της Ευγενίας Σαρηγιαννίδη –
Σε μια οικονομικά, πολιτικά και πολιτισμικά καθημαγμένη κοινωνία σαν την ελληνική, οι ποικίλες εκδηλώσεις της παραίτησης, της απόσυρσης στον «εαυτό» και της παρασιτοποίησης των δικαίως δυσφορούντων νέων ανθρώπων ήταν αναμενόμενες.
Έχουν περάσει αιώνες, όμως, από την εποχή που γραφόταν το «Κοριτσάκι με τα Σπίρτα» και οι «Περιπέτειες του Όλιβερ Τουίστ». Ο δυτικός και -τεχνολογικά τουλάχιστον- προηγμένος κόσμος, μοιάζει να έχει αφήσει οριστικά πίσω του την εποχή που η παιδική ηλικία θεωρείτο απλώς μια περίοδος προετοιμασίας για την ενηλικίωση. Τότε που τα παιδιά νοούνταν ως «μικροί και ανώριμοι ενήλικες», που «βιάζονταν να μεγαλώσουν» για να αποκτήσουν τα δικαιώματα του ενήλικου κοινωνικού περιβάλλοντος στην ελευθερία, στον αυτοπροσδιορισμό, στην αυτενέργεια και στην αυτονομία.
Η δύσκολη, κάποτε μάλιστα και σκληρή, περίοδος της παιδικής ηλικίας είχε ακόμα τότε πολλές υποχρεώσεις και σχεδόν καθόλου δικαιώματα. Οριζόταν ως ένα στάδιο προετοιμασίας και δοκιμασιών για όλα ανεξαιρέτως τα κοινωνικά στρώματα, αλλά, βεβαίως, με διαφορετικούς όρους για το καθένα. Το παιδί ζούσε κάτω από την εξουσία και την κηδεμονία του ενηλίκου, χωρίς δικαίωμα αντίδρασης. Ή τουλάχιστον, γνωρίζοντας πως η αντίδραση συνοδευόταν από ποινές και τιμωρίες. Το παιδί, δηλαδή, δεν είχε πραγματικό δικαίωμα να έχει γνώμη και, κυρίως, δεν είχε δικαίωμα να «κάνει ότι του αρέσει».
Η κουλτούρα της νεολαγνείας
Προοδευτικά, από τα μέσα ιδίως του 20ου αιώνα και ύστερα, άλλαξε η ιδεολογική και πολιτισμική παράσταση της παιδικής ηλικίας. Η παιδική ηλικία αυτονομήθηκε και θεωρήθηκε μια διακριτή ηλικιακή φάση, μέχρι ενός σημείου απολύτως δικαιολογημένα και ορθά. Έφτασε, όμως, σήμερα στο άλλο άκρο: εκείνο της εξιδανίκευσης της παιδικής ηλικίας.
Η εξιδανίκευση αυτή διήλθε προηγουμένως από την εξιδανίκευση της νεότητας, στο πλαίσιο της συστηματικής καλλιέργειας μιας κουλτούρας «νεολαγνείας», η οποία αναφύεται μέσα από την ροκ κουλτούρα, τις εξεγέρσεις τύπου Μάη του ’68, την ανάδειξη του ριζοσπαστισμού των φοιτητικών κινημάτων, και λοιπά. Περάσαμε έτσι σταδιακά από το «για πάντα νέος» σε μια «ηλικιακή παλινδρόμηση» που εισήγαγε το «μένουμε πάντα παιδιά».