του Ηρακλή Κανακάκη*
Η Ελλάδα έχει ένα πολίτευμα με ισχυρή ολιγαρχική θεμελίωση. Τα κόμματα, με εξαίρεση το Κ.Κ.Ε., είναι αρχηγικά δηλαδή ισχύει η αρχή του ενός. Στο Κοινοβούλιο λειτουργούν ως λόχοι. Το εκλογικό σύστημα είναι καλπονοθευτικό. Οι πολιτικοί θεωρούν κεκτημένο τους να εξυβρίζουν, να συκοφαντούν, να αυτο-εξαιρούνται από το κράτος δικαίου. Άλλα να λένε προεκλογικά ή ως αντιπολίτευση και άλλα να πράττουν ως Κυβέρνηση, χωρίς καμία λογοδοσία ή έλεγχο. Και στα δύσκολα να κάνουν την ιδεολογία τους σημαία «ευκαιρίας».
Ο τόπος, επομένως, έχει ανάγκη από μία αναγέννηση της Δημοκρατίας, που θα καθιστά τον πολίτη ενεργό, συνειδητοποιημένο και εταίρο στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, ιδιαίτερα στα κρίσιμα ζητήματα και ο τρόπος είναι και το δημοψήφισμα.
Η Φιλελεύθερη Δημοκρατία απειλείται από το λαϊκισμό, ο οποίος συναντάται στα καθεστωτικά και στα αντικαθεστωτικά κόμματα, στη Μαρίν Λεπέν και στο Μακρόν, στο Βελόπουλο και στον Τσίπρα και το Μητσοτάκη. Περισσότερο, όμως, κινδυνεύει από την παραπληροφόρηση και υπερπληροφόρηση, από τη διασπορά ψευδών ειδήσεων και την εξαπάτηση, που έγιναν ευκολότερα και αποτελεσματικότερα στην ψηφιακή επικοινωνία. Από την ανάδειξη του ασήμαντου. Και βεβαίως από τον ηλεκτρονικό ολοκληρωτισμό.
Τα προηγούμενα χρόνια τα ολοκληρωτικά καθεστώτα προσπαθούσαν, με κάθε τρόπο, να συλλέξουν πληροφορίες για τους πολίτες. Σήμερα, τα ψηφιακά δεδομένα εκχωρούνται αβίαστα ή συγκεντρώνονται άκοπα, εν αγνοία των χρηστών. Οι κάτοχοί τους διαμορφώνουν το ψηφιακό προφίλ, που επιτρέπει την πρόβλεψη συμπεριφοράς και την χειραγώγηση.