Οι διωγμοί, η προσφυγιά, οι πληγές...
~~~~~~~~~~~
1923, Απτουραχμανλή,
περιφέρεια Ακ ταγ Μαδέν, Πόντος
… Πατρίς. Της πατρίδος, τη πατρίδι, την πατρίδα. Την πατρίδα μου. Ναι, την πατρίδα μου… Εκ του πατήρ. Αρσενική φύτρα, θηλυκό γέννημα. Πατέρας και μάνα μαζί.
Ψέματα. Ούτε πατέρας ούτε μάνα. Ορφανά εμείς…
Φέρνει ξανά μια γύρα το σπίτι. Πλιθόκτιστο, δύο δωμάτια μπροστά, η κουζίνα από πίσω. Στο πλάι αποθήκη, στάβλος, κοτέτσι. Το μέρος δέκα μέτρα απόσταση, στο ανάμεσο πηγάδι και τουλούμπα. Μανταλωμένα παραθύρια, αμπαρωμένες πόρτες, τα κουβαλητά εξαφανισμένα, τα ακούνητα και τα βαριά στη θέση τους. Νοικοκύρης από πάντα, προκομμένη κι η κυρά του, είχε να λέει όλο το χωριό, τι σπίτια, τι συγυρίσματα, τι μαντριά, τι αυλές, τι χωράφια. Έτσι ήξερε, έτσι έκανε. Γιατί, δηλαδή, να αλλάξει τώρα; Ως και για τις κότες προνόησε, φρέσκο νερό και σκορπισμένο στάρι, σαν κάθε μέρα.
Μπαίνει πάλι στο σπίτι, να δει για τελευταία φορά. Σκοτάδι και σιωπή ζευγαρώνουν με τη στεναχώρια του. Αλλόκοτες μορφές αντίκρυ απ’ την καντήλα σκαρφαλώνουν στον τοίχο, ανεβαίνουν στο ταβάνι, ρίχνονται στο πάτωμα. Ζεματάει το λάδι και τσιρίζουν.
Βγαίνει έξω. Στέκεται και κοιτάει. Λέει να κρατηθεί. Πρέπει να κρατηθεί. Λευτερώνει ένα στεναγμό να ξεθυμάνει. Υγρός και βραχνιασμένος ακούγεται, σαν ψυχοφιλητό πνιγμένου θρήνου. Σφαλίζει την εξώπορτα και βάζει κλειδωνιά. Κρύβει το κλειδί κάτω απ’ το πιατάκι της γλάστρας, στο παραθύρι το δεξί. Βασιλικός και μοσχοβολάει. Πού ξέρεις; λέει από μέσα του ψέματα να παρηγορηθεί.
… Κλειδί. Εκ του κλειδίον, εκ του κλεις, εκ του κλείω. Όθεν κλειδωνιά, κλείθρο, κλεισούρα, κλειδώνω. Κλειδώνω την πόρτα, που λέμε, ήγουν σφαλίζω το σπίτι μου.
Να ’ρθουν μετά οι άλλοι και να το ’βρουν νοικοκυρεμένο. Να μην έχουνε να λένε…
Όλο του το βιος, στον αραμπά φορτωμένο. Δυο γελάδια, τέσσερα παιδιά, το μεγάλο, ο Πετράκης, σακάτικο το έρμο, πάνε τρία χρόνια που το ’παθε, ένα κορίτσι, η γυναίκα, κατιτί νοικοκυρικά. Είκοσι χρόνια δουλειά και ξανά δουλειά. Σχολείο και χωράφια, χωράφια και σχολείο. Μισός αραμπάς το φόρτωμα. Το άλλο μισό η οικογένεια. Αναστενάζει. Σέρνει τα ζωντανά ως το δρόμο.
