Στα τέσσερα προηγούμενα άρθρα παρουσίασα κριτικά το 1ο, 2ο, 3οκαι 4ο επεισόδιο της σειράς “Καταστροφές και Θρίαμβοι”, που προβλήθηκε στον τηλεοπτικό σταθμό Σκάι και επιμελήθηκε ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης Στάθης Καλύβας. Τα πρώτα 4 επεισόδια καλύπτουν την περίοδο 1821-1950. To 5o επεισόδιο θα σχολιαστεί σε δύο μέρη.
Η παρουσίαση της περιόδου διακρίνεται σε τρία επιμέρους πεδία. Το οικονομικό, το κοινωνικό και το πολιτικό πεδίο. Θα ακολουθήσω τη θεματική σειρά που ακολουθεί το επεισόδιο και όχι τη χρονική για να είναι πιο σαφή τα σημεία κριτικής και διαφωνίας. Αφετηριακά, έχει ενδιαφέρον η επιλογή του τίτλου του επεισοδίου για την περίοδο 1950-1974. “Η Δημοκρατική Επανάσταση”. Στην εσωτερική διάρθρωση του επεισοδίου, ως δημοκρατική επανάσταση τιτλοφορείται και η τελική φάση της υπό εξέταση περιόδου, δηλαδή η στιγμή της Μεταπολίτευσης.
Όμως ο γενικός τίτλος παραμένει, όχι αυθαίρετα, καθώς κατά την αφήγηση υφίσταται μια γενική πορεία εκδημοκρατισμού από τις αρχές της δεκαετίας του ’50, που συντονίζεται ή ακολουθεί την εκρηκτική οικονομική ανάπτυξη και τις κοινωνικές-πολιτισμικές αλλαγές, με κάποια αρνητικά πολιτικά πισωγυρίσματα, που τελικά οδηγούν και στο μεγάλο πισωγύρισμα που είναι η δικτατορία. Στο παρόν κείμενο θα σχολιαστούν οι αναφορές του επεισοδίου για την οικονομία της περιόδου, που τοποθετείται και στο επίκεντρο της παρουσίασης.
Στο προηγούμενο άρθρο σχολίασα το σκέλος του 5ου επεισοδίου της σειράς “Καταστροφές και Θρίαμβοι”, που αφορούσε την οικονομία της περιόδου. Στο παρόν άρθρο θα σχολιάσω τα άλλα δύο πεδία του επεισοδίου, το κοινωνικό-πολιτισμικό και το πολιτικό. Στο πλαίσιο της θεώρησης του μοντέλου της αστικοποίησης της υπό εξέταση περιόδου, περιγράφεται στο 5ο επεισόδιο μια υπαρκτή τάση μερίδας κυρίως των μεσαίων στρωμάτων της Αθήνας, όπου υποχωρούν παραδοσιακές συλλογικές κουλτούρες και αφηγήματα, υπέρ της αίσθησης της ατομικότητας.
Είναι ενδιαφέρον ότι από τη γενική θεώρηση της σειράς αγνοείται παντελώς η πολιτιστική πορεία, τα διανοητικά ρεύματα, η πνευματική κίνηση του Eλληνισμού των τελευταίων 200 χρόνων. Ούτε ο πολύ ενδιαφέρων 19ος αιώνας, ούτε η εκπληκτική Γενιά του 30, ούτε η πολιτιστική έκρηξη της δεκαετίας του ’60 συναντούν οποιαδήποτε αναφορά στη σειρά. Ποίηση, πεζογραφία, ζωγραφική, μουσική-τραγούδι, θέατρο, κινηματογράφος, φιλοσοφία, επιστήμες, η εγχώρια διανοητική παραγωγή και ο διάλογός της με τα διεθνή ρεύματα.
Δεν εξαφανίζεται από την εξιστόρηση μόνον η εμβληματική φιγούρα του Μίκη Θεοδωράκη, η παρέμβαση του οποίου εκείνη την περίοδο είναι καταλυτική και σε μαζικό επίπεδο, αλλά το σύνολο της πνευματικής δημιουργίας. Ενώ δεν γίνεται καθόλου λόγος για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της κυβέρνησης της Ένωσης Κέντρου το 1964, που συνδέεται ως κλίμα με τα ανωτέρω. Η γνώμη μου είναι ότι αυτή η προσέγγιση-διάθεση αντανακλά την αποεθνικοποιημένη γραμμή της σημερινής ελίτ που ακολουθεί ο παρουσιαστής της σειράς.
Έχοντας επισημάνει τις κατά τη γνώμη μου θεωρητικές και μεθοδολογικές αδυναμίες, αλλά και πραγματολογικές ελλείψεις της τηλεοπτικής σειράς Καταστροφές και Θρίαμβοι, πέρασα στην ανά επεισόδιο εξέταση. Στα δύο προηγούμενα άρθρα παρουσίασα κριτικά το 1ο και το 2ο επεισόδιο της σειράς που καλύπτουν την περίοδο 1821-1912. Στο παρόν άρθρο θα αναλύσω το κριτικά το 3ο επεισόδιο.
