Στις 10 Μαΐου 1941 ο Ρούντολφ Ες, ο υπ’ αριθμόν δύο του εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος, υπαρχηγός και διάδοχος του Αδόλφου Χίτλερ, επιβιβάστηκε κρυφά σε αεροπλάνο της Λουφτβάφε και μετά από περιπετειώδη πτήση έπεσε με αλεξίπτωτο σε αγροτική περιοχή της Σκωτίας. Ένα απροσδόκητο γεγονός, για την ερμηνεία του οποίου, ήδη από την επομένη της μυστηριώδους πτήσης, έχουν διατυπωθεί πολλές ερμηνείες.
Η αντίδραση του ναζιστικού καθεστώτος στην είδηση της μυστικής πτήσης του Ες στη Βρετανία υπήρξε ασυντόνιστη και αντιθετική. Η πρώτη ανακοίνωση εκδόθηκε το βράδυ της 12ης Μαΐου, δυο ημέρες μετά την πτήση και αναφερόταν στην «παραβίαση» από μέρους του Ες της απαγόρευσης που του είχε επιβάλει ο ίδιος ο Χίτλερ να πιλοτάρει αεροπλάνο. Η ανακοίνωση υπονοούσε και μια κρίση παραφροσύνης του δραπέτη, παραπέμποντας στο «συγκεχυμένο περιεχόμενο» της επιστολής που ο ίδιος είχε αφήσει να βρεθεί μετά τη μυστηριώδη φυγή του.
Η δεύτερη ανακοίνωση (13 Μαΐου 1941) εμβαθύνει στο θέμα της υγείας του Ες, αποκαλύπτοντας ότι υπέφερε από φθίση και ότι τους τελευταίους μήνες είχε καταφύγει στις πιο ανορθόδοξες θεραπείες, μέσω μαγνητισμού και αστρολογίας. Προσθέτει, όμως, ότι είχε εμμονές που ενδέχεται να τις εκμεταλλεύτηκαν οι Βρετανοί. Μία τέτοια εμμονή ήταν η βούλησή του να πείσει το Λονδίνο για τις «βαθιά φιλειρηνικές προθέσεις» του Χίτλερ.
Η τρίτη ανακοίνωση (14 Μαΐου) είναι πιο λεπτομερής: διευκρινίζει ότι ο Ες ήταν πεπεισμένος πως ήταν σε θέση να αναλάβει προσωπική πρωτοβουλία για να επιτευχθεί ειρήνη ανάμεσα στη Γερμανία και τη Βρετανία στη βάση «αμοιβαίων συμφωνιών». Βεβαίως, ο υπαρχηγός του Χίτλερ «αγνοούσε πλήρως» τα σχέδια του Γενικού Επιτελείου του Γ’ Ράιχ, αλλά είχε την «απαραίτητες πληροφορίες» ώστε να φτάσει στο συμπέρασμα ότι «η παράταση των εχθροπραξιών θα οδηγούσε στην πλήρη εκμηδένιση και καταστροφή της Βρετανίας».