Παλιός μου καλός φίλος, από αυτούς που στα λένε κατάμουτρα και πίσω σου σε παινεύουν, στο επάγγελμα δημοσιογράφος, από τους πιο έγκριτους, θεωρεί τον Παντελή Μπουκάλα τον μεγαλύτερο Ελληνα διανοητή. Εγώ που πάντοτε είχα πρόβλημα με τον κάθε είδους πρωταθλητισμό, αρκούμαι να ευχηθώ πως μακάρι να είναι έτσι.
Αυτό όμως που με βεβαιότητα μπορώ να πω είναι πως ο Μπουκάλας μάς έδωσε ένα κλασικό βιβλίο για το δημοτικό τραγούδι, ο πρώτος τόμος μιας δεκάτομης σειράς (ο δεύτερος τόμος είναι υπό έκδοση).
Πρόκειται για το βιβλίο «Οταν το ρήμα γίνεται όνομα» (εκδόσεις «Αγρα»). Τι είναι αυτό που με κάνει να θεωρώ αυτό το βιβλίο τόσο σημαντικό, ενώ έχουν γραφτεί εκατοντάδες βιβλία, αν όχι χιλιάδες για αυτό το θέμα; (Βάζω μέσα ανακοινώσεις σε συνέδρια, μεμονωμένες μελέτες και άρθρα.) Μόνο στο εν λόγω βιβλίο υπάρχουν 589 αναφορές.
Πέρα από την ανυπέρβλητη ποίηση των δημοτικών τραγουδιών, ο συγγραφέας μπαίνει και εξερευνά στο κοινοτικό γλωσσικό εργαστήριο που το προϊόν το οποίο παράγει είναι η γλώσσα.
Η γλώσσα, ως ζωντανός οργανισμός που είναι, αναπτύσσεται και αλλάζει. Η ελληνική γλώσσα από τον Ομηρο μέχρι τον Βαμβακάρη είναι ενιαία, αλλά δεν είναι η ίδια.
Ούτε ο Βαμβακάρης θα καταλάβαινε τον Ομηρο, αλλά ούτε και ο Ομηρος τον Βαμβακάρη. Θα τα βρίσκανε όμως στις μουσικές τους. Αλλά η μουσική δεν εντάσσεται στη γλωσσολογία.
Σε αντίθεση με τον άνθρωπο που με τα χρόνια γερνάει, η γλώσσα με το πέρασμα του χρόνου γίνεται όλο και πιο νέα. Για αυτό και λέμε «νέα ελληνικά» και όχι «γεροντικά ελληνικά», αν σκεφτούμε πως τα παιδικά της χρόνια χάνονται στο βάθος των αιώνων.
Η γλώσσα είναι πάντοτε η προφορική μορφή της και δεν γνωρίζει συντακτικό ή γραμματική. Αντίθετα, με την παραβίαση αυτών των κανόνων αναπτύσσεται. Εδώ νικάει πάντα η αναρχία.
Ο γραπτός λόγος και οι γραμματικοί κανόνες είναι για τη γλώσσα που έχει περάσει και έχει μελετηθεί. Οχι για αυτήν που θα προκύψει.
Και εδώ τα παραδείγματα του Μπουκάλα είναι εξαντλητικά. Το πιο διάσημο, το ρήμα που έγινε όνομα, είναι ο αγαπώς και η αγαπώ που έχουν ζωή 500 ετών.
Ο συγγραφέας, βαθύς γνώστης της ενιαίας ελληνικής γλώσσας από τον Ομηρο μέχρι τον Γενίτσαρη, μεταφραστής, δοκιμιογράφος, επιμελητής βιβλίων, κριτικός λογοτεχνίας, ποιητής ο ίδιος και πολλά άλλα, είναι απολύτως αρμόδιος για την ξενάγηση που μας κάνει με μεγάλη άνεση στο απέραντο πέλαγος της ελληνικής γλώσσας, που στίχοι-τρεχαντήρια έχουν αρμενίσει από τα προ-ομηρικά έπη για να συνεχίσουν τα ταξίδια τους με τα δημοτικά τραγούδια.
Η προφορική παράδοση είναι η αόρατη βιβλιοθήκη των φτωχών και κατά κανόνα αγράμματων, που εντούτοις γίνονται κληρονόμοι, διαχειριστές και συνεχιστές ενός μοναδικού πολιτισμού της αρχαιότητας. Χωρίς να έχουν συνείδηση της καταγωγής αυτού του πλούτου, τον ενσωματώνουν και ζουν και διαμορφώνονται μέσα από αυτόν. (Η λέξη Ελληνας είχε εξαφανιστεί στο Βυζάντιο ως συνώνυμο του ειδωλολάτρη, του μη χριστιανού.)
Ο Κ. Θ. Δημαράς είχε γράψει ήδη από το 1947: «Πραγματικά πουθενά αλλού δεν θα βρούμε ένα πιο καθαρό και ανεπηρέαστο αντιφέγγισμα της ελληνικής ψυχής όσο μέσα στα τραγούδια του ελληνικού λαού [...] εκφράζει την ψυχή του Εθνους».