3ο επεισόδιο: “Για μια Μεγάλη Ιδέα, 1912-1923”. Η εξιστόρηση ξεκινά με την αναφορά ότι στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Ελλάδα βρέθηκε στη μεριά των νικητών, ότι με τη συνθήκη των Σεβρών (1920), η Ελλάδα αποκτά τη Θράκη, τα νησιά του Βόρειου Αιγαίου, τη διοίκηση της Σμύρνης και της γύρω περιοχής (Ιωνία), ενώ από το 1919 ο ελληνικός στρατός έχει αποβιβαστεί στη Σμύρνη και συμμετέχει με άλλες συμμαχικές δυνάμεις στην κατοχή της Κωνσταντινούπολης.
Η παρουσία της Ελλάδας στη δυτική Μικρά Ασία, η πολιτική ενσωμάτωσή της στο ελληνικό κράτος από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, παρουσιάζεται αφετηριακά ως αδιέξοδη, που νομοτελειακά οδήγησε στην στρατιωτική ήττα, τον ξεριζωμό και την προσφυγιά. Λόγω της διάχυτης αοριστίας της εξιστόρησης γεννιούνται ορισμένα ερωτήματα, όπως: Πώς βρέθηκε η Ελλάδα στο πλευρό των νικητών του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου;
Ερωτημάτων συνέχεια
Υπήρχε και ποια ανάγκη να σταλεί ελληνικός στρατός στη Σμύρνη; Ήταν μόνον η υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας –μια ψευδαίσθηση όπως αναφέρεται στο επεισόδιο– ή υπήρχε κάποιος άμεσος κίνδυνος που ήδη αντιμετώπιζαν οι ελληνικοί –και όχι μόνον– πληθυσμοί εκεί; Ο Βενιζέλος, που ρητώς ονομάζεται ως πρωθυπουργός το 1919, ήταν και ο πρωθυπουργός το 1922;
Και αν όχι ποια πολιτική παράταξη τον είχε διαδεχθεί; Και πώς αντιμετώπιζε αυτή η παράταξη τόσο τις Νέες Χώρες (Μακεδονία-Ήπειρο-Κρήτη), όσο και την Θράκη-Ιωνία; Η εξιστόρηση αποσιωπά τα θέματα αυτά, γιατί ο υπεύθυνος της εκπομπής υιοθετεί την αντιβενιζελική γραμμή, η οποία σε μαζικό –τηλεοπτικό– επίπεδο δεν είναι ανοιχτά υποστηρίξιμη, με όρους τόσο επιστήμης, όσο και κοινού αισθήματος, αλλά μόνον δια της παραλείψεως και με τον τρόπο αυτό της μετάθεσης του συντριπτικού ιστορικού βάρους.
Η Ελλάδα βρέθηκε στο πλευρό των νικητών του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου λόγω της ρήξης του Βενιζέλου και του κόμματος των Φιλελευθέρων με τον βασιλιά Κων/νο και τη γερμανόφιλη μερίδα (Στρέιτ-Μεταξάς-Δούσμανης, 1915), της συγκρότησης του κινήματος της Εθνικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη (1916), της επικράτησης της βενιζελικής παράταξης σε εκείνη τη φάση του Εθνικού Διχασμού και της συμμετοχής της Ελλάδας στον πόλεμο με τις δυνάμεις της Αντάντ (1917-1918).
Στη συζήτησή του Γιώργου Καραμπελιά με τον Λάμπρο Καλαρρύτη (Εμείς οι Έλληνες- Παραπολιτικά FM) επισημαίνεται ότι είναι εμφανές πλέον και γνωστό σε πάρα πολλούς εδώ και καιρό, ένα οργανωμένο σχέδιο ιστορικής παραπληροφόρησης με στόχο την αλλοίωση της ελληνικής ιστορίας. Τελικός σκοπός να πληγεί η ελληνική ταυτότητα, να αμφισβητηθεί η συνέχεια του ελληνισμού και να κλονιστεί η αντίληψη των Ελλήνων για τον εαυτό τους.
Αποτέλεσμα αυτού θα είναι η υπονόμευση του ηθικού του πληθυσμού ώστε να καταστεί πιο εύκολη η παραίτηση από την υπεράσπιση των εθνικών ζητημάτων και πιο αποτελεσματική η πίεση για αποδοχή “συμβιβασμών” και επιβολής της τουρκικής και κάθε άλλης ατζέντας.
Το σχέδιο, παλαιό όσο και το ελληνικό κράτος, επαναλαμβανόμενο και εκ νέου επιχειρούμενο με μεγάλη ένταση, εκπορεύεται έξωθεν και υλοποιείται με τη συνεργασία εγχώριων ακαδημαϊκών και άλλων παραγόντων την ιδεοληψία, άγνοια, στρεβλή αντίληψη ή και σκοπιμότητα εκμεταλλεύονται οι ιθύνοντες νόες του εξωτερικού.
