Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 17 Απριλίου 2023

Σαν σήμερα το 1927 γεννήθηκε ο Gabriel García Márquez,



Σαν σήμερα το 1927 γεννήθηκε ο Gabriel García Márquez, ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς όλων των εποχών. Μερικά από τα λόγια του:

1. Δεν σε αγαπάω για αυτό που είσαι, αλλά για αυτό που γίνομαι όταν είμαι πλάι σου. 
2. Κανείς δεν αξίζει τα δάκρυά σου, και αυτός που τα αξίζει δεν θα σε κάνει να κλάψεις. 
3. Αν κάποιος δεν σε αγαπάει όπως ακριβώς θέλεις, δεν σημαίνει ότι δεν σε αγαπάει με όλη του την ύπαρξη. 
4. Ο αληθινός φίλος είναι αυτός που κρατάει το χέρι σου και αγγίζει την καρδιά σου.

Δευτέρα 10 Απριλίου 2023

Ντοστογιέβσκη, Έγκλημα και τιμωρία, τ. Β', μετ. Α. Αλεξάνδρου



Δημήτρη Μπαλτά (επιμέλεια)


"- Πού είναι το μέρος που λέει για τον Λάζαρο; Ρώτησε ξαφνικά.

Η Σόνια κοίταζε επίμονα το πάτωμα και δεν απαντούσε. Στεκόταν κάπως πλάγια στο τραπέζι.

-Που είναι το μέρος για την ανάσταση του Λαζάρου; Βρές μου το, Σόνια.

Αυτή τον κοίταξε απ’ το πλάι.

-Δεν είναι κεί που ψάχνετε…στο τέταρο Ευαγγέλιο…πρόφερε αυστηρά , χωρίς να τον πλησιάσει

-Βρές το και διάβασέ μου το, είπε αυτός και κάθισε∙ ακούμπησε τους αγκώνες του στο τραπέζι , στήριξε το πιγούνι στην παλάμη και βάλθηκε να κοιτάει βλοσυρά στα πλάγια, έτοιμος ν’ακούσει.

«Σε δυο-τρείς βδομάδες θα βρίσκουμαι κιόλας στο δρόμο για την εξορία, αν δε γίνει τίποτα χειρότερο», μουρμούριζε μέσα του.

-Μα τι; Δεν το’χετε διαβάσει; Ρώτησε αυτή κοιτάζοντάς τον απ’ την άλλη μεριά του τραπεζιού κάτω απ’ τα φρύδια της.
Η φωνή γινόταν όλο και πιο τραχιά.

-Είναι καιρός…Όταν πήγαινα σχολείο. Διαβάστε!

-Και στην εκκλησία; Δεν τα’ακούσατε;

-Εγώ…δεν πάω. Εσύ πας συχνά;

-Ο-ο-όχι , ψιθύρισε η Σόνια". (σ. 415)

"Αυτό είναι όλο για την ανάσταση του Λαζάρου, ψιθύρισε αυστηρά και με κομμένη φωνή και γυρίζοντας αλλού το πρόσωπό της στάθηκε ακίνητη , μη τολμώντας να σηκώσει τα μάτια της και να τον κοιτάξει. Έτρεμε ακόμα σαν να’χε πυρετό. Το κερί στο λιγδωμένο σαμντάνι έφτανε στο τέλος του και τρεμόσβυνε, φωτίζοντας αχνά, μέσα σε κείνο το φτωχικό δωμάτιο, το φονιά και την πόρνη που είχαν συναντηθεί τόσο παράξενα στο διάβασμα του αιωνίου βιβλίου. Περάσανε πέντε λεπτά , ίσως και περισσότερα….

Κυριακή 2 Απριλίου 2023

Προβληματισμός για το πολυσέλιδο μυθιστόρημα το



Του Ηρακλή Λογοθέτη 


Διαβάζοντας το (ακόμη ανέκδοτο) πολυσέλιδο μυθιστόρημα της Chari Stathatou Βιογραφίες Αγνώστων σκέφτομαι μεταξύ άλλων ότι…

αρκετοί από τους σύγχρονους αναγνώστες αντιμετωπίζουν με έμφοβη καχυποψία τα εκτενή κείμενα. Στη θέα τους και μόνο, οι τερατολογικοί συσχετισμοί αφθονούν και καταπλέουν στην αναγνωστική θάλασσα σαν πελώρια κήτη.  Οι ογκώδεις τόμοι προβάλουν ως φανταστικοί τρόμοι, το βάρος τους αποβαίνει παραλυτικό και τα κεφάλαιά τους μεταμορφώνονται σε αδηφάγες ρουφήχτρες.

 Παλιότερα φυσικά ήταν θεμιτό να κάνεις τον Περίπλου του Διονυσίου Ρώμα σ’ ένα χειμώνα ή να ξενυχτάς ατελείωτα βράδυα για την ανάκτηση του Χαμένου Χρόνου από τον Μαρσέλ Προυστ.

 Η εποχή της βραδύκαυστης ανάγνωσης εντούτοις, παρήλθε μαζί με τα αργόπλευστα καράβια για την Αυστραλία και τον άλλοτε νωχελικό Υπερσιβηρικό. Τώρα πιά ο αναγνωστικός συρμός πάει βολίδα, καταβροχθίζει απνευστί τις γραμμές και οι σπινθήρες της επιτάχυνσης βάζουν φωτιά στις αποβάθρες της αναμονής. Οι αναγνώστες βιάζονται και η προσοχή τους διασπάται από τις αφθονούσες βιβλιακές αφίξεις. Η πρόχειρη επισκόπηση σύντομων κειμένων υποκαθιστά την κατανυκτική ανάγνωση και οι δρομείς μακρών αποστάσεων υποσκελίζονται από τους αγχωμένους κατοστάρηδες. 

Κυριακή 12 Μαρτίου 2023

«Εγκαταλείψτε το πλοίο» του Δημήτρη Γ. Μαγριπλή





Δημήτρης Γ. Μαγριπλής


  Πρώτοδημοσιεύτηκε 14 Αυγούστου 2022

Ταξίδευα πάνω σε καλοσύνη απόλυτη. Γύρω μου, τοίχος το μπλε. Όποια ρότα κι αν έβαζα, κατέληγα εκεί και ύστερα πίσω.

– Τι κάνουμε εδώ; ρώτησα τον καπετάνιο.

– Αναλαμβάνω τις ευθύνες μου, είπε με ύφος.

