Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 2022

ΠΩΣ ΑΠΕΘΑΝΕΝ Ο ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ; Οι τελευταίες ώρες του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη όπως τις περιγράφει ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης


ΚΛΙΚ για τη συνέχεια...

"Αγάπη στον κρεμνό" -Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (4 Μαρτίου 1851, Σκιάθος - 3 Ιανουαρίου 1911, Σκιάθος)



Ο εκδότης του ΔΟΜΟΥ και των ΑΠΑΝΤΩΝ Δημήτρης Μαυρόπουλος διαβάζει απόσπασμα από το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη "Αγάπη στον κρεμνό"

Τὸ διήγημα «Ἀγάπη στὸν κρεμνὸ» πρωτοδημοσιεύθηκε τὸ 1913, δύο χρόνια μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Παπαδιαμάντη. Τὸ ἀπόσπασμα τῆς διήγησης τοῦ Γιαννιοῦ μᾶς δείχνει ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης εἶχε τὸ χάρισμα νὰ καταργεῖ τὰ ὅρια ἀνάμεσα στὸν πεζὸ καὶ ποιητικὸ λόγο – ὅλα τὰ γραπτά του νὰ εἶναι ποιήματα.

Μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἐπετείου τοῦ θανάτου του, 3 Ἰανουαρίου 1911, θυμίζω ὅτι κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κηδείας του χιόνιζε, καὶ τὸ φέρετρο ποὺ μεταφερόταν ξεσκέπαστο ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν στὰ Μνημούρια, στρώθηκε μὲ χιόνι, σὰν σάβανο. Τὴ συνθήκη αὐτὴ εἶχε περιγράψει ὁ ἴδιος στὸ διήγημα «Ὁ Ἔρωτας στὰ χιόνια», ὅπου ὁ μπαρμπα–Γιαννιός, ὁ ἥρωας τοῦ διηγήματος, πεθαίνει σαβανομένος ἀπὸ τὸ χιόνι: 

«Καὶ ὁ μπαρμπα-Γιαννιὸς ἄσπρισεν ὅλος, κ᾽ ἐκοιμήθη ὑπὸ τὴν χιόνα, διὰ νὰ μὴ παρασταθῇ γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος, αὐτὸς καὶ ἡ ζωή του καὶ αἱ πράξεις του, ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου»

Δημήτρης Μαυρόπουλος


Μουσική: Στέφανος Δορμπαράκης, Λευκό γράμμα, από το ομότιτλο cd

Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2022

Το ἀποχαιρετιστήριο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη



Νίκος Καροῦζος


''Στό ἀποχαιρετιστήριο γεῦμα του στοῦ Μπαρμπαγιάννη ὁ κύρ Ἀλέξανδρος κερνάει ὅποιον περάσει ἀπ' τό μαγαζί. Τοῦ διαλέγει μονάχος του μεζέ, τοῦ γεμίζει τήν κούπα καί τόν βάζει νά τσουγκρίσουν καί νά συχωρεθοῦν.

 Ὁ Μαλακάσης τόν ρωτάει ἄν ἀγόρασε, ὅπως ἔπρεπε, παπούτσια καί ροῦχα γιά νά πάει στό νησί του. - Ἀγόρασα, Μιλτιάδη μου. Δέν ψεύδομαι ἐγώ. Ἀλλά τά πῆρα παλιά. Θέλεις ν' ἁμαρτήσω τώρα στά γεροντάματα; Κι ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα μου, πῶς θά ἐπικαλεστῶ τή μεγάλη εὐχή: ''Εἰ ἐμεγαλοφρόνησα, εἰ περιεβλήθην πλούσια ἱμάτια...''. 

  Ὅταν  ἔρχεται ἡ ὥρα γιά τό λογαριασμό ὁ Μπαρμπαγιάννης κάνει τόν ἀνήξερο. Δέ θέλει νά πάρει χρήματα. - Δέν πειράζει, κύρ Ἀλέξανδρε. Κρατησέ τα νά οἰκονομηθεῖς κι ἀργότερα μοῦ τά στέλνεις. 
-Ὄχι. Ὄχι. Τόν πιάνει ἀπ' τό μπράτσο, τό Μπαρμπαγιάννη, τόν τραβάει λίγο παράμερα καί τοῦ βάζει στό χέρι δυό χαρτονομίσματα.
 -Εἶσαι καλός ἄνθρωπος καί σ' ἔχω στήν ψυχή μου. Κι ἄν σοὔφταιξα καμμιά φορά, ἄνθρωποι εἴμαστε. Δῶσε μου ἄφεση. 

Τήν ἄλλη μέρα, πρωί, ὁ κύρ Ἀλέξανδρος παίρνει παράμερα τήν κυρά-Μαρία, τή σπιτονοικοκυρά του.
 -Αὐτά τά ὀλίγα διά τό ἐνοίκιον.  -Μά γιατί, κύρ- Ἀλέξανδρε; Ἀκόμα δέ βγῆκε ὁ μήνας.
 -Λάβε τα τώρα ὁπού τά ἔχω. Ἄλλωστε εἶναι τά τελευταῖα. Φεύγω γιά τήν πατρίδα. 
- Ἀργότερα τῆς λέει: νά μοῦ ἀνάβεις κανένα κερί, κυρά -Μαρία, ὅταν πεθάνω.
 -Καί ποῦ θά τό μάθω  ἐγώ, κύρ- Ἀλέξανδρε, ὅταν πεθάνεις; Ἐσύ θἄσαι στήν πατρίδα σου. 
-Θά τό μάθεις, κυρά-Μαρία. Νά εἶσαι βέβαιη πώς θά τό μάθεις...".   