Στα τρία προηγούμενα άρθρα παρουσίασα κριτικά το 1ο, 2ο και 3ο επεισόδιο της τηλεοπτικής σειράς “Καταστροφές και Θρίαμβοι”, που επιμελείται ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης Στάθης Καλύβας και που καλύπτουν την περίοδο 1821-1923. Στο παρόν άρθρο θα αναλύσω το κριτικά το 4ο επεισόδιο. Tίτλος του τέταρτου επεισοδίου: “Από τη διχόνοια στο θαύμα, 1923-1950”.
Το επεισόδιο ξεκινά με μια εκτενή αναφορά στην αφετηρία του Εθνικού Διχασμού, το 1915. Αναφέρεται στις διαφορετικές κατευθύνσεις των δύο παρατάξεων σε σχέση με τη συμμετοχή ή όχι στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με την βενιζελική παράταξη να τάσσεται υπέρ της εισόδου της Ελλάδας στον πόλεμο με την πλευρά των δυνάμεων της Εγκάρδιας Συνεννόησης (Αντάντ) και την αντιβενιζελική παράταξη να τάσσεται υπέρ της ουδετερότητας, που ουσιαστικά ήταν στάση υπέρ των Κεντρικών Αυτοκρατοριών (κάτι που δεν αναφέρεται).
Αμέσως μετά δηλώνεται ως αφετηριακή στιγμή της ρήξης η στάση του κόμματος των Φιλελευθέρων και του Βενιζέλου για αποχή στις εκλογές της 6ης Δεκεμβρίου 1915. Επιπλέον δεν αναφέρεται σε κανένα σημείο της αφήγησης στο ποια ήταν τα διακυβεύματα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ειδικώς για το ελληνικό κράτος, αλλά και για τον κεντρικό λόγο ύπαρξης του, δηλαδή την Μεγάλη Ιδέα, όπως υλοποιούνταν.
Αλλά και σημαντικές εκδηλώσεις αυτής της διάστασης αποσιωπούνται στο πλαίσιο της υποστήριξης του αντιβενιζελικού αφηγήματος, που αποτελεί μια σταθερά της σειράς. Η ρήξη δεν ξεσπά το 1915 ως κεραυνός εν αιθρία. Κυοφορείται ήδη από το 1909-1910. Ο Βενιζέλος επιτυγχάνει έναν προωθητικό συμβιβασμό με τον θρόνο, προκειμένου να επιτύχει την ενότητα στην κορυφή του κράτους για την ευόδωση των εθνικών και μεταρρυθμιστικών-προοδευτικών του στόχων, όχι όμως χωρίς παραχωρήσεις, τις οποίες θα βρει μπροστά του.
Ρήξη Βενιζέλου-Βασιλιά και Αντάντ
Μια πρώτη εκδήλωση είναι η διάσταση με τον βασιλιά Κων/νο για την άμεση κατάληψη (που επεδίωκε ο Βενιζέλος) ή όχι (που ήταν η θέση του Κων/νου ο οποίος προτιμούσε να κινηθεί προς Μοναστήρι) της Θεσσαλονίκης (Οκτώβριος 1912). Αμέσως μόλις ξεσπάσει ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Βενιζέλος, πέραν του ότι κινείται ιδεολογικο-πολιτικά εγγύτερα στα δημοκρατικά καθεστώτα της Αγγλίας και της Γαλλίας, συνειδητοποιεί την κομβική σημασία του, τόσο για την παγίωση των επιτυχιών των Βαλκανικών Πολέμων, όσο και την ολοκλήρωση της Μεγάλης Ιδέας και ζητά να συμμετάσχει η Ελλάδα στον Πόλεμο.
Ακόμα και οι δυνάμεις της Αντάντ αρχικά αρνούνται την πρόταση Βενιζέλου. Όταν όμως η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα ταχθεί με το μέρος των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, η εκτίμηση του Βενιζέλου αποδεικνύεται απολύτως βάσιμη, ενώ οι δυνάμεις της Αντάντ αρχίζουν να προσφέρουν σημαντικά εδαφικά ανταλλάγματα προκειμένου η Ελλάδα να συμμετάσχει στον Πόλεμο ως σύμμαχός τους. Μεταξύ των ανταλλαγμάτων η Αγγλία προσφέρει την Κύπρο (1915).
Στα τρία προηγούμενα άρθρα παρουσίασα κριτικά το 1ο, 2ο και 3ο επεισόδιο της τηλεοπτικής σειράς “Καταστροφές και Θρίαμβοι”, που επιμελείται ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης Στάθης Καλύβας και που καλύπτουν την περίοδο 1821-1923. Στο παρόν άρθρο θα αναλύσω το κριτικά το 4ο επεισόδιο. Tίτλος του τέταρτου επεισοδίου: “Από τη διχόνοια στο θαύμα, 1923-1950”.
