ΕΠ’ ΕΥΚΑΙΡΊΑ
Μνήμη Γιάννη Κουνέλλη, 17/2/2017
… They all go into the dark,
The vacant interstellar spaces, the vacant into the vacant,
The captains, merchants, bankers, eminent men of letters,
The generous patrons of arts, the statesmen and the rulers,
Distinguished civil servants, chairmen of many committees,
Industrial lords and petty contractors,
all go into the dark…
T. S. Eliot, Four Quartets
Μαζί με τον Βλάση Κανιάρη ο Γιάννης Κουνέλλης ήταν ο καλλιτέχνης που θαυμάζω και που υπήρξε ένα είδος δάσκαλου – μύστη για μένα. Θυμάμαι όταν στήναμε την έκθεση “Κάτοπτρα Ιστορίας” το 2003 σε ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο στου Ρέντη – ανάμεσα σε μηχανουργεία και αποθήκες – μαζί με τον Βασίλη Βασιλικό και την Βάσω Παπαντωνίου, την χαρά που έκανε όταν έβαλε εμπρός τον “Μινώταυρο”, μια δίχρονη μηχανή καϊκιού που τού βρήκε ο Άγγελος Πιτσίκαλης και την οποία μετασκεύασε σε μαγικό έργο χώρου. Κλείνοντας την σ’ ένα δωμάτιο φιαγμένο από γκαζοντενεκέδες λαδιού και δημιουργώντας ένα φρούριο θορύβων. Έκανε σαν παιδί ακούγοντας τον πρωτόγονο, ευφρόσυνο θόρυβο της που έσειε όλο το εργοστάσιο. Νομίζω πως μετά το έργο αγοράστηκε από γαλλικό μουσείο.
Και μετά φάγαμε ρεβίθια και ρέγγα σ’ ένα μαγέρικο εκεί δίπλα, ανάμεσα στα σιδεράδικα και τα εργαστήρια με τις μηχανές που σήμερα γίνονται σοφιστικέ εστιατόρια ή γκαλερί. Δηλαδή από την παραγωγή στην κατανάλωση και από την χειρωνακτική δημιουργία στην απόλαυση του “υπερπροϊόντος” και την κόπωση μιας κοινωνίας που δεν παράγει τίποτα αλλά επιθυμεί τα πάντα.
Τώρα καταλαβαίνω τι μέ συγκινούσε σε αυτόν τον τραχύ, ακατέργαστο αλλά βαθύτατα αισθαντικό άνθρωπο με το αιώνιο, μαύρο παλτό. Αυτόν τον ακαταπόνητο χειρώνακτα, τον κατασκευαστή, τον μηχανικό, τον “Οδυσσέα”.