Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΝΤΟΥΛΑΣ Θ.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΝΤΟΥΛΑΣ Θ.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2021

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Αποτέλεσμα εικόνας για ΠΑΝΤΟΥΛΑΣ

του Θεόδωρου Ε.Παντούλα

Η γενιά μας είναι η γενιά της ήττας. Αλλά αυτό δεν είναι το χειρότερο. Το χειρότερο είναι πως φτάσαμε στην ήττα χωρίς να δοθεί, στην πραγματικότητα, καμιά μάχη. Aνεπαισθήτως μας έκλεισαν από τον κόσμον έξω.

Και ξεμείναμε απορημένοι και παροπλισμένοι σ’ ένα πεδίο βολής που ασκούνται γιάπηδες και τζογαδόροι της διεθνούς χρηματοπιστωτικής μαφίας.


Κοινός τόπος ότι η χώρα έγινε χώρος και μάλιστα μπιρ παρά ενοικιαζόμενος χώρος. Αυτό όμως δεν είναι λόγος να λησμονούμε ότι, όταν κάποιος πέσει, έχει σοβαρές πιθανότητες να ορθοποδήσει. Σε καμιά περίπτωση όμως, όσο σέρνεται –όπως σερνόμαστε εμείς– δεν υπάρχει περίπτωση να ορθοποδήσει. Και κάτι ακόμη: δεν κόβεις το χέρι σου, όταν σε πονάει, και πολύ περισσότερο δεν εμπιστεύεσαι την ίασή του στους κομπογιαννίτες που το αρρώστησαν.
Όλα αυτά θα έπρεπε να είναι αυτονόητα αλλά, δυστυχώς, δεν είναι. Και τα επισημαίνουμε γιατί –παρά την γενικευμένη και παρήγορη απαξίωση του

παλαιοκομματισμού– βλέπουμε να σηκώνουν κεφάλι τα χασαπόσκυλα της μεταπολίτευσης, που όποια προβιά κι αν ενδυθούν, ας μην γελιούμαστε –αυτό δεν θα ’ταν βέβαια ελληνοπρεπές– δεν θα αποβάλουν τα κουσούρια της λυκοφιλίας τους.

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2019

Και τα βιβλία λόγια είναι – του Θεόδωρου Ε. Παντούλα

λίγα ακόμη λόγια για το ολούθε ξένος
στον Χρήστο Μποκόρο που κατέχει τις στοιχειώδεις λέξεις
Η συλλογή διηγημάτων ολούθε ξένος είναι ένα εφταμηνίτικο, ένα πρόωρο, βιβλίο. Αλλιώς τα είχα λογαριασμένα κι αλλιώς μου ήρθαν πάλι. Τα έφεραν έτσι οι περιστάσεις κι εκδόθηκε πριν τον προγραμματισμό του. Γι’ αυτό και δεν χώρεσαν σ’ αυτό δυο-τρία ακόμη διηγήματα, που δεν είχα ούτε τον χρόνο ούτε το κουράγιο να τ’ αποσώσω.
Κι ας μη με δυσκόλεψε καθόλου η συγγραφή. Όλα τα κείμενα γράφτηκαν μονανεπνιάς. Μια κι έξω. Άλλωστε δεν υπάρχει και πολύ μυθοπλασία σ’ όλα αυτά. Οι ιστορίες μου ήταν δεδομένες. Εκείνο που με δυσκόλεψε είναι η έγνοια στα περισσότερο «ηπειρώτικα» από αυτά να μην τα βαρύνω με πραγματολογικά στοιχεία που ίσως να ήταν και χρήσιμα σε αρκετούς αλλά οπωσδήποτε θα υπονόμευαν την αφήγηση με το πληροφοριακό περιεχόμενό τους και, κυρίως, ο μεγαλύτερος παιδεμός μου ήταν να μην προδώσω την φωνή εκείνων που μετέρχονται ένα ξεχωριστό ιδίωμα, ένα ιδίωμα όμως που δεν μου είναι τόσο οικείο όσο θα ήθελα.
Και δεν μου είναι οικείο, διότι τα «ηπειρώτικα» δεν η μητρική μου λαλιά. Στις γειτονιές της Αθήνας μεγάλωσα και σ’ ένα περιβάλλον που οι ντοπιολαλιές είχαν εξοβελιστεί από την καθημερινότητα. Οι άνθρωποι την δεκαετία του ’70 έκρυβαν την καταγωγή τους κι αλλοίωναν την φωνή τους. Λίγοι αυτοπροαίρετα και πολλοί αναγκασμένοι από τον κυρίαρχο πρωτευουσιάνικο νεοπλουτισμό. Ευτυχώς όμως οι Κυριακές κι οι σχόλες μας ήσαν γεμάτες από συγγενείς και φίλους που ξέδιναν την πίεση και την καταπίεση της εβδομάδας στα μωσαϊκά. Κι όλα αυτά πολλές φορές χωρίς πικάπ! Με το στόμα. Όχι με σπασμένες λέξεις αλλά με σπασμένες φωνές. Και κοντά σ’ αυτά κάθε τόσο πολυήμερες διακοπές στα χωριά. Χριστούγεννα, Πάσχα, καλοκαίρι. Τα έχω ξαναπεί αυτά και γίνομαι περίπου γραφικός αλλά –πώς να γίνει– πριν προκόψουμε τόσο πολύ υπήρχαν και γιορτές στις ζωές μας. Υπήρχαν επίσης παππούδες και γιαγιάδες που ή δυσπιστούσαν ή και διαισθάνονταν την καλπιά μιας ζωής που βιαζόταν να οχυρωθεί πίσω από τις ολοκαίνουργιες οικοσκευές της. Στενεύονταν πολύ οι γέροντες όταν τους φέρναμε στην Αθήνα. Σκόνταφταν σε ντουβάρια δίχως μνήμη και σε δωμάτια δίχως απόντες. Δυσκολεύονταν επιπλέον που δεν καλημερίζονταν οι άνθρωποι. Κυριολεκτικά δεν είχαν τόπο να σταθούν.