Αὐτή ἤτανε στά θλιβερά σκοτάδια τῆς Ἀθήνας ἡ ἐκπληχτική ἀποκορύφωση τοῦ μουσικοῦ συχώριου τῆς Ὀρθοδοξίας μέσα σ' ἕνα παπαδοπαίδι πού βασανίστηκε ἀνυπεράσπιστο. 

Ὑποκλίνομαι.

Νίκος Καροῦζος

Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2021

Ακούστε το διήγημα στον σύνδεσμο που ακολουθεί. Διαβάζει ο Ανδρέας Χατζηδήμου:



Watch this video on YouTube


Σάββατο 17 Απριλίου 2021

Ο Παπαδιαμάντης και ο Μεγάλος Κανόνας

Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο

Ο Παπαδιαμάντης και ο Μεγάλος Κανόνας

Σ’ ένα δρόμο της συνοικίας «Ράχη» στην Πορταριά έχει δοθεί το όνομα του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη. Ήταν τόσο μεγάλη η προσωπικότητα του Παπαδιαμάντη στο χώρο της Ελληνικής Λογοτεχνίας, ώστε αρκούσε αυτό και μόνο να εξηγήσει την ονοματοδοσία αυτή. Η αφορμή όμως στο να δοθεί το όνομα του Παπαδιαμάντη σ’ αυτό το δρόμο ήτανε η παρακάτω:

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης είχε έναν αδελφό, το Γιώργη, που είχε παντρευτεί στην Πορταριά και σ’ αυτή εγκαταστάθηκε. Διετέλεσε επί πολλά χρόνια γραμματέας της Κοινότητας Πορταριάς, τότε Δήμου Ορμινίου. Το σπίτι που καθότανε ήταν στην μικρή πλατεία, όπου η θολωτή βρύση και ο μεγάλος πλάτανος της «Ράχης», απέναντι από το αρχοντικό του Τσοποτού, τώρα ξενοδοχείο «Δεσποτικό». Έτσι ο εκφραστής του ταπεινού, του αυθεντικού και αδιάφθορου ελληνικού κόσμου, ο κοσμοκαλόγερος Αλ. Παπαδιαμάντης, είχε επισκεφθεί πολλές φορές την Πορταριά, για να δει τον αδελφό και τα ανήψια του.

Με την ευκαιρία αυτή αξίζει να σας διηγηθώ ένα ανέκδοτο για τον Αλ. Παπαδιαμάντη, που ο παππούς μου ο παπα Αντώνης, παπάς στον Ιερό Ναό των Αγίων Αναργύρων Πορταριάς, από το 1890 έως το 1942, μας είχε διηγηθεί.
Ποια χρονιά ακριβώς συνέβη, δεν το ξέρω. Το παραθέτω όπως μας το διηγήθηκε ο παππούς μου.

Ήτανε Μεγάλη Σαρακοστή, ημέρα Τετάρτη, που διαβάζεται στην Εκκλησία, στον Εσπερινό, ο Μεγάλος Κανόνας του Αγίου Ανδρέου Κρήτης. Βγήκε στην Ωραία Πύλη ο παππούς μου με το βιβλίο στο χέρι, που περιείχε το Μεγάλο Κανόνα, και με το φως της λαμπάδας άρχισε να διαβάζει τα τροπάρια. Ψάλτη δεν είχε και τα τροπάρια έπρεπε να τα διαβάσει μόνος του. Και ήτανε πάρα πολλά.
Διάβασε το πρώτο και πήρε μια βαθειά ανάσα, έτοιμος ν’ αρχίσει το δεύτερο, όταν κάποιος, που στεκότανε όρθιος από το δεξιό μέρος, μπροστά στην κολόνα της εκκλησίας, άρχισε να ψάλλει το δεύτερο τροπάριο. Ο παππούς μου ξαφνιάστηκε λίγο και προχώρησε στο τρίτο. Ο άγνωστος απήγγειλε από στήθους το τέταρτο. Ο παππούς μου, με αγωνία που αυξανόταν, διάβασε την πέμπτη στροφή και ο άγνωστος απήγγειλε από στήθους την έκτη, και ούτω καθεξής, μέχρι το τέλος του μακρού Μεγάλου Κανόνα. Ο παππούς μου διαβάζοντας από το βιβλίο και ο άγνωστος απ’ έξω, χωρίς βιβλίο. Κρύος ιδρώτας περιέλουσε τον παππού μου. Αυτός μετά δυσκολίας, κάτω από το ισχνό φως της λαμπάδας, κατόρθωνε να αναγνώσει τα τροπάρια, ενώ ο άγνωστος δεν εκόμπιαζε καθόλου και τα απήγγελλε μεστά περιεχομένου. Ο φόβος του έβαλε την ιδέα ότι ο ξένος ήταν άγγελος Κυρίου, σταλμένος από το Θεό να ελέγξει αν επιτελεί σωστά το έργο του. Και πρόσθετε ο παππούς μου: «Ήμουν και νέος παπάς…».
Τελείωσε ο Μεγάλος Κανόνας, μπήκε ο παππούς μου μέσα στο Ιερό να βγάλει το πετραχήλι και έως ότου βγει έξω ο άγνωστος είχε εξαφανιστεί. Πράγμα που εμπέδωσε, στη αρχή, την υποψία του αγνού ιερέα για την εξ ουρανών προέλευση του αγνώστου. Το μόνο που, μέσα στην ταραχή του, μπόρεσε να κρατήσει ήτανε το φτωχικό ντύσιμο του απόκοσμου ξένου. Ρώτησε και έμαθε στη συνέχεια ότι αυτός ο άγνωστος, που τόσο συντάραξε τον παππού μου με τις γνώσεις και το παρουσιαστικό του, ήταν ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο αδελφός του Γιώργη, του γραμματέα της Κοινότητας. Πήγε την άλλη μέρα στο σπίτι του αδελφού του για να τον γνωρίσει και είχε να το λέει για την απλότητα του, την ταπεινοφροσύνη του και τη σοφία του.

