Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ Α.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ Α.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 2022

"Αγάπη στον κρεμνό" -Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (4 Μαρτίου 1851, Σκιάθος - 3 Ιανουαρίου 1911, Σκιάθος)



Ο εκδότης του ΔΟΜΟΥ και των ΑΠΑΝΤΩΝ Δημήτρης Μαυρόπουλος διαβάζει απόσπασμα από το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη "Αγάπη στον κρεμνό"

Τὸ διήγημα «Ἀγάπη στὸν κρεμνὸ» πρωτοδημοσιεύθηκε τὸ 1913, δύο χρόνια μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Παπαδιαμάντη. Τὸ ἀπόσπασμα τῆς διήγησης τοῦ Γιαννιοῦ μᾶς δείχνει ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης εἶχε τὸ χάρισμα νὰ καταργεῖ τὰ ὅρια ἀνάμεσα στὸν πεζὸ καὶ ποιητικὸ λόγο – ὅλα τὰ γραπτά του νὰ εἶναι ποιήματα.

Μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἐπετείου τοῦ θανάτου του, 3 Ἰανουαρίου 1911, θυμίζω ὅτι κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κηδείας του χιόνιζε, καὶ τὸ φέρετρο ποὺ μεταφερόταν ξεσκέπαστο ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν στὰ Μνημούρια, στρώθηκε μὲ χιόνι, σὰν σάβανο. Τὴ συνθήκη αὐτὴ εἶχε περιγράψει ὁ ἴδιος στὸ διήγημα «Ὁ Ἔρωτας στὰ χιόνια», ὅπου ὁ μπαρμπα–Γιαννιός, ὁ ἥρωας τοῦ διηγήματος, πεθαίνει σαβανομένος ἀπὸ τὸ χιόνι: 

«Καὶ ὁ μπαρμπα-Γιαννιὸς ἄσπρισεν ὅλος, κ᾽ ἐκοιμήθη ὑπὸ τὴν χιόνα, διὰ νὰ μὴ παρασταθῇ γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος, αὐτὸς καὶ ἡ ζωή του καὶ αἱ πράξεις του, ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου»

Δημήτρης Μαυρόπουλος


Μουσική: Στέφανος Δορμπαράκης, Λευκό γράμμα, από το ομότιτλο cd

Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2022

Το ἀποχαιρετιστήριο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη



Νίκος Καροῦζος


''Στό ἀποχαιρετιστήριο γεῦμα του στοῦ Μπαρμπαγιάννη ὁ κύρ Ἀλέξανδρος κερνάει ὅποιον περάσει ἀπ' τό μαγαζί. Τοῦ διαλέγει μονάχος του μεζέ, τοῦ γεμίζει τήν κούπα καί τόν βάζει νά τσουγκρίσουν καί νά συχωρεθοῦν.

 Ὁ Μαλακάσης τόν ρωτάει ἄν ἀγόρασε, ὅπως ἔπρεπε, παπούτσια καί ροῦχα γιά νά πάει στό νησί του. - Ἀγόρασα, Μιλτιάδη μου. Δέν ψεύδομαι ἐγώ. Ἀλλά τά πῆρα παλιά. Θέλεις ν' ἁμαρτήσω τώρα στά γεροντάματα; Κι ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα μου, πῶς θά ἐπικαλεστῶ τή μεγάλη εὐχή: ''Εἰ ἐμεγαλοφρόνησα, εἰ περιεβλήθην πλούσια ἱμάτια...''. 

  Ὅταν  ἔρχεται ἡ ὥρα γιά τό λογαριασμό ὁ Μπαρμπαγιάννης κάνει τόν ἀνήξερο. Δέ θέλει νά πάρει χρήματα. - Δέν πειράζει, κύρ Ἀλέξανδρε. Κρατησέ τα νά οἰκονομηθεῖς κι ἀργότερα μοῦ τά στέλνεις. 
-Ὄχι. Ὄχι. Τόν πιάνει ἀπ' τό μπράτσο, τό Μπαρμπαγιάννη, τόν τραβάει λίγο παράμερα καί τοῦ βάζει στό χέρι δυό χαρτονομίσματα.
 -Εἶσαι καλός ἄνθρωπος καί σ' ἔχω στήν ψυχή μου. Κι ἄν σοὔφταιξα καμμιά φορά, ἄνθρωποι εἴμαστε. Δῶσε μου ἄφεση. 

Τήν ἄλλη μέρα, πρωί, ὁ κύρ Ἀλέξανδρος παίρνει παράμερα τήν κυρά-Μαρία, τή σπιτονοικοκυρά του.
 -Αὐτά τά ὀλίγα διά τό ἐνοίκιον.  -Μά γιατί, κύρ- Ἀλέξανδρε; Ἀκόμα δέ βγῆκε ὁ μήνας.
 -Λάβε τα τώρα ὁπού τά ἔχω. Ἄλλωστε εἶναι τά τελευταῖα. Φεύγω γιά τήν πατρίδα. 
- Ἀργότερα τῆς λέει: νά μοῦ ἀνάβεις κανένα κερί, κυρά -Μαρία, ὅταν πεθάνω.
 -Καί ποῦ θά τό μάθω  ἐγώ, κύρ- Ἀλέξανδρε, ὅταν πεθάνεις; Ἐσύ θἄσαι στήν πατρίδα σου. 
-Θά τό μάθεις, κυρά-Μαρία. Νά εἶσαι βέβαιη πώς θά τό μάθεις...".   

Αὐτή ἤτανε στά θλιβερά σκοτάδια τῆς Ἀθήνας ἡ ἐκπληχτική ἀποκορύφωση τοῦ μουσικοῦ συχώριου τῆς Ὀρθοδοξίας μέσα σ' ἕνα παπαδοπαίδι πού βασανίστηκε ἀνυπεράσπιστο. 

Ὑποκλίνομαι.

Νίκος Καροῦζος

Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2021

Ακούστε το διήγημα στον σύνδεσμο που ακολουθεί. Διαβάζει ο Ανδρέας Χατζηδήμου:



Watch this video on YouTube


Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2021

Παπαδιαμάντης και Ντοστογιέφσκυ Έρως και Αγάπη



Είναι άραγε ο Παπαδιαμάντης κι ο Ντοστογιέφσκι ομοούσιοι πλην ετερόσχημοι; Το σίγουρο είναι ότι δεν μοιάζουν «ως δύο σταγόνες ύδατος». Θα παρατηρήσει κανείς ότι ο Ντοστογιέφσκυ πηγαίνει από τον Νόμο στην Γη, ο Παπαδιαμάντης από την Πόλη στην Φύση. Εκ μόνου του προηγούμενου λόγου ο Ντοστογιέφσκυ έγινε αξιομίλητος στην Οικουμένη, όχι για τον Χριστιανισμό του, αλλά για τον Μηδενισμό του, ενώ ο Σκιαθίτης, βασιλιάς σε μια κόχη, δόξασε στον Τόπο ολόκληρο τον Κόσμο. 

Ο Ντοστογιέφσκυ αναζητά, όπως ο Λούθηρος, ένα «Νέο Νόμο», όταν ο Παπαδιαμάντης βλέπει στον Νόμο μια αρχή ακαταλόγιστη και ανυπαίτια, ώστε αυτό που εν τέλει απομένει είναι η Φύση στην συνθήκη μιας ακέραιας αθωότητας, ως εάν η προπατορική Πτώση να μην έλαβε χώρα ποτέ. Ως εκ τούτου ο ήρωας του Ντοστογιέφσκυ ανελκύεται από τον πυθμένα της ύπαρξής του, ενώ αυτός του Παπαδιάμαντη από την ίσαλο γραμμή της μορφής του.

Σάββατο 17 Απριλίου 2021

Ο Παπαδιαμάντης και ο Μεγάλος Κανόνας

Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο

Ο Παπαδιαμάντης και ο Μεγάλος Κανόνας

Σ’ ένα δρόμο της συνοικίας «Ράχη» στην Πορταριά έχει δοθεί το όνομα του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη. Ήταν τόσο μεγάλη η προσωπικότητα του Παπαδιαμάντη στο χώρο της Ελληνικής Λογοτεχνίας, ώστε αρκούσε αυτό και μόνο να εξηγήσει την ονοματοδοσία αυτή. Η αφορμή όμως στο να δοθεί το όνομα του Παπαδιαμάντη σ’ αυτό το δρόμο ήτανε η παρακάτω:

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης είχε έναν αδελφό, το Γιώργη, που είχε παντρευτεί στην Πορταριά και σ’ αυτή εγκαταστάθηκε. Διετέλεσε επί πολλά χρόνια γραμματέας της Κοινότητας Πορταριάς, τότε Δήμου Ορμινίου. Το σπίτι που καθότανε ήταν στην μικρή πλατεία, όπου η θολωτή βρύση και ο μεγάλος πλάτανος της «Ράχης», απέναντι από το αρχοντικό του Τσοποτού, τώρα ξενοδοχείο «Δεσποτικό». Έτσι ο εκφραστής του ταπεινού, του αυθεντικού και αδιάφθορου ελληνικού κόσμου, ο κοσμοκαλόγερος Αλ. Παπαδιαμάντης, είχε επισκεφθεί πολλές φορές την Πορταριά, για να δει τον αδελφό και τα ανήψια του.

Με την ευκαιρία αυτή αξίζει να σας διηγηθώ ένα ανέκδοτο για τον Αλ. Παπαδιαμάντη, που ο παππούς μου ο παπα Αντώνης, παπάς στον Ιερό Ναό των Αγίων Αναργύρων Πορταριάς, από το 1890 έως το 1942, μας είχε διηγηθεί.
Ποια χρονιά ακριβώς συνέβη, δεν το ξέρω. Το παραθέτω όπως μας το διηγήθηκε ο παππούς μου.