Το επεισόδιο ξεκινά με μια εκτενή αναφορά στην αφετηρία του Εθνικού Διχασμού, το 1915. Αναφέρεται στις διαφορετικές κατευθύνσεις των δύο παρατάξεων σε σχέση με τη συμμετοχή ή όχι στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με την βενιζελική παράταξη να τάσσεται υπέρ της εισόδου της Ελλάδας στον πόλεμο με την πλευρά των δυνάμεων της Εγκάρδιας Συνεννόησης (Αντάντ) και την αντιβενιζελική παράταξη να τάσσεται υπέρ της ουδετερότητας, που ουσιαστικά ήταν στάση υπέρ των Κεντρικών Αυτοκρατοριών (κάτι που δεν αναφέρεται).
Αμέσως μετά δηλώνεται ως αφετηριακή στιγμή της ρήξης η στάση του κόμματος των Φιλελευθέρων και του Βενιζέλου για αποχή στις εκλογές της 6ης Δεκεμβρίου 1915. Επιπλέον δεν αναφέρεται σε κανένα σημείο της αφήγησης στο ποια ήταν τα διακυβεύματα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ειδικώς για το ελληνικό κράτος, αλλά και για τον κεντρικό λόγο ύπαρξης του, δηλαδή την Μεγάλη Ιδέα, όπως υλοποιούνταν.
Αλλά και σημαντικές εκδηλώσεις αυτής της διάστασης αποσιωπούνται στο πλαίσιο της υποστήριξης του αντιβενιζελικού αφηγήματος, που αποτελεί μια σταθερά της σειράς. Η ρήξη δεν ξεσπά το 1915 ως κεραυνός εν αιθρία. Κυοφορείται ήδη από το 1909-1910. Ο Βενιζέλος επιτυγχάνει έναν προωθητικό συμβιβασμό με τον θρόνο, προκειμένου να επιτύχει την ενότητα στην κορυφή του κράτους για την ευόδωση των εθνικών και μεταρρυθμιστικών-προοδευτικών του στόχων, όχι όμως χωρίς παραχωρήσεις, τις οποίες θα βρει μπροστά του.
Ρήξη Βενιζέλου-Βασιλιά και Αντάντ
Μια πρώτη εκδήλωση είναι η διάσταση με τον βασιλιά Κων/νο για την άμεση κατάληψη (που επεδίωκε ο Βενιζέλος) ή όχι (που ήταν η θέση του Κων/νου ο οποίος προτιμούσε να κινηθεί προς Μοναστήρι) της Θεσσαλονίκης (Οκτώβριος 1912). Αμέσως μόλις ξεσπάσει ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Βενιζέλος, πέραν του ότι κινείται ιδεολογικο-πολιτικά εγγύτερα στα δημοκρατικά καθεστώτα της Αγγλίας και της Γαλλίας, συνειδητοποιεί την κομβική σημασία του, τόσο για την παγίωση των επιτυχιών των Βαλκανικών Πολέμων, όσο και την ολοκλήρωση της Μεγάλης Ιδέας και ζητά να συμμετάσχει η Ελλάδα στον Πόλεμο.
Ακόμα και οι δυνάμεις της Αντάντ αρχικά αρνούνται την πρόταση Βενιζέλου. Όταν όμως η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα ταχθεί με το μέρος των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, η εκτίμηση του Βενιζέλου αποδεικνύεται απολύτως βάσιμη, ενώ οι δυνάμεις της Αντάντ αρχίζουν να προσφέρουν σημαντικά εδαφικά ανταλλάγματα προκειμένου η Ελλάδα να συμμετάσχει στον Πόλεμο ως σύμμαχός τους. Μεταξύ των ανταλλαγμάτων η Αγγλία προσφέρει την Κύπρο (1915).
Στο προηγούμενο άρθρο, αφού έγινε μια αφετηριακή κριτική της τηλεοπτικής σειράς “Καταστροφές και Θρίαμβοι”, σε σχέση με τους στόχους που η ίδια θέτει στην εισαγωγική αυτοπαρουσίαση της, στα μεθοδολογικά και ερμηνευτικά εργαλεία που χρησιμοποιεί ή ορθότερα στην έλλειψη αυτών, ξεκίνησε η ανά επεισόδιο ανάλυση του εμπειρικού υλικού και αναλυτικού πλαισίου, με την εξέταση του πρώτου επεισοδίου. Στο παρόν άρθρο θα παρουσιαστεί κριτικά το δεύτερο επεισόδιο, “Ένα κράτος από το μηδέν, 1830-1912”.
