Με αφορμή την έναρξη της εξεταστικής περιόδου στα σχολεία. Για να αποκατασταθεί η αγάπη για τη μάθηση και την κατανόηση του κόσμου που μας περιβάλλει
του Τάσου Χατζηαναστασίου*
Επειδή, αμέσως μετά τη διενέργεια των εκλογών, ξεκινούν οι προαγωγικές και απολυτήριες εξετάσεις στα Γυμνάσια και στα Λύκεια της χώρας, είναι ίσως ευκαιρία να ανοίξει και πάλι ο διάλογος για ένα θέμα που, παρότι αφορά τον ιδρυτικό σκοπό του σχολείου, δηλαδή τη μετάδοση γνώσεων, δε φαίνεται ν’ απασχολεί ούτε την κυβέρνηση, ούτε τα κόμματα, ούτε τους συνδικαλιστικούς φορείς. Το ερώτημα είναι: ανταποκρίνονται οι εξετάσεις στον έλεγχο της εμπέδωσης της γνώσης που μεταδόθηκε στη διάρκεια της σχολικής χρονιάς;
Τα αποτελέσματα των τελικών γραπτών εξετάσεων, τόσο εμπειρικά, όσο και με βάση τα πορίσματα των ερευνών που διεξάγει η Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (!) είναι μάλλον απογοητευτικά: μεγάλος αριθμός παιδιών δε κατέχει ούτε βασικές γνώσεις. Ωστόσο, προάγονται ή απολύονται όλοι χωρίς να υπάρχει καμία μέριμνα για την κάλυψη των κενών. Σπεύδω δε να διευκρινίσω ότι οι μελέτες αυτές αφορούν την περίοδο πριν από την εφαρμογή της Τράπεζας Θεμάτων. Δεν είναι, επομένως, αυτός ο θεσμός που οδηγεί στην αποτυχία. Τι έχουν λοιπόν «τα έρμα και ψοφάνε;»
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το πρόβλημα είναι πολυπαραγοντικό. Το ότι, για παράδειγμα, τα παιδιά από ένα περιβάλλον «σε κρίση», οικονομική, κοινωνική, συναισθηματική/ψυχολογική και κυρίως από ένα περιβάλλον με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, αποδίδουν λιγότερο στο σχολείο, είναι το κοινό συμπέρασμα όλων των σχετικών ερευνών. Αυτό, βέβαια, για την περίπτωση της Ελλάδας, αφορά τις τελευταίες δεκαετίες, που η απόκτηση πτυχίου δεν συνεπάγεται διορισμό στο δημόσιο. Γιατί έως τότε, η πλειοψηφία των φοιτητών είχε αγροτική κυρίως προέλευση. Έως τότε δηλαδή η κοινωνική κινητικότητα στην Ελλάδα μέσω της εκπαίδευσης ήταν υψηλή.
Το παιδί του αγράμματου αγρότη γινόταν γιατρός, δικηγόρος, μηχανικός, εκπαιδευτικός κτλ, με πολύ διάβασμα, βέβαια, και άλλες τόσες στερήσεις προκειμένου να ξεφύγει από τη σκληρή μοίρα του αγρότη και την κλειστή κοινωνία του χωριού. Τώρα όμως κυριαρχεί το σύνθημα: «καμία θυσία (=διάβασμα) για άχρηστα πτυχία».
Άρα, σ’ έναν βαθμό η μελέτη σχετίζεται με την επαγγελματική προοπτική των σπουδών. Σχετίζεται, βεβαίως και με το οικονομικό μοντέλο της χώρας. Σήμερα η χώρα στηρίζεται πολύ λιγότερο στην παραγωγή την ώρα που ο τομέας των υπηρεσιών (τουρισμός, εστίαση, μεταφορές/ταχυμεταφορές κ.ά.) είναι υπερδιογκωμένος. Γιατί να διαβάσει το παιδί που ξέρει ότι θα γίνει γκαρσόνι ή μπάρμαν;
Ένας άλλος παράγοντας είναι οι διδακτικές μέθοδοι και τα βιβλία. Λέγεται συχνά ότι η αποτυχία στις εξετάσεις οφείλεται στην κακή ποιότητα των σχολικών βιβλίων, στην υπερβολικά πολλή ή δυσνόητη και άσχετη με τις σύγχρονες ανάγκες ύλη, στο σύστημα της «παπαγαλίας», αλλά κι επειδή δε γίνεται «σωστό» μάθημα. Φυσικά και ισχύουν πολλά απ’ αυτά, αλλά υπάρχει και μία σαφής υπερβολή, που αγνοεί τις προόδους που έχουν συντελεστεί σε πολλούς τομείς και ειδικά στις διδακτικές μεθόδους και φυσικά στη συμπεριφορά του εκπαιδευτικού στην τάξη.
Παλιότερα που η συγγραφή των εγχειριδίων και η μέθοδος διδασκαλίας μάλλον δε βασίζονταν στις αρχές της παιδαγωγικής επιστήμης και της Διδακτικής (πολλοί θυμόμαστε τις ειρωνείες, τις προσβολές και τη «βέργα»!) πώς έφταναν να έχουν οι τελειόφοιτοι Γυμνασίου ένα ομολογουμένως υψηλό μορφωτικό επίπεδο που τους επέτρεπε να στελεχώνουν δημόσιες και ιδιωτικές υπηρεσίες, τράπεζες, επιχειρήσεις και οργανισμούς; Η απάντηση είναι ότι υπήρχε αυστηρότερη επιλογή: ο αριθμός όσων αποφοιτούσαν από το εξατάξιο Γυμνάσιο και το Λύκειο ήταν πολύ μικρότερος, όπως εξάλλου και των πτυχιούχων και όσοι αποφοιτούσαν «ήξεραν γράμματα». Οι υπόλοιποι θεωρούνταν ότι «δεν έπαιρναν τα γράμματα» και αφήνονταν στη μοίρα τους. Και τώρα το ίδιο συμβαίνει, μόνο που προάγονται και τους χορηγείται απολυτήριο, πολύ συχνά δε και πτυχίο.