Ήτανε Μεγάλη Σαρακοστή, ημέρα Τετάρτη, που διαβάζεται στην Εκκλησία, στον Εσπερινό, ο Μεγάλος Κανόνας του Αγίου Ανδρέου Κρήτης. Βγήκε στην Ωραία Πύλη ο παππούς μου με το βιβλίο στο χέρι, που περιείχε το Μεγάλο Κανόνα, και με το φως της λαμπάδας άρχισε να διαβάζει τα τροπάρια. Ψάλτη δεν είχε και τα τροπάρια έπρεπε να τα διαβάσει μόνος του. Και ήτανε πάρα πολλά.
Διάβασε το πρώτο και πήρε μια βαθειά ανάσα, έτοιμος ν’ αρχίσει το δεύτερο, όταν κάποιος, που στεκότανε όρθιος από το δεξιό μέρος, μπροστά στην κολόνα της εκκλησίας, άρχισε να ψάλλει το δεύτερο τροπάριο. Ο παππούς μου ξαφνιάστηκε λίγο και προχώρησε στο τρίτο. Ο άγνωστος απήγγειλε από στήθους το τέταρτο. Ο παππούς μου, με αγωνία που αυξανόταν, διάβασε την πέμπτη στροφή και ο άγνωστος απήγγειλε από στήθους την έκτη, και ούτω καθεξής, μέχρι το τέλος του μακρού Μεγάλου Κανόνα. Ο παππούς μου διαβάζοντας από το βιβλίο και ο άγνωστος απ’ έξω, χωρίς βιβλίο. Κρύος ιδρώτας περιέλουσε τον παππού μου. Αυτός μετά δυσκολίας, κάτω από το ισχνό φως της λαμπάδας, κατόρθωνε να αναγνώσει τα τροπάρια, ενώ ο άγνωστος δεν εκόμπιαζε καθόλου και τα απήγγελλε μεστά περιεχομένου. Ο φόβος του έβαλε την ιδέα ότι ο ξένος ήταν άγγελος Κυρίου, σταλμένος από το Θεό να ελέγξει αν επιτελεί σωστά το έργο του. Και πρόσθετε ο παππούς μου: «Ήμουν και νέος παπάς…».
Τελείωσε ο Μεγάλος Κανόνας, μπήκε ο παππούς μου μέσα στο Ιερό να βγάλει το πετραχήλι και έως ότου βγει έξω ο άγνωστος είχε εξαφανιστεί. Πράγμα που εμπέδωσε, στη αρχή, την υποψία του αγνού ιερέα για την εξ ουρανών προέλευση του αγνώστου. Το μόνο που, μέσα στην ταραχή του, μπόρεσε να κρατήσει ήτανε το φτωχικό ντύσιμο του απόκοσμου ξένου. Ρώτησε και έμαθε στη συνέχεια ότι αυτός ο άγνωστος, που τόσο συντάραξε τον παππού μου με τις γνώσεις και το παρουσιαστικό του, ήταν ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο αδελφός του Γιώργη, του γραμματέα της Κοινότητας. Πήγε την άλλη μέρα στο σπίτι του αδελφού του για να τον γνωρίσει και είχε να το λέει για την απλότητα του, την ταπεινοφροσύνη του και τη σοφία του.

Να λοιπόν που το χωριό συνδέεται με δεσμούς αίματος με τον μεγάλο Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και πολύ σωστά δόθηκε το όνομα σε ένα δρόμο της συνοικίας που έμενε ο αδελφός του Γιώργης.

Γιώργος Δ. Τσιμπανούλης, Δικηγόρος, Φύλλο υπ’ αρ. 4 της έκδοσης ΠΟΡΤΑΡΙΑ, Ιανουάριος 1999

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2021

“O δύστυχος Σκιαθίτης λιγάκι πριν τον Θάνατο”: Οι τελευταίες μέρες του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη από την πένα του Καρούζου και του Μαλακάση


Συ, που θάμπωσες τον ήλιο, που σ’ εζήλεψ’ η αυγή,

Σπέρμα ουράνιο, ριχμένο, που εβλάστησες στη γη…(1)

Πρόλογος – επιμέλεια: Σπύρος Δημητρίου

Εκατόν δέκα χρόνια συμπληρώθηκαν στις 3 του Γενάρη,  από την κοίμηση του μεγάλου Σκιαθίτη, του Άγιου των Ελληνικών Γραμμάτων, του κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Πέρασε μέσα από τις θύελλες της ζωής του, στην ιστορία του Νέου Ελληνισμού φτάνοντας ως τις μέρες μας, λιτός, σκυφτός, απέριττος,  για την αθανασία της τέχνης. Με το έργο του εξέφρασε την φύση της Πατρίδας και το ήθος της αυθεντικής ζωής του Νεοέλληνα που βρίσκεται σε αρμονία με την ιστορική παίδευση κάτω από τον θόλο της Ορθοδοξίας.

Δεν είναι η προγονοπληξία και η πίστη με την στενή έννοια  που προβάλλει,  αλλά ο πολιτισμός κι η παράδοση που δίνουν το στίγμα, την ιδιοπροσωπία μας ως λαού και ως Έθνους. Γι αυτό  κι η λογοτεχνία κι οι λογοτέχνες, στα χρόνια που ακολούθησαν δεν έπαψαν να διαιωνίζουν το έργο του, να τον τιμούν,  ανεξαρτήτως της οπτικής που ο καθείς έχει. Αυτό το ενωτικό, το μαζί που είναι σπάνιο σε μας,  το πέτυχε  ο κυρ Αλέξανδρος  καταφέρνοντας  να μας αποκαλύψει την ουσία της ζωής, την ουσία του πνεύματος που είναι η υψηλή ποίηση με απλά όμως υλικά όπως η αλήθεια, η «ιερή ζωή», το φως, το ελληνικό φως, η  ελληνική ύπαιθρος, το νησί του.

Ο “ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ” ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΗ ΒΥΤΩΡΟΠΟΥΛΟΥ

Ο μεγάλος Σκιαθίτης, λοιπόν,  άφησε το νησί του και σεργιάνισε το λεπτό του σαρκίο, τη μοναχική και δύσκολή ζωή του εις τας Αθήνας, από την Δεξαμενή μέχρι κάτω από τον βράχο της Ακρόπολης. Σπούδασε, έγραψε, συνομίλησε, αφουγκράστηκε το χτύπο της ζωής σε δρόμους και σοκάκια της πόλης , σε καφενεία και ταβέρνες,  αντάμα με απλούς ανθρώπους και συνοδεία λίγων κι εκλεκτών.  Ο ποιητής Μιλτιάδης Μαλακάσης, συνοδοιπόρος στην τέχνη μα συνάμα φίλος απ’ τους λίγους  του κυρ Αλέξανδρου,  γράφει στο περιοδικό της «Νέας Εστίας» τις θύμισες  για τις περιπλανήσεις τους στην Αθήνα της εποχής:

«Σε όλα δε αυτά τα κέντρα, τα φτωχομάγαζα, τα λαϊκά και απλά ο κύρ Αλέξαντρος ήτανε το είδωλο. Πολλές φορές έτρωγε, εσηκώνονταν, έφευγε, σκυθρωπός και αμίλητος, πολλές φορές και χωρίς να αποχαιρετήση και κανέναν. Όταν έφευγε, ο καταστηματάρχης εσημείωνε την τιμή του λιτού του γεύματος σ’ ένα ανοιχτό μπροστά του βιβλίο των πελατών του. όπου πήγαινε για φαγητό, ήξερε πως θα έφευγε ανενόχλητα. Τις μεγάλες γιορτές, τόσον ο κύριος Πρόεδρος, ο αμαξάς, όσο και διάφοροι μικρομπακάληδες, που τον σερβίριζαν  τις καθημερινές, τον προσκαλούσαν να φάγη στο σπίτι των, οικογενειακώς. Πολλές φορές αποδέχονταν , προ πάντων αν εκτιμούσε το κρασί των». (2)

Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2021

ΠΙΟ ΕΠΙΚΑΙΡΟ ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ...

Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο

Ένα καταπληκτικό κείμενο του 1896 από τον Αλ. Παπαδιαμάντη για το Νέο Έτος - όχι πολύ γνωστό φιλολογικό σημείωμα - υπό μορφή πρωτοχρονιάτικου άρθρου. Δημοσιεύθηκε πριν από 125 χρόνια στην αθηναϊκή εφημερίδα «Ακρόπολις».

Έχει τον τίτλο «Οἰωνός», τίτλος ο οποίος σχετίζεται με τον περίφημο ομηρικό στίχο –αποφθεγματική ρήση/ομολογία φιλοπατρίας- (στο Μ 243) της Ιλιάδος: ΕΙΣ ΟΙΩΝΟΣ ΑΡΙΣΤΟΣ, ΑΜΥΝΕΣΘΑΙ ΠΕΡΙ ΠΑΤΡΗΣ (=Ένα είναι το καλύτερο σημάδι, ο καλύτερος οιωνός: το να πολεμάει κανείς υπερασπιζόμενος την πατρίδα του).

Σε αυτό το πρωτότυπο και απίστευτα επίκαιρο δημοσίευμα, ο Σκιαθίτης ενώ ξεκινά με μια διάθεση φιλολογική (στην εισαγωγή του κάνει τρείς κειμενικές αναφορές σε αντίστοιχους κλασσικούς συγγραφείς, Όμηρο, Κικέρωνα και Πλάτωνα), συνεχίζει με μια σύντομη διήγηση, την οποία χρησιμοποιεί ως παράδειγμα (λίαν τολμηρό και στην σύλληψη και στην διατύπωση) –ειδικά στο β’ μέρος του - για το άστοχο της αναζήτησης «οιωνών, καλών δηλ. σημαδιών και ευνοϊκών προβλέψεων.

«Οι μόνοι αληθείς οιωνοί είναι τα πράγματα» επισημαίνει ο Παπαδιαμάντης και κλείνει το άρθρο του με μια σύντομη αναφορά στα εθνικά ζητήματα.

Σ’ αυτό το κομμάτι (που αναδεικνύει το όλο δημοσίευμα σε μαρτυρία μνημειώδους για τον μέγα συγγραφέα πολιτικής τόλμης) με μια σειρά ρητορικών ερωτήσεων και κατάλληλων κριτικών τοποθετήσεων σε γλώσσα που σφύζει από το πάθος της φιλοπατρίας, αποδεικνύει πως «το αμύνεσθαι περι πάτρης» δεν συγκινεί την πολιτική ηγεσία της Ελλάδας.
Αντίθετα, για την πνευματική και κοινωνική παρακμή, τον ηθικό εκφυλισμό, την πολιτική φαυλότητα ακόμα και αυτήν την οικονομική καταστροφή με την συντελεσθείσα (και ακόμα πρόσφατη τότε) χρεοκοπία της ορφανεμένης από φιλοπάτριδες ηγέτες χώρας μας, καταδεικνύει ως υπεύθυνους τους άστοργους (σαν …τις μητριές! -όπως λέει) πολιτικούς.