Στο αρχικό αφηγηματικό μέρος του επεισοδίου, ο Καποδίστριας θα αναφερθεί μία φορά και αυτή άχρωμα. Από τη μακρά περίοδο που καλύπτει το δεύτερο επεισόδιο, το “1897” κρίνεται ως το κεντρικό σημείο, καθώς ο υπεύθυνος της σειράς θεωρεί ότι συμπυκνώνονται όλα τα αρνητικά στερεότυπα, δηλαδή ο λαϊκισμός, που με τη μορφή της παλλαϊκής πίεσης για ανάληψη άμεσης πολεμικής δράσης υπό τη συντριπτική επιρροή του μεγαλοϊδεατικού κλίματος και με άγνοια των διεθνοπολιτικών συσχετισμών, οδηγεί στην στρατιωτική ήττα.
Η αναφορά για το “1897” θα ακουστεί 14 φορές, σε επεισόδιο διάρκειας 48 λεπτών. Η επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου χαρακτηρίζεται ως είδος τρόικας, το πρόγραμμα μνημόνιο και περίπου ευλογία, ενώ ο Εδουάρδος Λω ως “Αρχιτροϊκανός της εποχής”, σε μια καταφανή ανάγνωση της ιστορίας με όρους πρόσφατης συγκυρίας.
Επιπλέον η επιτυχής έκβαση των Βαλκανικών Πολέμων (1912-13) αποδίδεται σχεδόν αποκλειστικά στην επιτυχημένη οικονομική διαχείριση από τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο και στο συντονισμό ιδιωτικής πρωτοβουλίας και δημοσίου, όπως αποτυπώθηκε στην αγορά του θωρηκτού Αβέρωφ. Επιπλέον ρητώς επαναλαμβάνεται το σχήμα του μοντερνισμού για το εθνικό φαινόμενο, όπου το κράτος διαμορφώνει το έθνος, δεδομένο ότι, σύμφωνα με τα δύο πρώτα επεισόδια της σειράς οι ελίτ και οι λόγιοι είχαν εθνική συνείδηση, οι άλλοι- οι πολλοί, οι “από κάτω”- δεν είχαν, αδιαφορώντας προφανώς για τις πηγές και τα πραγματολογικά στοιχεία.
“Ένα κράτος από το μηδέν”
Ο δε ιστορικός Κων/νος Παπαρρηγόπουλος παρουσιάζεται ως ένας διανοούμενος που περίπου επινοεί, ως απάντηση στην πρόκληση Φαλμεράυερ, το Βυζάντιο ως ενδιάμεσο κρίκο της αλυσίδας στην συνέχεια της ιστορικής διαδρομής του ελληνικού έθνους και όχι ως τον διανοούμενο εκείνο, όπως και ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος που είχε προηγηθεί, που απαντώντας στον Φαλμεράυερ και τη φυλετική θεώρηση του έθνους αλλά και στην αθηναϊκή-αστική-πνευματική ελίτ της εποχής του, ηγεμονεύει ιδεολογικά, κατανοώντας το έθνος πρωτίστως ως πολιτισμικό φαινόμενο-γεγονός, όπως ιστορικά εξελίσσεται, συναντώντας το εθνικο-λαϊκό αίσθημα στο οποίο ήταν ριζωμένη και αδιαπραγμάτευτη η αίσθηση της ιστορικής συνέχειας.
Οι επέτειοι προσφέρονται για απολογισμούς. Η συμπλήρωση 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821 και 100 χρόνων από το 1922, τα πλέον κρίσιμα χρονικά ορόσημα της σύγχρονης ιστορίας του μακραίωνου ελληνικού έθνους, αποτελούν “στιγμές” που καλούν σε αναστοχασμούς. Ακόμα και αυτή η παραδοχή είναι αποτέλεσμα του συνδυασμού της σημασίας των συγκεκριμένων γεγονότων με όρους αντικειμενικούς, αλλά και υποκειμενικής πρόσληψης της πραγματικότητας, όπως αυτή διαμορφώνεται. Το πώς τοποθετούμαστε στο χώρο και το χρόνο, ως συλλογική αυτοκατανόηση.
Οι αναστοχασμοί αυτοί δεν είναι ουδέτεροι και δεν αφορούν (μόνο) το παρελθόν. Αποτελούν δυναμικά σχήματα ερμηνείας, που αφορούν το παρόν και το μέλλον, με συγκεκριμένη οπτική, ιδεολογικό, πολιτικό και κοινωνικό πρόσημο. Γι’ αυτό και συνιστούν επίδικο. Όπως αναγράφεται στο οπισθόφυλλο του εμβληματικού βιβλίου του Tony Judt, “Η Ευρώπη μετά τον πόλεμο” (Αλεξάνδρεια, 2012), παραθέτοντας ένα ανέκδοτο της σοβιετικής περιόδου: Ένας ακροατής τηλεφωνά στο “Ραδιόφωνο της Αρμενίας” και ρωτάει: «Είναι δυνατό να προβλέψουμε το μέλλον ;» Απάντηση: «Ναι. Κανένα πρόβλημα. Ξέρουμε ακριβώς πώς θα είναι το μέλλον. Το πρόβλημά μας είναι το παρελθόν: Αυτό είναι που αλλάζει συνέχεια».