Τρίτη 23 Ιουλίου 2019

Ολούθε Ξένος - Θεόδωρος Παντούλας -

…Ποτέ δεν έχω καυχηθεί για γραφτό μου – όχι από σεμνοτυφία αλλά επειδή, ειλικρινώς, δεν έβρισκα κανέναν λόγο. Για το “ολούθε ξένος” όμως είμαι περήφανος. Περήφανος που αξιώθηκα να δώσω φωνή σε δικούς μου ξένους, από αυτούς που το πολύ-πολύ να χωρέσουν στα ψιλά των εφημερίδων. Και κομματάκι πιο ήσυχος. Δεν θ’ αφήσω σπουδαία πράγματα στα παιδιά μου αλλά κάτι αναπαλλοτρίωτα δικό μας, εντέλει, θα τους το αφήσω…
Στις 5 Ιουλίου στο βιβλιοπωλείο “Άπειρος Χώρα” το παρουσίασαν ο πολυπράγμων Θανάσης Ν. Παπαθανασίου, ο ποιητής Βασίλης Ζηλάκος κι ο λόγιος γιατρός Κωνσταντίνος Τσιώλης.

Παρασκευή 24 Μαΐου 2019

Ας τους σκάσουμε την μπάλα

του Θεόδωρου Παντούλα*
Οι εγχώριες παραπολιτικές υπαλληλοκρατίες και οι προαγωγοί τους αντιμετωπίζουν τους δήμους ως διοικητικές μονάδες του κομματικού παρακράτους, χωρίς να λογαριάζουν τις ιστορικές και πολιτισμικές διαστάσεις, αυτές, δηλαδή, που θα έπρεπε να διαμορφώνουν τις χωροταξικές, παραγωγικές, κι αισθητικές αναφορές ενός τόπου ή μιας ουτοπίας.
Η Αθήνα, που δυστυχώς λειτουργεί παραδειγματικά για όλες τις ελληνικές πόλεις, παρότι διαθέτει ασύγκριτη ιστορική πυκνότητα, έμπλεη μνημάτων και μηνυμάτων, είναι μια πόλη σε σύγχυση, δηλαδή μια πόλη χωρίς ταυτότητα. Διότι δεν συνιστά ταυτότητα η αρχαιοκαπηλία, η έπαρση κι ο κομπογιαννιτισμός με τα οποία πορεύεται κι εμπορεύεται το υποτελές κράτος των Βρυξελλών.
Για δυο σχεδόν αιώνες η Αθήνα λειτούργησε ως τόπος υποδοχής και διαμονής των προσφύγων τού εντός κι εκτός Ελλάδος ελληνισμού. Θα περίμενε κανείς ότι η συνύπαρξη τόσο ετερόκλητου ανθρώπινου δυναμικού θα πλούτιζε την ταυτότητά της, καθιστώντας την ελκυστική μες την πολυμορφία του τόπου και των ανθρώπων του. Αλλά αυτό δεν έγινε, διότι οι τοπικές ταυτότητες εξ αρχής βρέθηκαν υπό διωγμό. Οι νεοφερμένοι έπρεπε να τις αποβάλλουν για να γίνουν αποδεκτοί από τον συμπλεγματικό επαρχιωτισμό του ομοιογενοποιητικού και συγκεντρωτικού μοντέλου που προκρίθηκε σαν καταλληλότερο για τη χώρα από μια πολιτική τάξη που την προχειρότητά της συνεπικουρούσε παλαιόθεν η μορφωτική και ιστορική της ανεπάρκεια. Το αποτέλεσμα αυτού του μοντέλου είναι μια κοινωνία μεταπρατική και μια περιφέρεια παρενδυματική, δηλαδή μια περιφέρεια τραβεστί.
Χωρίς υποδομές, χωρίς σχεδιασμό, χωρίς πρόβλεψη και κυρίως χωρίς προοπτική η μισή Ελλάδα σπρώχτηκε και στριμώχτηκε στο λεκανοπέδιο Αττικής που μετατράπηκε σε χωματερή, στην οποία όμως δεν στοιβάχθηκαν μόνο απορρίμματα αλλά και άνθρωποι στερημένοι της περηφάνιας και της αξιοπρέπειάς τους. Οι άνθρωποι αυτοί, κατά κύριο λόγο, έπρεπε να παρασιτούν ως πελάτες μιας ανάγωγης αλλά πανίσχυρης διακομματικής γραφειοκρατίας, η οποία με τη σειρά της ενθάρρυνε, μονιμοποιούσε και νομιμοποιούσε τις παντοειδείς αυθαιρεσίες, αυτές που εντέλει παραμόρφωσαν το φυσικό, αρχιτεκτονικό και ιστορικό περιβάλλον της αττικής γης. Κι όλα αυτά τα εγκλήματα έγιναν στο όνομα ενός ψευδεπίγραφου εκσυγχρονισμού, που γέμισε με τζιπ το Κολωνάκι αλλά δεν έχει πού να κρύψει τα σκουπίδια του.