«Οἰωνός» Παπαδιαμάντης Ἀλέξανδρος

Tὸ ἐκήρυξεν ὁ θεῖος Ὅμηρος πρὸ ἐτῶν τρισχιλίων: Εἷς οἰωνὸς ἄριστος !...Εὗρεν εὐκαιρίαν νὰ βάλῃ εἰς τὸ στόμα τοῦ Ἕκτορος ὅλην τὴν ἀηδίαν, ὅσην τοῦ ἐνέπνεον κατὰ βάθος οἰωνοὶ καὶ οἰωνοσκόποι, καίτοι, λόγῳ τοῦ ἐπικοῦ ἀξιώματος, ἦτο ἠναγκασμένος, ὁ θεσπέσιος, νὰ περιγράφῃ μετὰ μεγάλης σοβαρότητος ὅλας τὰς τελετὰς καὶ τὰς ἀσκήσεις τῶν θυσιῶν, καὶ τῶν οἰωνῶν, καὶ τῶν μαντευμάτων. Καὶ ὁ Κάτων, ὁ ἄκαμπτος Ρωμαῖος, εἶπε, χίλια ἔτη ὕστερον: Si augur augurem...Δηλαδή, ἐὰν οἰωνοσκόπος συναντήσῃ οἰωνοσκόπον, δὲν ἠμπορεῖ νὰ κράτησῃ τὰ γέλια...Οἱ μόνοι ἀληθεῖς οἰωνοὶ εἶναι τὰ πράγματα. Πλήν, ἂν ὑπάρχωσιν ἄλλοι συμβολικοί, ἐναέριοι ἢ ἐπίγειοι οἰωνοί, ἔρχονται ἐπικουρικῶς μόνον, διὰ ν' ἀνοίξουν τὰ ὄμματα τῶν τυφλῶν, ὅσοι δὲν βλέπουν τὰ πράγματα. Ἀφοῦ αἰτήσω συγγνώμην ἀπὸ τὸν ἀναγνώστην διὰ τὸ βάναυσον καὶ ὄχι πολὺ κόσμιον ἴσως τοῦ συμβόλου ἐνταῦθα, θὰ διηγηθῶ ἕνα οἰωνόν.
Ἕνα καιρόν, δύο νέοι, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ εἷς μοὶ ἐτύγχανε, διὰ νὰ εἴπω κατὰ Πλάτωνα, ἐγγύτατα γένους ὤν καὶ ἐν τῷ αὐτῷ οἰκῶν, ἔκαμναν τὸν ἔρωτα εἰς μίαν νέαν, ἥτις δὲν εἶχεν εἴδησιν τοῦ πράγματος. Διότι εἶχεν ἴσως τόσους λατρευτάς, ὅσας χιλιάδας προῖκα. Δὲν εἶχε καιρὸν ἡ ἰδία, μὲ τὰς ἁβρὰς καὶ τρυφερὰς χεῖράς της, καὶ μὲ τοὺς μεγάλους τακεροὺς ὀφθαλμούς της, νὰ μετρήσῃ οὔτε τὸν σωρὸν τῆς μιᾶς οὔτε τὴν ἄγελην τῶν ἄλλων.

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2021

ΒΙΝΤΕΟ – Σαν σήμερα έφυγε από τη ζωή ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης





Η εκπομπή εστιάζεται περισσότερο πάνω στην προσωπικότητα του συγγραφέα, μια προσωπικότητα αντιφατική, ιδιόμορφη, δύσκολη και μυστική.

Γιατί, τι άλλο είναι το ταλέντο, όπως είπε ο Γιώργος Xειμωνάς, παρά μία τεράστια προσωπικότητα;

Και ο Παπαδιαμάντης, ως πρόσωπο, “μάγεψε ” τους ανθρώπους που τον γνώρισαν από κοντά, όσο και τους μεταγενέστερους που τον γνώρισαν με την γραφή του.

Η εκπομπή “παρακολουθεί” τα βήματά του στην Αθήνα και την Σκιάθο, από μία ολονυχτία στη μνήμη του στο εκκλησάκι του Άγιο Ελισαίου στο Μοναστηράκι όπου έψελνε, μέχρι το έρημο κάστρο της Σκιάθου.
Συναντάει ανθρώπους που συνδέονται μαζί του , είτε ως απόγονοι των ηρώων του, είτε ως μελετητές του, είτε ως φύλακες της κληρονομιάς του στην Σκιάθο. Και τέλος παρουσιάζει τον ίδιο, με το πρόσωπο του ηθοποιού Ντίνου Μακρή, αυτοβιογραφούμενο μέσα από τα λεγόμενα του και τα διηγήματα του. Τον άνθρωπο Παπαδιαμάντη που έζησε ενάντια στο ρεύμα της εποχής του και που δεν ήθελε παρά να “ομοιάζει μόνο με τον εαυτόν του” και να «ασχολείται με το Ωραίον».

Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2020

Σταύρος Ζουμπουλάκης: Ο Παπαδιαμάντης και η Αθήνα

Πώς έζησε στην Αθήνα αυτός ο άνθρωπος που νοσταλγεί διαρκώς το νησί του, τι είδε στην Αθήνα και στους ανθρώπους της;


Σταύρος Ζουμπουλάκης


Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης συγκεντρώνει σε έναν τόμο τα «Αθηναϊκά» του Παπαδιαμάντη (Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης - ΜΙΕΤ) και μας ξεναγεί στου Ψυρρή.

Ένας συγγραφέας που έχουμε συνδέσει με τη Σκιάθο, που έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής του στην Αθήνα. Τον έχουν χαρακτηρίσει κοσμοκαλόγερο, εκκεντρικό, ιδιόρρυθμο, μποέμ. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, όμως, δεν χρειάστηκε να αναζητήσει ούτε για μια στιγμή την προσωπική του ταυτότητα. Ήταν αυτό που ήταν και –πάνω απ’ όλα– έγραφε αυτό που ήταν. Τα «Αθηναϊκά», τα κείμενα που έγραψε όταν έμενε στην Αθήνα, κυκλοφόρησαν πρόσφατα από το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης μαζί με μία επεξηγηματική, πλούσια και… συγκινητική σε σημεία Εισαγωγή του Σταύρου Ζουμπουλάκη.

Συνέντευξη του Σταύρου Ζουμπουλάκη για τα «Αθηναϊκά»

Τι ήταν αυτό που σας έκανε να ασχοληθείτε σε αυτή τη χρονική στιγμή με ένα βιβλίο που περιλαμβάνει κείμενα του Παπαδιαμάντη;
Η έκδοση δεν έχει καμία σχέση με την παρούσα στιγμή. Με ενδιέφερε πάντα πώς έζησε στην Αθήνα αυτός άνθρωπος που νοσταλγεί διαρκώς το νησί του, τι είδε στην Αθήνα και στους ανθρώπους της. Υπάρχει ωστόσο και μια βιογραφική πτυχή, δική μου, σε αυτό το ενδιαφέρον. Δούλεψα δεκατέσσερα χρόνια στη γειτονιά που ζούσε ο Παπαδιαμάντης, στου Ψυρρή. Τα γραφεία και η αποθήκη της Εστίας ήταν χαμηλά στην Ευριπίδου, στο 84, κοντά στην πλατεία Ελευθερίας (Κουμουνδούρου), πολύ κοντά στην ταβέρνα του Καχριμάνη. Εκεί πέρναγα όλη την ημέρα, εκεί έτρωγα πολλές φορές τα μεσημέρια. Γνώρισα την περιοχή σημείο προς σημείο. Κατά παράδοξο τρόπο υπήρχε ακόμη η σκιά του εκεί. Άκουγες να σου λένε εδώ έμενε ο Παπαδιαμάντης, εδώ έτρωγε ο Παπαδιαμάντης… Αστήρικτα βέβαια όλα αυτά. Πριν από λίγα χρόνια ξενάγησα ανθρώπους στην Αθήνα του Παπαδιαμάντη, στο πλαίσιο ενός προγράμματος ξεναγήσεων του Athens Walking Stories. Μου έκανε εντύπωση ο μεγάλος αριθμός των ανθρώπων που συμμετείχαν, μολονότι δεν ήταν δωρεάν, αλλά και το μεγάλο ενδιαφέρον τους. Όταν λοιπόν μου έγινε πρόταση από τον Διονύση Καψάλη να επιμεληθώ έναν τόμο με διηγήματα του Παπαδιαμάντη, η απόφαση ήταν εύκολη: τα αθηναϊκά. Στην αρχή πηγαίναμε για μια ανθολογία, για να μην είναι ογκώδες το βιβλίο. Καθώς δυσκολευόμουν να διαλέξω, πρότεινα διστακτικά στον Διονύση Κ. μήπως θα γινόταν να τα βάλουμε όλα. Το δέχτηκε ασμένως. Πρόσθεσα στο τέλος, ως επιστέγασμα, και το «Αι Αθήναι ως ανατολική πόλις». Αυτή είναι η μικρή ιστορία της έκδοσης.

Τρίτη 4 Αυγούστου 2020

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης:''Ρεμβασμὸς τοῦ Δεκαπενταυγούστου'' (1906)


Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης:''Ρεμβασμὸς τοῦ Δεκαπενταυγούστου'' (1906)

( Άπαντα τόμος 4ος, Σελ. 85-97)
''...Ἀνάμεσα εἰς συντρίμματα καὶ ἐρείπια, λείψανα παλαιᾶς κατοικίας ἀνθρώπων ἐν μέσῳ ἀγριοσυκῶν, μορεῶν μὲ ἐρυθροὺς καρπούς, εἰς ἔρημον τόπον, ἀπόκρημνον ἀκτὴν πρὸς μίαν παραλίαν βορειοδυτικὴν τῆς νήσου, ὅπου τὴν νύκτα ἑπόμενον ἦτο νὰ βγαίνουν καὶ πολλὰ φαντάσματα, εἴδωλα ψυχῶν κουρασμένων, σκιαὶ ἐπιστρέφουσαι, καθὼς λέγουν, ἀπὸ τὸν ἀσφοδελὸν λειμῶνα, ἀφήνουσαι κενὰς οἰμωγὰς εἰς τὴν ἐρημίαν, θρηνοῦσαι τὸ πάλαι ποτὲ πρόσκαιρον σκήνωμά των εἰς τὸν ἐπάνω κόσμον ― ἐκεῖ ανάμεσα ἐσώζετο ἀκόμη ὁ ναΐσκος τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας...''