Η σειρά επτά επεισοδίων του τηλεοπτικού σταθμού Σκάι, με τίτλο “Καταστροφές και Θρίαμβοι”, από το ομότιτλο βιβλίο του καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, Στάθη Καλύβα, που είναι και ο επιστημονικά υπεύθυνος αλλά και παρουσιαστής της εκπομπής, δεν ήταν προφανώς απαλλαγμένη από τις ανωτέρω παραδοχές.
Η σειρά αυτοπαρουσιάστηκε ως μια νέα, επιστημονικά έγκυρη και καινοτόμα οπτική της ελληνικής ιστορίας, απαλλαγμένη από τη συγκυρία της πρόσφατης κρίσης, η οποία «μας εκπαίδευσε να κοιτάμε το παρελθόν, αποκλειστικά μέσα από το δικό της πρίσμα». Ουσιαστικά επαγγέλθηκε ένα νέο σχήμα ερμηνείας της ελληνικής ιστορίας των τελευταίων 200 χρόνων. Το πέτυχε ; Η γνώμη μου είναι πως όχι. Ίσως για αυτό παρατηρήθηκε μια σχετική εξασθένιση του αρχικού ενδιαφέροντος για τη σειρά.
Η έννοια της εθνικής ταυτότητος απετέλεσε μάλλον ένα δυναμικό φαινόμενο μέσα στην υπερχιλιετή ιστορία του Βυζαντίου. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, τυγχάνει συχνά παρανοήσεων και ιδεολογικής αποχρώσεως στρεβλώσεων. Εν τούτοις, η κριτική εξέταση του τρόπου δια του οποίου εξελίχθηκε σε αυτό το διάστημα η περί έθνους αντίληψη οδηγεί σε πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα ιστορικής, εθνολογικής και κοινωνιολογικής φύσεως. Το ζήτημα χρήζει ιδιαίτερης προσοχής.
Το Βυζάντιο κληρονόμησε τον παγκοσμιοποιημένο κόσμο της ύστερης ρωμαϊκής περιόδου, όπου ετερόκλητα έθνη έπρεπε να υποτάσσονται σε μία υπέρτατη αρχή. Ειδικότερα στους πρώτους αιώνες, το βασικότερο κριτήριο για να γίνει κάποιος θεσμικώς και κοινωνικώς αποδεκτός, απολαμβάνοντας πλήρη πολιτικά δικαιώματα, ήταν η χριστιανική πίστη. Ο Λέων ΣΤ΄ απεκάλεσε τους Ρωμαίους «Έθνος Χριστιανών» [1]. Κατά την περίοδο της αραβικής παντοδυναμίας πολλοί εκτός συνόρων Χριστιανοί θεωρούσαν εαυτούς υπηκόους του Αυτοκράτορος, ενώ η αυτοκρατορική αρχή σε κάθε ευκαιρία αντιμετώπιζε την υπεράσπιση των όπου γης ομοθρήσκων ως φυσικό της καθήκον. Εξάλλου, ο Ηράκλειος πραγμάτωσε την πρώτη καταγεγραμμένη σταυροφορία, μισή χιλιετία πριν την σύνοδο της Κλερμόν και το περίφημο Deus vult. Επί Ηρακλείου (7ος αιών), ολοκληρώνεται και ο γλωσσολογικός εξελληνισμός των επισήμων εγγράφων της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, μία διαδικασία που είχε ήδη ξεκινήσει από την εποχή του Ιουστινιανού, καθώς ο λαός δεν κατανοούσε τα λατινικά της παλατινής γραφειοκρατίας. Οι δυτικές πηγές, από κλασικών χρόνων έως και σήμερον, ουδέποτε έπαυσαν να αποκαλούν τον λαό του γεωγραφικού πυρήνος της βυζαντινής κοινοπολιτείας “Γραικούς” (Graeci), χαρακτηρισμό τον οποίο χρησιμοποίησαν ως αυτοπροσδιορισμό και ορισμένοι βυζαντινοί λόγιοι.
Μετά την απώλεια των εδαφών της Μέσης Ανατολής και των ιδιότροπων λαών της (εν μέρει εξαιτίας των θεολογικών ερίδων), η Αυτοκρατορία κατέστη ομοιογενέστερη εθνολογικά και το ελληνικό στοιχείο επεβλήθη κατά κράτος (όπως διαπιστώνεται και στην έκβαση της Εικονομαχίας τον 9ο αιώνα). Μέχρι τότε ο όρος «Έλλην» σήμαινε τον ειδωλολάτρη, αλλά πλέον άρχισε να αποκτά πολιτισμική χροιά, την οποία διά της κλασικής παιδείας ενστερνίστηκαν υπερηφάνως οι βυζαντινοί λόγιοι. Ύστερα από την άλωση του 1204, συνειδητοποιήθηκαν και οι διαφορές με την φραγκική Δύση. Η πολιτισμική κοινοτική συνείδηση ενσωμάτωσε και φυλετικό χαρακτήρα, σφυρηλατήθηκε ένας εθνικισμός και μορφοποιήθηκε η ταυτότητα του Νεοέλληνος. Δυνάμεθα να παρατηρήσουμε ότι στην εννοιολογική εξέλιξη του όρου «Έλλην» ακολουθήθηκε αντίστροφη πορεία σε σχέση με την αρχαιότητα (που έως την κλασική Ελλάδα είχε φυλετικό χαρακτήρα, στην ελληνιστική εποχή πολιτισμικό και στην ρωμαϊκή θρησκευτικό). Τοιαύτη συναρπαστική εθνολογική παλιννόστησις καταμαρτυρεί την αδιάλειπτο συνέχεια του Ελληνικού Έθνους σε βάθος χιλιετιών.