Να λοιπόν που το χωριό συνδέεται με δεσμούς αίματος με τον μεγάλο Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και πολύ σωστά δόθηκε το όνομα σε ένα δρόμο της συνοικίας που έμενε ο αδελφός του Γιώργης.

Γιώργος Δ. Τσιμπανούλης, Δικηγόρος, Φύλλο υπ’ αρ. 4 της έκδοσης ΠΟΡΤΑΡΙΑ, Ιανουάριος 1999

ΑΚΟΥΣΤΙΚΑ ΑΝΓΝΩΣΜΑΤΑ!


ΚΛΙΚ στην εικόνα...


ΠΗΓΗ: https://toanagnostikotisgalilaias.gr/

Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2021

ΧΡΗΣΤΟΣ ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ

Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο

Του Κώστα Χατζηαντωνίου

Μοιάζει απίστευτο πως περάσανε κιόλας είκοσι οκτώ χρόνια από τον πρόωρο χαμό του κορυφαίου πεζογράφου της γενιάς του, του Χρήστου Βακαλόπουλου. Του πρώτου που αντελήφθη, στο πάντα προοδευτικό χωριό μας, ότι τα ιδεολογήματα της προόδου είχαν ρημάξει έναν τόπο μυθικό και αποφάσισε να μιλήσει, όχι για να αντιπαραβάλει κάποια συντηρητικά ιδεολογικά αξιώματα, όχι για να νοσταλγήσει ή να εκποιήσει, αλλά για να θυμίσει πραγματικά περιστατικά, αληθινά βιώματα και καίρια γεγονότα. Και το έκανε όχι με λόγο αφοριστικής κριτικής ή θεμιτής δοκιμιακής αυθαιρεσίας αλλά με κάτι απείρως δυσκολότερο και λαμπρότερο: μέσω ενός μυθιστορήματος που συνιστά όριο στη μεταπολεμική μας πεζογραφία. 

Ήταν στα 1991 που εκδόθηκε «Η γραμμή του ορίζοντος» κι ένα δροσερό αεράκι φύσηξε με πρόσωπο που είχε αρχαίο όνομα και επώνυμο βυζαντινό: ήταν η ηρωίδα του "Ρέα Φραντζή" και μαζί της μια ολόκληρη εποχή, όταν ακόμη οι άνθρωποι ήταν ντροπαλοί, όταν ακόμη υπήρχε η Κυψέλη και η Ελλάδα πριν τις συντρίψει ο πλανήτης γη. Ο Βακαλόπουλος αντελήφθη εγκαίρως ότι το έργο του δεν έπρεπε να είναι μια ακόμη ατομική εμπειρία. Αντελήφθη ότι μεγάλος δημιουργός είναι αυτός που εκφράζει τα αισθήματα και τις ιδέες του συλλογικού μας προσώπου. Αυτός που βασανίζεται δριμύτερα από τον καθένα για τον κοινό πόνο που συνιστά την ενότητά μας και έχει τη δωρεά να αποτυπώνει αυτόν τον πόνο με αισθητική αρτιότητα. Μια δωρεά που τέρπει τον αναγνώστη στη σχόλη, τον παραμυθεί στη θλίψη, τον ανυψώνει όταν στοχάζεται. Να τι μας χάρισε για να μας συντροφεύει στα ανέφικτα όνειρα και στα εφικτά πάθη μας κι ας μη μας παρηγορεί γιατί έχουμε είκοσι οκτώ χρόνια να τον δούμε…

Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2021

Νίκος Μαυρίδης: Ο Χρήστος Βακαλόπουλος και το νεοελληνιστικό μυθιστόρημα






Ο Χρήστος Βακαλόπουλος έγραψε το νεοελληνι(στι)κό «Μεγάλο Μυθιστόρημα» της «Αιώνιας Νεότητας», καθώς πέρασε ταχέως από την αθώα και θρασεία εφηβεία στην καταλλαγή της «πέρα χώρας». Γαιο-πολιτικά ο Βακαλόπουλος διέσχισε όλη την μοιραία πορεία του καταγής, Μέσα -Ελλαδίτη προς την μακεδονική και νησιώτικη πρόεκταση της αποκαλυψιακής, ελληνοχριστιανικής Ιωνίας. Ξεκίνησε με τα Μπεστ Σέλερ της φοιτητικής νιότης και της χαρωπής θηριωδίας της δεκαετίας του 80΄, την θεωρητική «Κινηματογραφή» του Αριστερού Μεταμοντερνισμού, της Ψυχανάλυσης και της Τζαζ, για να γυρίσει μέσω της απτής κινηματογραφικής τριβής και συνεργασίας με τον Σταύρο Τσιώλη (τώρα πλέον οι παλιόφιλοι τα λένε και πάλι μαζί) στην «Γεω(γραφή)» της νεοελληνι(στι)κής ταυτότητας που ένωνε την χαμαί Ελλάδα του δρόμου και της διαδρομής με την άνω Πολιτεία της άλλης ψυχής της. Έγραψε στην στερνή, εκπρόθεσμη νεότητά του το Μυθιστόρημα μιας ησυχαστικής, εκστατικής «Εκκοσμίκευσης» που ήθελε να συμφιλιώσει την Αριστερά με την Ορθοδοξία, την Ποίηση με την Πεζογραφία, τη Θάλασσα με την Γη, τον Τόπο με την Περιπλάνηση, την «Μνήμη του Θανάτου» με την Αθάνατη Παρουσία. Για να ρίξει στο τέλος, στο αθέατο πέρας, γεμάτος θλίψη και ελπίδα, το ύστατο βλέμμα του πλατωνικού «Αιώνιου Παιδιού», στην ηλιοσκέπαστη «Γραμμή του Ορίζοντος».

