..........Πίσω από τα κάλαντα, κρύβεται και το αρχαίο Ελληνικό έθιμο με το όνομα Ειρεσιώνη. Η Ειρεσιώνη (από το είρος = έριον, μαλλί) ήταν ένα κλαδί αγριελιάς (κότινος) στολισμένο με γιρλάντες από λευκό και κόκκινο μαλλί, πάνω στις οποίες κρεμούσαν τους καρπούς (σύκα, καρύδια, αμύγδαλα, κάστανα, δημητριακά, κ.λ.π.), που τους προσέφεραν στα διάφορα σπίτια.
Συμβόλιζε την ευφορία και τη γονιμότητα της γης και εορτάζονταν δυο φορές το χρόνο, μια την άνοιξη, στα Θαργήλια (27 Απριλίου – 26 Μαΐου), με σκοπό την παράκληση των ανθρώπων προς τους θεούς να ευνοήσουν την καρποφορία, και μια το φθινόπωρο, στα Πυανέψια, την 7η ημέρα του μηνός Πυανεψιόνος (Ιανουαρίου), για να ευχαριστήσουν τους θεούς για την συγκομιδή των καρπών.
Στην αρχαία Ελλάδα, πολλούς αιώνες πριν τη γέννηση του Χριστού, «παίδες αμφιθαλείς» (παιδιά που και οι δυο γονείς τους βρίσκονταν στη ζωή) ξεχύνονταν στους δρόμους δύο φορές το χρόνο με «ειρεσιώνες» στα χέρια, τραγουδούσαν από σπίτι σε σπίτι ευχόμενα πλούτο, χαρά και ειρήνη και έπαιρναν ως φιλοδώρημα καρπούς κάθε λογής από το νοικοκύρη ή την κυρά του σπιτιού. Το έθιμο της ειρεσιώνης ήταν έκφραση ευχαριστίας για τη γονιμότητα του έτουςπου έφευγε και παράκληση να συνεχιστεί η γονιμότητα και η ευφορία και το επόμενο έτος και ήταν αφιερωμένη στην Αθηνά, τον Απόλλωνα και τις Ώρες (Ευνομία, Δίκη, Ειρήνη). Όταν έφθαναν στο σπίτι τους κρεμούσαν την Ειρεσιώνη πάνω από την εξώπορτά τους, όπως κρεμάμε σήμερα τα πρωτομαγιάτικα στεφάνια. Εκεί θα έμενε μέχρι το επόμενο έτος, όποτε θα καίγονταν σε τελεστική φωτιά, όπως καίμε στις μέρες μας τα πρωτομαγιάτικα στεφάνια στις φωτιές του Αη-Γιάννη. Άλλα παιδιά κρεμούσαν την Ειρεσιώνη πάνω από τη θύρα του Ιερού του Απόλλωνα.
Ας δούμε τους επόμενους στίχους, που φέρεται ότι τραγούδησε στη Σάμο, κατά το έθιμο της ειρεσιώνης, ο Όμηρος και μας διασώζει ο Πλούταρχος («Βίοι Παράλληλοι, Θησεύς 22»):
Δώμα προσετραπόμεσθ’ ανδρός μέγα δυναμένοιο,
ος μέγα μεν δύναται, μέγα δε βρέμει, όλβιος αιεί.
Αυταί ανακλίνεσθαι θύραι πλούτος γαρ έσεισι πολλός,
συν πλούτω δε και ευφροσύνη τεθαλυία, ειρήνη τ’αγαθή…
Όσα δ’ άγγεα, μεστά μεν είει κυρβαίη δ’ αεί
κατά καρδόπου έρποι μάζα…
Δηλαδή:
Ήρθαμε στο αρχοντικὸ μεγάλου νοικοκύρη,
γενναίου με τρανή φωνή και πάντα ευτυχισμένου.
Ανοίξτε πόρτες μόνες σας, ο πλούτος να ‘μπει μέσα,
και με τον πλούτο συντροφιά χαρά και ευτυχία
και η ειρήνη η γλυκιά στο σπίτι να ριζώσει.
Όσα δοχεία έχετε, όλα γεμάτα να ‘ναι
στη σκάφη το ζυμάρι σας πάντοτε να φουσκώνει.
Το τραγούδι της Ειρεσιώνης της εποχής του Ομήρου το συναντάμε σήμερα με μικρές παραλλαγές στα κάλαντα της Θράκης:
Στο σπίτι ετούτο πού ‘ρθαμε του πλουσιονοικοκύρη
ν’ ανοίξουνε οι πόρτες του να μπει ο πλούτος μέσα
να μπει ο πλούτος κι η χαρά κι η ποθητή ειρήνη
και να γεμίσουν τα σταμνιά μέλι, κρασί και λάδι
κι η σκάφη του ζυμώματος με φουσκωτό ζυμάρι.
Επομένως τα κάλαντα με τις αρχαίες ελληνικές ονομασίες τους, αγερμοί, ειρεσιώνες κ.α. ήταν κοινωνικά και ημερολογιακά άσματα χωρίς κανένα θρησκευτικό χαρακτήρα. Θρησκευτικά στοιχεία, ειδωλολατρικά στην αρχή και χριστιανικά στη συνέχεια, μπήκαν σ᾽ αυτά μόνο σε όψιμα χρόνια