Εξ αφορμής του συνεχιζόμενου φιάσκου της Άρτ Αθήνα
Του Μάνου Στεφανίδη
Δεν μου αρέσει να γίνομαι μάντης κακών αλλά νομίζω πως διανύουμε το έτος μηδέν των εικαστικών μας πραγμάτων. Ποτέ άλλοτε, πλην της χούντας, δεν θυμάμαι τέτοια παρακμή σε θεσμικό επίπεδο, κρατικό ή ιδιωτικό. Αφορμή για την σημερινή ιερεμιάδα αποτελεί η καθίζηση, μετά από τόσα χρόνια εντυπωσιακής παρουσίας, της Αρτ Αθήνα η οποία φέτος διανύει την χείριστη οργανωτικά και επικοινωνιακά φάση της, με το μέλλον της να διαγράφεται είτε δυσοίωνο είτε ανύπαρκτο. Η ακατανόητη όσο και άδικη απομάκρυνση του Αλέξη Κανιάρη από την οργανωτική διεύθυνση της Άρτ Αθήνα ήταν η απαρχή των μυρίων κακών που επακολούθησαν. Ο Κανιάρης συκοφαντήθηκε σκαιά, οδηγήθηκε στα δικαστήρια, κι ενώ η δικαιοσύνη τον αποκατέστησε πανηγυρικά ούτε οι επικεφαλής του ΠΣΑΤ ζήτησαν συγγνώμη, ούτε οι ελληνικές γκαλερί άλλαξαν πολιτική και νοοτροπία. Τούτων δοθέντων τα χειρότερα έπονται.
Επειδή, ποτέ άλλοτε η ανυπαρξία των θεσμών αλλά και η έντονη κρίση όλων των παραμέτρων που συγκροτούν όσα ονομάζουμε εικαστική κοινότητα - δηλαδή η αγορά και οι σχολές τέχνης, οι συλλέκτες, τα μουσεία, η επίσημη, πολιτιστική πολιτική κλπ. - δεν έχουν να επιδείξουν τόσο αρνητικές επιδόσεις. Μόλις το 1987(!) έγινε η τελευταία Πανελλήνια, Εικαστική Έκθεση, η λεγόμενη Πανελλήνια της Μελίνας, δηλαδή πριν από 32 ολόκληρα χρόνια, και έκτοτε άκρα του τάφου σιωπή από πλευράς κρατικής οργάνωσης μιας αντιπροσωπευτικής πανελλήνιας, εικαστικής έκθεσης... Την θέση της πήραν οι ιδιωτικές γκαλερί μέσω του επιτυχημένου θεσμού Αρτ Αθήνα για να φθάσουμε σταδιακά στη σημερινή διάλυση.
Η πρώτη Πανελλήνια, υπενθυμίζω, οργανώθηκε το 1938 στο Ζάππειο και έκτοτε παρουσιαζόταν κανονικά κάθε δύο χρόνια με το κράτος να είναι παρόν και το υπουργείο Παιδείας να προβαίνει σε στοχευμένες, αναλογικά, αγορές. Αργότερα το αντικατέστησε το Υπουργείο Πολιτισμού ενώ η Εθνική Πινακοθήκη, ήδη από την δεκαετία του '70, διέθετε κάθε χρόνο ένα σημαντικό ποσόν από τον προϋπολογισμό της για να αγοράζει έργα πρωτοεμφανιζόμενων ή και καταξιωμένων καλλιτεχνών ώστε να εμπλουτίζει τις συλλογές της. Πρωταθλητής των αγοραστικών επιδόσεων εκείνη την εποχή, ήταν ο αείμνηστος διευθυντής της Δημήτρης Παπαστάμου. Ο οποίος αγόραζε μάλιστα από τις γκαλερί και σπάνια από συλλογές ή από εργαστήρια ακριβώς για να τονώνει αλλά και τρόπον τινά να ρυθμίζει την αγορά τέχνης. Το καθεστώς αυτό λειτουργούσε απολύτως θετικά, παρά τα - αναπόφευκτα - μικροσκάνδαλα τα οποία γνωρίζουν οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ του Κολωνακίου - προς τους συλλέκτες οι οποίοι διέθεταν έτσι ένα grosso modo επίσημο μέτρο σύγκρισης. Παράλληλα αγόραζαν και οι Τράπεζες με επικεφαλής την Εθνική, την Τράπεζα της Ελλάδος αλλά και την Αγροτική, την Πίστεως κλπ.