Αντίκρυ, τριάντα μέτρα απόσταση, ο Τούρκος. Χασάν το όνομα. Γυναίκα, παιδιά, Χασάν έξω απ’ το σπίτι με τα χέρια σηκωμένα. Στέκεται και βλέπει. Από γεννησιμιού τους γειτόνοι, όλη μέρα τα παιδιά τους παιχνίδια και μαλώματα, κακή κουβέντα δε γύρισε ο ένας στον άλλο. Φίλος καρδιακός, φίλος αχώριστος, και ας το ’χανε σκοπό Θεοί και δαίμονες να τους χωρίσουν.
… Φίλος, ήτοι αγαπημένος, καθότι εκ του φιλώ, ήτοι αγαπώ. Όθεν φιλία, φιλί, φίλτρον. Φιλίων ή φίλτερος, φίλτατος.
Ο Παύλον, ο Χάλον, ο Γιάννες και ο Χασάν φίλτατοι. Οι τρεις στο χώμα, ο τέταρτος ξωπίσω. Κρατιέται, άραγε, φιλία ανείδωτη;
Καταπίνει το σάλιο του, κλείνει το φράχτη και ανεβαίνει στον αραμπά.
«Χάιτε», φωνάζει δυνατά να κρύψει το βράχνιασμα και χτυπάει τα λουριά.
Πορεία για πλατεία. Στ’ αξημέρωτα ακόμα το πρωινό, σκοτάδι και φως ανάκατα, αλλά όλο το χωριό στο πόδι σηκωμένο. Όχι όπως το ’χαν από πάντα συνήθειο, χωράφια, αμπέλια, Αύγουστος μήνας, που πήγαινε άλλος θέρισμα, άλλος τσάπισμα, άλλος πότισμα, στα ξανάμματά του το μεροδούλι. Τώρα, πρόσωπα αγέλαστα, μάτια φουσκωμένα, κεφάλια κατεβασμένα, βήμα βαρύ, σερνάμενο. Μαγνήτης από κάτω το χώμα και τραβάει.
Ανταλλαγή τούς είπανε αλλά στα αλήθεια φευγιό με το ζόρι. Παίρνεις τους από δω, τους πας εκεί, κουβαλάς τους από κει, τους βάζεις εδώ. Λες και παιχνίδι. Ρίχνεις μια πατρίδα και στήνεις άλλη. Δίνεις και παίρνεις, δηλαδή. Δίκαια πράματα, νοικοκυρεμένα, με υπογραφές και τα τοιαύτα. Όλοι ευχαριστημένοι.
Δέκα μέρες τώρα, από στόμα σε στόμα, όπου και αν καθίσεις, μ’ όποιον και αν βρεθείς τα ίδια και τα ίδια. «Σο μέρωμα απάν τη Παναΐας, σην πλαταίαν»… «Σο μέρωμα απάν τη Παναΐας, σην πλαταίαν»… «Σο μέρωμα απάν τη Παναΐας, σην πλαταίαν»… Αυτό και μόνο. Τίποτα άλλο, σα να το ’χουν συμφωνημένο ως εκεί να φτάνει ο λόγος. Παραπάνω και να ’θελαν δεν πάει. Καρφιά οι λέξεις και μπήγονται βαθιά στο κεφάλι τους. Όσο λιγότερες τόσο το καλύτερο. Τι, γιατί, πού, πώς αμίλητο και ας ξέρουν. Από Απτουραχμανλή, περιφέρεια Ακ ταγ Μαδέν, πορεία προς Άγκυρα, ύστερα τρένο για Κωνσταντινούπολη, κατόπι βαπόρι για Ελλάδα. Για τα μετά, πού να ξέρουν; Τους γύρεψε κανένας λόγο; Τους έδωσε κανένας λογαριασμό; Τίποτα. Να φύγουν, τους είπαν. Μόνο αυτό. Να φύγουν. Γιατί, λέει, δεν τους θέλουνε εδώ και να πάνε στην πατρίδα τους. Πού; Στην πατρίδα τους…