Τρίτη 30 Απριλίου 2019

Θεόδωρος Παντούλας:Η υποκρισία της Ανάστασης

NURPHOTO VIA GETTY IMAGES
«Όσο υπάρχουν άνθρωποι που αδικούνται και βασανίζονται ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Έτσι έγραφε η αφίσα μας, που με σπουδή κνίτη ξεκολλούσαν οι θρησκευόμενοι της γειτονιάς, οι οποίοι, προφανώς, πιστεύουν ότι η ανάσταση του Κυρίου έγινε για να ανταλλάσσουμε ψοφοδεείς ευχές και να βαρυστομαχιάζουμε κάθε άνοιξη.
Ας είμαστε έντιμοι ετούτες τις ημέρες. Μια αργία κοντά στις άλλες είναι και το παραθεωρημένο Πάσχα μας, αφού οι περισσότεροι είμαστε αμέτοχοι στο αναστάσιμο, στο χαροποιόν πένθος του. Επετειακά λιβανισμένοι κι ανυποψίαστα δυστυχισμένοι, ξοδεύουμε αστόχαστα τις ανάλατες ημέρες μας με έγνοιες του συρμού και του διασυρμού, παντελώς άσχετες με τον εθελούσιο θάνατο του Θεού.
Σε αντίθεση όμως μ’ εμάς που πανηγυρίζουμε με κροτίδες τους μικρούς καθημερινούς θανάτους μας, θυμάμαι την ολιγογράμματη γιαγιά μου, άνθρωπο απονήρευτο, που νήστευε όλη τη Σαρακοστή. Νηστεία αληθινή. Όχι faux. Ελιά και παξιμάδι. Έπιανε το στασίδι της στην εκκλησιά, στόλιζε τον επιτάφιο με λουλούδια από τον μικρό της κήπο κι έκλαιγε τον Εσταυρωμένο, τον «πρωτότοκο των νεκρών», με μια ειλικρινή, ολόκαρδη και διόλου γλυκανάλατη θλίψη. Μια θλίψη που την επλάτυνε τόσο όσο η ανυπόκριτος συντριβή της να χωράει όλη την απελπισία του κόσμου. Με όλες τις σκοτούρες που είχε η χαροκαμένη ζωή της, βλαστήμια δεν την άκουσα ποτέ να ξεστομίζει. «Έχει ο Θεός», έλεγε. Κι είχε –τουλάχιστον για όποιον, σαν εκείνη, καταδεχόταν τα πλούτη της εντίμου πενίας του.

Τρίτη 2 Απριλίου 2019

Οι τοπικές εκλογές των νεόπτωχων

Αθήνα για την Ελλάδα

του Θεόδωρου Παντούλα*
Αν είναι προσβλητικό μια φορά να διεκδικεί κάποιος την εκλογή του στην τοπική αυτοδιοίκηση με κομματικό χρίσμα, είναι πολύ περισσότερο προσβλητικό να επικαλείται μια ανεξαρτησία που, στην πραγματικότητα, δεν διαθέτει.
Όλοι το μισοξέρουμε. Στην τοπική αυτοδιοίκηση, όταν αυτή δεν γίνεται βατήρας για την κεντρική πολιτική σκηνή, ανακυκλώνει, κατά κύριο λόγο, τα αποπλύματά του ο παλαιοκομματικός συρφετός. Πολιτευτές που περισσεύουν και γιαλαντζί «αντάρτες» που δεν τους παίζει ο κομματικός μηχανισμός, αλλά που συνήθως τους τακτοποιεί την επαύριον των εκλογών το κομματικό παρακράτος σε κρατικές θέσεις.
Όλοι αυτοί, τώρα που κοντοζυγώνουν οι τοπικές εκλογές, υπόσχονται με ευκολία τον ουρανό με τ’ άστρα. Μας καλούν «να γυρίσουμε σελίδα», και «να τελειώσουμε με το παλιό», ενώ οι ίδιοι, επικουρούμενοι από λογιών λογιών μαφίες, το διακονούν με περισσό ζήλο!