Κινήθηκα προσεχτικά και βρέθηκα στην πρύμνη. Κοίταξα κάτω. Νερά με απόλυτη διαύγεια. Βυθός –εικόνα του τοίχου– και ψάρι μηδέν. «Κρύβονται», αναλογίστηκα και θέλησα να τα προκαλέσω. Έψαξα μέσα στην τσέπη μου. Ψίχουλα. Πήρα δυο στάλες και τα έβρεξα. Ζύμωσα στην παλάμη μου έναν σβόλο και κοίταξα γύρω να βρω πετονιά. Τι σκάφος και αυτό. Καθάριο, λευκό, σαν μια χαρτοπετσέτα διπλωμένη περίτεχνα. Απόρησα. Τράβηξα μια κλωστή από το πανωφόρι μου και έδεσα στην άκρη το δόλωμα. Το πέταξα μέσα. Μετά από λίγο βαρέθηκα.

– Εδώ δεν ψαρεύετε; Η φωνή μου σκεπάστηκε από ένα απότομο «ντουπ». Γυρίζαμε πίσω.

– Τώρα ρίξ’ το! ακούστηκε η προτροπή.

Ξαναδοκίμασα. Αλλάζοντας θέση. Πήγα στην πλώρη. Κρατούσα τη συρτή γερά και περίμενα.

– Τσίμπησε, τσίμπησε! άρχισα να φωνάζω.

Τέτοια δύναμη; Θα μου έκοβε τα χέρια.

– Κράτα γερά! ακούστηκε και εγώ έδειξα φιλότιμο. Μα δεν μπορούσα να αντέξω. Η αντίσταση ήταν τεράστια. Το καραβάκι άρχισε να πισωγυρίζει και μάλιστα επικίνδυνα.

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2023

Μάριο Βίττι (1926-2023): «Οι Έλληνες έχουν μια υπερηφάνεια δικαιολογημένη»



Όταν ο σημαντικότερος πρεσβευτής των ελληνικών γραμμάτων στην Ιταλία, που πέθανε σήμερα σε ηλικία 97 ετών, είχε μιλήσει στη LiFO με αφορμή μια έκθεση φωτογραφίας που είχε διοργανώσει ο δήμος Ύδρας προς τιμήν του.


Ο σημαντικότερος πρεσβευτής των ελληνικών γραμμάτων στην Ιταλία, πανεπιστημιακός και ερευνητής ήταν το τιμώμενο πρόσωπο σε εκδήλωση του δήμου Ύδρας, ο οποίος τον αναγόρευσε επίτιμο δημότη του. Δυστυχώς, δεν ήταν δυνατόν να παρευρεθεί λόγω των κινδύνων που ενέχει ένα ταξίδι την εποχή του κορωνοϊού.

Κι όμως, η Ύδρα για τον 94χρονο Μάριο Βίττι είναι το δεύτερο σπίτι του. Εκεί όπου γνώρισε τη σύζυγό του Αλεξάνδρα, εκεί όπου έχει περάσει τα περισσότερα καλοκαίρια του. Εκεί όπου αυτήν τη στιγμή φιλοξενείται η έκθεση φωτογραφιών του «Η Ύδρα για τον Mario Vitti: Γραφείο με θέα, φωτογραφίες 1948-1981».

Στέλιος Κούκος: Γιώργος Ιωάννου, Πολλαπλά σπαράγματα ψυχών!


Γιώργος Ιωάννου (1927-1985

Γράφει ο Στέλιος Κούκος


Ο Γιώργος Ιωάννου είναι ο μέγας σπαρακτικός της Θεσσαλονίκης! (Γιατί όχι και της ελληνικής λογοτεχνίας)! Με τον ίδιο σπαραγμό θρήνησε εντέχνως και διά γραπτού λόγου τον οικογενειακό, συγγενικό και λοιπό ξεριζωμένο κόσμο της Ανατολικής Θράκης, όπως και αυτόν της Ιωνίας του 1922 και της ανταλλαγής των πληθυσμών που ακολούθησε.

Το ίδιο σπαρακτικός, όμως, και θρηνητικός, και μάλιστα όσο κανένας άλλος, ήταν και για τους συμπατριώτες του Θεσσαλονικιούς Εβραίους. Άλλωστε, τον άδικο χαμό τους τον έζησε ως αυτόπτης μάρτυρας!

Ξεχωριστά κεφάλαια αποτελούν και οι σπαρακτικές αναφορές του σε επεισόδια κατά την βαριά και οδυνηρή ατμόσφαιρα των χρόνων της γερμανικής κατοχής. Και, σίγουρα, δεν θα μπορούσαν να λείπουν από τις αναφορές του και αντίστοιχα επεισόδια από γεγονότα του εμφυλίου και της μετεμφυλιακής περιόδου.

Και να που μπροστά μας να ξετυλίγεται μέσα από τις σελίδες του η τραγική Θεσσαλονίκη και η ίδια η Ελλάδα που υποφέρει, υπομένει, αντιστέκεται, αγωνίζεται, αλληλοσπαράζεται!

Όλο, λοιπόν, το έργο του αποτελείται από σπαράγματα (εδώ με την αρχαιολογική σημασία) ανθρώπινων σπαραγμών, θρηνητικών, αλλά και αποκαλυπτικών για την ανθρώπινη φύση καταστάσεων, ενίοτε μάλιστα και Αποκαλυπτικών διαστάσεων. Και σίγουρα, χωρίς να γίνεται μονομανής. Εξάλλου, το βαθύτερο ερωτικό στοιχείο του είναι αυτό το οποίο διέπει, συνδέει, συγκροτεί και ενοποιεί τον ευρύτερο λογοτεχνικό του κόσμο.

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2023

Σήμερα συμπληρώνονται 100 χρόνια από την έκδοση του «Οδυσσέα»



Ωχ, κι άλλος ελληναράς! Βοήθεια, Καλύβα, Λιάκο, Μπήτον, Ευθυμίου! ¨Ημαρτον, ο Φιάλης, η κεερφα τι θα πούνε; 

Σήμερα συμπληρώνονται 100 χρόνια από την έκδοση του «Οδυσσέα», του διάσημου βιβλίου του Ιρλανδού συγγραφέα Τζέιμς Τζόυς.



Ο Τζέιμς Τζόυς, ένας αφοσιωμένος φιλέλληνας, επέμεινε ότι το εξώφυλλο έπρεπε να ταιριάζει με το μπλε της ελληνικής σημαίας (που ήταν κρεμασμένο στο διαμέρισμά του στο Παρίσι), επισημαίνει, μέσω Twitter, η ιρλανδική πρεσβεία στην Ελλάδα.

Μέχρι την τελευταία του μέρα, ο Τζόυς διατηρούσε ενδιαφέρον για τις ελληνικές υποθέσεις και ήταν γνωστό ότι τελείωνε τους εορτασμούς των γενεθλίων του τραγουδώντας τον ελληνικό εθνικό ύμνο, σημειώνεται στην ίδια ανάρτηση.

