Το ποίημα «Γιατί μ’ αγάπησες» περιλαμβάνεται στην πρώτη ποιητική συλλογή της Μαρίας Πολυδούρη με τίτλο : «Οι τρίλλιες που σβήνουν» που κυκλοφόρησε το 1928, τη χρονιά που αυτοκτόνησε ο μεγάλος της έρωτας ο Κώστας Καρυωτάκης ενώ η ίδια βρισκόταν νοσηλευόμενη από φυματίωση στο Νοσοκομείο Σωτηρία. Ο νεαρός τότε ποιητής και συντοπίτης της Μαρίας Πολυδούρη από την Μεσσηνία, Μιχάλης Δ. Στασινόπουλος (μετέπειτα καθηγητής, ακαδημαικός και πρώτος πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας), έγραψε μια κριτική για την ποιητική της συλλογή που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ στο τεύχος 49 την 1η Ιανουαρίου 1929.
«Αν διάβαζε κανείς τα ποιήματα αυτά σκορπισμένα εδώ και κει, ασφαλώς σε θα τους έδινε καμμιά προσοχή και θα περνούσαν απαρατήρητα κάθε φορά που θα τα συναντούσε. Αλλά έτσι καθώς είναι τυπωμένα όλα μαζί, παίρνουν μια παράξενη επίδραση τόνα από τάλλο, αλληλοσυμπληρώνονται και συνδυάζονται τόσο, ώστε να δημιουργούν κάποιαν ατμόσφαιρα δική τους, η οποία δε μπορεί ν’ αφήσει αδιάφορο τον αναγνώστη. Κι εν τούτοις στην αρχή παίρνει κανείς και φυλλομετρά το βιβλίο ολότελα ασυγκίνητος κι αδιάφορος. Διαβάζει κάτι από δω κάτι από κει κι η προσοχή περνά ξεκούραστη πίσω από ένα πλήθος αθώων και αβλαβών κοινοτοπιών, που δεν ξαφνιάζουν ούτε με την ομορφιά τους, ούτε την με ασχημιά.
Όμηρος, Θουκυδίδης, Αριστοτέλης και ο μεγάλος πολιτικός φιλόσοφος-ποιητής Κωσταντίνος Καβάφης. Ο τελευταίος τα συνόψισε όλα ιδιοφυώς σε μερικές μόνο σελίδες ποιητικά γραμμένες. Την Πόλη, την Ιθάκη, την Αλεξάνδρεια και τις Θερμοπύλες. [παρατίθενται στο τέλος του παρόντος]«Πόλη» είναι η Πατρίδα, η Πολιτεία μας. Η Πολιτεία-Πατρίδα με την βαθύτερη έννοια του όρου μας προσφέρει συλλογική ελευθερία και την δυνατότητα απαλλαγμένου έξωθεν καταναγκασμών αθλήματος ενός δημοκρατικού κατ’ αλήθεια βίου σύμφωνα με την ανθρωπολογική ετερότητα κάθε συλλογικής οντότητας.
Η Πατρίδα προς την οποία απαιτείται να είμαστε προσανατολισμένοι στο ταξίδι των εθνών και των ανθρώπων είναι η Ιθάκη.
Έτσι προσανατολισμένοι απαιτείται «νάχουμε στον νου μας την Ιθάκη». «Το Φθάσιμο εκεί είν’ ο προορισμός» μας. Το πως θα είμαστε προσανατολισμένοι και τι στάσεις και αποφάσεις θα υιοθετούμε κατά την διάρκεια του ταξιδιού ενέχει μεγάλη σημασία. Όντας μέσα στην Πόλη–Αλεξάνδρειά μας, όμως, ποτέ δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι ο κόσμος έξω από αυτήν είναι θανατηφόρα ανταγωνιστικός. Να μην μας παίρνει ο ύπνος. Διαφορετικά κάποια στιγμή θα την αποχαιρετίσουμε.