Η εννοιολογική μεταστροφή του όρου “Ἕλλην” είναι πρόδηλη στους λόγους των Βασιλέων της Νικαίας, συγκεκριμένα του Ιωάννου Γ΄ Δούκα Βατάτζη (1193-1254) και του υιού του Θεοδώρου Β΄ Βατάτζη Λασκάρεως (1222-1258). Το 1237 σε επιστολή του προς τον Βατάτζη, ο πάπας ζήτησε από «το γένος των Γραικών που ανέβλυζε σοφία» να αναγνωρίσει το παπικό πρωτείο του και απείλησε ευθέως ότι, εάν δεν τερματιζόταν η σύγκρουση με τους Λατίνους της κατεχομένης Κωνσταντινουπόλεως, θα διοργάνωνε σταυροφορία contra Graecos (στα πλαίσια μιας «ευρύτερης» σταυροφορίας για τους Αγίους Τόπους) [2].
Ο Στάθης Καλύβας, σε ντοκιμαντέρ για τα 200 χρόνια Ελληνισμού που προβάλλεται μετά βαΐων και κλάδων στον Σκάι, προχωράει σε ένα ατόπημα που κανένας δεν είχε αποτολμήσει. Στο πρώτο επεισόδιο της μυθοπλασίας του, που μεταδόθηκε την Πέμπτη 6 Ιανουαρίου, υποστήριξε ανενδοίαστα πως το ελληνικό κράτος δημιουργήθηκε από τους Εγγλέζους! Σε ένα ντοκιμαντέρ μιας ώρας για την Επανάσταση, δεν θα ακουστούν οι λέξεις Τριπολιτσά, Δερβενάκια, Κανάρης, σφαγή της Χίου, Σουλιώτες, ούτε καν Λόρδος Βύρωνας, ενώ τη μόνη μάχη την οποία αναφέρει και σχολιάζει εκτενώς είναι η ναυμαχία του Ναυαρίνου.
Ήδη, ο τίτλος του επεισοδίου αποτελεί νεολογισμό. Επειδή εσχάτως έχει δεχθεί διασταυρούμενα πυρά η θεωρία πως η Επανάσταση δεν αποτέλεσε την απελευθέρωση, αλλά τη γένεση του ελληνικού έθνους, ο Καλύβας θα χρησιμοποιήσει ένα τέχνασμα για να πει το ίδιο πράγμα. Ο τίτλος του πρώτου επεισοδίου είναι “Μια χώρα γεννιέται”, δηλαδή το ίδιο ακριβώς επί της ουσίας. Οι Έλληνες, όπως θα τονίσει στο τέλος του ντοκιμαντέρ, «γεννήθηκαν το 1821». Πού καιρός για Παλαιολόγους, παιδομάζωμα, Oρλωφικά, Ρήγα Βελεστινλή!
Το ντοκιμαντέρ, για να είναι συνεπές με την ιδεολογία του, δεν αρχίζει βεβαίως με το 1821, με τον “μύθο” της Αγίας Λαύρας ή την κατάληψη της Τριπολιτσάς, αλλά με το… 1826 και μάλιστα υπό τον τίτλο “Η ήττα της εξέγερσης” (5΄01΄΄). Συστηματικά άλλωστε επιμένει να αποκαλεί το 1821, όχι Επανάσταση, αλλά «πόλεμο της ανεξαρτησίας». Η “εξέγερση” ηττήθηκε και οι προστάτιδες δυνάμεις –κυρίως οι Άγγλοι–, συμμετέχοντας και αυτές, μας προσέφεραν την Ανεξαρτησία.
Η αμέσως επόμενη εικόνα δεν είναι, όπως θα μπορούσαμε να φανταστούμε, το Μεσολόγγι, το οποίο ανέσκαψε ο Ιμπραήμ το 1826. Όχι, ο Καλύβας, με λάγνα ανατολίτικη μουσική υπόκρουση, μας παρουσιάζει το… οθωμανικό Ιμαρέτ της Καβάλας και το άγαλμα του ξιφήρους Μωχάμετ Άλυ, του καβαλιώτη πατέρα του Ιμπραήμ, που «παραλίγο να θέσει τέρμα στην εξέγερση των Ελλήνων» (5΄40΄΄). Και η κα Μαρία Ευθυμίου, ειδική πλέον για τον Κολοκοτρώνη και τον Ιμπραήμ, μας πληροφορεί ότι ο Ιμπραήμ νικούσε παντού, «η μία νίκη διαδεχόταν την άλλη και ήταν ζήτημα χρόνου, έτσι έμοιαζε, να πέσουν οι τελευταίες περιοχές», το Ναύπλιο, η Ερμιόνη και τα νησιά (7΄45).