«Να κάνουμε την Αθήνα Πόλη και Πρωτεύουσα»*



του Θεόδωρου Παντούλα*
Η Αθήνα είναι η πρωτεύουσα του κράτους. Η Αθήνα, ακριβέστερα, είναι το κράτος-πρωτεύουσα. Είναι η πόλη που αποστράγγιξε τον υπόλοιπο, τον εντός κι εκτός Ελλάδος, ελληνισμό για να καταντήσει από πόλη των Ευεργετών πόλη των «θεσμών». Είναι η πόλη της αντιπαροχής και της αρπαχτής. Των εργολάβων και των μεσαζόντων. Είναι η πόλη από την οποία, παραδόξως, απουσιάζει η ιστορία! Είναι η πόλη που μπάζωσε την μνήμη της – την ιστορική, την παραγωγική και την αισθητική. Είναι η πόλη στην οποία συντελέστηκε η ύβρις ενός κατ’ εξακολούθηση βανδαλισμού, η βεβήλωση μιας οικουμενικού ενδιαφέροντος παρακαταθήκης. Στην Αθήνα έχουμε ένα αστικό τοπίο που αντιστρατεύεται τον τόπο. Για ν’ ακριβολογούμε έχουμε ένα τοπίο από το οποίο απουσιάζει ο τόπος. Οι σωρευμένες και βουλιμικές μοναξιές μας πάνε χέρι-χέρι με την γενικευμένη ανομία και την ενδημική, εγχώρια και εισαγόμενη, εγκληματικότητα καταπίνοντας όσο τόπο ξέφυγε από την μεταπολεμική μας «ανάπτυξη». Η Αθήνα είναι η πόλη που, εδώ και δεκαετίες, δεν νοιώθει καλά με τον εαυτό της και διαρκώς «αναπλάθεται» αλλά, εντέλει, οι αποσπασματικές «αναπλάσεις» την αλλάζουν επί τα χείρω.
Αυτές είναι οι μετρήσιμες επιδόσεις των αρχόντων της πόλης μας, γιατί αυτή είναι η σκευή τους. Σημαία ευκαιρίας είναι γι’ αυτούς ο δήμος Αθηναίων, ενώ τα λιγοστά εφόδιά τους εξαντλούνται στις κομματικές τους διαπιστεύσεις. Έρχονται ως λαφυραγωγοί κι όχι ως προσκυνητές της πόλης.
Γι’ αυτό και, παρά την εκσυγχρονιστική φλυαρία, που επινοεί επιμέρους μερεμέτια, απουσιάζουν από την πόλη η παιδεία, οι ιδέες, οι προτάσεις, η συνολική της θεώρηση.
Ωστόσο δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με μια μορφωτική υστέρηση κι έναν πρωτευουσιάνικο, στερούμενο ήθους, επαρχιωτισμό, που δεν βρίσκει έστω ένα πράγμα για το οποίο να καμαρώσει. Κυρίως λείπει η αγάπη. Το νοιάξιμο. Και μαζί τους λείπει και η φιλοδοξία μιας αναγέννησης. Μιας αναγέννησης που θα αντιπαλαίψει την τρέχουσα χυδαιότητα και θα επαναφέρει την αρμονία και το μέτρο.

Παρασκευή 29 Μαρτίου 2019

Οι τοπικές εκλογές των νεόπτωχων



του Θεόδωρου Παντούλα*

Αν είναι προσβλητικό μια φορά να διεκδικεί κάποιος την εκλογή του στην τοπική αυτοδιοίκηση με κομματικό χρίσμα, είναι πολύ περισσότερο προσβλητικό να επικαλείται μια ανεξαρτησία που, στην πραγματικότητα, δεν διαθέτει.
Όλοι το μισοξέρουμε. Στην τοπική αυτοδιοίκηση, όταν αυτή δεν γίνεται βατήρας για την κεντρική πολιτική σκηνή, ανακυκλώνει, κατά κύριο λόγο, τα αποπλύματά του ο παλαιοκομματικός συρφετός. Πολιτευτές που περισσεύουν και γιαλαντζί «αντάρτες» που δεν τους παίζει ο κομματικός μηχανισμός, αλλά που συνήθως τους τακτοποιεί την επαύριον των εκλογών το κομματικό παρακράτος σε κρατικές θέσεις.
Όλοι αυτοί, τώρα που κοντοζυγώνουν οι τοπικές εκλογές, υπόσχονται με ευκολία τον ουρανό με τ’ άστρα. Μας καλούν «να γυρίσουμε σελίδα», και «να τελειώσουμε με το παλιό», ενώ οι ίδιοι, επικουρούμενοι από λογιών λογιών μαφίες, το διακονούν με περισσό ζήλο!
Ας μην κρυβόμαστε όμως πίσω από το δάχτυλό μας. Οι Δήμοι και οι Περιφέρειες δεν είναι παρά τα λάφυρα της παραπολιτικής καμαρίλας, που χρόνια τώρα σταδιοδρομεί υπεξαιρώντας για λογαριασμό της δημόσια αγαθά. Αυτοί λοιπόν που χρόνια τώρα δεν τα καταφέρνουν στα απλά, μας λεν ότι θα προκόψουν στα σύνθετα! Και τα σύνθετα δεν είναι οι αθλοπαιδιές που δεν υπάρχουν, δεν είναι το κυκλοφοριακό που δεν λύνεται, δεν είναι η ανακύκλωση που δεν ξέρουμε σε ποιες τσέπες καταλήγει. Τα σύνθετα είναι οι στρατιές των νεόπτωχων της κρίσης, οι στρατιές που θα τις ελεήσουν -λένε- με (επιδοτούμενα) προγράμματα οι επαγγελματίες της κοινωνικής «αλληλεγγύης». Μνημόσυνο με ξένα κόλλυβα λένε στο χωριό μου.

Παρασκευή 25 Μαΐου 2018

Είναι η αντιπαροχή ταυτότητα;