ΠΗΓΗ: Δημήτρης Σταματάκης

Κυριακή 19 Απριλίου 2020

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: "...ἔχει καὶ θὰ ἔχῃ διὰ παντὸς ἀνάγκην τῆς θρησκείας του"

Η εικόνα ίσως περιέχει: ένα ή περισσότερα άτομα, άτομα κάθονται και γένι

"Ἄγγλος ἢ Γερμανός ἢ Γάλλος δύναται νὰ εἶναι κοσμοπολίτης ἢ ἀναρχικὸς ἢ ἄθεος ἢ ὅ,τιδήποτε. Ἔκαμε τὸ πατριωτικόν χρέος του, ἔκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα εἶναι ἐλεύθερος νὰ ἐπαγγέλλεται, χάριν πολυτελείας, τὴν ἀπιστίαν καὶ τὴν ἀπαισιοδοξίαν. Ἀλλὰ Γραικύλος τῆς σήμερον, ὅστις θέλει νὰ κάμῃ δημοσίᾳ τὸν ἄθεον ἢ τὸν κοσμοπολίτην, ὁμοιάζει μὲ νᾶνον ἀνορθούμενον ἐπ᾽ ἄκρων ὀνύχων καὶ τανυόμενον νὰ φθάσῃ εἰς ὕψος καὶ φανῇ καὶ αὐτὸς γίγας. Τὸ ἑλληνικὸν ἔθνος, τὸ δοῦλον, ἀλλ᾽ οὐδὲν ἧττον καὶ τὸ ἐλεύθερον, ἔχει καὶ θὰ ἔχῃ διὰ παντὸς ἀνάγκην τῆς θρησκείας του"

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Λαμπριάτικος ψάλτης

Σάββατο 21 Μαρτίου 2020

Η χολέρα στην Ελλάδα του 1865 και ο Παπαδιαμάντης

Το επόμενο κείμενο είναι απόσπασμα από το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Βαρδιάνος στὰ σπόρκα» (1893).  «Σπόρκος» λέγεται αυτός που έχει μολυνθεί, που βρίσκεται σε καραντίνα εξαιτίας μολυσματικής νόσου· μολυσμένος, επιχόλερος [< ιταλική sporco < λατινική spurcus.]
«Ἐναντίον τῆς χολέρας τοῦ 1865 διετάχθησαν ἐν Ἑλλάδι μακραὶ καὶ αὐστηραὶ καθάρσεις. Τότε τὰ νεόκτιστα λοιμοκαθαρτήρια τοῦ τόπου δὲν ἤρκεσαν πλέον καὶ δὲν ἐκρίθησαν κατάλληλα διὰ τὸν σκοπὸν τῶν καθάρσεων, καὶ διετάχθη πρὸς τοῖς ἄλλοις νὰ συσταθῇ ἔκτακτον λοιμοκαθαρτήριον ἐπὶ τῆς ἐρημονήσου Τσουγκριᾶ. Τὰς πρώτας ἡμέρας τοῦ Αὐγούστου εἶχαν καταπλεύσει ὀλίγα πλοῖα. Μετὰ δύο ἢ τρεῖς ἡμέρας ὁ ἀριθμὸς τῶν κατάπλων ἐδιπλασιάσθη.
Θὰ ἔλεγέ τις ὅτι ἡ χολέρα ἦτο μόνον πρόφασις, καὶ ὅτι ἡ ἐκμετάλλευσις τῶν ἀνθρώπων ἦτο ἡ ἀλήθεια. Τὸ δαιμόνιον τοῦ φόβου εἶχεν εὕρει ἑπτὰ ἄλλα δαιμόνια πονηρότερα ἑαυτοῦ, καὶ εἶχε λάβει κατοχὴν ἐπὶ τοῦ πνεύματος τῶν ἀνθρώπων.
Θὰ ἔλεγέ τις ὅτι ἡ χολέρα ἦτο μόνον πρόφασις, καὶ ὅτι ἡ ἐκμετάλλευσις τῶν ἀνθρώπων ἦτο ἡ ἀλήθεια. Τὸ δαιμόνιον τοῦ φόβου εἶχεν εὕρει ἑπτὰ ἄλλα δαιμόνια πονηρότερα ἑαυτοῦ, καὶ εἶχε λάβει κατοχὴν ἐπὶ τοῦ πνεύματος τῶν ἀνθρώπων.
Τὴν ἑπομένην ἑβδομάδα εἶχον ἔλθει πλείονα τῶν 30 μεγάλων ἱστιοφόρων, καὶ πάμπολλα μικρὰ καΐκια. Περὶ τὰ μέσα τοῦ Αὐγούστου, ὁ ἀριθμὸς τῶν βρικίων, καὶ μεγάλων σκουνῶν, τῶν καθαριζομένων περὶ τὴν νῆσον Τσουγκριᾶν, ἀνῆλθεν εἰς πεντήκοντα, καὶ τὰ μικρὰ καΐκια ὑπερέβησαν τὰ ἑκατόν. Τὰ ἑκατὸν πεντήκοντα ταῦτα πλοῖα εἶχον φέρει πλείονας τῶν τρισχιλίων ἐπιβατῶν, ἐκτὸς τοῦ ἀριθμοῦ τῶν πληρωμάτων. Ἔξω, εἰς τὸν Τσουγκριᾶν μεγάλη δραστηριότης ἐπεκράτει. Ὁ μαστρο-Στάθης ὁ Χερχέρης, ὅστις εἶχεν ἀναλάβει τὴν κατασκευὴν τῶν παραπηγμάτων, εἶχεν ἀρχίσει μετὰ ζήλου τὴν ἐργασίαν του. Εἶχε συναινέσει χάριν τῆς ἐργασίας, νὰ «σπορκαρισθῇ»* ἑκουσίως, ἤτοι νὰ συγκοινωνήσῃ ἐξ ἀνάγκης μὲ τοὺς ἐν καθάρσει καὶ μετάσχῃ καὶ αὐτὸς τῆς καθάρσεως. Εἰς τὴν ἀπόφασίν του ταύτην τὸν ἠκολούθησαν φιλοτίμως τέσσαρες ἐκ τῶν συναδέλφων του τεκτόνων ἐργαζόμενοι ὑπὸ τὰς διαταγάς του. Ὁ μαστρο-Στάθης ὁ Χερχέρης ἐκάρφωνε μικρὰν δοκὸν ἐδῶ, μίαν σανίδα ἐκεῖ, καὶ εἶτα ἔτρεχε παρέκει. Ἤρχιζεν ἓν παράπηγμα, ἐκάρφωνε τρεῖς σανίδας διὰ τοῖχον, δύο πέταυρα διὰ στέγην, εἶτα τὸ ἄφηνεν ἀτελές, καὶ ἤρχιζεν ἄλλο παράπηγμα.
Ἀφοῦ εἶχεν ἐμπήξει ἕνα πάλον εἰς τὴν γῆν, ἀρκετὰ στερεὰ ὥστε νὰ μὴ ἀνατρέπεται ὑπὸ τοῦ ἐλαφροῦ ἀνέμου, καὶ ἀρκετὰ ρηχά, ὥστε νὰ σείηται ὅλος εἰς πᾶσαν ἐπαφήν, ἐκάρφωνεν ὁριζοντίως μίαν δοκίδα, ἐνεπήγνυε δεύτερον πάλον εἰς τὸ ἀμμῶδες ἔδαφος, ἐκάρφωνε μίαν σανίδα ἀπὸ τὸ ἓν μέρος, τὴν ἄφηνεν ἀκάρφωτην ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος καὶ εἶτα μετέβαινεν εἰς ἄλλο παράπηγμα. Ἄφηνεν ἕνα τῶν τεχνιτῶν του, τὸν νεώτερον, ν᾽ ἀποτελειώσῃ τὸ παράπηγμα, καὶ αὐτὸς ἔτρεχε νὰ θεμελιώσῃ ἄλλο. Εἶτα μετεκάλει τὸν μαθητευόμενόν του εἰς τὸν ὁποῖον εἶχε δώσει ἐντολὴν ν᾽ ἀποτελειώσῃ τὸ ἡμιτελὲς παράπηγμα, καὶ τὸν διέταττε νὰ ἐργασθῇ εἰς τὸ δεύτερον, ἀφήνων μὲ δύο σανίδας καὶ μὲ τρεῖς ἀστηρίκτους δοκίδας κλονούμενον τὸ παλαιόν. Ἐντὸς μιᾶς ἑβδομάδος εἶχε κατασκευάσει οὕτω πλείονα τῶν εἴκοσι παραπήγματα, μεγάλα καὶ μικρά, ἀλλ᾽ ὀλίγα τούτων εἶχον φατνωμένας μὲ σανίδας τὰς πλευράς, κανὲν δὲν εἶχε σκεπασμένην μὲ στέγην τὴν κορυφήν, ὅπως στεγάσῃ ἀνθρώπους. Ἐν τῷ μεταξὺ τὰ πρωτοβρόχια ἤρχισαν πρώιμα, καὶ ἡ συρροὴ τῶν ταξιδιωτῶν ἦτο μεγάλη. Πολλοὶ τῶν ταξιδιωτῶν ἐπροτίμων νὰ μένωσιν ἐπὶ τῶν πλοίων, εἰς τὰ ὁποῖα ἄλλως θὰ ἐστενοχωροῦντο νὰ μένωσι περισσότερον. Γυναῖκες, παῖδες καὶ κοράσια ὑπέφερον ἐπὶ τῶν πλοίων, ἂν καὶ ἦσαν ἠγκυροβολημένα ταῦτα.