Κατήντησα σχεδόν ανέστιος και πένης. Aυτή η μοιραία πόλις, η Aντιόχεια όλα τα χρήματά μου τάφαγε: αυτή η μοιραία με τον δαπανηρό της βίο.
Aλλά είμαι νέος και με υγείαν αρίστην. Κάτοχος της ελληνικής θαυμάσιος (ξέρω και παραξέρω Aριστοτέλη, Πλάτωνα· τι ρήτορας, τι ποιητάς, τι ό,τι κι αν πεις). Aπό στρατιωτικά έχω μιαν ιδέα, κ’ έχω φιλίες με αρχηγούς των μισθοφόρων. Είμαι μπασμένος κάμποσο και στα διοικητικά. Στην Aλεξάνδρεια έμεινα έξι μήνες, πέρσι· κάπως γνωρίζω (κ’ είναι τούτο χρήσιμον) τα εκεί: του Κακεργέτη βλέψεις, και παληανθρωπιές, και τα λοιπά.
Όθεν φρονώ πως είμαι στα γεμάτα ενδεδειγμένος για να υπηρετήσω αυτήν την χώρα, την προσφιλή πατρίδα μου Συρία.
Την εκκλησία αγαπώ τα εξαπτέρυγά της, - τ' ασήμια των σκευών, τα κηροπήγιά της, τα φώτα, τες εικόνες της, τον άμβωνά της.
Εκεί σαν μπω, μες σ' εκκλησία των Γραικών· με των θυμιαμάτων της τες ευωδίες, με τες λειτουργικές φωνές και συμφωνίες, τες μεγαλοπρεπείς των ιερέων παρουσίες και κάθε των κινήσεως τον σοβαρό ρυθμό λαμπρότατοι μες στον αμφίων τον στολισμό ο νους μου πιαίνει σε τιμές μεγάλες της φυλής μας, στον ένδοξό μας Βυζαντινισμό.
Οι εκλογικές οβιδιακες μεταμορφώσεις και μετακινησεις και ο Αλεξανδρινός ποιητής
( εμπνευσμένο από το περίφημο ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη " Ας φρόντιζαν", 1930)
Η αστική δημοκρατία και η διαδικασία των εκλογών είχαν πρόβλημα με την πολιτική συνέπεια ακόμη και στις καλύτερες των εποχών της δημοκρατιας, ιδίως μάλιστα τον τελευταίο μήνα κάθε βουλευτικής περιόδου. Όμως πια έχει παραγινει το πανηγύρι με τις μετατοπίσεις και οβιδιακες μεταμορφώσεις πολιτικών στελεχών και θα έλεγα ότι οι αριστεροί καθώς και οι κεντροαριστεροί κάθε απόχρωσης πρωτοσερνουν τον χορό.
- Από τον ΣΥΡΙΖΑ στη ΛΑΕ κι από τη ΛΑΕ ( η ορθότερα,όλη η τωρινή ΛΑΕ) στη συμμαχία με τον Βαρουφάκη.
- Από το ΠΑΣΟΚ στον ΣΥΡΙΖΑ.Πλεον, ο μισος κοινοβουλευτικός ΣΥΡΙΖΑ και παραπάνω.
Όλο και κάπου θα υπάρχει και το αντίστροφο.
- Από τη ΔΗΜΑΡ στον ΣΥΡΙΖΑ.
- Από τη ΔΗΜΑΡ στο ΚΚΕ ( θυμάμαι την περίπτωση της κυρίας από τη Θεσσαλονίκη).
-Αιφνης, διαφοροι,όλο και πιο πολλοί, καταλήγουν ως άτομα στο ΚΚΕ ,αφού πέρασαν από διάφορα άλλα αριστερά κομματα,ακόμη και αριστερά μνημονιακα. Ορισμένοι από αυτούς και αξιόλογοι η αξιόλογες σε προσφορα. Πλην όμως, αυτή η λειτουργία του ΚΚΕ ως το τελευταίο άλλοθι και εξαγνισμός πολλών αριστερών έχει επίσης έναν συμβολισμό και μια προβληματική ψυχοκοινωνική λειτουργία. Μου θυμίζει λίγο τον ρόλο των Φραγκισκανών η των Ιησουιτών.Εκανες στο τέλος και μια δωρεά και σε παίρναν στο Τάγμα.Κι αντιμετωπιζες το μέλλον με γαλήνη ( δεν εννοώ ότι οι τωρινοί κάνουν υλικές δωρεές,μην το παρεξηγήσει κανείς ).
