Η κατανόηση των πολεμικών συγκρούσεων μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο βασίστηκε κυρίως στις εννοιολογικές και μεθοδολογικές προσεγγίσεις δύο “αντικρουόμενων” σχολών σκέψης (Frameworks). Σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο καμία από τις δύο σχολές δεν κατάφερε στην πράξη να επικρατήσει πλήρως, όμως η δημόσια “αντιπαράθεση” των εκπροσώπων τους για την πολυπλοκότητα των πολέμων και τις αιτίες τους, προκαλούσε για δεκαετίες ενδιαφέρουσες συζητήσεις.

Διαφορετική είναι όμως η εικόνα της “αντιπαράθεσης ιδεών” για τον πόλεμο στην Ουκρανία, η οποία έχει προσλάβει χαρακτηριστικά παράλληλων μονολόγων. Σχεδόν τρεις μήνες πολέμου και ο μέχρι τώρα δημόσιος διάλογος μεταξύ των δύο Frameworks χαρακτηρίζεται από μεγάλη ένταση, από χαρακτηριστικά μονομέρειας και επιθετικού ύφους, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν σοβαρές προσπάθειες ούτε καν εποικοδομητικού διαλόγου.

Στις περισσότερες των περιπτώσεων κύριο γνώρισμα είναι οι εκατέρωθεν επικρίσεις, που καταλήγουν σε αφορισμούς τύπου: “ρωσόφοβοι”-“ρωσόφιλοι”. Στο πλαίσιο αυτής της πρωτοφανούς “σύγκρουσης ιδεών” είναι πλέον δύσκολο να διακρίνει κανείς μέχρι που η αντιπαράθεση τροφοδοτείται από την προπαγάνδα, την παραπληροφόρηση, τα ιδεολογικά προτάγματα ή ακόμα και τις ψεύτικες ειδήσεις.

Το πρώτο πλαίσιο ανάλυσης των πολεμικών συγκρούσεων αφορά στην λεγόμενη “κυβερνητική” (ρεαλιστική) θεώρηση των διεθνών σχέσεων. Κύριο αναλυτικό εργαλείο της είναι η εξέταση –στη βάση της θουκυδίδειας λογικής– της παγκόσμιας κατανομής ισχύος και των συγκρούσεων συμφερόντων σε γεωπολιτικό και γεωοικονομικό επίπεδο. Πρόκειται για ένα πλαίσιο ορθολογικής “συστημικής μηχανικής” της διεθνούς πολιτικής, που προωθείτε από τη λεγόμενη σχολή του “πολιτικού ρεαλισμού”, ιδρυτής της οποίας είναι ο Αμερικανός Χανς Μοργκεντάου (1904-1980).

Ιστορικά, εμφανίστηκε αμέσως μετά τη λήξη των Ναπολεόντειων Πολέμων, το 1815 στο Συνέδριο της Βιέννης και αποσκοπούσε στην ευρωπαϊκή “ισορροπία δυνάμεων”, ενώ υπάρχει και η άποψη ότι οι απαρχές του “πολιτικού ρεαλισμού” βρίσκονται στην Συνθήκη της Βεστφαλίας το 1648. Για την “ρεαλιστική σχολή” το ζήτημα της ασφάλειας θεωρείται κυρίαρχος παράγοντας επιβίωσης για όλα τα κράτη, τα συμφέροντα των οποίων παρουσιάζονται ως αλληλοεπιδρούσες δυνάμεις.

Σύγκρουση δυνάμεων και κατανομή ισχύος

Σε γενικές γραμμές, συγκρούσεις προκαλούνται όταν η ασφάλεια ενός κράτους μπορεί να απειληθεί από συμφέροντα άλλης χώρας. Σε περίπτωση που η πολιτική ισχύος των κρατών είναι ισοδύναμη, οι συγκρούσεις μπορούν να εκτονωθούν ή να επικρατήσει ακόμα κι ένα είδος “ισορροπίας του τρόμου”. Στο πλαίσιο αυτό παρατηρείται συχνά οι απαιτήσεις ασφάλειας μιας χώρας να είναι σε τέτοιο βαθμό διευρυμένες, που να τίθεται σε κίνδυνο η ασφάλεια άλλων κρατών, ως επί των πλείστων μικρότερης ισχύος, με αποτέλεσμα αυτές οι απαιτήσεις να λαβαίνουν ιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά.

Έτσι, στο πλαίσιο αυτό και δεδομένης της φορτισμένης ιστορίας της Ανατολικής Ευρώπης, γίνεται αντιληπτό γιατί μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης εντάχθηκαν στο ΝΑΤΟ. Είναι προφανές ότι το καθένα από μόνο του δεν θα μπορούσε να αντισταθμίσει στρατιωτικά μια πιθανή μελλοντική απειλή από την ισχυρότερη Ρωσία. Με ανάλογο τρόπο βέβαια, η προς Ανατολάς μετατόπιση των συνόρων της Ατλαντικής Συμμαχίας ερμηνεύτηκε από την Ρωσία ως σοβαρή απειλή για τη δική της ασφάλεια. Πολύ περισσότερο όταν η διάλυση της πρώην Σοβιετικής Ένωσης το 1991 είχε ως “προϋπόθεση” ότι οι χώρες αυτές δεν θα εντάσσονταν ποτέ στο ΝΑΤΟ.

Αυτό το “δεδομένο” η Μόσχα το θεώρησε ως βασικό λόγο για να εισβάλει στην Ουκρανία. Μετά τις τρεις από το 1999 επεκτάσεις του ΝΑΤΟ σε χώρες του πρώην Ανατολικού Συνασπισμού, η Ουκρανία βρέθηκε ανάμεσα στο ΝΑΤΟ των 30 κρατών-μελών και στην ανανήψασα μετά το 2000 αναθεωρητική Ρωσία. Στο πλαίσιο του “ρεαλιστικού” τρόπου ανάλυσης, η ρωσοουκρανική σύγκρουση λαμβάνει και χαρακτηριστικά “πολέμου αντιπροσώπων”, όπου εμπλέκονται οι ΗΠΑ και οι δυτικοί “δορυφόροι” τους, μέσω της μαζικής στήριξης προς την Ουκρανία.

Η ισχύς του Διεθνούς Δικαίου