    Ο «Οδυσσέας», που εκδόθηκε το 1922 και κυκλοφόρησε στο Παρίσι, αναγνωρίζεται πλέον ευρέως ως αριστούργημα της μοντέρνας γραφής.



Η ιρλανδική πρεσβεία εκφράζει την προτροπή στο ελληνικό κοινό να ακολουθήσει τους λογαριασμούς της πρεσβείας στα κοινωνικά δίκτυα το 2022, «καθώς γιορτάζουμε τα 100 χρόνια του “Οδυσσέα” – “…ναι είπα, ναι θέλω, Ναι”».

    Σήμερα συμπληρώνονται 100 χρόνια από την έκδοση του ‘#Οδυσσέα’ από τον Ιρλανδό συγγραφέα Τζέιμς Τζόυς. Ο #Τζόυς, ένας αφοσιωμένος φιλέλληνας, επέμεινε ότι το εξώφυλλο έπρεπε να ταιριάζει με το μπλε της ελληνικής σημαίας (που κρεμόταν στο διαμέρισμα του στο Παρίσι).🇬🇷 pic.twitter.com/85V6uyVyNm

    — Irish Embassy Athens (@IrlEmbAthens) February 2, 2022

Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2023

Στέλιος Κούκος: Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Σαν πρόσωπο μυθολογικό! (30 χρόνια από την κοίμησή του)


Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης 
(1905-2023). 
(Φωτογραφία Γιώργος Πούπης).

Γράφει ο Στέλιος Κούκος


Σε μια πρόσφατη εκδήλωση για τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη που ουσιαστικά εγκαινίασε τις εκδηλώσεις για την συμπλήρωση 30 χρόνων από την κοίμηση του στις 13 Ιανουαρίου του 1993, ισχυρίστηκα πως η ζωή του έλαβε θρυλικές, αν όχι μυθολογικές διαστάσεις. Και έτσι η μυθολογική αυτή διάσταση που του προσήψα με έβαλε στον πειρασμό να τον δω και σαν ένα τέτοιο φαινόμενο, πάντα βεβαίως μέσα στην εποχή την οποία έζησε.

Ένα μυθολογικό στοιχειό, θεριό, τέρας, λοιπόν, ή ένα πρόσωπο που μοιάζει εξωπραγματικό και το οποίο ζει ανάμεσα στους λοιπούς ανθρώπους και την ιστορική περιπέτεια της ζωής τους. Και αυτός τα «βάζει» με όλα τα στοιχεία της φύσης, με θεούς και ανθρώπους για να δραπετεύσει από τον λαβύρινθο που νιώθει πως τον περικλείει.

Πρόκειται, δηλαδή για μια προσπάθεια ενός τραγικού προσώπου το οποίο έχει επίγνωση της κατάστασής του για να ζήσει σε έναν καλύτερο κόσμο, πιο πραγματικό με ανεξίτηλη τη σφραγίδα του αιωνίου. Για να απαλλαγεί, έστω, από ό,τι τον κρατά δέσμιο στο υλικό, το γαιώδες και το πεπερασμένο για να απελευθερωθεί! Να δραπετεύσει να βγει εκτός χρόνου και τόπου για να μπορεί να υπάρξει σε μια άλλη πιο αληθινή διάσταση!

Πάντως, η τραγικότητα αυτή, ίσως, να μην αποτελεί ένα δικό του αποκλειστικό «προνόμιο», αλλά να το «διαθέτουν» και όσοι τον περιβάλλουν, οι λοιποί άνθρωποι. Και λέμε προνόμιο γι' αυτή την αφόρητη κατάσταση, γιατί πρόκειται για αφορμή ενός ταξειδιού αυτογνωσίας προς τόπους λιγότερο ασφυκτικούς. Πιο φωτεινούς. Το ασφυκτικό, πάντως, χαρακτηρίζει καλύτερα την διάσταση την οποία πρέπει να αντιμετωπίσει το πιο πάνω μυθολογικό θεριό όσο και αυτοί που θα βιώσουν έναν τέτοιο αποκλεισμό.

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2023

Τα Φώτα στ' Αϊβαλί (Φώτης Κόντογλου)

(από το βιβλίο «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου»)

Στά θαλασσινά τα μέρη ρίχνουνε τον Σταυρό, ύστερ' από τη Λειτουργία των Θεοφανίων. Έτσι τον ρίχνανε καί στην πατρίδα μου, κ' ή;τανε ένα θέαμα έμορφο και παράξενο.



Ξεκινούσε η συνοδεία από τη μητρόπολη. Μπροστά πηγαίνανε τα ξαφτέρουγα και τα μπαϊράκια, κ' ύστερα πηγαίνανε οι παπάδες με τον δεσπότη, ντυμένοι με τα χρυσά τα άμφια, παπάδες πολλοί κι αρχιμαντρίτες, γιατί η πολιτεία είχε δώδεκα εκκλησίες, και κατά τις επίσημες μέρες στις μικρές ενορίες τελειώνανε γλήγορα τη Λειτουρ­γία και πηγαίνανε οι παπάδες στη μητρόπολη, για να γίνεται η γιορ­τή πιο επίσημη. Οι ψαλτάδες ήτανε και κείνοι κάμποσοι κ' οι πιο καλλίφωνοι, και ψέλνανε με μεγαλοπρέπεια βυζαντινά, δηλαδή ελ­ληνικά, κι όχι σαν σήμερα πού τρελλαθήκαμε και κάναμε την ψαλ­μωδία μας σαν ανάλατα και ξενικά θεατρικά τραγούδια. Από πίσω ακολουθούσε λαός πολύς.

Σαν φτάνανε στ' Αγγελή τον Γιαλό, όπως λέγανε κείνη την ακρογιαλιά, ο δεσπότης με τους παπάδες ανεβαίνανε σε μια μεγάλη σανιδωτή σάγια εμορφοσκαρωμένη, για να κάνουνε τον Αγιασμό. Ο κόσμος έπιανε την ακρογιαλιά κι ανέβαινε ο καθένας όπου εύρισκε, για να μπορεί να βλέπει. Τα σπίτια πού ήτανε ένα γύρο γεμίζανε κόσμο. Οι γυναίκες θυμιάζανε από τα παραθύρια. Από το μέρος της θάλασσας ήτανε μαζεμένα ίσαμε εκατό καΐκια και βάρκες αμέτρητες, με τις πλώρες γυρισμένες κατά το μέρος που στεκότανε ο δεσπότης. Έτσι που ήτανε παραταγμένα τα καΐ­κια, μοιάζανε σαν αρμάδα που θα κάνει πόλεμο. Πιο ανοιχτά, κατά το πέλαγο, έβλεπες φουνταρισμένα τα μεγάλα καΐκια, γεμάτα κόσμο και κείνα. Αλλα πάλι είχανε περιζωσμένες τις βάρκες που βρισκόντανε γιαλό, κ' ήτανε κι αυτά γεμάτα κόσμο, προ πάντων θαλασσινοί και παιδομάνι.