Νίκος Μαυρίδης: Ο Χρήστος Βακαλόπουλος και το νεοελληνιστικό μυθιστόρημα, Απρίλιος 2017, Άπειρος Χώρα, Βριλήσσια.

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2021

“O δύστυχος Σκιαθίτης λιγάκι πριν τον Θάνατο”: Οι τελευταίες μέρες του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη από την πένα του Καρούζου και του Μαλακάση


Συ, που θάμπωσες τον ήλιο, που σ’ εζήλεψ’ η αυγή,

Σπέρμα ουράνιο, ριχμένο, που εβλάστησες στη γη…(1)

Πρόλογος – επιμέλεια: Σπύρος Δημητρίου

Εκατόν δέκα χρόνια συμπληρώθηκαν στις 3 του Γενάρη,  από την κοίμηση του μεγάλου Σκιαθίτη, του Άγιου των Ελληνικών Γραμμάτων, του κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Πέρασε μέσα από τις θύελλες της ζωής του, στην ιστορία του Νέου Ελληνισμού φτάνοντας ως τις μέρες μας, λιτός, σκυφτός, απέριττος,  για την αθανασία της τέχνης. Με το έργο του εξέφρασε την φύση της Πατρίδας και το ήθος της αυθεντικής ζωής του Νεοέλληνα που βρίσκεται σε αρμονία με την ιστορική παίδευση κάτω από τον θόλο της Ορθοδοξίας.

Δεν είναι η προγονοπληξία και η πίστη με την στενή έννοια  που προβάλλει,  αλλά ο πολιτισμός κι η παράδοση που δίνουν το στίγμα, την ιδιοπροσωπία μας ως λαού και ως Έθνους. Γι αυτό  κι η λογοτεχνία κι οι λογοτέχνες, στα χρόνια που ακολούθησαν δεν έπαψαν να διαιωνίζουν το έργο του, να τον τιμούν,  ανεξαρτήτως της οπτικής που ο καθείς έχει. Αυτό το ενωτικό, το μαζί που είναι σπάνιο σε μας,  το πέτυχε  ο κυρ Αλέξανδρος  καταφέρνοντας  να μας αποκαλύψει την ουσία της ζωής, την ουσία του πνεύματος που είναι η υψηλή ποίηση με απλά όμως υλικά όπως η αλήθεια, η «ιερή ζωή», το φως, το ελληνικό φως, η  ελληνική ύπαιθρος, το νησί του.

Ο “ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ” ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΗ ΒΥΤΩΡΟΠΟΥΛΟΥ

Ο μεγάλος Σκιαθίτης, λοιπόν,  άφησε το νησί του και σεργιάνισε το λεπτό του σαρκίο, τη μοναχική και δύσκολή ζωή του εις τας Αθήνας, από την Δεξαμενή μέχρι κάτω από τον βράχο της Ακρόπολης. Σπούδασε, έγραψε, συνομίλησε, αφουγκράστηκε το χτύπο της ζωής σε δρόμους και σοκάκια της πόλης , σε καφενεία και ταβέρνες,  αντάμα με απλούς ανθρώπους και συνοδεία λίγων κι εκλεκτών.  Ο ποιητής Μιλτιάδης Μαλακάσης, συνοδοιπόρος στην τέχνη μα συνάμα φίλος απ’ τους λίγους  του κυρ Αλέξανδρου,  γράφει στο περιοδικό της «Νέας Εστίας» τις θύμισες  για τις περιπλανήσεις τους στην Αθήνα της εποχής:

«Σε όλα δε αυτά τα κέντρα, τα φτωχομάγαζα, τα λαϊκά και απλά ο κύρ Αλέξαντρος ήτανε το είδωλο. Πολλές φορές έτρωγε, εσηκώνονταν, έφευγε, σκυθρωπός και αμίλητος, πολλές φορές και χωρίς να αποχαιρετήση και κανέναν. Όταν έφευγε, ο καταστηματάρχης εσημείωνε την τιμή του λιτού του γεύματος σ’ ένα ανοιχτό μπροστά του βιβλίο των πελατών του. όπου πήγαινε για φαγητό, ήξερε πως θα έφευγε ανενόχλητα. Τις μεγάλες γιορτές, τόσον ο κύριος Πρόεδρος, ο αμαξάς, όσο και διάφοροι μικρομπακάληδες, που τον σερβίριζαν  τις καθημερινές, τον προσκαλούσαν να φάγη στο σπίτι των, οικογενειακώς. Πολλές φορές αποδέχονταν , προ πάντων αν εκτιμούσε το κρασί των». (2)

Ο κυρ Νίκος, Γαβριήλ Πεντζίκης (Αφιέρωμα)

Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης

Αφιέρωμα της Σοφίας Ντρέκου

Ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης (30 Οκτωβρίου 1908 - 13 Ιανουαρίου 1993) γεννήθηκε, έζησε και πέθανε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στο Παρίσι Φαρμακολογία και διατηρούσε για πολλά χρόνια ένα πασίγνωστο φαρμακείο στη Θεσσαλονίκη, που υπήρξε κέντρο λογοτεχνικών συνερεύσεων.

Ο Πεντζίκης αποτελεί μια ιδιάζουσα και ξεχωριστή μορφή των ελληνικών γραμμάτων που με την πάροδο των χρόνων παίρνει τη θέση που η σύγχρονή του κριτική τού είχε στερήσει. Το όλως ιδιότυπο ύφος του διακρίνει επίσης και τα ζωγραφικά του έργα.