Σε μια προσπάθεια να επαναπροσδιοριστούν οι ρίζες του ουκρανικού κρατιδίου, τα εγκλήματα πολέμου του Στέπαν Μπαντέρα ασπρίζουν
Του Glenn Diesen , Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Νοτιοανατολικής Νορβηγίας και συντάκτη στο περιοδικό Russia in Global Affairs. Ακολουθήστε τον στο Twitter @glenn_diesen .
Το ουκρανικό κανάλι του κρατικού τηλεοπτικού σταθμού των ΗΠΑ RFERL καταβάλλει συντονισμένη προσπάθεια για να αποκαταστήσει τη ζωή και την κληρονομιά του συνεργάτη των Ναζί της εποχής του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, Στέπαν Μπαντέρα, ο οποίος ευρέως θεωρείται από τους ιστορικούς ότι ήταν εγκληματίας πολέμου.
Ένα βίντεο που δημοσιεύτηκε από τον ραδιοτηλεοπτικό φορέα, καταχωρισμένο ως «ξένος πράκτορας» στη Ρωσία, νωρίτερα αυτό το μήνα υποστήριξε ότι οι Ουκρανοί είναι βαθιά διχασμένοι σχετικά με το αν ο ηγέτης της εποχής του πολέμου ήταν ήρωας ή κακοποιός – ενώ έγειρε σε μεγάλο βαθμό υπέρ της αφήγησης του ήρωα. Η RFE/RL είναι μέρος του Οργανισμού των ΗΠΑ για τα Παγκόσμια ΜΜΕ, έναν οργανισμό που ελέγχεται από την κυβέρνηση, με ετήσιο προϋπολογισμό άνω των 800 εκατομμυρίων δολαρίων, ο οποίος είναι δεσμευμένος για την προώθηση των «στόχων εξωτερικής πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών».
Ο Μπαντέρα ήταν ο επικεφαλής της Οργάνωσης Ουκρανών Εθνικιστών (OUN), η οποία σχημάτισε συμμαχία με το Τρίτο Ράιχ του Χίτλερ και έπαιξε ρόλο στη συγκέντρωση των Εβραίων, την εκτέλεση αμάχων και την καταπολέμηση της προέλασης του Κόκκινου Στρατού. Πολλά μέλη του OUN τελικά πολέμησαν ως μέρος της εξ ολοκλήρου ουκρανικής 1ης Γαλικιανής μεραρχίας των Waffen SS, μιας μονάδας που αναπτύχθηκε σε τοπικό επίπεδο υπό τον έλεγχο ναζί διοικητών. Οι απόγονοι αυτού του επιθετικού εθνικιστικού κινήματος συνεχίζουν να κρατούν ψηλά τον Μπαντέρα ως το αντι-ρωσικό ιδεολογικό τους πρόσωπο. Ο Μπαντέρα έχει συνδεθεί με μια σειρά περιστατικών γενοκτονίας εν καιρώ πολέμου που πραγματοποιήθηκαν σε Πολωνούς και Εβραίους σε μερικά από τα χειρότερα εγκλήματα που έχει δει ποτέ η Ευρώπη.
Πολλοί από τους υποστηρικτές του διαδραματίζουν επίσης πρωταγωνιστικό ρόλο στην πολιτική και πολιτική ζωή της Ουκρανίας, και έχουν απολαύσει την υποστήριξη και την τέρψη από τη Δύση. Οι ΗΠΑ δεν έχουν από μόνες τους μια ιδεολογική ροπή προς τον νεοναζισμό, τουλάχιστον στο mainstream, αλλά οι πολιτικές τους καταλήγουν στο ζήτημα της πολιτικής εξουσίας. Η Ουάσιγκτον συχνά σπρώχνει τους αντιπάλους της ο ένας εναντίον του άλλου, όπως όλες οι προηγούμενες αυτοκρατορίες ακολούθησαν τη στρατηγική του διαίρει και βασίλευε, και σε αρκετές περιπτώσεις είχε συμφέρον να στηρίξει τους φασίστες ως κορυφαίους αντιπάλους της Σοβιετικής Ένωσης και της Ρωσίας.
Οι τρέχουσες προσπάθειες για τη μετατροπή της Ανατολικής Ευρώπης σε μια αντιρωσική γραμμή του μετώπου δίνουν για άλλη μια φορά κίνητρα για την εξύμνηση των εγκληματιών πολέμου από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ως τα κύρια φώτα του ουκρανικού κράτους.