- Υπαρχει ακόμη η παλιά μετατόπιση από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ στη ΛΑΕ ( καλοκαίρι 2015) από την οποίαν επίσης ένα κομμάτι έφτασε στη συμμαχία - μέσω λαε- με το ΜΕΡΑ25.Παραξενο κι αυτό και όμως αληθινό.
Σε μια άλλη Ελλάδα, κάπου στο 1936, ο Γκάτσος συνάντησε τον Ελύτη και για 50 χρόνια, έμειναν αχώριστοι.
Βρισκόντουσαν στο ιστορικό φιλολογικό "καφενείο" του Λουμίδη. Ο Γκάτσος και ο Ελύτης καθιέρωσαν τα φιλολογικά στέκια του Ηραίου και του Λουμίδη. Σε αυτά συγκεντρώνονταν πνευματικοί άνθρωποι – στο πρώτο κυρίως πριν από τον πόλεμο και στο δεύτερο αμέσως μετά. Με την πάροδο του χρόνου σε αυτά τα στέκια ο Γκάτσος ξεχώρισε ως εξέχουσα προσωπικότητα μιας μεγάλης ομάδας διανοούμενων, ποιητών, ζωγράφων, λογοτεχνών από την οποία πέρασαν ο Κουν, ο Εγγονόπουλος, ο Εμπειρίκος, ο Τσαρούχης, ο Ν. Βαλαωρίτης, ο Χατζιδάκις, ο Ταχτσής, ο Μόραλης, ο Αργυράκης και πάρα πολλοί άλλοι.
Επιστολή του Ν. Γκάτσου προς Ο. Ελύτη
29 Απριλίου
Αγαπητέ μου Οδυσσέα,
Είναι μια εβδομάδα περίπου από τότε που έλαβα το γράμμα σου, αλλά δε σου απάντησα αμέσως περιμένοντας να βρω την κατάλληλη ευκαιρία για να σου γράψω πιο πλατιά και πιο ελεύθερα τις σκέψεις μου και τα συμπεράσματά μου από πολλά πράγματα που μας απασχολούν και τους δυο.
Ας μιλήσουμε, λοιπόν, πρόχειρα, σα να βρισκόμασταν μαζί σε κάποια φιλική γωνιά όπως άλλοτε, κι ας αφήσουμε τα οριστικά συμπεράσματα από ορισμένες ανησυχίες μας, αφού άλλωστε μπορεί να είναι πολύ θλιβερά, για άλλη φορά.
Και πρώτα - πρώτα ευχαριστήθηκα πολύ που έλαβα γράμμα σου ύστερα από τόσον καιρό. Τα παράπονά μου νομίζω πως ήταν δικαιολογημένα: Σου είχα γράψει για τις φροντίδες μου και για τις προσπάθειες που έκαμα να πείσω όχι τόσο τον Αλέξη Σολομό όσο τους άλλους υπευθύνους του θεάτρου ότι συντομεύοντας αναγκαστικά τον Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας, έπρεπε να κρατήσουμε τα μέρη που εγώ θεωρούσα περισσότερο «θεατρικά» -δηλαδή πιο εύκολα να τα ερμηνεύσουν κατά τον τρόπο τους. Περίμενα μια τυπική τουλάχιστο έγκρισή σου για να τους μιλώ με περισσότερο κύρος, αλλά εσύ αγρόν ηγόραζες εις τα Ηλύσια Πεδία. Πάντως το ποίημα είχε μεγάλη επιτυχία όπως διάβασες και οι επιφυλάξεις των κριτικών σχετικά με την ερμηνεία ήταν ως ένα σημείο δικαιολογημένες, γιατί έχω πεισθεί πως οι Έλληνες ηθοποιοί βρίσκονται σε πολύ χαμηλό πνευματικό επίπεδο. Και φυσικά άλλο είναι να ερμηνεύσεις ένα συνηθισμένο νατουραλιστικό δράμα, κι άλλο να ερμηνεύεις ένα ποιητικό κείμενο.
ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΡΑΓΜΑ που παίρνει μαζί του πεθαίνοντας ο άνθρωπος είναι το μικρό εκείνο μέρος της περιουσίας του που ίσα ίσα δεν ενδιαφέρει κανέναν άλλο.
Κάτι λίγες αισθήσεις ή στιγμές· δυό τρεις νότες κυμάτων, την ώρα που το μαλλί το παίρνει ο αέρας με τα γλυκά ψιθυρίσματα μες στο σκοτάδι, ολίγες μέντες από δυό κοντά κοντά βαλμένες ανάσες, ένα τραγούδι βαρύθυμο, σαν βράχος μαύρος, και το δάκρυ, το δάκρυ της μιας φοράς, το για πάντοτε.
Όλα όσα, μ’ άλλα λόγια, κάνουν την αληθινή του φωτογραφία, την καταδικασμένη να χαθεί και να μην επαναληφθεί ποτέ.
Ο Βρετανο-Ινδός πρωθυπουργός της Γηραιάς - Πονηράς Αλβιόνος Σούνακ ( του οποίου η μακρινή πατρίδα είχε λεηλατηθεί άγρια από τους ιμπερια -ληστές ), απέρριψε κατηγορηματικά την επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα στην ιστορική τους πατρίδα!!!
Λ Α Θ Α Κ Ι ΒΕΒΑΙΩΣ το ότι ο Αυξεντίου θυσιάστηκε Σάββατο 2 Μαρτίου 1957.
Όλοι, ανέκαθεν, γνωρίζουν ότι η θυσία του Σταυραετού του Μαχαιρά ήτανε Κυριακή κι ήτανε Τρεις του Μάρτη του 1957, μετά την πολύωρη μάχη ως τις δυό μετά το μεσημέρι.
Ήταν δυό τρία μικρά λαθάκια που έγραψε ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος στο κορυφαίο του έργο «Αποχαιρετισμός - Οι τελευταίες ώρες του Γρηγόρη Αυξεντίου μες στη φλεγόμενη σπηλιά»:
Ο ΡΙΤΣΟΣ σημειώνει ο ίδιος στο βιβλίο του, των εκδόσεων «Κέδρος», ότι έγραψε το ποίημά του 5 - 25 Μαρτίου 1957.
Στις πρώτες σελίδες είναι τυπωμένη και η φωτοτυπία δημοσιεύματος τής Τρίτης 5.3.1957 με τα καθέκαστα της θυσίας στον Μαχαιρά.
Από εκείνο λοιπόν το δημοσίευμα προέκυψαν τα λαθάκια του ποιητή:
Δημοσίευμα της Τρίτης 5.3.1957 στις αθηναϊκές εφημερίδες, σταλμένο από τη Λευκωσία, 4 με «Ιδ.Υπ.» (Ιδιαίτερη Υπηρεσία), δηλαδή τη Δευτέρα της Καθαρής 4.3.1957 ημέρα που δεν κυκλοφορούσαν εφημερίδες.
Ε Κ Ε Ι ΣΤΟ δημοσίευμα εντοπίζονται τα λαθάκια: Γράφει ως ημέρα της θυσίας το Σάββατο 2 Μαρτίου. Και ότι η μάχη «τέλειωσε στις 2 η ώρα την νύκτα». Γράφει κι ότι ήταν «οδηγός ταξί το επάγγελμα» ο Αυξεντίου, ενώ λεωφορείο οδηγούσε, μεταφέροντας εργάτες από το χωριό του τη Λύση προς την Δεκέλεια. Τα λάθη αυτά υπήρχαν, όντως, στις εφημερίδες της Αθήνας 5.3.1957...
