Το σημαντικότερο σημείο για τον ορισμό του εθισμού αφορά τους ανθρώπους που αναγνωρίζουν ότι οι ζωές τους είναι ολοκληρωτικά «μη διαχειρίσιμες» εξαιτίας της ασθένειας. Η κατανόηση και η παραδοχή αυτή, για εμένα τουλάχιστον, δείχνει να έχει μια στενή σχέση με το πώς αξιολογούν οι Πατέρες της Εκκλησίας την αμαρτία της λαιμαργίας, την «τρέλα του ουρανίσκου».
Ο όρος αυτός αναφέρεται στον βαθύτατο πόνο που προκαλούμε εμείς στους εαυτούς μας και που απορρέει από μια αντίδραση στην εσωτερική, ακόρεστη «μανία» ή «τρέλα» και τις αντίστοιχές της εξωτερικές συμπεριφορές. Η λαιμαργία αναφέρεται κυρίως στο φαγητό αλλά μπορεί να αναφερθεί και στην «όρεξη» για πολλά πράγματα. Από μια ακριβέστερη, Ορθόδοξη πνευματική θεώρηση, η λαιμαργία επικεντρώνεται πιο πολύ σε όσα «εξέρχονται από το στόμα» και λιγότερο σε όσα «εισέρχονται» στον άνθρωπο. Από το επίπεδο της «βαθειάς καρδιάς» ή του νου, ο όρος αυτός αναφέρεται σε μια εκτός ελέγχου επιθυμία του ανθρώπου να «λαμβάνει μέσα του» σε βιωματικό επίπεδο, χωρίς ποτέ όμως να βιώνει τον κορεσμό.
Η δική μας πλευρά, που αποτελείται από μια προσπάθεια για ίαση ή άσκηση, μας ωθεί να αντιμετωπίσουμε βήμα προς βήμα τη δική μας, ανεξερεύνητη, «απαίσια», εσωτερική άβυσσο καθώς ταυτόχρονα και απροϋπόθετα εμπιστευόμαστε ολόκληρο το είναι μας «εις χείρας Θεού ζώντος» (Εβρ. 10: 31). Τούτη είναι μια πείνα που μόνο ο Θεός μπορεί να κορέσει.