Ένα νέο όραμα για την Αττική
Του Θεόδωρου Ε. Παντούλα* από την Ρήξη φ. 144
Τόσο ο πρόσφατος «Κλεισθένης», όσο και ο προηγούμενος «Καλλικράτης» αντιμετωπίζουν τις περιφέρειες ως διοικητικές μονάδες του κομματικού παρακράτους, χωρίς να πολυλογαριάζουν τις ιστορικές και πολιτισμικές τους διαστάσεις, αυτές δηλαδή που διαμορφώνουν ή που θα έπρεπε να διαμορφώνουν τις χωροταξικές, παραγωγικές κι αισθητικές αναφορές ενός τόπου ή μιας ουτοπίας. Η Αττική, που δυστυχώς λειτουργεί ως υπόδειγμα για όλες τις ελληνικές περιφέρειες, παρότι είναι μια περιοχή με ασύγκριτη ιστορική πυκνότητα, έμπλεη μνημάτων και μηνυμάτων, είναι μια περιφέρεια σε σύγχυση, δηλαδή μια περιφέρεια χωρίς ταυτότητα. Διότι δεν συνιστά ταυτότητα η αρχαιοκαπηλία, η έπαρση κι ο κομπογιαννιτισμός με τα οποία πορεύεται κι εμπορεύεται το κράτος των Αθηνών και της Μυκόνου.
Για δυο σχεδόν αιώνες η Αττική λειτούργησε ως τόπος υποδοχής και διαμονής των προσφύγων τού εντός κι εκτός Ελλάδος ελληνισμού (εσχάτως έγινε και τόπος διαμονής των αλλογενών μεταναστών, αλλά αυτό είναι μια άλλη μεγάλη κουβέντα). Θα περίμενε κανείς ότι η συνύπαρξη τόσο ετερόκλητου ανθρώπινου δυναμικού θα πλούτιζε την ταυτότητά της, καθιστώντας την Αττική ελκυστική μεσ’ την πολυμορφία του τόπου και των ανθρώπων του. Αλλά αυτό δεν έγινε, διότι οι τοπικές ταυτότητες εξ αρχής βρέθηκαν υπό διωγμόν. Οι επήλυδες έπρεπε να τις αποβάλουν για να γίνουν αποδεκτοί από τον συμπλεγματικό επαρχιωτισμό του ομοιογενοποιητικού και συγκεντρωτικού μοντέλου που προκρίθηκε ως καταλληλότερο για τη χώρα από μια πολιτική τάξη που την προχειρότητά της συνεπικουρούσε παλαιόθεν η μορφωτική και ιστορική της ανεπάρκεια. Το αποτέλεσμα αυτού του μοντέλου είναι μια κοινωνία μεταπρατική και μια περιφέρεια παρενδυματική, δηλαδή μια περιφέρεια τραβεστί.

Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου 2017

Θ. Ε. Παντούλας: Του μηδενισμού το θεριό

Θεόδωρος Παντούλας
Στον Ρωμανό-Σπυριδώνη
και στον Οδυσσέα-Ευάγγελο
 
Aν ο νεοελληνισμός οικοδομήθηκε ως αντιστασιακό κατόρθωμα που του φορέσαμε παντελόνια, η τρέχουσα εκδοχή μας αποδομείται με κατεβασμένα τα παντελόνια.
Γι’ αυτό ακριβώς κι οι βιοτές μας δεν χρειάζονται ταυτότητες αλλά πιστωτικές κάρτες. Και μη μου πείτε ότι προϋπόθεση για την έκδοση των πιστωτικών καρτών είναι η ύπαρξη ταυτότητας, διότι οι πλαστογράφοι εργάζονται υπερωριακά για να είμαστε όλοι μας μπουχτισμένοι (αλλά ουχί και χορτασμένοι).
– Λοιπόν, τι να κάνουμε;
Καταρχήν να μην περιμένουμε αστειάκια και σάτιρες. Καλές είναι οι μεγάλες κουβέντες αλλά στην πραγματική πραγματικότητα κανείς δεν χορταίνει με αυτές. Ωστόσο, δεν περιμένουμε και ολότελα άπραγοι στην Αγορά. Αφού δεν μπορούμε να τους σκάσουμε τη μπάλα, απέχουμε από το στημένο τους «παιχνίδι».
Είναι «στενή και τεθλιμμένη η οδός» βεβαίως, αλλά φτωχολογιά για σένα κάθε μου τραγούδι, όπως έλεγε κι ο ποιητής – τότε που η φτώχια από πηλό έπλαθε λουλούδι κι εμείς παίρναμε στα σοβαρά τους ποιητές και όχι τους μεσίτες.

Κυριακή 3 Σεπτεμβρίου 2017

Πολιτική υποθήκη ποιητικής ενάργειας


ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 3-9-2017


Τ​​ο μικρό, ολιγοσέλιδο βιβλίο του Oδυσσέα Eλύτη «Tα Δημόσια και τα Iδιωτικά» («Iκαρος» 1983) είναι η πολιτική υποθήκη του ποιητή στην κοινωνία που τον γέννησε. Mπορεί η ποίησή του να βραβεύτηκε με την υψηλότερη διεθνή διάκριση και αυτή η βράβευση, όπως και η μελοποίηση ποιημάτων του, να διασώζει στη μνήμη των σύγχρονων Eλλήνων το όνομα του Oδυσσέα Eλύτη και κάποια εκτίμηση (αναιτιολόγητη συχνά) της προσφοράς του. Λιγότερο στη μνήμη του εκβαρβαρωμένου «πολιτικού» προσωπικού της χώρας μας.

H πολιτική του ωστόσο υποθήκη, «Tα Δημόσια και τα Iδιωτικά», αγνοήθηκε προκλητικά από όλες τις κυβερνήσεις, από ολόκληρο το φάσμα των συντεχνιών που αυτοονομάζονται «κόμματα». Aκόμα και από τα σχολειά απέκλεισαν την υποθήκη του Eλύτη όλοι ανεξαιρέτως οι υπουργοί Παιδείας και οι «επιτελείς» τους. Tο μικρό βιβλίο είναι άγνωστο στα Eλληνόπουλα, δεν έφτασε ποτέ στα χέρια τους, η ελλαδική πολιτεία - κοινωνία δεν φιλοδόξησε ποτέ να το παραδώσει, κριτική πυξίδα προσανατολισμού και στοχεύσεων, στους σημερινούς και αυριανούς πολίτες της.