Σ' αυτά τα μέρη κάνει πολύ κρύο, και τις πιο πολλές φορές οι αντένες των καραβιών ήτανε χιονισμένες, ένα θέαμα πολύ έμορφο. Απάνου στα ξάρτια και στις σκαλιέρες, στις γάμπιες και στα μπαστούνια των καραβιών ήτανε σκαλωμένοι πλήθος θαλασσινοί, μεγάλοι και μικροί. Η θάλασσα ήτανε κοιμισμένη, μπουνάτσα. Κρούσταλλα κρεμόντανε από τα ξάρτια σε πολλά καΐκια. Κρύο τάρταρος. Στην κάθε βάρκα από κείνες που είχανε κοντοζυγώσει στη στε­ριά και περιμένανε να πέσει ο Σταυρός στη θάλασσα, στεκόντανε από ένα - δυο νοματέοι απάνω στην πλώρη, ενώ άλλοι δυο ήτανε στα κουπιά. Αυτοί που στεκόντανε ορθοί στην πλώρη, ήτανε ολόγυμνοι, εξόν ένα άσπρο βρακί που φορούσανε σαν πεστιμάλι. Οι πιο πολλοί ήτανε σαν θεριά, χεροδύναμοι, πλαταράδες, χοντρολαίμηδες, μαλλιαρόστηθοι, τα κορμιά τους ήτανε κόκκινα από το κρύο. Τα ποδάρια τους ήτανε γερά και φουσκωμένα σαν αδράχτια, θαλασσάνθρωποι, γεμιτζήδες, κοντραμπατζήδες, ψημένοι με τ' αλάτι. Οι πιο πολλοί είχανε ριχμένες στις πλάτες τις γούνες τους, για να μην παγώσουνε. Ένα - δυο όμως στεκόντανε γυμνοί και κάνανε κάπου - κάπου τον σταυρό τους. Μα το μάτι τους ήτανε καρφωμένο στο μέρος που θα 'ριχνε τον Σταυρό ο δεσπότης.

Ανάμεσα στους γυμνούς ήτανε ο Κωστής ο Γιωργάρας, ο Στρατης ο Μπεκός, ο Γιωργής ο Σόνιος, ο Δημητρός ο Μπούμπας, Πέτρος ο Κλόκας, ο Βασίλης ο Αρναούτης, ο παλαβό - Παρασκευάς κι άλλοι. Σαν να τους βλέπω μπροστά μου. Ο Γιωργάρας ήτανε μιαν ανθρωπάρα θηρίο, σαν Κουταλιανός, με μουστάκια μαύρα, μ' έναν λαιμό σαν βαρέλι. Είχε δεμένο στο κεφάλι του ένα μαντίλι κ' ήτα­νε ίδιος κουρσάρος. Ακουμπούσε απάνω σ' ένα κοντάρι, λες κ' ήτανε ο Ποσειδώνας ζωντανός. Ο Δημητρός ο Μπούμπας ήτανε ένα άλλο θεριόψαρο, χοντρός και κοντόφαρδος, μαυριδερός σαν Σαρακηνός, και καθότανε ανεκούρκουδος, σκεπασμένος με τη γούνα του, με το μάτι του καρφωμένο στον δεσπότη. Ο Πατσός ο Αράπης, ο λεγόμενος παλαβό - Παρασκευάς, είχε γένεια κατσαρά και κόκκινα και το πετσί του ήτανε από φυσικό του κόκκινο. Στο κορμί ήτανε αντρειωμένος και σβέλτος σαν τζαμπάζης και δεν χαμπάριζε ολότελα από κρύο. Στο σουλούπι ήτανε ίδιος Ρούσος. Αυτός ήτανε ανεβασμένος απάνω στα ξάρτια σε μια μπρατσέρα φουνταρισμένη, και στεκότανε δίχως να σαλέψει, σαν τ' άγαλμα. Μυστήριο πως δεν πάγωνε! O Πέτρος ο Κλόκας ήτανε ο μονάχος που δε φορούσε βρακιά. Αυτός ήτανε ευρωπαϊσμένος, φορούσε στενό πανταλόνι και ναυτικό σκουφί. Στο κορμί ήτανε λιγνός και μάγκας στο σχέδιο. Τα χέρια του τα 'χε μπλεγμένα μπροστά στο στήθος του και σουλατσάριζε απάνω στη βάρκα, ολοένα μιλούσε κ' έκανε και κάμποσα θεατρικά.

Σαν σίμωνε λοιπόν η συνοδεία στη θάλασσα, κι ακουγότανε από μακριά η ψαλμωδία, γινότανε μεγάλος αλαλαγμός απάνω στις βάρκες. Οι βουτηχτάδες πετούσανε τις γούνες τους κ' οι άλλοι τραβούσανε τα κουπιά, για να 'ναι οι βάρκες τους κοντά στο μέρος πού θα 'πεφτε ο Σταυρός. Άλλοι φωνάζανε από τα ξάρτια, άλλοι μαλώνανε, άλλοι ανεβαίνανε στις κουπαστές για να δούνε. Τέλος φτάνανε οι στρατιώτες και ταχτοποιούσανε τον κόσμο. Μπροστά πήγαινε ο αξιωματικός ο Τούρκος κι άνοιγε τον δρόμο να περάσει ο δεσπότης, κ' έλεγε: «Γιόλ βέριν εφεντιά!» - δηλαδή: «Κάνετε δρόμο στον αφέντη!» Ο στρατός αραδιαζότανε σε παράταξη κ' οι ψαλτάδες ψέλνανε πολλές φορές «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου, Κύριε». Στο τέλος το 'ψελνε κι ο δεσπότης κ' έριχνε τον Σταυρό στη θάλασσα. Αλαλαγμός σηκωνότανε μέσα στη θάλασσα. Οι βάρκες και τα καΐκια καργάρανε τα κουπιά και τρακάρανε το 'να τ' άλλο. Οι πλώ­ρες χτυπούσαμε η μια την άλλη. Κουπιά, κοντάρια, καμάκια, απόχες μπερδευόντανε μεταξύ τους. Οι βουτηχτάδες πέφτανε στο νερό κ' η θάλασσα άφριζε σαν να παλεύανε σκυλόψαρα. Πολλοί απ' αυτούς κάνανε ώρα πολλή ν' ανεβούνε απάνω, παίρνανε μακροβούτι και ψάχνανε στον πάτο να βρούνε τον Σταυρό. Για μια στιγμή φανερωνότανε κανένα κεφάλι και βούλιαζε γλήγορα πριν να το δεις.