Πέρα απ’ τη σύντομη περιγραφή της μάχης στον Μαχαιρά, ο αθηναϊκός Τύπος εκείνων των πρώτων ημερών, ουδέν ήξερε κι ούτ’ έγραψε για την προσωπικότητα και τη δράση του Αυξεντίου.
Ουδέν περισσότερο ήξερε κι ο Ρίτσος.
Κ Ι ΟΜΩΣ!
Έγραψε, σαν να τον ήξερε απ’ τα γεννοφάσκια του κι απ’ την κάθε μέρα τής 29χρονης ζωής του, είκοσι τυπωμένες σελίδες συγκλονιστικό ποίημα: Αριστούργημα ψυχογραφίας. Ένοπλης σοφίας. Ταπεινού ανθρώπινου αγωνιστικού μεγαλείου στο βωμό της λευτεριάς.
Όταν ο σημαντικότερος πρεσβευτής των ελληνικών γραμμάτων στην Ιταλία, που πέθανε σήμερα σε ηλικία 97 ετών, είχε μιλήσει στη LiFO με αφορμή μια έκθεση φωτογραφίας που είχε διοργανώσει ο δήμος Ύδρας προς τιμήν του.
Ο σημαντικότερος πρεσβευτής των ελληνικών γραμμάτων στην Ιταλία, πανεπιστημιακός και ερευνητής ήταν το τιμώμενο πρόσωπο σε εκδήλωση του δήμου Ύδρας, ο οποίος τον αναγόρευσε επίτιμο δημότη του. Δυστυχώς, δεν ήταν δυνατόν να παρευρεθεί λόγω των κινδύνων που ενέχει ένα ταξίδι την εποχή του κορωνοϊού.
Κι όμως, η Ύδρα για τον 94χρονο Μάριο Βίττι είναι το δεύτερο σπίτι του. Εκεί όπου γνώρισε τη σύζυγό του Αλεξάνδρα, εκεί όπου έχει περάσει τα περισσότερα καλοκαίρια του. Εκεί όπου αυτήν τη στιγμή φιλοξενείται η έκθεση φωτογραφιών του «Η Ύδρα για τον Mario Vitti: Γραφείο με θέα, φωτογραφίες 1948-1981».
Με την ευκαιρία άλλης μίας Πρωτοχρονιάς ας θυμηθούμε ένα ποίημα, από τα σχετικά άγνωστα, του μεγάλου μας σατιρικού και Τσιριγώτη Γεωργίου Σουρή, μαζί με ένα μικρό εορταστικό που δείχνει τη στιχουργική του δεινότητα.
Ακριβώς πριν 100 χρόνια. Ήταν ένα γλυκό σούρουπο στη Αθήνα του 1922.
Η Μαρία Πολυδούρη μπήκε σε ένα ζαχαροπλαστείο στην οδό Πανεπιστημίου. Εκεί είχε δώσει ραντεβού με τον Κώστα Καρυωτάκη. Εκείνη έφτασε νωρίτερα και έψαχνε κάπου να καθίσει για να τον περιμένει. Το ζαχαροπλαστείο λέγονταν “Παλλάδιο” και ήταν γεμάτο κόσμο. Δύσκολα εύρισκες τραπεζάκι άδειο. Γκαρσόνια πήγαιναν κι έρχονταν. Έντονες συζητήσεις, γέλια, φασαρία.
Η Μαρία κάθισε σε μια γωνιά στο βάθος του μαγαζιού. Άγνωστη μεταξύ αγνώστων. Κανείς δεν την ήξερε, άλλωστε πάντα ήταν χαμηλών τόνων. Κλεισμένη στον εαυτό της απέφευγε τις πολλές συναθροίσεις. Παρήγγειλε ένα αναψυκτικό. Έβγαλε ένα σημειωματάριο από την τσάντα της κι ένα μολύβι. Φαίνονταν σκεπτική. Τα μάτια της ήταν συνέχεια προς την πόρτα. Περίμενε να έρθει εκείνος και η καρδία της κτυπούσε. Μια κοιτούσε προς την πόρτα και μια έσκυβε τα μάτια της στο σημειωματάριο, σαν να την απασχολούσε κάποιος στίχος. Σ’ εκείνον τον ελάχιστο χρόνο που προσπαθούσε κάτι να γράψει, μπήκε εκείνος.
