Ο Κονδύλης κι εμείς: Οι δρόμοι που πήραμε
από το περιοδικό “Σημειώσεις” τ.53
Στόν Γιάννη Τσέγκο
Ι
Ο ΤΑΚΗΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ ΕΦΥΓΕ απροσδόκητα από τη ζωή στα πενήντα πέντε του μόλις χρόνια. Η δική μου γνωριμία μαζί του έγινε όταν είχε δεν είχε συμπληρώσει ακόμη τα είκοσι —και τότε ήδη το μυαλό του είχε κάνει μιά διαδρομή που τον έφερνε μακριά απ’ τον ακμάζοντα πολιτικό κομφορμισμό των καιρών της ειρηνικής συνύπαρξης. Οπωσδήποτε, δεν είμαι ό πλέον αρμόδιος να μιλήσω γι’ αυτό που ονομάζουν σήμερα «φιλόσοφο Κονδύλη» και που αποδίδει τα χρόνια της ωριμότητάς του, χρόνια που ουσιαστικά δεν τον συναντούσα πια παρά μόνο μέσα σε ορισμένα κείμενά του και στις απηχήσεις αυτών των κειμένων. Κι όμως, είμαι βέβαιος ότι τα πρώτα εκείνα χρόνια της νεότητάς μας (που στην περίπτωσή του δεν είχαν τη συνήθη αστάθεια) προσδιόρισαν αποφασιστικά την αναπτύξη του επιχειρήματός του, όποιους δρόμους και να πήρε αργότερα στη Χαϊδελβέργη. Έτσι, τοποθετώ τον Παναγιώτη Κονδύλη όχι τόσο σαν έναν πρόωρα χαμένο διανοητή, για τον οποίο εδώ συντάσσω έναν ακόμη επικήδειο, όσο σαν ένα πρόσωπο των απομνημονευμάτων μου, που γνώρισα με το όνομα Τάκης. Καί τον τοποθετώ επίσης ανάμεσα στα λίγα πρόσωπα που, άλλοτε η μαθητεία κοντά τους κι άλλοτε ο διάλογος μαζί τους, χάραξαν τον τρόπο με τον οποίο κοίταξα κι εγώ (καί κοιτάζω ακόμη) τον κόσμο.Αυτό το τελευταίο εξηγεί το κάπως υπεροπτικό «εμείς» που πρόσθεσα στον τίτλο του κειμένου μου, μολονότι είμαι εγώ φυσικά που έχω την ευθύνη του.
Eμείς, η σέχτα των πολιτικά υπόπτων της δεκαετίας του 1960! Αριστεροί, ίσως όμως όχι καί τόσο «κανονικά» αριστεροί. Με τις ιδιοτροπίες του ο καθένας, αλλά και με τους κοινούς γεωμετρικούς τόπους μας, δεν διστάζω να πω ότι υπήρξαμε πραγματικά κάτι σαν ένα εξωγήινο είδος ανθρώπων μέσα στην ισοπεδωτική κλίση των ημερών, την ομοφωνία της νικηφόρας δεξιάς και την ισοσκελή ομοφωνία τής ηττημένης αριστεράς. Η οποία αριστερά σημειωτέον δεν εννοούσε να παραδεχτεί στα φανερά το οφθαλμοφανές, δηλαδή την κατά κράτος συντριβή της. Πράγμα, θα μου πεις, αναμενόμενο. Αφού αυτή η παραδοχή θα ήταν ταυτόχρονα και ομολογία της ιδεολογικής έκπτωσής της. Οι λεγόμενοι εθνικόφρονες, που δεν ήταν παρά βάρβαροι, τσάκισαν τους εκβαρβαρισμένους.
Δεν θα βαλθώ να απαριθμήσω όλους τους παράγοντες που συνέτειναν ούτως ώστε εκείνοι που είπα «εμείς», οι περισσότεροι από πέντε αλλά λιγότεροι πάντως από δέκα, να βρεθούμε εκτός της τότε πολιτικής συμμόρφωσης (και μάλιστα στην αφετηρία οι περισσότεροι του πολιτικού μας σκέπτεσθαι). Ενδέχεται να ευθύνεται το είδος της γενικής κουλτούρας μας, λειτουργώντας ας πούμε σαν ανοσοποιητικό σύστημα απέναντι στην γραφειοκρατικοποίηση τής σκέψης και της δράσης. Ενδέχεται να ευθύνεται απλώς η ψυχική ιδιοσυγκρασία μας, θέλει να τη χαρακτηρίσει κανείς σαν μικροαστικό ντιλεταντισμό, θέλει να της αναγνωρίσει μιά δημιουργικά αντιρρητική ποιότητα. Η προσωπική εν πάση περιπτώσει γοητεία του Μανόλη Λαμπρίδη, του ανθρώπου που είχαμε την τύχη να συναντήσουμε πάνω στα διαμορφωτικά χρόνια μας, η συναισθηματική δοτικότητά του κι ο ευρύς ορίζοντας της καλλιέργειάς του –που τον έφερνε αντιμέτωπο με τον αγοραίο λόγο— εξηγούν σε μεγάλο βαθμό τον προσανατολισμό μας. Προσθέτω ότι ο Λαμπρίδης ήταν κατ’ουσίαν ο συντάκτης πολλών νεαρών γραπτών που εμείς υπογράψαμε σε περιθωριακά περιοδικά και έντυπα, όπως οι Μαρτυρίες και το Μαρξιστικό Δελτίο.