Αξαφνα βγήκε ένα κεφάλι με κόκκινα γένεια κ' ένα χέρι ξενέρισε και βαστούσε τον Σταυρό. Ήτανε ο παλαβό - Παρασκευάς. Με δυο - τρεις χεροβολιές κολύμπησε κατά το μέρος του δεσπότη και σκάλωσε στην αραξιά. Έκανε μετάνοια και φίλησε το χέρι του κ' έδωσε τον Σταυρό. Ο δεσπότης τον πήρε, τον ασπάστηκε και τον έβαλε στον ασημένιο δίσκο κ' υστέρα έδωσε τον δίσκο στον Παρασκευά. Οι ψαλτάδες πιάσανε πάλι και ψέλνανε κι ο κόσμος αλάλαζε. Ύστερα η συνοδεία τράβηξε πάλι για την εκκλησιά. Ο Παρασκευάς θεόγυμνος, με τον δίσκο στα χέρια, γύριζε στους μεγάλους καφενέδες και στις ταβέρνες κ' έρριχνε ο κάθε ένας ό,τι ρεγάλο ήθελε. Τόσες ώρες ολόγυμνος και βρεμένος, με παγωμένο βρακί, μήτε κρύωνε, μήτε κάνε τους ώμους του δεν ανεσήκωνε. Όπως ήτανε κοκκινογένης αστακόχρωμος, έλεγε κανένας πως ήτανε ο Σκύθης Ανάχαρσις, που γύριζε τον χειμώνα γυμνός μέσα στην Αθήνα τα παλιά τα χρόνια, κ' οι Αθηναίοι τον ρωτούσανε γιατί δεν κρυώνει, κι αυτός αποκρινότανε πως όλο το κορμί του είναι σαν το κούτελο, που δεν κρυώνει ποτές.

Την ώρα που έπεφτε ο Σταυρός στη θάλασσα, όλα τα καΐκια και τα καράβια, που ήτανε φουνταρισμένα ανοιχτά στο πέλαγο, γυρίζανε την πλώρη τους κατά την Ανατολή, από κει που ήρθε ο Χριστός στον κόσμο.

(από το βιβλίο «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου»)

Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2022

Ντοστογιέφσκι – Ένα υπέροχο απόσπασμα από το «Υπόγειο»:



Ντοστογιέφσκι – Ένα υπέροχο απόσπασμα από το «Υπόγειο»:

Όλοι έχουμε ξεσυνηθίσει σε τέτοιο βαθμό τη ζωή, που σε μερικές στιγμές αισθανόμαστε κάποια αηδία για την πραγματική ζωή και για τούτο την αποστρεφόμαστε όταν μας τη θυμίζουν.

 Καταντήσαμε να θεωρούμε την πραγματική ζωή σαν αγγαρεία, σχεδόν σαν ένα επάγγελμα, και όλοι μέσα μας είμαστε της γνώμης ότι είναι προτιμότερο να ζει κανείς τη ζωή των βιβλίων.

Και γιατί ταραζόμαστε; Γιατί κάνουμε τόσες ανοησίες; Τι ζητούμε; Ούτε και οι ίδιοι το ξέρουμε! Θα υποφέραμε περισσότερο αν οι τρελοί μας πόθοι πραγματοποιούνταν.

Σταθείτε, προσπαθήστε, για παράδειγμα, να μας δώσετε περισσότερη ανεξαρτησία∙ βγάλτε από τη μέση τα εμπόδια, μεγαλώστε τον κύκλο της δράσης σας∙ χαλαρώστε την κηδεμονία, ε, λοιπόν, ναι, σας το διαβεβαιώνω, εμείς όλοι… θα ξαναζητήσουμε αμέσως την κηδεμονία. 

Το ξέρω καλά πως θα φουρκιστείτε, πως θα μου βάλετε τις φωνές, πως θα χτυπήσετε τα πόδια σας στο πάτωμα. Μιλήστε λοιπόν, θα μου πείτε, για τον εαυτό σας μόνο, και για όλες σας τις αθλιότητες στο υπόγειο, μα δε χρειάζονται δικαιολογίες, δεν έχετε το δικαίωμα να πείτε «εμείς όλοι!».

Επιτρέψετε, κύριοι, γι’ αυτό το εμείς όλοι. Όσο για μένα, στη ζωή μου έφτασα στα άκρα εκείνο που εσείς δεν τολμάτε ούτε στο μισό δρόμο να φέρετε, από δειλία∙ κι ακόμα παίρνετε τη δειλία σας για φρονιμάδα, και παρηγοριόσαστε ξεγελώντας τον εαυτό σας. Γι’ αυτό το λόγο, ίσως να ‘μαι πιο ζωντανός από σας. Μα δώστε, παρακαλώ, περισσότερη προσοχή!

Παρασκευή 27 Μαΐου 2022

Γιάννης Καλπούζος: «Σύγχρονοι ραγιάδες είναι οι άνθρωποι που πληρώνονται με 500 και 600 ευρώ»

Ο δημοφιλής συγγραφέας μιλά στη LiFO για το τελευταίο του βιβλίο «Ραγιάς - Μέρες και νύχτες 1821», την Ιστορία, τη συγγραφή και τους ήρωες του σήμερα.



Πετρούπολη, μεσημέρι. Η ηρεμία που επικρατεί θυμίζει πόλη της επαρχίας. Σε ένα δρομάκι της περιοχής βρίσκεται το διαμέρισμα ενός από τους πιο πολυδιαβασμένους Έλληνες συγγραφείς.

Ο Γιάννης Καλπούζος έχει γράψει ποιητικές συλλογές, στίχους σε ογδόντα τραγούδια, διηγήματα και μυθιστορήματα. Τα βιβλία του βρίσκονται πάντοτε στις πρώτες θέσεις των ευπώλητων, έχει φανατικό κοινό που τον διαβάζει συστηματικά, ενώ κάθε νέο του μυθιστόρημα θεωρείται εκδοτικό γεγονός.

Τον συναντώ με αφορμή το τελευταίο του βιβλίο «Ραγιάς - Μέρες και νύχτες 1821», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Σε αυτό ο αφανής κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος Αγγελής βιώνει το μεγαλείο και τη σκοτεινή πλευρά του αιματοβαμμένου Εικοσιένα, γκρεμίζοντας μυθεύματα και φανερώνοντας καταχωνιασμένες αλήθειες. Στις σελίδες του «Ραγιά» το παρελθόν ζωντανεύει και ο αναγνώστης έχει τη δυνατότητα να ανατρέξει σε σημαντικά γεγονότα και ιστορικές μάχες. Να δει τη δράση των Ελλήνων, τον εξευτελισμό των ραγιάδων, τον τρόπο ζωής τους και το κλίμα της εποχής των προεπαναστατικών χρόνων. 