Δευτέρα 2 Μαρτίου 2020

Αποκριάτικη Νυχτιά - Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Αποκριά στην Αθήνα 1 Ιανουαρίου 1878 Νικόλαος Γύζης
Αθηναϊκά διηγήματα 


«Ερρέμβαζεν εξηπλωμένος επί της
κλίνης του, ο Σπύρος ο Βεργουδής,
πτωχός σπουδαστής, πρωτοετής της
φιλοσοφικής σχολής, όστις και αν ήθελε να εισέλθει εις τον κόσμον δεν είχε τα μέσα.»

Το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Αποκριάτικη Νυχτιά» πρωτοδημοσιεύτηκε στις 17 Φεβρουαρίου του 1892 στην εφημερίδα «Εφημερίς» των Αθηνών. Είναι έργο αθηναϊκό, ηθογραφικό, σατιρικό και αυτοψυχογραφικό, γιατί ο Σπύρος Βεργουδής είναι ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης, στα πρώτα δραματικά του χρόνια στην Αθήνα. Το χιούμορ, οι εξαιρετικής δύναμης περιγραφές των χαρακτήρων και των καταστάσεων, η ενδελεχής αναφορά στα ήθη και τα έθιμα της εποχής και η ψυχολογική ανατομία των προσώπων, το καθιστούν σπάνιο δείγμα διηγηματικής γραφής σε συνδυασμό με την μοναδική και τόσο χαρακτηριστικής ακρίβειας γλώσσα του.

Ἀποκριάτικη νυχτιά
Ἐὰν δὲν ἦτο ἐπιμελὴς σπουδαστὴς ὁ Σπύρος ὁ Βεργουδής, καὶ δὲν εἶχε τυχὸν πῶς νὰ περνᾷ τὰς ὥρας του, κατὰ τὰς πολυημέρους διακοπὰς τῶν ἑορτῶν καὶ τῆς Ἀπόκρεω, ἠδύνατο νὰ εὕρῃ δουλειὰ καθήμενος εἰς τὸ παράθυρον καὶ θεώμενος καὶ ἀκούων τὰ τελούμενα. Δὲν ἦτο δρόμος, ἦτο αὐλή, παμπάλαιος, εὐρεῖα, ἀκανόνιστος, μὲ τοὺς τοίχους ὑψηλοὺς ἀλλ᾽ ἀνίσου ὕψους, περιβάλλουσα μίαν τῶν παλαιοτέρων οἰκιῶν παρὰ τὴν ἀνέρπουσαν ἐσχατιὰν τῆς ἀρχαίας πόλεως, πρὸς τὴν Ἀκρόπολιν, ὑψηλά, παρὰ τὸ Ἁγιοταφίτικον. 

Αἱ τρεῖς ἐνοικάρισσαι τοῦ ἰσογείου, ἡ κυρα-Κατίγκω ἡ Χρίσταινα, μετὰ τῆς ἀγάμου ἀδελφῆς της Φρόσως, καὶ ἡ γρια-Βαγγελὴ ἡ Λεμονού, μετὰ τῆς κόρης της τῆς Γεώργαινας, καὶ ἡ Σταματούλα ἡ Γεμενίτσα μετὰ τῆς ψυχοκόρης της τῆς Μαρούσας, ἐμάλωναν διὰ κάθε τι, συχνότατα, σχεδὸν τρὶς τῆς ἑβδομάδος. Συνήθως, ἡ κατέχουσα τὸ μεσαῖον οἴκημα, ἡ Λεμονού, πότε ἐκ τῆς παραμικρᾶς ἀφορμῆς, πότε ἄνευ ἀφορμῆς ὡρισμένης, τὰ ἔβαζε σήμερον μὲ τὴν μίαν, αὔριον μὲ τὴν ἄλλην τῶν δύο γειτονισσῶν της. Καὶ τὰς μὲν ἑορτάς, ἀντὶ νὰ εὑρίσκωσιν ὕλην ὅπως κακολογῶσιν ἄλλας ἔξω τῆς αὐλῆς διερχομένας ἢ ἡσύχως εἰς τὰς οἰκίας των καθημένας γυναῖκας, προχειρότερον εὕρισκον νὰ τὰ χαλοῦν μεταξύ των. Ἐὰν τυχὸν ἡ μία τῶν τριῶν, ἡ ἀδελφὴ τῆς μιᾶς ἢ ἡ κόρη τῆς ἄλλης ἐστολίζετο, ἡ ἄλλη ἔμενε πεισματωδῶς μὲ τὰ καθημερινά της, διὰ νὰ ἔχῃ ἀφορμὴν νὰ κακολογῇ τὴν στολισμένην, ὅτι «δὲν ξέρει νὰ φορέσῃ τὸ φουστάνι της», κ᾽ ἔλεγε: «Κοίταξέ τηνε! μοῦ στολίστηκε σὰ νύφη· τὸ χάλι της, δὲν τὸ βλέπει!» Τὰς δὲ καθημερινάς, ἄλλοτε αἱ δύο, ἄλλοτε καὶ αἱ τρεῖς, εἶχαν μπουγάδα, καὶ ὅλον τὸ πλυσταρεῖον, καὶ ὅλος ὁ χῶρος τῆς αὐλῆς, δὲν τὰς ἤρκει διὰ ν᾽ ἁπλώσωσι τὰ μοσχοπλυμένα των.

Συχνὰ ἡ γρια-Βαγγελὴ ἡ Λεμονού, ἀφοῦ ὠνείδιζε τὴν ἐκ δεξιῶν καὶ τὴν ἐξ ἀριστερῶν πάροικόν της, ὡς ἀπρόκοφτην, ὡς ἄπραχτην*, ὡς ἀπασσάλωτην*, αὐτὴ πρώτη θέτουσα τὸ «πρόσφωλο»*, αἴφνης εἰρήνευεν, ἐμειδία, κ᾽ ἔλεγεν ὅτι αὐτὴ ἔχει δουλειὰ νὰ κάμῃ, ὅτι «δὲν χαλνᾷ τὴ ζαχαρένια της», καὶ ὅτι δὲν τὰς συνερίζεται ν᾽ ἀπαντᾷ εἰς τὰς μομφάς των. Ἄλλοτε πάλιν ἡ Σταματούλα ἡ Γεμενίτσα ἔπαιρνε λόγια ἀπὸ τὴν μίαν κ᾽ ἔβαζε μαναφούκια* εἰς τὴν ἄλλην, καὶ εἶτα ἐν ἀνέσει ἐνετρύφα εἰς τὸν καυγάν, ἱσταμένη παράμερα. Ἐμάλωναν διὰ κάθε πρᾶγμα, διὰ μίαν σκάφην ἀναποδογυρισμένην ὀλίγον λοξὰ εἰς τὸ πλυσταρεῖον, δι᾽ ὀλίγες σταλαματιὲς θερμοῦ χυθείσας κατὰ γῆς, δι᾽ ὀλίγας δράκας στάκτης περισσότερον ἢ ὀλιγώτερον ριφθείσας εἰς τὴν κόφαν. Μιᾷ τῶν ἡμερῶν, ἡ γραῖα Βαγγελὴ ἐθύμωσεν ἐναντίον τῆς Κατίγκως τῆς Χρίσταινας, διότι αὕτη ἐκαυχήθη ὅτι πληρώνεται πρὸς εἴκοσι λεπτὰ τὰ ὑποκάμισα τῆς κόλλας, καὶ τὴν ὠνόμασε «τριγυρισμένην»* καὶ «πομπιωμένην»*, ἄλλοτε πάλιν ἡ Κατίγκω ἐσήκωσε χεῖρα ἐναντίον τῆς Μαρούσας, τῆς ψυχοκόρης τῆς Σταματούλας, καλέσασα αὐτήν, δεκατετραετῆ μόλις, «μωρὴ μπασταρδού!» διότι τὴν εἶδε νίπτουσαν τὰς χεῖρας πλησίον εἰς τὴν κόφαν τῆς μπουγάδας μὲ τὰ ροῦχα. Μὲ αὐτὰ ἐπερνοῦσαν τὰς ἡμέρας των εἰς τὴν εὐρεῖαν αὐλὴν τῆς παμπαλαίου οἰκίας αἱ τρεῖς αὗται πτωχαὶ γυναῖκες.
Τὴν ἑσπέραν πάλιν, ὁ Σπύρος ὁ Βεργουδὴς θὰ εὕρισκε δουλειάν, ἂν ἤθελε, μὲ σβηστὴν τὴν λάμπαν, νὰ μένῃ εἰς τὸ ἀνώγεων δωμάτιόν του καὶ νὰ ἵσταται ὄπισθεν τοῦ ἀνατολικοῦ παραθύρου, κατασκοπεύων τοὺς εἰσερχομένους, ἢ νὰ κολλᾷ τὸ οὖς εἰς τὴν κλειδότρυπαν, ἀκροώμενος λόγους καὶ κρότους καὶ ψιθυρισμούς. Αὕτη ἦτο ἡ κυρία εἴσοδος τῆς οἰκίας, δι᾽ ἧς εἰσήρχετο καὶ αὐτὸς εἰς τὸ πενιχρὸν δωμάτιόν του, εἴσοδος ἐπίσημος, διὰ τῆς ὁποίας ἔμβαιναν ὅλοι οἱ συγγενεῖς, φίλοι καὶ γνώριμοι τῆς οἰκίας, κατὰ ἑκατοντάδας ἀριθμούμενοι

Καὶ ἂν ἤθελε νὰ μεταβῇ πρὸς στιγμὴν εἰς τὸ ἄλλο παράθυρον τοῦ δωματίου του, πρὸς μεσημβρίαν βλέπον, ἀπ᾽ ἐκεῖ θ᾽ ἀντίκρυζε τὴν ἄλλην, τὴν μικρὰν εἴσοδον, συνεχομένην μὲ τὸ μαγειρεῖον, ὅπου διημέρευε συνήθως ἡ κυρία Ζαχαρού, ἡ μήτηρ τῆς οἰκογενείας, καπνίζουσα ἀνέτως τὰ τσιγαρέτα της. Ἦτο οἰκία ὅπου ἠδύνατό τις νὰ παίξῃ ἐν ἀνέσει τὸ κρυφτάκι, καὶ ἄλλας παιδιάς. Δύο ἄνθρωποι, ὁ πρῶτος κυνηγούμενος ὑπὸ τοῦ δευτέρου, ἢ ἀδιακρίτως κυνηγοῦντες ἀλλήλους, χωρὶς νὰ φαίνεται τίς ὁ διώκων καὶ τίς ὁ φεύγων, ἠδύναντο νὰ εἰσέρχωνται καὶ νὰ ἐξέρχωνται ἀλλεπαλλήλως διὰ τῶν δύο θυρῶν, ἐπὶ ἡμέρας καὶ νύκτας, χωρὶς ὁ εἷς νὰ φθάσῃ ποτὲ ἢ ν᾽ ἀντικρύσῃ τὸν ἕτερον.


