από Βασίλης Καραποστόλης
Η γενιά του Πολυτεχνείου απέφυγε να μιλήσει για τον εαυτό της κι αυτό το πληρώνει χρόνο με τον χρόνο. Υπερασπίστηκε πίσω από εκείνα τα θρυλικά κάγκελα την ελευθερία, αλλά εγκατέλειψε στη συνέχεια την προσπάθεια να κάνει απολογισμό, να υπογραμμίσει τα σημαντικά και να παραμερίσει τα ασήμαντα. Δίστασε να επωμιστεί ώς το τέλος το νόημα της πράξης της. Εξ ου και η αμηχανία της όταν εκλήθη να μεταγγίσει αυτό το νόημα στους νεώτερους.
Από μιαν άποψη το πρόβλημα φαίνεται ότι ήταν σύμφυτο με τις περιστάσεις. Το γεγονός ότι στην εξέγερση πρωτοστάτησε η ηλικία των είκοσι ετών καθόρισε και την κατοπινή δυσκολία των πρωτεργατών ν΄ αναλάβουν έναν επιπλέον ρόλο. Υπήρξαν αγωνιστές και έπρεπε τον επόμενο κιόλας χρόνο ν΄ αρχίσουν να «επεξηγούν» τον αγώνα τους. Τους το ζητούσε η μεταπολίτευση. Ήταν όμως πολύ νέοι, πάρα πολύ νέοι για να φερθούν σαν Πατέρες, Καθοδηγητές, Ηγέτες. Προϋπόθεση για να ασκήσεις ηγεμονία είναι να περηφανεύεσαι σ΄ έναν ορισμένο βαθμό για αυτό που κάνεις ή έκανες. Κι αυτό η γενιά του Πολυτεχνείου ούτε καν το επιχείρησε γιατί δεν ήξερε να παρουσιάσει ως αντικείμενο θαυμασμού τη στάση της: το κουράγιο, το θάρρος μπροστά στον κίνδυνο, την αντοχή στο μαρτύριο. Είναι παράξενο: οι άνθρωποι που πραγματοποίησαν το εξαιρετικό, μπέρδεψαν τα λόγια τους όταν τους ρώτησαν γι΄ αυτό. Η δυσκολία τους, ωστόσο, μοιάζει λιγότερο παράξενη όταν σκεφτούμε ότι βυθίστηκαν πολύ σύντομα, μετά την πτώση της χούντας, σε μια εποχή στην οποία η λέξη ηρωικό απωθούσε, γιατί μύριζε παλιές ρητορείες. Ταυτίστηκε το ηρωικό με το μυθικό, το ψευδοδιογκωμένο, το εξωανθρώπινο. Έτσι, αυτά τα παιδιά που ωρίμασαν σε μια νύχτα αντιμετωπίζοντας τα τανκς, καταδικάστηκαν στη συνέχεια να κυκλοφορούν σαν πλάσματα που τα παρήγαν οι έκτακτες συνθήκες- θεωρήθηκαν απλώς προϊόντα μιας φαντασμαγορικής συγκυρίας.