Δεν την έψαξε καθόλου. Σαν να ήξερε το σημείο που κάθονταν. Ούτε που κοίταξε αριστερά ή δεξιά, προχώρησε κατευθείαν προς εκείνη. Όταν σήκωσε τα μάτια της η Μαρία τον είδε να την πλησιάζει.
Ακούστε μια μελωδία του Παλαμά διαχρονική και κατ εξακολούθηση επίκαιρη. ( Προσοχή: μη σταθούμε «επιπόλαια» στις νότες! Στο βαθύ νόημα να σταθούμε Το μαχαίρι είναι δίκοπο (αμφίστομο). Ας το ακούσουμε ....... συν-αμφότεροι ….νηφάλιοι!!!!)
1. Το πανηγύρι της Κακάβας (από το Δωδεκάλογο του γύφτου)
Απόσπασμα από την συγκλονιστική συνέντευξη του Οδυσσέα Ελύτη στην εφημερίδα Πανσπουδαστική, φύλλο 41/1962, για το πως γλύτωσε το θάνατο στο μέτωπο του 40 .
Στο μέτωπο αρρώστησα από βαρύτατο τύφο. Τα νερά που πίναμε όπου βρίσκαμε, ανάμεσα στα πτώματα των μουλαριών, ήταν μολυσμένα.
Χωρίς να γνωρίζω τι έχω, χρειάστηκε να κάνω τρία μερόνυχτα με τα πόδια και με το ζώο για να βρεθώ σε βατό δρόμο και να διακομισθώ στο νοσοκομείο των Ιωαννίνων.
Έμεινα εκεί σαράντα μέρες με σαράντα πυρετό, ακίνητος, με πάγο στην κοιλιά.
Με είχαν αποφασίσει, αλλά εγώ δεν είχα αποφασίσει τον εαυτό μου (σ.σ. ο Ελύτης ήταν τότε 30 ετών).
Θυμάμαι ότι αρνήθηκα να με μεταφέρουν στον μικρό θάλαμο των μελλοθανάτων, όπως κάποιο άλλο βράδυ αρνήθηκα πεισματικά να κοινωνήσω και να εξομολογηθώ στον παπά που μου φέρανε, όταν η κρίση της αρρώστιας έφτασε στο κατακόρυφο.
Μόλις αρχίζανε οι βομβαρδισμοί, ανοίγανε το διπλανό μου παράθυρο -μη σπάσουν τα τζάμια και τιναχτούν επάνω μου- και φεύγανε όλοι στα καταφύγια.
Ετσι πέρασα όλες τις τρομερές μέρες της γερμανικής επιθέσεως (σ.σ. Απρίλιος του 1941).
Κατάμονος, σ’ έναν έρημο θάλαμο και γεμάτος πληγές από την απόλυτη ακινησία. Και την ημέρα που κρίθηκε ότι είχα γλιτώσει και άρχισε να υποχωρεί ο πυρετός, ήρθε η διαταγή να εκκενωθεί το νοσοκομείο.
Με βάλανε όπως όπως σ’ ένα φορείο, που το χώσανε σ’ ένα φορτηγό αυτοκίνητο.
Η φάλαγγα, από τα Γιάννενα ως το Αγρίνιο, πολυβολήθηκε οκτώ φορές από τα «στούκας». Οι φαντάροι τρέχανε στα χωράφια, όμως εγώ ήταν αδύνατο να σταθώ όρθιος έστω και για μια στιγμή.