Καὶ ἂν ἐπέστρεφε πάλιν πρὸς τὸ παράθυρον τὸ ἀνατολικόν, ἢ πρὸς τὴν μικράν του θύραν, καὶ ἐπεσκόπει τὴν κυρίαν εἴσοδον, ἐκεῖ ἤκουεν, ἅμα ἐνύκτωνε, κάθε πέντε κάθε δέκα λεπτά, νὰ κρούεται ἡ θύρα. Καὶ ἤχει ἐσωτερικῶς ἐλαφρὸν βῆμα καὶ θροῦς ἐσθῆτος, καὶ ἤνοιγεν ἡ θύρα, καὶ εἰσήρχοντο οἱ ἐπισκέπται, καὶ τότε ἤκουε καλησπέρες καὶ χαιρετισμοὺς καὶ προσρήσεις, κ᾽ ἐνίοτε φιλήματα… μεταξὺ γυναικῶν, οἷα συνηθίζουσι φορτικῶς ν᾽ ἀνταλλάσσωσιν αἱ ἀπόγονοι τῆς Εὔας, κατὰ τὰ ἐξιππασμένα καὶ φραγκοποτισμένα ἤθη μας. Σπεύδω νὰ εἴπω, πρὸς καθησύχασιν τοῦ ἀναγνώστου, ὅτι τὰ ἤθη τῆς οἰκογενείας, περὶ ἧς ὁ λόγος, ἀνειμένα κατὰ τὸ φαινόμενον, πράγματι ἦσαν αὐστηρά.

Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2020

Πώς πέθανε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Αποτέλεσμα εικόνας για παπαδιαμαντησ

Λίγο πριν κλείσει τα μάτια του άρχισε να ψέλνει «Την χείρα σου την αψαμένην»

Οι τελευταίες ημέρες και ώρες του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, του «αγίου των ελληνικών γραμμάτων» που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 59 ετών στις 3 Ιανουαρίου 1911, περιγράφονται σε ένα σημείωμα από τον εξάδελφό του και διηγηματογράφο Αλέξανδρο Μωραϊτίδη.
Στην εφημερίδα Πρωτεύουσα της 8ης Νοεμβρίου 1921, ο αρθρογράφος «Ενδυμίων» δημοσιεύει το σημείωμα και αναφέρει πώς έφτασε στα χέρια του: «Ο σεβαστός μου διδάσκαλος Αλέξανδρος Μωραϊτίδης μού έκανε μίαν μεγάλην τιμήν. Από την Σκιάθον, όπου μετέβη δι’ ολίγον καιρόν, μού απέστειλε εν σπάνιον όσον και περίεργον σημείωμά του, γραμμένον εις το περιθώριο ενός περιοδικού, και αναφερόμενον εις την ασθένειαν και τον θάνατον του αγαπητού του Αλεξανδρή, του μεγάλου Παπαδιαμάντη».
Το σημείωμα του Μωραϊτίδη έχει ως εξής:

ΠΩΣ ΑΠΕΘΑΝΕΝ Ο ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Πολλάκις όλην την ημέραν διήρχετο σιωπών. Ήτο εις το δωμάτιόν του πάντοτε. -Πώς βαστά να μην ομιλή τόσας ώρας; έλεγον αι αδελφαί του. Κατόπιν έλεγε –Έ, τώρα λέτε ό,τι θέλετε, να διασκεδάσωμεν. 29 Νοεμβρίου εξελθών το πρωί έφερεν από την αγοράν μπαρμπούνια. Έφαγε φασόλια το μεσημέρι. –Ψήστε ένα… Τού έψησαν. –Αυτό βράδυ το τρώμε. Δεν έφαγεν όμως το βράδυ. Εξημέρωσεν άσχημα. Την νύκτα τού έβρασαν τρία ζεστά.
Είχε δύσπνοιαν. Από 30 Νοεμβρίου ήτο πλέον κλινήρης. Μίαν ημέραν κατέβη εις την αυλίτσαν. Ελιποθύμησε. Μόλις τον επρόφθασαν να μην πέσει και σκοτωθεί. Όταν συνήλθε, μάς ηρώτησε –Τι μου συνέβη; Ακούσας ότι ελιποθύμησεν –Ε! θα πεθάνω, είπε. Τόσα χρόνια δεν ελιποθύμησα. Τα κορίτσια έκλαιον. –Ε! δεν πεθαίνω, τα ενεθάρρυνε. Να πάρουμε, του είπαν τα κορίτσια, γιατρό; -Θα καλέσωμεν πρώτον τον ουράνιον ιατρόν, απήντησεν. Εκάλεσαν όμως τα κορίτσια ιατρόν. Αλλά δεν τον εδέχθη. Ξαναήλθεν ο ιατρός. Δεν τον εδέχθη. Το βράδυ ήλθεν ο Παπανδρέας και εδιάβασε Παράκλησιν. Ύστερα εδέχθη και τον ιατρόν. Επρίσθηκαν τα πόδια του. Είχε δύσπνοιαν. Διήρκησεν η ασθένια 35 ημέρας, κατά τας οποίας ήτο κλινήρης. Μετάλαβε τρεις φοράς εις το διάστημα αυτό. Έκαμεν ευχέλαιον. Του εδιάβαζεν ο Παπανδρέας την μεγάλην συγχωρητικήν Ευχήν· αυτήν ήθελεν. –Την μεγάλην Ευχήν, Παπανδρέα, τού έλεγεν. Του αγίου Βασιλείου το βράδυ μετάλαβε δια τελευταίαν φοράν. Όταν εβράδυασε καλά, ανεσηκώθη ολίγον ωσάν ενθουσιασμένος από κάποιαν ανάμνησιν. Ηκροάτο σιωπών το τραγούδι του αγίου Βασιλείου, όπου το ετραγουδούσαν τα παιδιά εις το αγαπημένον του καφενείον, εις την παραλίαν. –Τι ωραία που το πάνε ‘ς του Λάμπρου! Είπε. Και μετ’ ολίγον προσέθηκε –Να ήμουν κ’ εγώ κειδά!
Εζήτησεν έπειτα βιβλίον να διαβάσει. Του έδωσαν τον Σαίξπηρ. Το έλαβεν αλλά δεν ημπόρεσε να διαβάσει. Δεν έβλεπεν, αν και το φως ήτο πολύ.

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2020

Δέηση γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ Παπαδιαμάντη



Εικόνα από:info-war.gr
(Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης,  γεννήθηκε στὴ Σκιάθο στὶς 3 Μαρτίου τοῦ 1851. Κοιμήθηκε τὸ ξημέρωμα τῆς 3ης Ἰανουαρίου τοῦ 1911)
******

 
Λάμπρος Πορφύρας


Χριστέ μου, δόστου τὴ χαρά, τὴ μόνη ποὺ μποροῦσε
νὰ σοῦ ζητήσῃ ἀπάνω ἐκεῖ νοσταλγικὰ ἡ ψυχή του.
κάνε τὸ θάμμα κι ἄσε τον νὰ ζήσῃ ὅπως ἐζοῦσε
σὲ μία μεριὰ πού, τάχατες, νὰ μοιάζῃ τὸ νησί του.
.
Νἆναι τὰ βράχια στὸ γκρεμὸ βαθιὰ κουφαλιασμένα,
νἄχῃ σωριάσει ἡ θάλασσα στὴν ἀμμουδιὰ τὰ φύκια,
κι ἀράδα-ἀράδα στὸ γιαλὸ δεμένα, ἀποσταμένα,
νὰ σιγοτρίζουν τὰ φτωχὰ σκιαθίτικα καΐκια.
.
Νἆναι οἱ νησιώτισσες οἱ γριές, κ᾿ οἱ νιές, οἱ πεθαμένες
αὐτὲς ποὺ τὶς θλιμμένες τους μᾶς ἔλεγε ἱστορίες –
νὰ γνέθουν τὸ λινάρι οἱ γριὲς στὴν πόρτα καθισμένες,
καὶ δίπλα στὰ παράθυρα ν᾿ ἀνθίζουν οἱ γαζίες.
.
Κ᾿ ὕστερα ἀκόμα νἆναι ἐλιές, καὶ νἆναι κυπαρίσσια,
σκυμμένα νἆναι καὶ τὸ φῶς τ᾿ ἀχνὸ νὰ προσκυνᾶνε,
νὰ τόνε περιμένουνε στὸν κάμπο τὰ ξωκκλήσια
Καὶ τὴν καμπάνα τους μακρυὰ οἱ ἀγγέλοι νὰ χτυπᾶνε.
.
Δόστου, Χριστέ μου, τὴ στερνὴ χαρὰ νὰ ἰδῇ καὶ πάλι
τὴ γνώριμή του τὴ ζωὴ κοντὰ στ᾿ ἀκροθαλάσσι!
Ἄχ, ἔτσι ἀθῴα, κ᾿ ἔτσι ἁπλὰ κι ἁγνὰ τὴν εἶχε ψάλει,
ποὺ τῆς ἀξίζει ἐκεῖ ψηλὰ μαζὶ μ᾿ αὐτὸν ν᾿ ἁγιάσει.

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ, στα 1911, αποδημεί εις ουρανούς ο Αλ. Παπαδιαμάντης...

