Του Γεωργίου Παπασίμου
Ένα εκ των μεγαλύτερων προβλημάτων που δημιούργησε το στρεβλό πολιτικό και οικονομικό σύστημα της χώρας κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης είναι τα κόκκινα δάνεια. Από την «άνοιξη» της πιστωτικής ευφορίας μετά την είσοδο της χώρας στο ευρώ, με πρωταγωνιστές το αρπακτικό – τοκογλυφικό τραπεζικό σύστημα, σε συνδυασμό με την έλλειψη επενδυτικής παιδείας του ελληνικού λαού, που οδήγησε σε μεγάλη υπερχρέωσή του, εισήλθαμε στον «βαρύ χειμώνα», μετά την ουσιαστική πτώχευση της χώρας το 2010, αφού μειώθηκε βιαίως η αγοραστική δύναμη της πλειοψηφίας των Ελλήνων, με την εξτρεμιστική οικονομική πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης, που επιλέχθηκε από τους μνημονιακούς κηδεμόνες και υλοποιήθηκε από το ανεπαρκές και ιδιοτελές ελληνικό προσωπικό εξουσίας.
Και αυτό γιατί αντίστοιχες καταστάσεις αντιμετώπισαν και άλλες χώρες, από τις Η.Π.Α. έως την Ισλανδία και τον ευρωπαϊκό Νότο, εκείνη την περίοδο της μεγάλης καπιταλιστικής κρίσης των τοξικών ομολόγων του 2008. Καμία όμως από αυτές δεν επέτρεψε το πρόβλημα των κόκκινων δανείων να μετατραπεί σε οικονομική και κοινωνική «γάγγραινα», που δώδεκα χρόνια μετά την είσοδο της Ελλάδος στον μνημονιακό «ζουρλομανδύα» αποτελεί ένα εν εξελίξει ενεργό οικονομικό και κοινωνικό έγκλημα.
Οι Η.Π.Α. το 2008 με αστραπιαίες διαδικασίες κρατικοποίησαν μία από τις μεγαλύτερες παγκόσμιες τράπεζες, τη Citibank και, αφού την εκκαθάρισαν από τα τοξικά ομόλογα και δάνειά της, στη συνέχεια, ως γνήσια καπιταλιστική χώρα, την παρέδωσαν στους ιδιώτες, με σημαντικό όφελος, όμως, για την οικονομία και το τραπεζικό σύστημα τους. Από την άλλη, η Ισλανδία, η οποία πτώχευσε το 2010, εφάρμοσε την ορθολογική, κοινωνική και δίκαιη λύση με σπουδαία αποτελέσματα, αυτή του κουρέματος όλων των ληφθέντων έως τότε δανείων από τους πολίτες (κόκκινων και πράσινων), σε ποσοστό 30% έως 70%, με βάση την πτώση των τιμών των ακινήτων και της οικονομίας γενικότερα, σε συνδυασμό με την ατομική αγοραστική δύναμη των δανειοληπτών. Αυτό είχε ως συνέπεια την παροχή οξυγόνου στην κοινωνία, αλλά και στην οικονομία, η οποία κατάφερε να βγει από τη κρίση και την χρεοκοπία.
Τέλος, η Κύπρος νομοθέτησε την λεγόμενη «ρήτρα προτεραιότητας» του δανειολήπτη έναντι των funds στα οποία οι τράπεζες σκόπευαν να πωλήσουν τα δάνεια, παρέχοντας, έτσι, τη δυνατότητα σε κάθε δανειολήπτη, προσφέροντας αυτός ένα ευρώ παραπάνω από την τιμή με την οποία θα μεταβιβάζονταν στα funds, να αναλάβει ο ίδιος την αποπληρωμή του δανείου.
Τίποτα από αυτά δεν έγινε στη χώρα μας. Αντίθετα, διαπράχθηκαν «διαρκή οικονομικά εγκλήματα», αφενός, με τις ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών με χρήματα των φορολογούμενων, που συσσωρεύθηκαν ως δημόσιο χρέος, χωρίς κανένα, μάλιστα, αποτέλεσμα, αφού τα χρήματα αυτά έχουν «κάνει φτερά», οι δε τράπεζες συνεχίζουν να παραμένουν έως σήμερα οικονομικά «παράσιτα» και, αφετέρου, με την συντελεσθείσα μαζική πώληση των κόκκινων δανείων «αντί πινακίου φακής», σε ξένα και ντόπια funds και τους μαζικούς ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς ακόμα και της πρώτης κατοικίας.
Το φαινόμενο αυτό είναι απλώς ένα οικονομικό ζήτημα, αλλά αγγίζει έναν από τους πιο βασικούς πυλώνες της ελληνικής κοινωνίας, που είναι η ιδιοκατοίκηση, η οποία ανήρχετο σε ποσοστό 70% περίπου, όταν στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, το αντίστοιχο ποσοστό είναι στο 25%. Πίσω της οικονομικής διάστασεως υπάρχουν και άλλες σοβαρές παράμετροι, που αφορούν την εσωτερική συνοχή και τη συγκρότηση της ελληνικής κοινωνίας και του δημοκρατικού πολιτεύματος στη χώρα.
Η Ελλάδα, από τη συγκρότησή της ως νεότερο Κράτος, μετά την Επανάσταση του 1821, λόγω ιδιαιτεροτήτων συγκροτήθηκε σε μεγάλο βαθμό με βάση την μικρο-ιδιοκτητική μορφή παραγωγής, αποτελώντας αυτή βασική κοινωνική δομή στην οποία θεμελιώθηκε η παραγωγή του πρωτογενούς τομέα, η βιοτεχνία και το εμπόριο, το ελεύθερο επάγγελμα και η αυταπασχόληση.
Ο χαρακτήρας αυτός, προσδιορίστηκε από τον μεγάλο ιστορικό Νίκο Σβορώνο, ο οποίος εύστοχα αναφέρει, ότι μια από τις κεντρικές κατευθυντήριες γραμμές της εξέλιξης του Νέου Ελληνισμού, είναι η απουσία των καθαρών γραμμών στην διάρθρωση των κοινωνικών και πολιτικών δομών. Βασικός πυρήνας αυτής της ρευστότητας των κοινωνικών και πολιτικών δομών έιναι αναμφισβήτητα η διάσπαρτη, μικροιδιοκτησία, η οποία έχει μεν κάποιες αρνητικές συνέπειες σε ό,τι αφορά την ορθολογική ανάπτυξη, πλην όμως, αποτελεί βάση της δημοκρατικής και κοινωνικής συνείδησης και της αυτονομίας των πολιτών απέναντι σε κάθε μορφή εξουσίας.