Τον Απρίλιο του 1918, λίγους μόνο μήνες μετά την κατάρρευση του τσαρικού καθεστώτος και την ανάληψη της εξουσίας από τους μπολσεβίκους και ενώ διαρκούσαν ακόμα ο Μεγάλος Πόλεμος και ο ρωσικός εμφύλιος, δημιουργήθηκε στην περιοχή του Καυκάσου η λεγόμενη "Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Υπερκαυκασίας", που απαρτίζονταν από την Γεωργία, την Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν. Αυτή η ετερόκλητη Ομοσπονδία είχε όμως από την ίδρυσή της ημερομηνία λήξης.
Τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς διαλύθηκε και κάθε μία χώρα ανακήρυξε τη δική της ανεξαρτησία, εν μέσω πολεμικών συγκρούσεων. Έχοντας ζωντανό ακόμα το βαθύ τραύμα της γενοκτονίας από τους Νεότουρκους, η Αρμενία απαιτούσε την ένωση σε ένα κράτος όλων των περιοχών όπου κατοικούσαν Αρμένιοι, μεταξύ των οποίων και τον θύλακα του Ναγκόρνο Καραμπάχ (Αρτσάχ).
Η απαίτηση αυτή δεν βρήκε ασφαλώς κανέναν υποστηριχτή: Από τους μπολσεβίκους, μέχρι τους Νεότουρκους και βεβαίως τους Αζέρους (Καυκάσιοι Τάταροι ή "Τούρκοι"), οι οποίοι θεωρούσαν δικό τους το Ναγκόρνο Καραμπάχ, από την ύστερη εποχή των τσάρων (επαρχία Elisawetpol). Από την αρχή της αντιπαράθεσης, ένα βασικό μειονέκτημα για τους Αρμένιους ήταν το γεγονός ότι η πρόσβαση στην ορεινή περιοχή του Ναγκόρνο Καραμπάχ γίνονταν μόνο από την ανατολική πεδινή περιοχή που κατείχαν οι Αζέροι, γεγονός που προσέδιδε στην περιοχή και μια περίπλοκη οικονομική διάσταση.
Μετά από μια ολιγόμηνη παρουσία στην περιοχή των Βρετανών και των Γερμανών, λόγω των πετρελαίων, τελικά οι Σοβιετικοί κατέλαβαν τον Απρίλιο του 1920 το Μπακού, την πρωτεύουσα του Αζερμπαϊτζάν. Το αποτέλεσμα ήταν οι Αρμένιοι, που δεν συμπαθούσαν καθόλου τους μπολσεβίκους, να βρεθούν μπροστά σ΄ ένα μεγάλο δίλημμα. Ή να συνεργαστούν με τους μπολσεβίκους, που σταδιακά αναδεικνύονταν σε ισχυρή δύναμη στην Υπερκαυκασία και να τους παραδώσουν την εξουσία, ή να βρεθούν αντιμέτωποι στρατιωτικά με πολλούς αντιπάλους, μπολσεβίκους από τον βορρά, Αζέρους από τα ανατολικά και Τούρκους του Κεμάλ από δυτικά.