Δεν είμαστε πια οι ίδιοι άνθρωποι που μεγαλώσαμε μαζί στο γυμνάσιο
στη διάρκεια της δικτατορίας. Μαζευτήκαμε τότε γύρω από ένα συγκρότημα
ροκ, τους Peppers και αργότερα Ρέμπελους, που πρόλαβαν να παίξουν σε
μερικές συναυλίες και να βγάλουν ένα δίσκο σαράντα πέντε στροφών στην
εταιρεία Zodiac, λίγο πριν διαλυθούν μέσα σ’ αυτή την παρεξήγηση που
ονομάσθηκε μεταπολίτευση. Πίσω μας είχαμε έναν κόσμο ουσιώδους αφέλειας
που δεν τον ξαναβρήκαμε ποτέ, παρ’ όλο που τα πρώτα χρόνια της χούντας
συνέχιζε ακόμα να υπάρχει – οι άνθρωποι έβγαζαν καρέκλες στους δρόμους
της Κυψέλης, οι θερινοί κινηματογράφοι γέμιζαν στις ταράτσες, στα πάρτυ
όλοι ντρεπόντουσαν με την άνεσή τους. Όμως αυτός ο κόσμος άρχισε να
εξαφανίζεται σε όφελος της τηλεόρασης, των ντισκοτέκ και του
φαινομενικού αντίβαρού τους, της αμφισβήτησης.
Μπήκαμε στη δικτατορία μικρά παιδιά που δεν ήξεραν να ερωτεύονται
και να ντρέπονται, να ελπίζουν και να χαίρονται, και βγήκαμε από εκεί
κάτι κουρασμένα παλληκάρια ασχέτως ηλικίας, υποψιασμένοι για τα πάντα,
έτοιμοι να αναλύσουν το παραμικρό, ανίκανοι να ψωνισθούμε με κάτι,
στρατιώτες ενός μέλλοντος που ερχόταν με σιγουριά αλλά δεν φάνηκε ποτέ,
ενός μετά που μας έχει αρπάξει από το λαιμό και δε λέει να μας
αφήσει ήσυχους ούτε δευτερόλεπτο. Εφτά ολόκληρα χρόνια μαθαίναμε ο ένας
τον άλλο να περιφρονεί τον τόπο του και να θαυμάζει ένα μυθικό τόπο,
αποτελούμενο από συγκροτήματα ροκ, φοιτητικές εξεγέρσεις, ξεσπάσματα της
κραιπάλης, ελεύθερες σχέσεις, πρίγκηπες της παρακμής, χιλιάδες παιδικές
χαρές για μεγάλους. Μάθαμε να περιμένουμε κάτι και ξεμάθαμε να βλέπουμε
τι γινόταν γύρω μας. Την ώρα που ο Παττακός εκτελούσε το εθνοσωτήριο
έργο του μαζεύοντας γόπες στην οδό Πατησίων και ο Καράγιωργας έχανε το
χέρι του ώστε να γίνει αργότερα υπουργός ο Κατσιφάρας, εμείς
φανταζόμαστε τη ζωή σαν ένα σόλο του Τζίμι Χέντριξ ή μια ροχάλα του Κον
Μπεντίτ. Την ίδια στιγμή η Ελλάδα έπαιρνε την όψη της οδού Αχαρνών αλλά
αυτό δεν μας ένοιαζε καθόλου, η Ελλάδα δεν υπήρχε για μας, όπως δεν
υπήρχε και για όλους αυτούς τους αντιστασιακούς που ήρθαν αργότερα από
το εξωτερικό μ’ αυτό το κουρασμένο ύφος του
ανθρώπου-που-ένοιωσε-τα-πάντα-στο-πετσί-του, την Ελλάδα τη χαρίζαμε
στους χουντικούς μαζί με το δημοτικό τραγούδι. Εμείς οι ίδιοι,
στρατιώτες του μέλλοντος, βάλαμε ένα χεράκι ώστε να την κρύψουμε για
πάντα από τους εαυτούς μας και σχεδόν την τελειώσαμε μέσα μας.