του Γιώργου Ρακκά
Πολύ συχνά ο Ταγίπ Ερντογάν βάζει στο στόχαστρο συλλήβδην την Δύση, κατηγορώντας την για τα εγκλήματα της αποικιοκρατίας, τις σταυροφορίες κ.ο.κ. Ακόμα και η προπαγάνδα εναντίον της Ελλάδας, στο πλαίσιο του υβριδικού πολέμου που έχει εξαπολύσει σε Έβρο και Ανατολικό Αιγαίο, δεν απευθύνεται στην κοινή γνώμη της Ευρώπης και των ΗΠΑ. Ούτως ή άλλως εκεί, είναι εξαιρετικά αντιδημοφιλής εδώ και μερικά χρόνια, τα όσα έχει διαπράξει στη Συρία, εναντίον των Κούρδων, ο αυταρχισμός του στο εσωτερικό, έχουν παίξει τον ρόλο τους.
Απευθύνεται κυρίως, στην κοινή γνώμη του μουσουλμανικού κόσμου, της Κεντρικής Ασίας, της Μέσης Ανατολής, και της Αφρικής, ακόμα, στους μουσουλμάνους που βρίσκονται στην Ευρώπη. Με τις επιθέσεις που εξαπολύει για την βάρβαρη, βάναυση και ‘ναζιστική’ Ελλάδα, είναι σαν να τους λέει: «κοιτάξτε πως σας συμπεριφέρεται η Ευρώπη, η Ελλάδα, η λευκή και πολιτισμένη Δύση». Η οριοθέτηση του εχθρού, η ηθική και πολιτιστική του απαξίωση, βοηθάει τον Ερντογάν να παρουσιαστεί ως προστάτης ολοκλήρου του μουσουλμανικού κόσμου.
Σε αυτή του την προσπάθεια υπεισέρχεται και η εργαλειοποίηση ρητορικών, θεωρητικών και ερμηνευτικών σχημάτων, που αποτελούν χαρακτηριστικά γνωρίσματα του κυρίαρχου αποδομισμού. Η αντιαποικιοκρατία ως ριζική απόρριψη της ευρωπαϊκής ταυτότητας [κάτι που ήταν αδιανόητο για τον «κλασικό» αντι-ιμπεριαλισμό, κομμουνιστικό και μη, του 20ού αιώνα], τα «ανοιχτά σύνορα», η ελεύθερη μετακίνηση των ανθρώπων, ο ανθρωπισμός.
Για την ακρίβεια, όλα αυτά τα συνδέει μεταξύ τους στο αφήγημά του. Σύμφωνα με αυτό, η Ευρώπη έχει ιστορική υποχρέωση να μεταβληθεί σε χώρο ελεύθερης μετακίνησης για τον μουσουλμανικό κόσμο, για να αποκαταστήσει τα εγκλήματα που έχει διαπράξει η αποικιοκρατία εναντίον του. Το επιχείρημα δεν συγκινεί μόνο όσους έχουν στρατευτεί στον «πόλεμο των πολιτισμών» από την απέναντι πλευρά, αλλά μπλοκάρει και τους Ευρωπαίους οπαδούς των ιδεολογημάτων που χρησιμοποιεί ο Ερντογάν. Ιδίως στο άκουσμα της αποικιοκρατίας, όπου οι ενοχικοί μηχανισμοί δουλεύουν στο κόκκινο.
Κι όμως, μια συνεπής αντιαποικιοκρατική οπτική δεν θα μπορούσε να εξαιρέσει από την σκοπιά της τον ισλαμικό επεκτατισμό, των Αράβων, αρχικά, και έπειτα των Οθωμανών. Για τους Έλληνες, που έζησαν κάτω από την μακραίωνη οθωμανική κυριαρχία αυτό (θα έπρεπε να) είναι αυτονόητο. Ωστόσο, σήμερα στην Ευρώπη ελάχιστοι αναρωτιούνται για το πως ακριβώς έφτασαν οι Άραβες μέχρι το Πουατιέ, ή το γιατί βρέθηκαν οι Οθωμανοί έξω από τις Πύλες της Βιέννης. Και γιατί η δουλοκτησία τείνει τα τελευταία χρόνια να ταυτίζεται μόνο με το εμπόριο μεταξύ των δυο πλευρών του Ατλαντικού, μολονότι το ισλαμικό δουλεμπόριο διήρκησε περισσότερους αιώνες, και κατά πάσα πιθανότητα πήρε μεγαλύτερη έκταση σωρευτικά (αν θέλουμε να πιστέψουμε ιστορικούς εγνωσμένου κύρους, όπως ο Paul Bairoch, ή ο Οlivier Pétré-Grenouilleau). Ωστόσο, όπως λέει και ο Μαρκ Φερό, ιστορικός υπεράνω πάσης υποψίας ευρωκεντρισμού, «ενώ τα εγκλήματα που διέπραξαν οι Ευρωπαίοι καταλαμβάνουν ολόκληρες σελίδες των σχολικών βιβλίων, τα χέρια των συγγραφέων τρέμουν να γράψουν ακόμα και την παραμικρή νύξη για τα εγκλήματα των Αράβων». Αναφέρεται βέβαια στην τελευταία μόδα των σχολικών βιβλίων ιστορίας, να ακολουθούν μια διόλου αμερόληπτη πολιτική ορθότητα.