Αυτοβιογραφία του Νικολάου Γαβριήλ Πεντζίκη 

«Γεννήθηκα στα 1908. Πήγα σχολείο μονάχα στην Στ' Δημοτικού, διδαχθείς κατ’ οίκον. Oι οικοδιδάσκαλοί μου, μου εμφύτευσαν την αγάπη στη Γεωγραφία και το Δημοτικό τραγούδι.

Δεκατεσσάρων χρονών έγραψα μιά Παγκόσμια Γεωγραφία. Eν συνεχεία άρχισα να γράφω εκφραζόμενος προσωπικά πάνω στο σχήμα «H Λαφίνα» και του «Κίτσου η μάνα». Θαύμαζα τον Καρκαβίτσα για το ότι μνημόνευε και εκμεταλλευόταν πάρα πολλές παραδόσεις μας.

Φοιτητής στο Παρίσι, η νορβηγική και γενικώτερα η σκανδιναυϊκή συμβολιστική λογοτεχνία μ’ επηρέασε και άρχισα να κινούμαι σε άλλο επίπεδο. Τότε ήταν που διάβασα και το θεατρικό έργο του Λουίτζι Πιραντέλλο «Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα».

Στο Στρασβούργο, συνεχίζοντας τις σπουδές μου, μου επεβλήθη ο Γάλλος Κλωντέλ. Από το 1936 και μετά, πέρασα σε άλλον κόσμο με τους βυζαντινούς χρονογράφους.

Από τους αρχαίους Έλληνες, επειδή ποτέ δεν υπήρξα ευφυής και έξυπνος, εκτός από τον Πίνδαρο και προπαντός τον Όμηρο, σε κανέναν άλλον απάνω δεν στηρίχτηκα.

Mιας εξ αρχής η τάση μου ήταν μυθικής και παραμυθικής ερμηνείας των εγκοσμίων. Tα βιβλία που εξέδωσα, ορίζουν σειρά συναισθηματικών απογοητεύσεων. Αυτό άλλωστε μ’ έκανε ολοένα και φανατικώτερο υπηρέτη και μιμητή των βυζαντινών συγγραφέων.

Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2020

Φώτης Κόντογλου


Το βίντεο είναι αφιερωμένο στη ζωή και το έργο του ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ (γεν. 1895 – θαν.1965). 
Παρατίθενται βιογραφικά στοιχεία, πληροφορίες για τις σπουδές του και τις επιρροές που δέχτηκε, τα ταξίδια του και την προσωπικότητά του. Για τον Φ. ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ μιλούν οι: ΙΩΣΗΦ ΒΙΒΙΛΑΚΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΣ, ΔΕΣΠΩ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ και ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΡΤΙΝΟΣ.

Δευτέρα 24 Αυγούστου 2020

Η ειρωνεία με το «Φαρενάιτ 451»


ΝΙΚΟΛΑΣ ΖΩΗΣ

Ο Ρέι Μπράντμπερι, ο οποίος πέθανε το 2012, τιμάται σήμερα από βιβλιοθήκες των ΗΠΑ με μια μαραθώνια ανάγνωση του διάσημου βιβλίου.


Το 1920, γεννήθηκε στο Ιλινόις ένας συγγραφέας που εισήλθε στην επικράτεια της γραφής από μια λοξή οδό. Ο Ρέι Μπράντμπερι δεν μεγάλωσε σε οικογένεια βιβλιοφάγων, όμως στο περιβάλλον του άκουγε πολλές ιστορίες. Τα πρώτα του αναγνώσματα δεν ήταν κλασικά έργα, αλλά αφηγήσεις τρόμου και επιστημονικής φαντασίας. Λόγω οικονομικών δυσκολιών δεν σπούδασε, ωστόσο, όπως είχε δηλώσει, «όλη μου η εκπαίδευση ήταν στις βιβλιοθήκες». Η αλήθεια είναι ότι τις τελευταίες τις τίμησε, μελετώντας στα έδρανά τους ή στηρίζοντας τον εκσυγχρονισμό τους. Πλέον, ήρθε η σειρά τους να τον μνημονεύσουν: η βιβλιοθήκη του Κογκρέσου και αρκετές άλλες των ΗΠΑ διοργανώνουν σήμερα έναν μαραθώνιο ανάγνωσης του δημοφιλούς μυθιστορήματός του «Φαρενάιτ 451», που θα διαβαστεί από ηθοποιούς και συγγραφείς και θα μεταδίδεται από τη σελίδα raybradburyreadathon.com.

Μερικοί το γνωρίζετε ήδη: οι 451 βαθμοί της κλίμακας Φαρενάιτ είναι η θερμοκρασία στην οποία καίγεται το χαρτί. Το μυθιστόρημα του Μπράντμπερι, δημοσιευμένο στη μακαρθική Αμερική του 1953, μας μεταφέρει σε μια δυστοπική μεγαλούπολη, όπου τα βιβλία παραδίδονται στις φλόγες εντεταλμένων πυρονόμων, όπως ο πρωταγωνιστής Γκάι Μόνταγκ, προκειμένου να εξαλειφθεί κάθε επικίνδυνη ιδέα από τις σελίδες τους, κάθε διάθεση για αναζήτηση που καλλιεργείται από την ανάγνωσή τους. Αν υπάρχει κάτι διαχρονικό σε όλα αυτά, το εξηγεί ο Βασίλης Δουβίτσας, μεταφραστής του «Φαρενάιτ 451» στην έκδοση της «Αγρας» (2012). «Στοιχεία που στο βιβλίο περνούν ως νύξεις επιστημονικής φαντασίας, τελικά επαληθεύθηκαν, ειδικά την τελευταία δεκαετία, μέσα την επιτήρηση ή την απαξίωση της λογοτεχνίας» λέει. «Το μήνυμα του βιβλίου, όμως, δεν είναι τόσο ότι τα βιβλία απαγορεύτηκαν από κάποια κυβερνητική εντολή, όπως στο “1984”, αλλά ότι ο κόσμος τα απαξίωσε λόγω μιας κουλτούρας καταναλωτισμού, που έβαλε την προσωπική αναζήτηση σε δεύτερη μοίρα».
Το βιβλίο περιγράφει έναν κόσμο όπου τα βιβλία καίγονται ώστε να εξαλειφθεί κάθε διάθεση για στοχασμό.

Το μυθιστόρημα μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Φρανσουά Τριφό το 1966, ενώ ο ίδιος ο Μπράντμπερι το διασκεύασε σε θεατρικό έργο το 1979. Ενα σκηνικό ανέβασμά του είδαμε το 2018 και στην Ελλάδα, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, σε σκηνοθεσία του Θωμά Μοσχόπουλου. «Σημαντική δεν είναι τόσο η λογοτεχνική ή δραματουργική του αξία, όσο οι ιδέες που φέρει, οι οποίες καταλήγουν προφητικές», παρατηρεί ο Μοσχόπουλος. «Η μεγάλη ειρωνεία είναι ότι το “Φαρενάιτ 451” τιμάται από τον κόσμο τον οποίο στηλιτεύει. Στη θεατρική εκδοχή, υπάρχει ένας μονόλογος του αντίζηλου του πρωταγωνιστή, του πυραγού Μπίτι, που περιγράφει πώς η πολιτική ορθότητα προκρίνει έναν φαινομενικό πλουραλισμό, που τελικά οδηγεί στην κατάργηση οποιασδήποτε θέσης και φωνής. Η διαρκής υπογράμμιση των διαφορών σου από τους υπόλοιπους καταργεί την περίπτωση μιας συνθήκης που ενώνει την κοινωνία. Ζούμε σε έναν κόσμο διάσπασης, που δεν είναι τωρινό φαινόμενο. Ο κόσμος που περιγράφει ο Μπράντμπερι είναι αντίθετος από τον κόσμο της ανάγνωσης, που υποστηρίζει τη συγκέντρωση και αναθέτει στον αναγνώστη να δημιουργεί εικόνες. Εμείς βομβαρδιζόμαστε από εικόνες, οι οποίες είναι σαν βολές που δέχεσαι και δεν προλαβαίνεις να αντιδράσεις παρά μόνο θυμικά. Οταν, όμως, υφίστασαι διαρκώς σοκ, γίνεσαι είτε αναίσθητος είτε τόσο ευαίσθητος που δεν αντέχεις αυτό που ζεις».

Από την πλευρά του, ο Βασίλης Δουβίτσας επισημαίνει ότι ο τρόπος που αντιμετώπιζε την πολιτική ορθότητα ο Μπράντμπερι οφειλόταν και στον συντηρητισμό του. Συμφωνεί, ωστόσο, ότι εκτός από τον πυρονόμο Γκάι Μόνταγκ, εξίσου αν όχι περισσότερο ενδιαφέρον έχει ο πυραγός Μπίτι: «Αυτός είναι που περνάει τις φιλοσοφικές ιδέες του Μπράντμπερι και που συνδέει τον μεταπολεμικό κόσμο με τη δυστοπία που περιγράφεται στο βιβλίο», σημειώνει.

«Στο τέλος, βέβαια, μεταστρέφονται και οι δύο», παρατηρεί ο Μοσχόπουλος. «Ο ένας από μια αίσθηση ανεπάρκειας, ο άλλος από μια αίσθηση κορεσμού. Ο Μόνταγκ νιώθει ξαφνικά ότι κάτι του λείπει, ενώ ο Μπίτι αισθάνεται ότι όλα έχουν εξαντληθεί, ότι το είδος του ανθρώπου που γνωρίζει τα πάντα δεν μπορεί να αντέξει, να συνεχίσει. Είναι σαν ο Μπράντμπερι να λέει ότι η λύση δεν θα έρθει από τον πολύ έξυπνο, αλλά από τον άνθρωπο που δεν αντέχει, συναισθηματικά και ψυχολογικά, να ακολουθήσει μια κενή ζωή. Η λύση δεν θα έρθει από εκείνον που υπεραναλύει, όπως κάνουμε τώρα και εμείς. Κάτι τέτοιο, από ένα σημείο και μετά καταντά αυτάρεσκο και οι αξίες σχετικοποιούνται τόσο, που καταλήγεις αδρανής».

ΠΗΓΗ: https://www.kathimerini.gr/
 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Κυριακή 23 Αυγούστου 2020

Όταν τελειώνω ένα βιβλίο...

Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο, κοντινό πλάνο

Όταν τελειώνω ένα βιβλίο,
τοποθετώντας το στη βιβλιοθήκη
με εμφανή τα σημάδια της δοκιμασίας
στη ράχη και στις σελίδες του,
είναι σαν να δοκιμάστηκα κι εγώ μαζί του.
Κι αυτή η αίσθηση,
ότι διαβάζοντας διαπλέω αργά, νωχελικά,
με το ποταμόπλοιο τον κόσμο,
με ακολουθεί πάντα.

Μάρω Δούκα

Απόσπασμα από το βιβλίο:
''Τα μαύρα λουστρίνια''

Σάββατο 22 Αυγούστου 2020

Μάριος Χάκκας, «Ὁ μπιντὲς»

Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο, κοντινό πλάνο

Εἴχαμε φαγωθεῖ μέσα μας χωρὶς νὰ τὸ πάρουμε εἴδηση. Ἐκείνη ἡ λοῦξ τουαλέτα μὲ τὸν ἱππόκαμπο στὰ πλακάκια οἰκόσημο, μία πάπια καὶ γύρω παπάκια, κύκνους καὶ παραδείσια ψάρια, νιπτῆρα, λεκάνη, μπανιέρα, μπιντές, παραμπιντές, ὅλα ἀπαστράπτοντα, εἴχανε παίξει τὸ ρόλο τους ὕπουλα, σκάψανε μέσα βαθιά μας τερμίτες, ὅπως τὸ σαράκι τὸ ξύλο, καὶ τώρα νιώθαμε κούφιοι. (...)

