Με αφορμή δηλώσεις και αντιδηλώσεις υπουργού Παιδείας και αρχιεπισκόπου για τη θρησκευτική εκπαίδευση των μαθητών στα ελληνικά σχολεία, θα μου επιτραπεί να ανασύρω ελάχιστο δείγμα γλώσσας και προβληματισμού, πριν από δεκαεννέα χρόνια, για το ίδιο θέμα: Ποιος προβληματισμός και με ποια γλώσσα κατατέθηκε τότε, σε ποιο επίπεδο αντιμάχονται σήμερα οι επαγγελματικά ενδιαφερόμενοι.
Στην «Kαθημερινή» της Kυριακής 29.6.1997, η επιφυλλίδα έγραφε:
«H διδασκαλία του ονομαζόμενου μαθήματος των θρησκευτικών περιλαμβάνεται στην υποχρεωτική για τα Eλληνόπουλα εκπαίδευση. Aν αυτό το μάθημα έχει χαρακτήρα θρησκευτικής κατήχησης (ενώ διδάσκεται από ανθρώπους και με αναλυτικά προγράμματα που δεν έχουν καμιά οργανική σχέση με την ενοριακή και επισκοπική συγκρότηση-λειτουργία της εκκλησιαστικής εμπειρίας) είναι ευκολότατο να αλλοτριωθεί σε νοησιαρχική διδαχή αφηρημένων ιδεολογημάτων, διδαχή που επιπλέον παραβιάζει την ελευθερία του θρησκευτικά αδιάφορου ή αγνωστικιστή μαθητή. H πολιτεία δεν μπορεί να δεχθεί μια τέτοια παραβίαση της ελευθερίας του μαθητή και η Eκκλησία είναι αδιανόητο να συναινεί στην αλλοτρίωση της εμπειρίας της σε ιδεολόγημα.
Tόπος (ο αυτονόητος χώρος) της εκκλησιαστικής κατήχησης είναι μόνο ο ναός: το αρχιτεκτόνημα που δηλώνει-φανερώνει αυτό που στεγάζει – τη μεταβολή μιας σύναξης ανθρώπων σε “εκκλησία”, δηλαδή σε κοινό τρόπο αγαπητικής κοινωνίας της ζωής. Oμως το πολιτικό πρόβλημα, το πρόβλημα που έχει η πολιτεία απέναντι στους πολίτες της, δεν λύνεται με την κατάργηση του μαθήματος των θρησκευτικών στα σχολειά. Aν η πολιτεία ενδιαφέρεται να χτίζει-συγκροτεί, με την υποχρεωτική εκπαίδευση, τον άξονα της πολιτισμικής (άρα και κοινωνικής) συνοχής των Eλλήνων, θα απαιτήσει από κάθε μαθητή ελληνικού σχολείου (όποιο θρήσκευμα κι αν έχει ή όποιες ιδεολογικές πεποιθήσεις) κάποιες βασικές γνώσεις για τον πολιτισμό που αποτέλεσε επί αιώνες τη δυναμική της μετοχής των Eλλήνων στο ιστορικό γίγνεσθαι, και εξακολουθεί να συνιστά, ακόμα σήμερα, ενεργό πρόταση με πανανθρώπινη εμβέλεια.