιωπηλοί και πέρασαν στη γαλήνια θάλασσα της λήθης μετά από μια πραγματικά δύσκολη ζωή, έχοντας απλώς επιτελέσει το χρέος τους: έμειναν Έλληνες. Δεν ήταν αυτονόητο το επίτευγμα. Είχε αφάνταστες θυσίες στη μία και μόνη τους καθημερινότητα.
Μα η εθνικότητα δεν είναι ιδέα, είναι ζωή, αυτό δεν καταλαβαίνουν οι ξεριζωμένοι. Όχι πως δεν υπήρξαν στον καιρό τους κι εκείνοι που ήξεραν να σκύβουν και να λένε "πέκεϊ εφέντημ", ή "σι, σι τενέντε", εκείνοι που φορούσαν τα μαύρα πουκάμισα, διασκέδαζαν στο ντόπο λαβόρο ή έγραφαν τα παιδιά τους στη φασιστική Μπαλίλα, οι ιδεολογικοί δηλαδή (κάποτε και φυσικοί…) πρόγονοι του εθνομηδενισμού και του ραγιαδισμού. Ξεχάστηκαν κι αυτοί. Δικαιοσύνη. Αυτό όμως που δεν πρέπει να ξεχαστεί, είναι το νόημα της επετείου.
Για να μη ξεπέσει η μνήμη σε εκδήλωση τυπικής λατρείας του παρελθόντος, σε έκφραση φοβικής νοσταλγίας που γεννά ένα αφόρητο παρόν, ένα επίβουλο αύριο. Γιατί αν κάτι πρέπει να νοσταλγούμε, αυτό είναι μόνο η πίστη και η δύναμη των είκοσι γενεών που υπερασπίστηκαν μια Ταυτότητα χωρίς την οποία η 7η Μαρτίου 1948 δεν θα είχε ξημερώσει.