Ο Γιάννης Καλπούζος γεννήθηκε το 1960 στο χωριό Μελάτες της Άρτας και ζει μόνιμα στην Αθήνα από το 1983. «Το διαμέρισμα αυτό το αγόρασα χάρη στην όμορφη θέα στον Λυκαβηττό» μου λέει, ενώ καθόμαστε στο γραφείο του. Γύρω μας υπάρχουν βιβλία, οι τοίχοι είναι γεμάτοι από τα πολυάριθμα βραβεία που έχει λάβει, ενώ όση ώρα συζητάμε διακρίνω έναν άνθρωπο ευγενή, που μιλά χαμηλόφωνα, καπνίζει συνεχώς και απαντά με μειλίχιο ύφος. Ο ίδιος γράφει πάντα νύχτα, ακούει καθημερινά ορχηστρική μουσική και στα βιβλία του επιλέγει να σκιαγραφεί τις τύχες ανθρώπων που η άγνωστη ιστορία τους εξελίσσεται παράλληλα με τα μεγάλα γεγονότα του παρελθόντος.  

Στη συνέντευξη που ακολουθεί ο δημοφιλής συγγραφέας μιλά για την εποχή μας, την Ιστορία, τους μύθους, τη συγγραφή, τα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας αλλά και τι θεωρεί σημαντικό στη ζωή.  

Η συνέχεια της ανάρτησης... 

Γιάννης Καλπούζος: «Σύγχρονοι ραγιάδες είναι οι άνθρωποι που πληρώνονται με 500 και 600 ευρώ»

Παρασκευή 29 Απριλίου 2022

Δια των αισθήσεων

του Δημήτρη Μαγριπλή


Ανέβηκα στο χωριό αμέσως μετά τη Λαμπρή. Είχα καιρό να έρθω και όλα έμοιαζαν διαφορετικά. Αναστάσιμα. Έμεινα στο πατρικό, αν και οι συνθήκες πια δεν ευνοούσαν μια αξιοπρεπή διαβίωση. Η σκεπή είχε αρχίσει να υποχωρεί και αυτό με στεναχώρησε ιδιαίτερα. Τα πέτρινα σπίτια έτσι γκρεμίζονται. 

Δεν έχουν θέμα στα ντουβάρια, αλλά στην οροφή. Αν αυτή υποχωρήσει, μετά από λίγο αρχίζει μια διαρκής κατάρρευση. Σιγά σιγά γλύφει η βροχή τους τοίχους και οι πέτρες αποσπώνται από την συμπαγή μάζα της δημιουργίας. Κατρακυλούν κάτω και ο σορός, αν δεν βρεθεί κατάλληλο χέρι και φροντίδα, γίνεται όλο και μεγαλύτερος.

 Στο μέλλον θα είμαι άστεγος. Όχι ότι αυτό με ενοχλεί. Ουσιαστικά άστεγοι είμαστε όλοι μέχρι να καταλήξουμε και προσωπικά έχω μετακομίσει εδώ και καιρό στον χώρο των επιλογών μου. Εκεί υπάρχω και διαβιώ. Αν είναι καλύτερα ή χειρότερα, δεν ξέρω πια. Ο νόστος, όμως, υπάρχει. Θεωρώ μεγάλη ανάγκη αυτό το ανέβασμα κάθε που ακούγεται το «Χριστός Ανέστη». Σε σημείο που η μετάβαση γίνεται ως εκ θαύματος, χωρίς προετοιμασίες και φυσικά δίχως αποσκευές και περαιτέρω υλικά βάρη. Πάντα παρών στο τραπέζι με τα κόκκινα αυγά και τα λαχταριστά καλούδια, κάτω από την κρεβατίνα με το αμπέλι, αν μάλιστα το Πάσχα είναι αργά, να σκιάζει με τα τρυφερά του φύλλα τον ήλιο. Το γλέντι στην αυλή ξεκινάει από πρωίας και κρατά όσο το κρασί ρέει από το μεγάλο βαρέλι του πατέρα μου. Αγιωργίτικο με ροδίτη, σε χρώμα ροζέ βαθύ και γεύση ντόπια, ανόθευτη και μυριστική. Βγάζει γέλια και χαρές, που κάνουν τον γέρο παλικάρι και την παρέα να χορεύει σε ήχους ελληνικούς. Έχουν αυτοί οι χοροί μια μαγεία. Ουσιαστικά είναι ο κύκλος της δύναμης, που δεν απαιτεί δεξιότητες και φιοριτούρες. Ο ένας κρατά τα χέρια του άλλου και η κίνηση βγάζει ενότητα μετασχηματίζοντας το εμείς σε ένα και το ένα σε πολλά πρόσωπα.

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2022

Ψυχολογικά, κοινωνικά, πολιτικά και πνευματικά αποφθέγματα του Φιόντορ Ντοστογιέφσκυ

Ο Φιόντορ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι (1821-1881) ήταν Ρώσος συγγραφέας και φιλόσοφος.
Τα λογοτεχνικά του έργα εξερευνούν την ανθρώπινη ψυχολογία στην προβληματική κοινωνική, πολιτική και πνευματική ατμόσφαιρα της Ρωσίας του 19ου αιώνα. Πολλά από τα έργα του περιέχουν δυνατή έμφαση στον Χριστιανισμό και στο μήνυμα του για την απόλυτη αγάπη, συγχώρεση και φιλανθρωπία και διερευνούνται μέσα στο χώρο του ατόμου που αντιμετωπίζει όλες τις δυσκολίες και την ομορφιά της ζωής.
Γεννημένος στην Μόσχα το 1821, ο Ντοστογιέφσκι γνώρισε την λογοτεχνία σε μικρή ηλικία μέσα από παραμύθια και μύθους και από βιβλία Ρώσων και ξένων. Η μητέρα του πέθανε το 1837, όταν ήταν 15 και σε αυτή περίπου την ηλικία άφησε το σχολείο και μπήκε στο Ινστιτούτο Στρατιωτικής Μηχανικής Νικολαέφ (Nikolayev Military Engineering Institute). Αφού αποφοίτησε, εργάστηκε ως μηχανικός και για λίγο απολάμβανε μια άνετη ζωή, μεταφράζοντας βιβλία για να κερδίσει παραπάνω χρήματα. Στα μέσα του 1840 έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα «Φτωχοί άνθρωποι» το οποίο του εξασφάλισε την είσοδο στους λογοτεχνικούς κύκλους της Αγίας Πετρούπολης.
Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε παραπάνω από 170 γλώσσες. Ο Ντοστογιέφσκι επηρέασε πλήθος συγγραφέων και φιλοσόφων, από τον Άντον Τσέχωφ και τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ μέχρι τον Φρίντριχ Νίτσε και τον Ζαν-Πωλ Σαρτρ.
Ίσως αυτά τα αποφθέγματα από τα βιβλία του επηρεάσουν κι εσάς!
1. «Καλύτερα να πηγαίνεις λάθος στον δρόμο σου παρά σωστά στον δρόμο κάποιου άλλου» (Έγκλημα και Τιμωρία).