Τελικά, στο Αγρίνιο, με παρατήσανε σ’ ένα πεζούλι και φύγανε. Μια καλή κοπέλα, εθελοντής νοσοκόμος, με άλλη αποστολή, με βοήθησε και μ’ έσυρε ως το υπόγειο μιας καπναποθήκης όπου σωριάστηκα κι έμεινα τρεις μέρες.
Αλλά τα υπόλοιπα δεν έχουν σημασία για τους άλλους. Σημασία έχει ότι αν «έζησα το θαύμα», σώθηκα από ένα θαύμα.
Οι γιατροί στην Αθήνα τρίβανε τα μάτια τους. Σύμφωνα με την επιστήμη, θα έπρεπε με την παραμικρή μετακίνηση να πάθω εντερορραγία και να τελειώσω.
Το εξιτήριο που πήρε ο Ελύτης από το 2ο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών (24/4/1941) αναφέρει: Τυφοειδής πυρετός εν αποδρομή. Χρήζει κατ’ οίκον νοσηλείας επί δεκαήμερον.
«Πανσπουδαστική»: Λάβατε ποτέ καμιά τιμητική διάκριση;
Ελύτης: Τι λέτε; Ετσι εύκολα θα χαλούσε η τάξη των ελληνικών πραγμάτων; Παρασημοφορήθηκε ο αδελφός μου, που υπηρετούσε στην κεντρική Επιμελητεία Αθηνών.
Βλέπετε αυτή τη γλάστρα; Μου την έστειλε προχθές μόλις η ίδια εκείνη νοσοκόμα που σας έλεγα πριν ότι με έσωσε στην υποχώρηση. Περάσανε σχεδόν είκοσι δύο χρόνια και με θυμάται πάντα. Με τέτοια σώζεται η Τιμή ενός λαού κι όχι με τις αποφάσεις των επιτελείων.
«Πανσπουδαστική»: Προσωπικά εσείς, σαν έφεδρος ανθυπολοχαγός, τι κάνατε στον αγώνα;
Ελύτης: Τι να έκανα εγώ, ένα χαλασμένο παιδί της Αθήνας; Με κόπο ανυπολόγιστο, κατάφερα να είμαι απλώς συνεπής προς την αποστολή μου. Αλλά είδα στα πρόσωπα των στρατιωτών μου τη λάμψη, που είναι ικανός ο Ελληνισμός ν’ αναδώσει, όταν πιστεύει στο δίκιο του.
Και γνώρισα από κοντά την αψηφησιά του θανάτου, την ακατάβλητη θέληση της ζωής, που έγινε τελικά και δική μου.
[Εδώ ο ποιητής εξαίρει την παλικαριά των ανδρών της διμοιρίας του και όχι τον εαυτό του.]
Κατάφερε να συνάψει όλα τα διεστώτα μέλη του Ελληνισμού: Όμηρο, Λυρικούς, Τραγικούς, Ευαγγέλια με Βυζάντιο, Εκκλησιαστική Παράδοση, καθώς και Δημοτικό τραγούδι με Κρητική Λογοτεχνία!
Η νεοκλασικιστική του παιδεία και η ρομαντική του ψυχοσύνθεση συμπλέκουν στην ποίησή του το δραματικό με το ειδυλλιακό, το παγανιστικό με το χριστιανικό, τα αρχαιοελληνικά πρότυπα με την σύγχρονη επαναστατική επικαιρότητα, τον πουριτανισμό και τον λανθάνοντα ερωτισμό.
Η αυστηρότητα στη φόρμα των στίχων του συμπλέει με τη μελαγχολία, την κλασικιστική φόρμα και το ρομαντικό περιεχόμενο. Με την σύζευξη ορατή ακόμα και στη γλώσσα (αρχαΐζουσα με βάση την δημοτική) αλλά και στη μετρική του (αρχαϊκή στροφή και μέτρο που συχνά δημιουργεί, σε δεύτερο επίπεδο, δεκαπεντασύλλαβους).
Πολιτικότατος και στρατευμένος για την Ελλάδα, την Γλώσσα και την Διαχρονία της. Γι' αυτό και κατεξοχήν ΕΘΝΙΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ!