Πριν οκτώ χρόνια, εν μέσω της χυδαίας γερμανικής προπαγανδιστικής επίθεσης εναντίον των Ελλήνων και της χώρας μας, οι εκδόσεις "Πόλις" κυκλοφόρησαν ένα μυθιστόρημα του Hans Fallanda με τίτλο "Μόνος στο Βερολίνο". Εκτυλίσσεται στο Βερολίνο το 1940, ο ναζισμός στο απόγειό του, ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος έχει ξεσπάσει.
Ο συγγραφέας οδηγεί την περιγραφή του σε κοινωνικό βάθος που φτάνει στους κοινούς καθημερινούς ανθρώπους. Στις σχέσεις επικρατεί ο κανιβαλισμός, ακόμη και μέσα σε μια ταπεινή οικογένεια στην οποία ο ναζιστής γιος βασανίζει τα υπόλοιπα μέλη, τα οποία ωστόσο δεν είναι αντιναζιστές. Όλοι μαζί κατακλέβουν και τρομοκρατούν μια Εβραία γειτόνισσα που μισοκρύβεται. Πρόκειται για αμιγώς κοινωνικό και ιστορικό μυθιστόρημα. Πολλά πρόσωπα και όλα αποπνέουν βία, απελπισία αλλά δεν κάνουν τίποτε για αυτό.
Ένα ζευγάρι μόνο που έχει χάσει το παιδί του, διανέμει στον πόλεμο κρυφά ελάχιστες, μάλλον χειρόγραφες, προκηρύξεις εναντίον του Χίτλερ. Αυτό το ζευγάρι είναι μόνο του στο Βερολίνο και στη Γερμανία των 69,8 εκατομμυρίων το 1940. Τι έγιναν οι μόλις πριν εφτά χρόνια κομμουνιστές με 13,5% στις εκλογές, οι ιστορικοί Σοσιαλδημοκράτες με το πολλαπλάσιο ποσοστό που κράταγαν από τη Δεύτερη Διεθνή, εκείνη η θαυμαστή εργατική τάξη οργανωμένη σε τόσο δυναμικά συνδικάτα; Τι έγιναν όλοι οι σπουδαίοι Γερμανοί καλλιτέχνες και επιστήμονες;
Καταιγιστική προπαγάνδα
Ασφαλώς ο "τρόμος και η αθλιότητα του Γ' Ράιχ", ο συνδυασμός καταιγιστικής προπαγάνδας, διαρκούς απειλής και ωφελημάτων σε όσους ήταν υποστηρικτές, συνιστούσε αποτελεσματικό συνδυασμό ενσωμάτωσης του πληθυσμού. Επιπλέον, η εργατική τάξη βρήκε δουλειές στις βιομηχανίες επανεξοπλισμού της Γερμανίας και αρκετοί καλλιτέχνες και λίγοι επιστήμονες μετανάστευσαν. Από το 1933 στήθηκαν τα πρώτα στρατόπεδα εγκλεισμού για πολιτικούς αντιφρονούντες, γινόντουσαν δολοφονίες αντιναζιστών στους δρόμους και το κοινωνικό τοπίο εκκαθαρίστηκε σε υψηλό βαθμό.
Όλα αυτά δεν αποτελούσαν ειδικά γνωρίσματα της ναζιστικής Γερμανίας. Και σε άλλες πολλές χώρες, και ευρωπαϊκές, υπήρξαν στρατόπεδα πολιτικών κρατουμένων, εντατική προπαγάνδα, αστυνομικός έλεγχος, διώξεις πολιτικών αντιφρονούντων και όλα τα σχετικά, εκτός από τις δημόσιες δολοφονίες. Η γερμανική μοναδικότητα αναδύεται από μαζικές συλλογικές πράξεις.
Αυτές μόνο αποτελούν το κατεξοχήν αδιάψευστο κριτήριο για την ιστορική αποτίμηση κάθε λαού, κοινωνικής ομάδας, πολιτικής ηγεσίας. Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, λοιπόν, εμπεδώθηκαν στην Ευρώπη πολλά φασιστικά, με την ευρεία έννοια, καθεστώτα. Ελλάδα, Βουλγαρία, Ισπανία, Πορτογαλία, Γαλλία, Ουγγαρία, φυσικά Ιταλία, Γερμανία και αλλού.
Από όλα αυτά τα καθεστώτα, ένα μόνο, το ναζιστικό, επινόησε, σχεδίασε και εφάρμοσε την εξολόθρευση με βιομηχανικό τρόπο κοινών, άοπλων, σχεδόν παραδομένων από τον φόβο και απολύτως αθώων, ανθρώπων της διπλανής πόρτας. Σαν να σκότωναν απλώς κατσαρίδες, το ναζιστικό καθεστώς ήταν το μόνο στον πλανήτη που εκτέλεσε, όχι ένοπλους αλλά κοινούς αθώους ανθρώπους: έξι εκατομμύρια Εβραίους, πέντε εκατομμύρια μέλη εθνικών μειονοτήτων, άγνωστο αριθμό άλλων, έτσι χωρίς απολύτως κανέναν στρατιωτικό ή πολιτικό λόγο.
Χωρίς αισθήσεις
Τα εκατομμύρια των Γερμανών και Γερμανίδων που ζούσαν γύρω από αυτά τα στρατόπεδα δεν έβλεπαν, δεν άκουγαν, αλλά δεν μύριζαν κιόλας. Είχαν, μάλλον, χάσει τις αισθήσεις τους από την ταύτιση με το καθεστώς. Σε αυτή τη μαζική αναισθησία θα πρέπει να συνέβαλε το γεγονός ότι οι Γερμανοί στρατιώτες εισέπρατταν το 30% του μισθού τους και το υπόλοιπο 70% πήγαινε κατευθείαν στις οικογένειές τους. Είχαν κάθε συμφέρον να μην μυρίζουν την αποφορά της ανθρώπινης σάρκας από τους ναζιστικούς φούρνους.
Το γερμανικό ναζιστικό καθεστώς ήταν επίσης το μόνο το οποίο αιχμαλώτιζε απλούς πολίτες. Στη συνέχεια, τους έστελνε στη Γερμανία, στα μεγάλα ιδιωτικά εργοστάσια για αναγκαστική εργασία σε άθλιες συνθήκες, και επισήμως τους έδιναν κατά μέσο όρο οκτώ μήνες ζωής. Κάτι σαν ανταλλακτικά μηχανής. Ευρωπαϊκοί λαοί αντιστάθηκαν στην αναγκαστική επιστράτευση, αλλά οι μόνοι που κέρδισαν αυτή την μάχη ήταν οι Ελληνίδες και οι Έλληνες πολίτες, επειδή αντιστάθηκαν μέχρι τέλους.