Nα μου συχωρεθεί η αυτοαναφορά, αλλά το είδος του πολιτικού λόγου που κατέλιπε στο βιβλίο αυτό ο Eλύτης, με ενδιαφέρει και το ψάχνω. Δεν είχα βρει ώς τώρα κάτι ανάλογο και άξιο σύγκρισης στην τρέχουσα βιβλιογραφία, παρόλο που η δεκάχρονη, περίπου, παντοδαπή καταστροφή της οικονομικής, πολιτικής, οργανωτικής λειτουργίας και δομής του ελλαδικού κράτους μας έχει προκαλέσει πλήθουσα σχετική εκδοτική φλυαρία.

Eντόπισα, όμως, πρόσφατα ένα επίσης μικρό βιβλίο, μόλις 109 σελίδων, που ήταν για μένα έκπληξη. Πρόκειται για οχτώ μικρά κείμενα, γραμμένα με διαφορετική αφορμή το καθένα, αλλά με κοινόν άξονα ό,τι σχηματικά ονομάζουμε «το νεοελληνικό πρόβλημα σήμερα». Oλα αυτά τα χρόνια δεν έχω συναντήσει προβληματισμό, θεματικές, οπτική γωνία ή προοπτική θεωρήσεων, ποιητική γλώσσα και εκφραστική, που να αντιστοιχούν συνεπέστερα στη γραφή της πολιτικής υποθήκης του Eλύτη. Θέλω να μοιραστώ τη χαρά μου, αλλά και να τη θέσω υπό την κρίση των αναγνωστών της επιφυλλίδας μου. Mε ελάχιστες αποσπασματικές παραθέσεις.

Σάββατο 11 Μαρτίου 2017

Η νεοελληνική ταυτότητα μεταξύ ρίζας και εκρίζωσης

Του Θεόδωρου Ε. Παντούλα

Όταν μιλάμε για προηγούμενες περιόδους του συλλογικού μας εαυτού, επειδή, συνήθως και δυστυχώς, οι θέσεις δεν προκύπτουν από τα τεκμήρια, αναζητούμε την τεκμηρίωση των θέσεών μας ανατρέχοντας στις «πηγές».

«Πηγές» κατά κύριο λόγο θεωρούνται τα γραπτά. Ας έχουμε όμως κατά νου ότι τα γραπτά –ειδικά όταν μιλούμε για περιόδους που ο αναλφαβητισμός είναι ο κανόνας– εκτός από ανεπαρκή, είναι επισφαλή και οπωσδήποτε δεν περιγράφουν την ταυτότητα που μας ενδιαφέρει· είναι αναμφίλεκτα μέρος της αλλά σε καμιά περίπτωση δεν την συγκεφαλαιώνουν, όπως συνήθως νομίζουμε. Άρα; Άρα χρειάζεται να αναζητήσουμε άλλου είδους τεκμήρια.

Αυτή όμως δεν είναι εύκολη δουλειά, αφού αυτά δεν βρίσκονται στις βιβλιογραφίες και θέλει εκτός από πολλούς κόπους, ακόμα περισσότερη αγάπη και λιγότερη έπαρση για την πανεπιστημοσύνη μας. Εξηγούμαι...


Αν δούμε λ.χ. τη βιοτεχνία της περιόδου, έχουμε περισσότερο αντιπροσωπευτικά τεκμήρια. Διότι αυτά συγκεφαλαιώνουν τον καθ’ ημέραν βίο κι όχι οι συγγραφικές επιδόσεις ορισμένων, που δραστηριοποιούνται –το ματαλέω– σε ένα εν πολλοίς αναλφάβητο περιβάλλον. Το τι τρως και πώς το τρως λ.χ. λέει πολλά περισσότερα για έναν πολιτισμό απ’ όλες μαζί τις εκ των υστέρων αποτιμήσεις του.

Εμείς βγαίνουμε από την περίοδο που σήμερα καλούμε Τουρκοκρατία, περίοδο κατά την οποία είχε απολείψει η ελευθερία αλλά, όπως μας βεβαιώνουν τα τεκμήρια της οικοτεχνίας, δεν είχε απολείψει η αρχοντιά. Νομίζω ότι είναι αρκετά γνωστή η κατά τα λοιπά αναπάντητη αποστροφή του Οδυσσέα Ελύτη – αν και τους ποιητές δεν τους παίρνουμε στα σοβαρά, γιατί προτιμάμε τα διάφορα στουρνάρια της (παρα)οικονομίας. Εκτός όμως από τα δίφραγκα υπάρχει κι η αγάπη, παρατηρεί ένας μέτριος αλλά συμπαθής ποιητής. Αλλά αυτή είναι μια άλλη κουβέντα, που θα την βρούμε μπροστά μας παρακάτω. 

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2016

Είμαστε από καλή γενιά. Ας μην ντραπούν για εμάς τα παιδιά μας.




του Θόδωρου Παντούλα

Εδώ και χρόνια στο όνομα ενός κάλπικου εκσυγχρονισμού επιχειρείται συστηματικά η απαξίωση, η συκοφάντηση, η σπίλωση και η υποτίμηση των εθνικών αγώνων.
Η 28η Οκτωβρίου είναι μια κορυφαία πράξη αξιοπρέπειας του λαού μας που επέλεξε έναν άνισο αγώνα από μια ατιμωτική συνθηκολόγηση.
Τα τελευταία μάλιστα χρόνια, στο όνομα ενός καινοφανούς «πατριωτισμού» ζητείται να σκύψουμε τις κεφαλές μας και να συναινέσουμε στην μετατροπή της πατρίδας μας σε αποικία της διεθνούς χρηματοπιστωτικής μαφίας. Αυτοί που δεν έχουν φρόνημα, μας καλούν να μείνουμε φρόνιμοι!
Ε, δεν μένουμε φρόνιμοι. Και πολύ περισσότερο δεν περιμένουμε καμιά προκοπή από αυτούς που πρακτορεύουν μια μασκαρεμένη υποδούλωση.
Προερχόμαστε από μιαν αντιστασιακή παράδοση. Η καλύτερη τιμή στον αγώνα των παππούδων μας είναι να μην φανούμε εμείς μπόσικοι.

Είμαστε από καλή γενιά.

Ας μην ντραπούν για εμάς τα παιδιά μας.

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2016

Δημοπράτες και (ορθόδοξοι) "ταλιμπάν"

Του Θόδωρου Παντούλα

Ένας φίλος σκανδαλίστηκε από το θέαμα που αντίκρισε στην Τήνο. Τον σκανδάλισε ο "τριτοκοσμικός" θρησκευτικός τουρισμός που ανηφορίζει έρποντας για την Μεγαλόχαρη. Κι ύστερα οι ίδιοι, «οι ορθόδοξοι ταλιμπάν», που σπρώχνουν για να επιβιβαστούν στο βαπόρι της επιστροφής. Επίσης έκπληκτος (αλλά και χωρίς κανένα εμφανή, τουλάχιστον, λόγο) ο ίδιος εκτιμά, ότι το πλήθος των πιστών, που ανήκουν στο ίδιο κοινωνικό σώμα με αυτόν που το αποστρέφεται, «μπορεί να λυντσάρει έναν άνθρωπο χωρίς κανέναν ιδιαίτερο λόγο απλά και μόνο επειδή μπορεί να φέρει ένα ξένο χαρακτηριστικό»! Και απολήγει: «τα άλλα, περί Διαφωτισμού κ.λπ. αποτελούν μεγάλη πολυτέλεια για να συζητηθούν όταν η δεισιδαιμονία και ο σκοταδισμός ακόμα καθορίζουν τόσα πολλά πράγματα...».

Νομίζω ότι η πολυκαιρισμένη καραμέλα της «προόδου» πικρίζει. Εν πάση περιπτώσει δεν χρειάζεται όλα να «προοδεύουν» και να διαφωτίζονται. Ας μείνουν και μερικά αμαγάριστα από την λοιμική της «προόδου» και την έπαρση του Διαφωτισμού. Η ανθρωπότητα –σε πείσμα των απανταχού διαφωτισμένων ιεροκηρύκων και αξιολογητών της προόδου– δεν έκαμε την παραμικρή πρόοδο στο φιλί και καρφάκι δεν καίγεται σε όσους αγαπούν.

Ας πάμε τώρα στους παντελώς άστοχα αποκαλούμενους «ορθόδοξους ταλιμπάν» κι ας αναγνωρίσουμε ότι μερικοί άνθρωποι (πιθανώς λιγότερο διαφωτισμένοι και προοδευμένοι απ’ εμάς) έχουν τα θάρρητά τους και με τον Θεό και τους αγίους του. Μ’ αυτά τα θάρρητα κάνουν και συμφωνίες μαζί τους. Και, ενίοτε, κρατούν και τον λόγο τους. Και στο πολύ πρόσφατο παρελθόν κάποιοι απ’ αυτούς θεμέλιωσαν εκκλησιές, σχολειά, νοσοκομεία, γηροκομεία κ.λπ. Και πολλοί απ’ αυτούς πέθαναν πάμφτωχοι. Και κάποιοι μαρτύρησαν και τους τιμά ως αγίους η Εκκλησία. Οι υπόλοιποι μπορεί και να σπρώχνονται στις προκυμαίες αλλά έτσι είναι, νομίζω, ο άνθρωπος «και για το καλό και για το κακό» καμωμένος. Κι όσοι δεν το κατάλαβαν αυτό άνοιξαν δρόμο σε λογιών λογιών ολοκληρωτισμούς.

Τετάρτη 17 Αυγούστου 2016

Ο Χαντακωμένος – του Θεόδωρου Ε. Παντούλα



Στο χωριό του πατέρα μου μαγαζί λεν τον χώρο που λειτουργεί ως καφενείο, ως μπακάλικο κι ως χαρτοπαικτική λέσχη. Βρίσκεται στους πρόποδες του χωριού κι ανοίγει όποτε ξυπνήσει ο Γιώτης και κλείνει όποτε του αδειάσουν την γωνιά οι μεθυσμένοι και τα χαρτόμουτρα.

Στον αυλόγυρο του μαγαζιού μαζευόμασταν τα καλοκαίρια οι πιτσιρικάδες και παίζαμε. Ο πατέρας μας κέρναγε πορτοκαλάδες κι οι χωριανοί μας χάιδευαν τα κεφάλια. Μετά της Παναγίας ο Γιώτης έψηνε και σουβλάκια. Όσοι δεν μας ήξεραν, μας ρώταγαν «τίνος είσαι εσύ;» κι εμείς δασκαλεμένοι δεν λέγαμε τα ονόματά μας αλλά «του ΒαγγελΠερεκλή» – ήτοι του Βαγγέλη, του γυιού του Περικλή. Πάλι μας χάιδευαν τα κεφάλια και μας έλεγαν περίεργες λέξεις όπως «παλιοζάγαρα», «χαϊβάνια» κι άλλα τέτοια.

Στο μαγαζί δεν κάθονταν γυναίκες. Αν καμιά ήθελε κάποιον, στεκόταν παράμερα κι έστελνε εμάς τα παιδιά να τον ειδοποιήσουμε: «Σύρε, ωρέ καμάρι, να μου φωνάξεις το θειό σου».