Αποτέλεσμα εικόνας για παπαδιαμαντησ

Νίκος Σταθόπουλος


ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ, στα 1911, αποδημεί εις ουρανούς ο Αλ. Παπαδιαμάντης...
..........."Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης" καλεί η φωνή..."..απών.." βουρκώνει ο αντιφωνητής...
............διότι ο Μέγας της νεοελληνικής καθολικής συνείδησης είναι κάπου αλλού και όχι εδώ..
...........είναι πια ένας "γραφικός φολκλορικός θεούσης" που κακοποιείται βάναυσα και στους κυνόδοντες μιας "σύγχρονης κουλτούρας" η οποία τον "προσαρμόζει" γλωσσικά και τον κατακερματίζει με μοντερνίστικο φιλολογισμό..
............η πολύ μεγάλη πλειονότης, τον αγνοεί ακόμα και τυπικά, δηλαδή σε σπουδή των έργων του, και τον fbκίζει ασύστολα, τον θεαματοποιεί αναίσχυντα...
.............σε μια απεχθή εποχή αλαλάζουσας αντιπνευματικότητας, με τα εθνικά μας σε επικίνδυνη τροχιά και την πολιτισμική μας ιδιοπροσωπία ολοένα και συρρικνούμενη, ο θλιβερός ενταφιασμός του λυτρωτικού Σκιαθίτη, εντείνει την εθνική μας μοναξιά, δυναμώνει την φωταγωγημένη παρακμή...
..............γιατί ο κυρ Αλέξανδρος είναι μέγας ανατόμος του τραγικού μας είναι, με εποικοδομητική θητεία στις διαλεκτικές της ιστορικής μας ταυτότητας, και καθόλου δεν είναι ένας "παλιακός ευλαβιστής" με θρησκευτικούς τύπους και εθνικιστικές προκαταλήψεις...
..............σε βιωματική ανταπόκριση με τον φτωχό πλησίον, ανιχνεύει τους όρους και τα όρια της εκκλησιαστικής κοινότητας ενός καθαρού αγαπητικού χριστιανισμού..
.............δηλαδή, με μια γνήσια ελληνική γλώσσα, ανεκτίμητο θησαυροφυλάκιο πολιτισμού και εμβάθυνσης των δεσμών, μοχθεί να φωτίσει τις αποτυχίες του εθνικού εκκλησιαστικού φρονήματος, ώστε από το άσφαιρο "κεράκι" στα χέρια ολέθριων "λαδικών" να μεταβούμε αναγεννητικά στην κουλτούρα της σχέσης με θεμέλιο την ηθική του δώρου...
.............βαθιά ερωτικός και με έναν ανατρεπτικό κοσμικό ασκητισμό, βλέπει τον τόπο στην εσωτερική φθορά του και "διδάσκει" μια ρεαλιστική συνείδηση αγάπης...
...........γλυκός, ανθρώπινος, άμεσος, κάνει λογοτεχνικές αναπαραστάσεις στο σχήμα της παραβολής, ώστε ο αναγνώστης να ζήσει όψεις της εμπειρίας του και να αναστοχαστεί επί του οικείου του πραγματικού.
...............την ώρα που τα παρόντα κακορίζικα πλήθη εντρυφούν στις μετριάτζες του δυτικού κατακερματισμού με τα μπερδεμένα λεξιτεχνάσματα περί των δεινοπαθούντων σώψυχων του ξεσαλωμένου υποκειμένου : αυτός ο απίθανα ελεύθερος "δούλος Κυρίου", προτάσσει τους καημούς και τις ήττες της ψυχής μέσα στα ερείπια της κοινότητας...
...............δεν τον αγαπούν οι σημερινοί, ακριβώς γιατί είναι αποτυχημένα "υποκείμενα" μιας ατομικιστικής παρακμής στο όριο του μηδενός...
..............το μόνο που μπορούν αυτοί, είναι να κάνουν χαρωπό παβλοφισμό απέναντι στη "λάμψη" των σύγχρονων Εμπόρων των Εθνών...

___ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ __ (4.3.1851 - 3.1.1911)


Αποτέλεσμα εικόνας για παπαδιαμαντησ


Από Κωνσταντίνο Κωνσταντόπουλο


Σαν σήμερα, σαν τώρα στις 2.00 π.μ., ξημερώνοντας η 3η Ιανουαρίου, κοιμήθηκε ο ταπεινός και αξεπέραστος Άγιος των Νεοελλενικών Γραμμάτων, το "Έαρ και το Πάσχα της Ελληνικής Λογοτεχνίας"...




"Μάνα μου, εγώ ’μαι τ’ άμοιρο, το σκοτεινό τρυγόνι"
(ένα νεανικό ποίημά του προς την μητέρα του)

Μάνα μου, εγώ ’μαι τ’ άμοιρο, το σκοτεινό τρυγόνι,
όπου το δέρνει ο άνεμος, βροχή που το πληγώνει.
Το δόλιο! όπου κι αν στραφή κι απ’ όπου κι αν περάση,
δε βρίσκει πέτρα να σταθή, κλωνάρια να πλαγιάση.

Εγώ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ’ αποδαρμένη,
μέσα σε πέλαγο ανοιχτό, σε θάλασσ’ αφρισμένη,
παλαίβω με τα κύματα χωρίς πανί, τιμόνι,
κι άλλη δεν έχω άγκουρα πλην την ευχή σου μόνη.

Στην αγκαλιά σου τη γλυκειά, μανούλα μου, ν’ αράξω,
μεσ’ στο βαθύ το πέλαγο αυτό πριχού βουλιάξω.

Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2019

Η Σαπφώ Νοταρά Διαβάζει Παπαδιαμάντη

Αποτέλεσμα εικόνας για ΣΑΠΦΩ ΝΟΤΑΡΑ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ


1. Υπηρέτρα 00:00:01

2. Το σπιτάκι στο λιβάδι 00:24:10

3. Φώτα ολόφωτα 00:49:00

4. Ωχ, βασανάκια 01:11:00

5. Το καμίνι 01:36:00

6. Το μοιρολόγι της φώκιας

7. Έρωτας στα χιόνια 02:05:00
 



ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ:

ΚΛΙΚ ΣΤΙΣ ΕΙΚΟΝΕΣ...

https://m.lifo.gr/articles/book_articles/84888
https://m.lifo.gr/articles/retronaut_articles/213589/aytoptis-martys-ti-mera-poy-o-papadiamantis-fotografithike-stin-plateia-deksamenis

 
https://m.lifo.gr/articles/opinions/85178



Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2019

Η Σταχομαζώχτρα Χριστουγεννιάτικο διήγημα Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη διαβάζει η Σοφία Χατζή





Η ΣΤΑΧΟΜΑΖΩΧΤΡΑ

(ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟΝ ΔΙΗΓΗΜΑ)

Μεγάλην ἐξέφρασεν ἔκπληξιν ἡ γειτόνισσα τὸ Ζερμπινιώ, ἰδοῦσα τῇ ἡμέρᾳ τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους 187… τὴν θεια-Ἀχτίτσα φοροῦσαν καινουργῆ μανδήλαν, καὶ τὸν Γέρο καὶ τὴν Πατρώνα μὲ καθαρὰ ὑποκαμισάκια καὶ μὲ νέα πέδιλα.
Τοῦτο δὲ διότι ἦτο γνωστότατον ὅτι ἡ θεια-Ἀχτίτσα εἶχεν ἰδεῖ τὴν προῖκα τῆς κόρης της πωλουμένην ἐπὶ δημοπρασίας πρὸς πληρωμὴν τῶν χρεῶν ἀναξίου γαμβροῦ, διότι ἦτο ἔρημος καὶ χήρα καὶ διότι ἀνέτρεφε τὰ δύο ὀρφανὰ ἔγγονά της μετερχομένη ποικίλα ἐπαγγέλματα. Ἦτο (ἂς εἶναι μοναχή της!) ἀπ᾽ ἐκείνας ποὺ δὲν ἔχουν στὸν ἥλιο μοῖρα. Ἡ γειτόνισσα τὸ Ζερμπινιὼ ᾤκτειρε τὰς στερήσεις τῆς γραίας καὶ τῶν δύο ὀρφανῶν, ἀλλὰ μήπως ἦτο καὶ αὐτὴ πλουσία, διὰ νὰ ἔλθῃ αὐτοῖς ἀρωγὸς καὶ παρήγορος;
Εὐτυχὴς ὁ μακαρίτης, ὁ μπαρμπα-Μιχαλιός, ὅστις προηγήθη εἰς τὸν τάφον τῆς συμβίας Ἀχτίτσας, χωρὶς νὰ ἴδῃ τὰ δεινὰ τὰ ἐπικείμενα αὐτῇ μετὰ τὸν θάνατόν του. Ἦτο καλῆς ψυχῆς, ἂς εἶχε ζωή! ὁ συχωρεμένος. Τὰ δύο παιδιά, «τὰ ἀδιαφόρετα*», ὁ Γεώργης καὶ ὁ Βασίλης, ἐπνίγησαν βυθισθείσης τῆς βρατσέρας των τὸν χειμῶνα τοῦ ἔτους 186… Ἡ βρατσέρα ἐκείνη ἀπωλέσθη αὔτανδρος, τί φρίκη, τί καημός! Τέτοια τρομάρα καμμιᾶς καλῆς χριστιανῆς νὰ μὴν τῆς μέλλῃ.
Ὁ τρίτος ὁ γυιός της, ὁ σουρτούκης, τὸ χαμένο κορμί, ἐξενιτεύθη, καὶ εὑρίσκετο, ἔλεγαν, εἰς τὴν Ἀμερικήν. Πέτρα ἔρριξε πίσω του. Μήπως τὸν εἶδε; Μήπως τὸν ἤκουσεν; Ἄλλοι πάλιν πατριῶτες εἶπαν ὅτι ἐνυμφεύθη εἰς ἐκεῖνα τὰ χώματα, κ᾽ ἐπῆρε, λέει, μιὰ φράγκα. Μιὰ ᾽γγλεζοπούλα, ἕνα ξωθικό, ποὺ δὲν ἤξευρε νὰ μιλήσῃ ρωμέικα. Μὴ χειρότερα! Τί νὰ πῇ κανείς, ἠμπορεῖ νὰ καταρασθῇ τὸ παιδί του, τὰ σωθικά του, τὰ σπλάγχνα του;
Ἡ κόρη της ἀπέθανεν εἰς τὸν δεύτερον τοκετόν, ἀφεῖσα αὐτῇ τὰ δύο ὀρφανὰ κληρονομίαν. Ὁ πατεριασμένος* τους ἐζοῦσε ἀκόμα (ποὺ νὰ φτάσουν τὰ μαντᾶτα του, ὥρα τὴν ὥρα!), μὰ τί νοικοκύρης, τὸ πρόκοψε ἀλήθεια! Χαρτοπαίκτης, μέθυσος καὶ 〈μὲ〉 ἄλλας ἀρετὰς ἀκόμη. Εἶπαν πὼς ξαναπαντρεύτηκε ἀλλοῦ, διὰ νὰ πάρῃ καὶ ἄλλον κόσμον εἰς τὸν λαιμόν του, ὁ ἀσυνείδητος! Τέτοιοι ἄντρες!… Ἔκαμε δὰ κι αὐτὴ ἕνα γαμπρό, μὰ γαμπρὸ (τὸ λαμπρό* τ᾽ νὰ βγῇ!).
Τί νὰ κάμῃ, ἔβαλε τὰ δυνατά της, κ᾽ ἐπροσπαθοῦσε ὅπως-ὅπως νὰ ζήσῃ τὰ δύο ὀρφανά. Τί ἀξιολύπητα, τὰ καημένα! Κατὰ τὰς διαφόρους ὥρας τοῦ ἔτους, ἐβοτάνιζε, ἀργολογοῦσε*, ἐμάζωνε ἐλιές, ἐξενοδούλευε. Ἐμάζωνε κούμαρα καὶ τὰ ἔβγαζε ρακί. Μερικὰ στέμφυλα ἀπ᾽ ἐδῶ, καμπόσα βότσια ἀραβοσίτου ἀπ᾽ ἐκεῖ, ὅλα τὰ ἐχρησιμοποίει. Εἶτα κατὰ Ὀκτώβριον, ἅμα ἤνοιγαν τὰ ἐλαιοτριβεῖα, ἔπαιρνεν ἕνα εἶδος πῆχυν, ἓν πενηντάρι ἐκ λευκοσιδήρου, μίαν στάμναν μικράν, κ᾽ ἐγύριζεν εἰς τὰ ποτόκια*, ὅπου κατεστάλαζαν αἱ ὑποστάθμαι τοῦ ἐλαίου, κ᾽ ἐμάζωνε τὴν μούργα. Διὰ τῆς μεθόδου ταύτης ᾠκονόμει ὅλον τὸ ἐνιαύσιον ἔλαιον τοῦ λυχναρίου της.

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2019

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης "Ο έρωτας στα χιόνια"...

Αποτέλεσμα εικόνας για ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΑ ΧΙΟΝΙΑ


".... − Σεβτὰς εἶν' αὐτός, δὲν εἶναι τσορβάς …· ἔρωντας εἶναι, δὲν εἶναι γέρωντας.
Τὸ ἔλεγε τόσον συχνά, ὥστε ὅλες οἱ γειτονοποῦλες ὁποὺ τὸν ἤκουαν τοῦ τὸ ἐκόλλησαν τέλος ὡς παρατσούκλι: «Ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ὁ Ἔρωντας».
Διότι δὲν ἦτο πλέον νέος, οὔτε εὔμορφος, οὔτε ἄσπρα εἶχεν. Ὅλα αὐτὰ τὰ εἶχε φθείρει πρὸ χρόνων πολλῶν, μαζὶ μὲ τὸ καράβι, εἰς τὴν θάλασσαν, εἰς τὴν Μασσαλίαν....
....Ἐξεπιάσθη ἀπὸ τὴν λαβήν του. Ἐκλονήθη, ἐσαρρίσθη, ἔκλινε καὶ ἔπεσεν. Ἐξηπλώθη ἐπὶ τῆς χιόνος, καὶ κατέλαβε μὲ τὸ μακρόν του ἀνάστημα ὅλον τὸ πλάτος τοῦ μακροῦ στενοῦ δρομίσκου.
Ἅπαξ ἐδοκίμασε νὰ σηκωθῇ, καὶ εἶτα ἐναρκώθη. Εὕρισκε φρικώδη ζέστην εἰς τὴν χιόνα.
«Εἶχαν οἱ φωτιὲς ἔρωτα!… Εἶχαν οἱ θηλιὲς χιόνια!»
Καὶ τὸ παράθυρον πρὸ μιᾶς στιγμῆς εἶχε κλεισθῆ. Καὶ ἂν μίαν μόνον στιγμὴν ἠργοπόρει, ὁ σύζυγος τῆς Πολυλογοῦς θὰ ἔβλεπε τὸν ἄνθρωπον νὰ πέσῃ ἐπὶ τῆς χιόνος.
Πλὴν δὲν τὸν εἶδεν οὔτε αὐτὸς οὔτε κανεὶς ἄλλος. Κ' ἐπάνω εἰς τὴν χιόνα ἔπεσε χιών. Καὶ ἡ χιὼν ἐστοιβάχθη, ἐσωρεύθη δύο πιθαμάς, ἐκορυφώθη. Καὶ ἡ χιὼν ἔγινε σινδών, σάβανον.
Καὶ ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ἄσπρισεν ὅλος, κ' ἐκοιμήθη ὑπὸ τὴν χιόνα, διὰ νὰ μὴ παρασταθῇ γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος, αὐτὸς καὶ ἡ ζωή του καὶ αἱ πράξεις του, ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου."




Ο Κώστας Καστανάς διαβάζει Χριστουγεννιάτικα διηγήματα: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης "Ο έρωτας στα χιόνια"...


Ο έρωτας στα χιόνια - Παπαδιαμάντης_Μέρος 1ο




Η Σαπφώ Νοταρά διαβάζει το διήγημα "Ο έρωτας στα χιόνια" του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Ο ήχος είναι από το αρχείο της ΕΡΤ.


Ό έρωτας στα χιόνια - Παπαδιαμάντης_Μέρος 2ο

height="315" 

src="https://www.youtube.com/embed/Lo79sx55zGc" frameborder="0" allow="accelerometer; autoplay; encrypted-media; gyroscope; picture-in-picture" allowfullscreen>



Έρωτας στα χιόνια  - Γεράσιμος Ανδρεάτος|Χρυσόστομος Σταμούλης


Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος

Ο έρωτας στα χιόνια

Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΑ ΧΙΟΝΙΑ

Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος. Χριστούγεννα, Ἅις−Βασίλης, Φῶτα.
Καὶ αὐτὸς ἐσηκώνετο τὸ πρωί, ἔρριπτεν εἰς τοὺς ὤμους τὴν παλιὰν πατατούκαν του, τὸ μόνον ροῦχον ὁποὺ ἐσώζετο ἀκόμη ἀπὸ τοὺς πρὸ τῆς εὐτυχίας του χρόνους, καὶ κατήρχετο εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, μορμυρίζων, ἐνῷ κατέβαινεν ἀπὸ τὸ παλαιὸν μισογκρεμισμένον σπίτι, μὲ τρόπον ὥστε να τὸν ἀκούῃ ἡ γειτόνισσα:
− Σεβτὰς εἶν' αὐτός, δὲν εἶναι τσορβάς …· ἔρωντας εἶναι, δὲν εἶναι γέρωντας.
Τὸ ἔλεγε τόσον συχνά, ὥστε ὅλες οἱ γειτονοποῦλες ὁποὺ τὸν ἤκουαν τοῦ τὸ ἐκόλλησαν τέλος ὡς παρατσούκλι: «Ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ὁ Ἔρωντας».
Διότι δὲν ἦτο πλέον νέος, οὔτε εὔμορφος, οὔτε ἄσπρα εἶχεν. Ὅλα αὐτὰ τὰ εἶχε φθείρει πρὸ χρόνων πολλῶν, μαζὶ μὲ τὸ καράβι, εἰς τὴν θάλασσαν, εἰς τὴν Μασσαλίαν.
Εἶχεν ἀρχίσει τὸ στάδιόν του μὲ αὐτὴν τὴν πατατούκαν, ὅταν ἐπρωτομπαρκάρησε ναύτης εἰς τὴν βομβάρδαν τοῦ ἐξαδέλφου του. Εἶχεν ἀποκτήσει, ἀπὸ τὰ μερδικά του ὅσα ἐλάμβανεν ἀπὸ τὰ ταξίδια, μετοχὴν ἐπὶ τοῦ πλοίου, εἶτα εἶχεν ἀποκτήσει πλοῖον ἰδικόν του, καὶ εἶχε κάμει καλὰ ταξίδια. Εἶχε φορέσει ἀγγλικὲς τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλὰ καπέλα, εἶχε κρεμάσει καδένες χρυσὲς μὲ ὡρολόγια, εἶχεν ἀποκτήσει χρήματα· ἀλλὰ τὰ ἔφαγεν ὅλα ἐγκαίρως μὲ τὰς Φρύνας εἰς τὴν Μασσαλίαν, καὶ ἄλλο δὲν τοῦ ἔμεινεν εἰμὴ ἡ παλιὰ πατατούκα, τὴν ὁποίαν ἐφόρει πεταχτὴν ἐπ' ὤμων, ἐνῷ κατέβαινε τὸ πρωὶ εἰς τὴν παραλίαν, διὰ νὰ μπαρκάρῃ σύντροφος μὲ καμμίαν βρατσέραν εἰς μικρὸν ναῦλον, ἢ διὰ νὰ πάγῃ μὲ ξένην βάρκαν νὰ βγάλῃ κανένα χταπόδι ἐντὸς τοῦ λιμένος.
Κανένα δὲν εἶχεν εἰς τὸν κόσμον, ἦτον ἔρημος. Εἶχε νυμφευθῆ, καὶ εἶχε χηρεύσει, εἶχεν ἀποκτήσει τέκνον, καὶ εἶχεν ἀτεκνωθῆ.
Καὶ ἀργὰ τὸ βράδυ, τὴν νύκτα, τὰ μεσάνυκτα, ἀφοῦ ἔπινεν ὀλίγα ποτήρια διὰ νὰ ξεχάσῃ ἢ διὰ νὰ ζεσταθῇ, ἐπανήρχετο εἰς τὸ παλιόσπιτο τὸ μισογκρεμισμένον, ἐκχύνων εἰς τραγούδια τὸν πόνον του:
Σοκάκι μου μακρὺ−στενό, μὲ τὴν κατεβασιά σου,
κάμε κ' ἐμένα γείτονα μὲ τὴν γειτόνισσά σου.
Ἄλλοτε παραπονούμενος εὐθύμως: