Ο όρος Κεντροαριστερά μετά τη δεκαετία του ’60 είχε πάει στα θυμαράκια. Ακόμα κι εκείνη την εποχή, πριν από τη χούντα, ο όρος αυτός εξέφραζε περισσότερο τη ρευστή σχέση Κέντρου και Αριστεράς και λιγότερο κάποιον διαμορφωμένο πολιτικό χώρο μεταξύ Κέντρου και Αριστεράς, ακόμα δε λιγότερο κάποιο σχετικό κόμμα.
Κατά τη μεταπολίτευση και για μακρό διάστημα μετά, ο όρος είχε περιπέσει σε αχρησία, οι κυρίαρχοι προσδιορισμοί ήταν Δεξιά, Κέντρο (ώσπου έσβησε), ΠΑΣΟΚ, Αριστερά, δηλαδή ΚΚΕ, ΚΚΕ εσ. και τέλος. Ακόμα και η ακροδεξιά, επειδή είχε ταυτισθεί με τη χούντα, είχε περιπέσει ως όρος σε αφάνεια, με τους όρους χούντα και χουντικός να αποδίδουν την έννοια αυτού του χώρου. Μέσα σε λίγο καιρό ο όρος Κεντρώος είχε μετατραπεί σε κεντρογενής, διότι το ΠΑΣΟΚ απορροφούσε το Κέντρο, όπως απορροφούσε και αριστερούς, ΕΑΜογενείς ή ΕΔΑϊτες κατά την αμφίπλευρη διεύρυνσή του. Για 20-25 χρόνια ο όρος κεντροαριστερός είχε καταστεί α-νόητος. Οσο μάλιστα εντός του ΠΑΣΟΚ η συνύπαρξη κεντρώων-κεντρογενών και σοσαλιζόντων παλαιάς ή νέας κοπής εξέφραζε και αντίθεση και σύνθεση, οι όροι κεντροαριστερός και κεντροαριστερά είχαν ακόμα λιγότερο νόημα.
Τον όρο «κεντροαριστερά» ανέστησαν τα συγκροτήματα του Τύπου την εποχή Σημίτη, εκφράζοντας έτσι τη βούλησή τους ο νεοεμφανιζόμενος «εκσυγχρονισμός» να πατήσει σε δύο βάρκες: του ΠΑΣΟΚ και της ευεπίφορης προς συνεργασίες με το σύστημα Αριστεράς.
Ηταν η εποχή που η ανέξοδη (αλλά με τρομακτικό κόστος για την Ελλάδα) δημαγωγική περίοδος Παπανδρέου έσβηνε μαζί του. Η «αλλαγή» είχε ξεθυμάνει προ πολλού και η «αμηχανία» του λαϊκού ΠΑΣΟΚ έπρεπε να στοιχηθεί πίσω από ένα νέο πρόταγμα - τον «εκσυγχρονισμό». Κι έγινε της μουρλής. Η οργουελιανή γλώσσα που μιλάμε σήμερα γεννήθηκε τότε. Τότε άρχισαν τα διακυβεύματα, οι λαϊκισμοί, ο αυτοπροσδιορισμός, οι πολυπολιτισμοί, οι αφηγήσεις, οι ανθρωπιστικοί πόλεμοι - ένα κύμα πολιτικής ορθότητας και μεταμοντερνισμού σάρωσε τα μυαλά της χώρας και τα έκανε γκουρμέ, λάιφ στάιλ και επιτόκια. Τότε εστάλησαν εξορία οι λέξεις εργάτης, καπιταλισμός, μεροκάματο, γράμματα.
Βεβαίως, ο κ. Σημίτης απέτυχε περί τον «εκσυγχρονισμό» όσον είχε αποτύχει περί την «αλλαγή» και ο Ανδρέας. Ή μάλλον πέτυχαν το αντίθετο: η διαφθορά και η διαπλοκή της εποχής Ανδρέα ανήχθησαν σε επιστήμες, ενώ ο «εκσυγχρονισμός» άνοιξε τον δρόμο στον νεοφιλελευθερισμό, με αποτέλεσμα τους απασχολήσιμους, τα χρηματιστήρια κι εντέλει τα μνημόνια.
Ολα αυτά εκινούντο μέσα σε ένα φαρδουλό πολιτικό πλαίσιο, την κεντροαριστερά (και κατ’ αντίστιξιν την κεντροδεξιά), μέσα στο οποίο μπορούσαν να χωρέσουν όλοι οι «καλοί»: από τους συνεργαζόμενους Αριστερούς -του κλίματος ΔΗΜΑΡ σήμερα- έως τους άγριους νεοφιλελεύθερους. Μπορεί τα κόμματα της κεντροαριστεράς να μη συνεργάζονταν μεταξύ τους (έως ότε εχρειάσθη), αλλά οι πολιτικές τους και τα στελέχη τους έρχονταν όλο και πιο κοντά, ετέμνοντο κι εν τέλει ταυτίζονταν. Το φαινόμενο ήταν γενικότερο και οδήγησε σε μια ώσμωση των δύο μεγάλων τότε κομμάτων σε έναν ιδιότυπο μονοκομματικό δικομματισμό (κατά το πολιτικό αποτέλεσμα) και δικομματικό μονοκομματισμό (κατά τη σύνθεση).