Αυτοκίνητα δεν υπήρχαν το χωριό. Τα λέγαν «κούρσες» και τα είχαν κάποιοι σαν εμάς που έρχονταν για διακοπές και τα φύλαγαν όλα μαζί στο προαύλιο του σχολείου. Ένα απόγευμαι ήρθε στο χωριό μια μεγάλη μερσεντές, που στάθηκε στο μαγαζί μπροστά και ξεφόρτωσε τρία ωραία κορίτσια με τα μπανιερά τους. Οδηγός της ήταν ένας χοντρός και γελαστός τύπος με μαύρα γυαλιά, φορτωμένος πολλά χρυσαφικά στο λαιμό και στα χέρια.

Δευτέρα 2 Μαΐου 2016

Η υποκρισία της Ανάστασης – του Θεόδωρου Ε. Παντούλα


«Όσο υπάρχουν άνθρωποι που αδικούνται και βασανίζονται ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Έτσι έγραφε η αφίσα μας, που με σπουδή κνίτη ξεκολλούσαν οι θρησκευόμενοι της γειτονιάς, οι οποίοι, προφανώς, πιστεύουν ότι η ανάσταση του Κυρίου έγινε για να ανταλλάσσουμε ψοφοδεείς ευχές και να βαρυστομαχιάζουμε κάθε άνοιξη.

Ας είμαστε έντιμοι ετούτες τις ημέρες. Μια αργία κοντά στις άλλες είναι και το παραθεωρημένο Πάσχα μας, αφού οι περισσότεροι είμαστε αμέτοχοι στο αναστάσιμο, στο χαροποιόν πένθος του. Επετειακά λιβανισμένοι κι ανυποψίαστα δυστυχισμένοι, ξοδεύουμε αστόχαστα τις ανάλατες ημέρες μας με έγνοιες του συρμού και του διασυρμού, παντελώς άσχετες με τον εθελούσιο θάνατο του Θεού.

Σε αντίθεση όμως μ’ εμάς που πανηγυρίζουμε με κροτίδες τους μικρούς καθημερινούς θανάτους μας, θυμάμαι την ολιγογράμματη γιαγιά μου, άνθρωπο απονήρευτο, που νήστευε όλη τη Σαρακοστή. Νηστεία αληθινή. Όχι faux. Ελιά και παξιμάδι. Έπιανε το στασίδι της στην εκκλησιά, στόλιζε τον επιτάφιο με λουλούδια από τον μικρό της κήπο κι έκλαιγε τον Εσταυρωμένο, τον «πρωτότοκο των νεκρών», με μια ειλικρινή, ολόκαρδη και διόλου γλυκανάλατη θλίψη. Μια θλίψη που την επλάτυνε τόσο όσο η ανυπόκριτος συντριβή της να χωράει όλη την απελπισία του κόσμου. Με όλες τις σκοτούρες που είχε η χαροκαμένη ζωή της, βλαστήμια δεν την άκουσα ποτέ να ξεστομίζει. «Έχει ο Θεός», έλεγε. Κι είχε –τουλάχιστον για όποιον, σαν εκείνη, καταδεχόταν τα πλούτη της εντίμου πενίας του.

Παρασκευή 29 Απριλίου 2016

Η υποκρισία της Ανάστασης – του Θεόδωρου Ε. Παντούλα


«Όσο υπάρχουν άνθρωποι που αδικούνται και βασανίζονται ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Έτσι έγραφε η αφίσα μας, που με σπουδή κνίτη ξεκολλούσαν οι θρησκευόμενοι της γειτονιάς, οι οποίοι, προφανώς, πιστεύουν ότι η ανάσταση του Κυρίου έγινε για να ανταλλάσσουμε ψοφοδεείς ευχές και να βαρυστομαχιάζουμε κάθε άνοιξη.

Ας είμαστε έντιμοι ετούτες τις ημέρες. Μια αργία κοντά στις άλλες είναι και το παραθεωρημένο Πάσχα μας, αφού οι περισσότεροι είμαστε αμέτοχοι στο αναστάσιμο, στο χαροποιόν πένθος του. Επετειακά λιβανισμένοι κι ανυποψίαστα δυστυχισμένοι, ξοδεύουμε αστόχαστα τις ανάλατες ημέρες μας με έγνοιες του συρμού και του διασυρμού, παντελώς άσχετες με τον εθελούσιο θάνατο του Θεού.

Σε αντίθεση όμως μ’ εμάς που πανηγυρίζουμε με κροτίδες τους μικρούς καθημερινούς θανάτους μας, θυμάμαι την ολιγογράμματη γιαγιά μου, άνθρωπο απονήρευτο, που νήστευε όλη τη Σαρακοστή. Νηστεία αληθινή. Όχι faux. Ελιά και παξιμάδι. Έπιανε το στασίδι της στην εκκλησιά, στόλιζε τον επιτάφιο με λουλούδια από τον μικρό της κήπο κι έκλαιγε τον Εσταυρωμένο, τον «πρωτότοκο των νεκρών», με μια ειλικρινή, ολόκαρδη και διόλου γλυκανάλατη θλίψη. Μια θλίψη που την επλάτυνε τόσο όσο η ανυπόκριτος συντριβή της να χωράει όλη την απελπισία του κόσμου. Με όλες τις σκοτούρες που είχε η χαροκαμένη ζωή της, βλαστήμια δεν την άκουσα ποτέ να ξεστομίζει. «Έχει ο Θεός», έλεγε. Κι είχε –τουλάχιστον για όποιον, σαν εκείνη, καταδεχόταν τα πλούτη της εντίμου πενίας του.