Η χθεσινή μέρα ανέδειξε ως ένα από τα σημαντικότερα θέματα, μια ασύλληπτα προκλητική για τα νόμιμα συμφέροντα της χώρας μας ενέργεια από την πλευρά της Τουρκίας και της “αναγνωρισμένης κυβέρνησης της Λιβύης”. Οι δυο αυτοί δρώντες, το πιο “απροσάρμοστο” κράτος στο σύγχρονο διεθνές σύστημα αφενός και η μία πλευρά του εν εξελίξει εμφυλίου στη βορειοαφρικανική χώρα που ελέγχει μόνο την πρωτεύουσα Τρίπολη της Λιβύης, αποφάσισαν να γράψουν στα παλαιότερα των υποδημάτων τους την πρόβλεψη του διεθνούς δικαίου, ότι τα κατοικημένα και με οικονομική δραστηριότητα νησιά έχουν θαλάσσιες ζώνες.
Η Τουρκία είναι γνωστή. Δεν το κάνει για πρώτη φορά. Τώρα, καταφέρνει να παρασύρει και την “κυβέρνηση” της Λιβύης σε αυτό τον ολισθηρό δρόμο. Οι Τούρκοι προσπαθούν μέσω των ακραίων προκλήσεων να καταφέρουν στο τέλος να αρπάξουν κάτι -πολύ- περισσότερο από αυτό που υπαγορεύει το ισχύον διεθνές δίκαιο. Επισήμως δεν το αμφισβητούν, αλλά ρίχνουν στον τραπέζι μια προσαρμοσμένη απόλυτα στα συμφέροντά τους ερμηνεία διατάξεών του…
Όλοι είδαμε ποια ήταν η για μια ακόμη φορά “ψύχραιμη” στάση της Ελλάδας. “Αυστηρή” ανακοίνωση από το υπουργείο Εξωτερικών και τηλεφωνικές συνομιλίες με τους ομολόγους του Νίκου Δένδια στην Κύπρο και την Αίγυπτο, συν οδηγίες για ενημέρωση της υπεύθυνης για την εξωτερική πολιτική της Ένωσης, Φεντερίκα Μογκερίνι. Προφανώς δόθηκαν οδηγίες και στις πρεσβείες μας ανά τον κόσμο να πράξουν τα δέοντα.
Είναι κάτι λάθος από όλα αυτά; Σαφώς όχι. Είναι αυτή επαρκής απάντηση σε αυτή την ακραία πρόκληση της Τουρκίας. Επίσης όχι. Το σημαντικότερο είναι, ότι η στάση της Ελλάδας ήταν απολύτως προβλέψιμη για τους Τούρκους και τους Λίβυους, όταν εξέτασαν τις δυνητικές επιπτώσεις αυτής της άθλιας πρωτοβουλίας τους.
Κι αν κάποιος αντιτείνει ότι δεν θα ήταν σοφό να προκαλέσουμε την Τουρκία, αφού η ακρότητα της ενέργειάς της σε συνδυασμό με την κινητοποίηση της ελληνικής διπλωματίας, αλλά και οι προφανείς επιπτώσεις για πλήθος χωρών της υφηλίου αν γινόταν αποδεκτή η τουρκική θέση, καθιστούν επαρκή την ελληνική αντίδραση, εμείς θα διαφωνήσουμε. Για δυο λόγους.
Ο πρώτος αφορά την εμπειρία από τις δεκαετίες προκλήσεων από την πλευρά της Τουρκίας στο πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Τι έχουμε διδαχθεί; Ότι όσο ακραία και να είναι η θέση που διατυπώνει, συναντά μια γενικευμένη απροθυμία αντίστασης και απερίφραστης καταδίκης της (σ.σ. και της Τουρκίας και της θέσης) από τους ισχυρούς αυτού του πλανήτη.
Αυτό είναι που την έχει αποθρασύνει, επιλέγοντας να κλιμακώνει διαρκώς τη διπλωματική της επίθεση, σε συνδυασμό πάντα με άλλα εργαλεία εκβιασμού. Άρα και η δική μας κινητοποίηση δεν πρέπει να μας ενθουσιάζει κιόλας. Τα αποτελέσματά της, κατά πάσα πιθανότητα, θα αποδειχθούν πεπερασμένα. Αυτό που θα μείνει είναι η εγγραφή μιας ακόμα τουρκικής διεκδίκησης στην ατζέντα. Τόσο απλά.
Ο δεύτερος λόγος επικεντρώνει στο ότι το άλλο μέρος της εξίσωσης που αποφάσισε -διά της Άγκυρας- να “βγάλει γλώσσα” και αυτό απέναντι στην Ελλάδα, επιδεικνύοντας ακραία “ασέβεια”, δεν είναι δυνατόν να μην αισθανθεί το οποιοδήποτε κόστος για τη στάση του.
Από τη στιγμή που η “αναγνωρισμένη διεθνώς κυβέρνηση” της Λιβύης έχει πλήθος εχθρών και μάλιστα πολύ ισχυρών, οπότε η Ελλάδα δεν θα ήταν μόνη “σαν την καλαμιά στον κάμπο”, η ελληνική στάση όφειλε να είναι διαφορετική: Έπρεπε να κινηθεί αστραπιαία και να επιβάλει αυτό το σοβαρό κόστος για τη μη φιλική στάση.
Εάν η χώρα διέθετε αυτοσεβασμό και δεν κινούνταν στο διεθνές περιβάλλον με βάση μια ομιχλώδη αντίληψη περί “πολιτισμένης” διεθνούς συμπεριφοράς, πιστεύοντας ότι αυτό την αναγορεύει σε “καλό παιδί” με αποτέλεσμα να κερδίζει πόντους, θα προχωρούσε εντός ωρών στην απόσυρση της αναγνώρισης από το καθεστώς της Τρίπολης.
Τι κι αν ο ΟΗΕ τους αναγνωρίζει; Αν είχαμε αυτοσεβασμό, δεν θα αποτελούσε εμπόδιο. Πότε παρενέβη ο διεθνής αυτός οργανισμός να υπομνήσει στην Τουρκία οτιδήποτε για την έκνομη συμπεριφορά και το “περιφερειακό bullying” που ασκεί; Εδώ δεν τολμά να αρθρώσει λέξη προς την Τρίπολη…