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ: ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΠΛΑΚΑΣ του ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΑΡΤΟΥ


Εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο «Γόρδιος» το μυθιστόρημα του Δημήτρη Μάρτου «Τα παιδιά της Πλάκας».



ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΠΛΑΚΑΣ


Το έργο αναφέρεται σ’ ένα πραγματικό γεγονός, που επαναπροσδιόρισε το νόημα της λέξης «Πλάκα»· από τοπωνύμιο την κατίσχυσε σε προσδιορισμό συμπεριφοράς. Το ζήτημα αφορά μια παρέα νεαρών φοιτητών, η οποία, σε κάποιο σημείο της συνοικίας Πλάκας της Αθήνας, κατά πάσα πιθανότητα σ’ ένα καφενείο, διακήρυττε ότι είχε το σθένος ν’ αντισταθεί στους Άγγλους, σε ενδεχόμενη απόπειρα τους να καταλάβουν την Αθήνα, κατά τον αποκλεισμό του 1850 (Παρκερικά). Όταν, όμως, φημολογήθηκε ότι οι Άγγλοι ανέβαιναν στην Αθήνα οι νεαροί δείλιασαν και διαλύθηκαν. Η φράση ‘’Παιδιά της Πλάκας’’ σηματοδότησε από τότε το λεονταρισμό, την ανημποριά και τη λιγοψυχία. Σταδιακά επεκτάθηκε σε ό,τι ήθελε να στιγματίσει σαν αναξιόπιστο και γελοίο. «Πλάκα κάνεις», δηλαδή, αστειεύεσαι, λες πράγματα που δεν μπορείς να κάνεις, «αυτός είναι της πλάκας», «σπάω πλάκα» κλπ.

Στο έργο, πρόσωπα και γεγονότα είναι φανταστικά, συναρθρώνονται, όμως, με αληθινά. Πολλές φορές, αληθινά περιστατικά, αν και συνέβησαν σε απόσταση χρονική το ένα από το άλλο και σε διαφορετικά μέρη, συνθέτονται σε μια συμπυκνωμένη χρονική στιγμή, μυθιστορηματικά, περισσότερο για να αποδώσουν την ιστορική ατμόσφαιρα που μεταμόρφωσε τον κοινωνικογεωγραφικό προσδιορισμό ‘’παιδιά της Πλάκας’’ σε προσδιορισμό συμπεριφοράς.

Ο μύθος, παρακολουθεί έναν μπαρουτοκαπνισμένο καπετάνιο του 1821, που ένα πρωινό του Απρίλη, θ’ ανηφορήσει με τη δεκαεξάχρονη εγγόνα του προς την πλακιώτικη πλατεία. Εκεί, στο καφενείο ‘’Ο γενναίος Έλλην’’, σύχναζαν παρέες φοιτητών, που δημιουργούσαν πηγαδάκια σφοδρής αντιπαράθεσης, ενόψει του αποκλεισμού των ελληνικών λιμανιών από τον αγγλικό στόλο. Αυτές οι παρέες πήραν το προσωνύμιο ‘’παιδιά της Πλάκας’’, εξ αιτίας, κυρίως, μιας παρέας που εντυπωσίαζε με τις απόψεις και τις υποσχέσεις της ν’ αντιμετωπίσει τους Άγγλους στην περίπτωση που αυτοί ανέβαιναν στην Αθήνα.

Τον καπετάν Γιάγκο τον ενδιέφεραν οι αντιπαραθέσεις των νεαρών γιατί προσδοκούσε να βρει απαντήσεις σε διάφορα ερωτήματα που του δημιούργησε η επαναστατική του δράση, ενώ την Ελένη την παρακινούσε ο έρωτάς της για έναν πρωταγωνιστή εκείνων των αντιπαραθέσεων. Αφού έκαναν τα πρωινιάτικά τους πήραν το δρόμο για την Πλάκα.

Αρχικά έγιναν μάρτυρες ενός περιστατικού (αναφέρεται σε αληθινό γεγονός) ανάμεσα σ’ έναν περιφερόμενο επαγγελματία Γάλλο παλαιστή και έναν Αρναούτη βοσκό της περιοχής, ο οποίος βρέθηκε στην αρένα να παλεύει με τον Γάλλο, μετά από μια σπρωξιά κάποιων νεαρών που ήθελαν να αστειευτούν μαζί του. Ο βοσκός, όμως, ξυλοφόρτωσε τον Γάλλο παλαιστή, δημιουργώντας αισθήματα εθνικής ανάτασης στους παρευρισκομένους και σε λίγο σε όλη την Αθήνα, η οποία τότε μαστιζόταν από τις προσβολές των Άγγλων κατακτητών.

Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2022

Στέλιος Κούκος: Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Χαίρε ανάμεσά μας και εσαεί!




Ο θεσσαλονικιός συγγραφέας και εικαστικός Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης (1908-1993).
   

Γράφει ο Στέλιος Κούκος

Ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης είναι  ένας ιδιότυπος ταξιδευτής και επισκέπτης του κόσμου!
Και εν προκειμένω περί κόσμου μην φανταστείτε ότι αναφερόμαστε στον «Γύρο του κόσμου σε 80 μέρες», αφού ο θεσσαλονικιός συγγραφέας ήταν ικανός να κάνει ένα μακρινό ταξείδι στο συρτάρι του, σε ένα κουτί από τα αναμνηστικά που «αποδελτίωνε» τον κόσμο του.

Βεβαίως! Και όχι μόνον να ταξιδέψει ο ίδιος, αλλά να μας μεταφέρει και εμάς μαζί του σε μία επίσκεψη σχεδόν… θρίλερ αλλά και ζωής. Αυτή, όμως, ήταν και η μία ευρύτερη μέθοδος και τρόπος δουλειάς του. Διά της επίσκεψης και εντρύφησης στα πράγματα και την αλήθειά τους, τα φανερώματά τους. Ή ακόμη στις αποδείξεις που απαιτούσε ο ίδιος για την ζωή του. Θυμάστε την παλαιότερη έκκληση-καμπάνια υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (Υ.ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ.) που έλεγε για τα αυθαίρετα «Αν το δηλώσεις μπορείς να το σώσεις»! Κάπως έτσι έκανε και με τα δικά του «αυθαίρετα» ο Πεντζίκης. 

Συνέχεια εδώ:

Στέλιος Κούκος: Μνήμη Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη - Μνήμη του κόσμου της Μητέρας, Τροφού και Ξενοδόχου Θεσσαλονίκης!


Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης (1908-1993).

Γράφει ο Στέλιος Κούκος 

Ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης ήταν ο άρχοντας της Θεσσαλονίκης.

Νόμιζες πως κουβαλούσε όλη την πόλη μέσα του. Στα σπλάχνα του!

Ένιωθες πως αν τον άνοιγες θα έβλεπες όλη την πόλη αποτυπωμένη εντός του! Με οδικούς άξονες τις φλέβες που οδηγούσαν ή εκπορεύονταν από την καρδιά του όπου βρισκόταν το διοικητήριο της πόλης, δηλαδή ο ναός του πολιούχου της αγίου Δημητρίου!

Τα λοιπά ζωτικά του όργανα ήταν οι άλλες πανέμορφες εκκλησίες της Θεσσαλονίκης, η Παναγία Αχειροποίητος, η Του Θεού Σοφία, η Ροτόντα, οι Δώδεκα Απόστολοι, ο Προφήτης Ηλίας, ο Άγιος Παντελεήμων, η Παναγία Χαλκέων, ο Άγιος Νικόλαος ο Ορφανός, η Νέα Παναγία…

Ο σκελετός του θώρακα του ήταν τα κάστρα της πόλης που τόσες φορές την προφύλαξαν από αυτούς που την εποφθαλμιούσαν· πάντα βεβαίως με την βοήθεια του φιλόπολη αγίου της Δημητρίου του Μυροβλύτη που ορισμένες φορές εμφανιζόταν οφθαλμοφανώς πάνω και μπροστά από τα κάστρα για να την υπερασπιστεί, όπως ομολογούσαν συντετριμμένοι οι έντρομοι πολιορκητές της.

Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2022

«Γεια σου ρε Παπαδιαμάντη!» ή Ο έπαινος και ο ψόγος της αγοράς και της κερκίδας…

Είναι κάποιοι φίλοι του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη που τέτοιες μέρες ενθουσιασμένοι, για να μην πω εκστασιασμένοι, από την ανάγνωση των διηγημάτων του ευαγγελιστή των ελληνικών εορτών θα αναφωνήσουν και πάλιν: «Γεια σου ρε Παπαδιαμάντη»!

Δεν κάνω πλάκα! Πρόκειται για πραγματική αντίδραση και δεν είναι στοιχειοθετημένη για τις ανάγκες εορταστικού κειμένου! Η αναφώνησή τους αυτή πηγαία, γνήσια, και έως αδιάκριτη, όπως θα μπορούσε να πει κάποιος, έχει καταγραφεί και σε ανάρτηση στο facebook και από εκεί την τσίμπησα! 

«Γεια σου ρε Παπαδιαμάντη»! Έμπαινε, λοιπόν, τρίπλαρε, σκόραρε! Η εξέδρα είναι έτοιμη να σε αποθεώσει! 

Αλλά τι καινούργιο να μας δώσεις, πλέον; Θα αρκεστούμε στα παλαιά αναζητώντας την επανάληψη της συγκίνησης ή ακόμη και την επαλήθευσή της ή την επιβεβαίωση της πρωτοκαθεδρίας σου στον θώκο της ελληνικής λογοτεχνίας; 

Φτάνει, όμως, αυτό για να ανοίξουμε διάπλατα την καρδιά μας, να νιώσουμε εν μέσω των ποικίλων συμφορών της ζωής μας πραγματικά Χριστούγεννα και να εκφραστούμε υμνητικά και δοξολογικά ή ακόμη και… ποδοσφαιρικά προς το πρόσωπο σου; Το πρόσωπο που έχει ταυτιστεί με τις μείζονες γιορτές και σκόλες μας;

Μπορεί, βεβαίως, να φτάνει και να περισσεύει μια ακόμη ετήσια επανάληψη, αλλά η ποίηση έχει τις δικές της εκπλήξεις που είναι πέραν από την ταυτοποίηση λέξεων, φράσεων, διαλόγων, επεισοδίων, συναισθημάτων…

Γιατί εκεί που νομίζεις πως μετά την γνωστή φράση, θα ακολουθήσει και η γνωστότατη, όπως και η επανάληψη της επαναλήψεως, εντούτοις αίφνης φωτίζεται αλλιώς το κείμενο από μια νέα ανάγνωση των ίδιων λέξεων και φράσεων που νόμιζες πως τις είχες ήδη αποδελτιώσει οριστικά, τις είχες αποκωδικοποιήσει πλήρως, ενώ και το νόημα το κρατούσες για τα καλά μέσα σου με ασφάλεια! Την ίδια στιγμή που νόμιζες πως τίποτε δεν σου ξέφευγε! Τίποτε δεν μπορούσε να σου διαφύγει μετά από τις επανειλημμένες αναγνώσεις! Νόμιζες! 

Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Παπαδιαμαντη - antifono.gr

Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Παπαδιαμαντη - antifono.gr



Ανήκομεν εις την Δύσιν… Και ο Παπαδιαμάντης;

Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 2022

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΝΤΟΣΤΟΓΕΦΣΚΙ, Ο ΚΟΣΜΟΚΑΛΟΓΕΡΟΣ

Ο Μίλαν Κούντερα έγραψε για τον Παπαδιαμάντη πως είναι ο σημαντικότερος Έλληνας πεζογράφος. Εκθειαστικά ήταν επίσης τα λόγια του Ελύτη, του Καβάφη, του Παλαμά, του Πορφύρα και άλλων μεγάλων ονομάτων της ελληνικού πνεύματος.
Ο Σκιαθίτης δημιουργός «δανείστηκε» το φυσικό περιβάλλον του νησιού του, ανέσυρε από τη μνήμη του τα παιδικά του χρόνια και ψυχογραφώντας την ζωή των απλών, ταλαιπωρημένων ανθρώπων, κατάφερε να φέρει στο προσκήνιο το ηθογραφικό μυθιστόρημα.

Τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα και η έντονη θρησκευτικότητα καθόρισαν τη συγγραφική του πορεία και την ψυχοσύνθεσή του.

Η ζωή του πεζογράφου


Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου του 1851 στην Σκιάθο. Ήταν το τρίτο από τα έξι παιδιά της οικογένειας. Ο πατέρας του, Αδαμάντιος Εμμανουήλ, ήταν ιερέας και η μητέρα του, Αγγελική Μωραΐτη, προερχόταν από αρχοντική οικογένεια του Μιστρά, που πήγε στην Σκιάθο τον 18ο αιώνα.



Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης με τον Γιάννη Βλαχογιάννη στην Αθήνα

Η οικογένεια ωστόσο αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα με αποτέλεσμα η εκπαίδευση του Αλέξανδρου να γίνει τμηματικά.