Μὲ εἴχανε βάλει στὸ ζυγό εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια μὲ τὴ θέληση μου (αὐτὸ εἶναι τὸ χειρότερο), γιὰ νὰ καταλήξω ἐδῶ μπροστὰ σὲ μία σειρὰ ἄχρηστα πράγματα, κατὰ τὴ γνώμη μου, ἤ ποὺ κι ἄν εἶναι χρήσιμα, π’ ἀνάθεμά τα, δὲν ἀξίζουν ὅσο αὐτὴ ἡ ὑπόθεση ποὺ λέγεται ζωὴ καὶ νιάτα. Τὰ καλύτερα χρόνια τὰ σπατάλησα σὰν τὸ μερμήγκι κουβαλώντας καὶ σιάχνοντας αὐτὸ τὸ κολόσπιτο, οἰκοδομῶντας τελικὰ αὐτὸν τὸν μπιντέ, εἴκοσι χρόνια μοῦ κατάπιε ἡ καταβόθρα του, κι ἐγὼ τώρα ἔχω μείνει στυμμένο λεμόνι, σταφιδιασμένο πρόσωπο, γιὰ ἕνα μπιντέ.

Τρίτη 4 Αυγούστου 2020

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης:''Ρεμβασμὸς τοῦ Δεκαπενταυγούστου'' (1906)


Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης:''Ρεμβασμὸς τοῦ Δεκαπενταυγούστου'' (1906)

( Άπαντα τόμος 4ος, Σελ. 85-97)
''...Ἀνάμεσα εἰς συντρίμματα καὶ ἐρείπια, λείψανα παλαιᾶς κατοικίας ἀνθρώπων ἐν μέσῳ ἀγριοσυκῶν, μορεῶν μὲ ἐρυθροὺς καρπούς, εἰς ἔρημον τόπον, ἀπόκρημνον ἀκτὴν πρὸς μίαν παραλίαν βορειοδυτικὴν τῆς νήσου, ὅπου τὴν νύκτα ἑπόμενον ἦτο νὰ βγαίνουν καὶ πολλὰ φαντάσματα, εἴδωλα ψυχῶν κουρασμένων, σκιαὶ ἐπιστρέφουσαι, καθὼς λέγουν, ἀπὸ τὸν ἀσφοδελὸν λειμῶνα, ἀφήνουσαι κενὰς οἰμωγὰς εἰς τὴν ἐρημίαν, θρηνοῦσαι τὸ πάλαι ποτὲ πρόσκαιρον σκήνωμά των εἰς τὸν ἐπάνω κόσμον ― ἐκεῖ ανάμεσα ἐσώζετο ἀκόμη ὁ ναΐσκος τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας...''

ΠΗΓΗ: Δημήτρης Σταματάκης

Κυριακή 26 Ιουλίου 2020

Του Ηλία ΒΕΝΕΖΗ - 22 Ιουλίου 1943


22 Ιουλίου 1943

Την παραμονή της μεγάλης μέρας κατά το βράδυ, αφού τελείωσαν ό,τι τους είχε οριστεί να κάνουν απ' την ομάδα τους, είπαν να ξεκουραστούν λίγο.

«Ας πάμε στα δέντρα», είπε το κορίτσι. «Να πάρουμε λίγη δροσιά.»

Πήγαν στο πάρκο και κάθισαν σ' έναν πάγκο. Τ' άστρα πια είχαν βγει. Ηταν καθαρή νύχτα. Ηταν οι δυο τους εκεί μονάχοι. Κάμποση ώρα μείνανε σιωπηλοί.

«Μήπως... μήπως φοβάσαι τίποτα;» τη ρώτησε μια στιγμή. Του έπιασε το χέρι και τον έσφιξε.
«Οχι», είπε, και η φωνή της ήταν σταθερή και βέβαιη. «Δε φοβάμαι.»
Επειτ' από λίγο.
«Οι Γερμανοί θα χτυπήσουν σκληρά αύριο. Να 'σαι σίγουρη», λέει το αγόρι.
«Είμαι σίγουρη.»

Πέρασε πάλι λίγη ώρα.

«Θα 'ρθουν και για μας καλές μέρες», είπε το αγόρι συγκινημένο. «Τότε θα μπορούμε να νοιαστούμε και για την ευτυχία μας, τη δική σου και τη δική μου...».
Μίλησαν τότε για τα όνειρά τους και για το μέλλον. Είχαν γνωριστεί πριν από λίγους μήνες, σε ώρα κρίσιμη, όταν είχαν βρεθεί πλάι - πλάι σε μια διαδήλωση στους δρόμους της Αθήνας. Εκείνη βάδιζε κορυφαία, τα μαύρα μαλλιά της ανεμίζονταν στον αγέρα, ανεμίζονταν κι οι δίπλες της σημαίας που κρατούσε στα χέρια της. Οταν από ένα ψηλό παράθυρο φάνηκε η σιδερένια κάννη του περιστρόφου που ένας Γερμανός σκόπευε ίσια στο στόχο: τη σημαιοφόρο με τα ανεμισμένα μαλλιά. Πρόφταξε και την τράβηξε πίσω μια ελάχιστη στιγμή πριν ακουστεί ο κρότος του πυροβολισμού. Η διαδήλωση χύθηκε σε μια πάροδο και τράβηξε προς το σκοπό της απ' άλλο δρόμο, πάντα με κορυφαία την Ελληνίδα με τ' ανεμισμένα μαλλιά.

Σάββατο 16 Μαΐου 2020

Θα πεθάνω όπως ΕΓΩ θέλω

σταικου

Της Άννας Στάικου

Ο Αναστάσης παλιός μάστορας καλλιτέχνης κοσμημάτων χειροποίητων εργάζεται 50 χρόνια στο κέντρο της Αθήνας  Καλά τα είχε καταφέρει στην ζωή του μέχρι το ρημάδι το περίστροφο που μας σημάδεψε τους περισσότερους στον κρόταφο με ονοματεπώνυμο έτος 2010

Από τότε μεροδούλι μεροφάι και πολλές φορές δίχως μεροδούλι και μήτε μεροφάι. Τα χέρια του τον βοηθάνε Κληρονομιά από τους Ηπειρώτες μαστόρους. Σχεδιάζει και μετά κελαηδά το πενσάκι στην λεπτή πλάκα ασημιού, χαλκού, μπρούτζου. Λησμόνησε τα μαύρα πρώτα χρόνια που λες και ζώσανε άρματα την μικρή παραγωγή, την ξεπάτωσαν και οι τεχνίτες ή πέθαιναν απελπισμένοι η εγκατέλειπαν την εργασία που με κόπο και πολύ μεράκι είχαν μοχθήσει. Και ο ίδιος ο Αναστάσης δεν πέρασε λίγα . Έζησε ένα χειμώνα δίχως ρεύμα και μέσα στο παγωμένο δυάρι
Μια νύχτα άγρυπνος και με ταχυκαρδίες που βαρούσαν τον τοίχο πήρε την απόφαση της αποδημίας του με τον τρόπο που αυτός με το μυαλό του θα κατάστρωνε. Λοιπόν, θα έφευγε όρθιος (άλλωστε δεν θα μπορούσε ποτέ σύνταξη να πάρει) κρατώντας το καλεμάκι της σφυρηλάτησης των αντικειμένων, στην παλάμη του
Σκεφτόταν ότι μια τέτοια στιγμή θα ορμούσε από την πόρτα η αστραπή από τ απέραντο.  Θα τον αγκάλιαζε και ανεβαίνοντας στα ουράνια θα τον αποχαιρετούσαν, σφυράκια καλέμια, πένσες, κολλητήρια και τα φλόγιστρα θα ρίχναν πυροτεχνήματα
Ναι, ναι Έτσι θα φευγε Την είχε φάει τη ζωή με το κουτάλι και τ άδικο με το πηρούνι
Στο χάος του στερεώματος ζωγραφίζονταν τα παιδιά του-μεγάλα πιά-και οι οπτασίες από τις γυναίκες της ζωής τους.  Ακόμη και η Θάλεια Το κοριτσάκι στην Α δημοτικού που καθόταν στο διπλανό θρανίο ξεπρόβαλλε στην άβυσσο
Ναι Στον αποχαιρετισμό θα ήταν και η Θάλεια . Επιτρεπόταν στην οπτασία να μην είχε κοτσίδες Αλλα απαγορευόταν να μην ήταν όμορφη και δροσερή.

Σάββατο 2 Μαΐου 2020

Η ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Την πρώτη Μαΐου γιορτάζεται η μέρα των εργατών. Είναι στην πραγματικότητα η καθιερωμένη γιορτή της εξέγερσης των εργατών του Σικάγου. Τον Μάη του 1886 τα εργατικά συνδικάτα στο Σικάγο ξεσηκώθηκαν διεκδικώντας ωράριο εργασίας στις 8 ώρες και καλύτερες συνθήκες εργασίας. Εορτάζεται επίσης και σαν μέρα των λουλουδιών και της Άνοιξης. Η μέρα έχει θεσπιστεί ως αργία και όλες οι υπηρεσίες και οι επιχειρήσεις παραμένουν κλειστές.

Πίνακας - Pellizza da Volpedo, Η τέταρτη τάξη. 1901







1η Μαΐου του 1886 - Σικάγο 

400.000 άνθρωποι συμμετείχαν στις απεργίες που γίνονταν σε όλη την χώρα( Η.Π.Α.), και πάνω από 80.000 στο Σικάγο. Αυτό το Σάββατο του 1886, μια εργάσιμη μέρα, οι εργάτες, ξεκίνησαν με τις γυναίκες και τα παιδιά τους για να διαδηλώσουν ειρηνικά στο χώρο της συγκέντρωσης στην πλατεία Haymarket.

Στη γύρω περιοχή, είχαν παραταχθεί αστυνομικές δυνάμεις αποτελούμενες από 1350 άτομα, οπλισμένα με οπλοπολυβόλα οι οποίοι περίμεναν το σύνθημα για να δράσουν.

Κι ενώ το πλήθος παρακολουθούσε τις ομιλίες, ο επικεφαλής της αστυνομικής δύναμης, διατάσσει να διαλυθεί η συγκέντρωση. Μια βόμβα έσκασε κοντά στους αστυνομικούς οι οποίοι άρχισαν να πυροβολούν και να χτυπούν τους συγκεντρωμένους χωρίς καμιά διάκριση. Είναι ακόμα άγνωστος ο αριθμός των θυμάτων αφού πολλοί τραυματισμένοι κατέληξαν τις επόμενες ημέρες, επίσημα μόνο οκτώ νεκροί αστυνομικοί και τέσσερις διαδηλωτές έχουν επαληθευτεί.




Σικάγο 1886

«Θα’ρθει μια εποχή που η σιωπή μας θα είναι πιο ισχυρή από τις φωνές που στραγγαλίζετε σήμερα!» 
Αύγουστος Σπάις, ένας από τους αναρχικούς που απαγχονίστηκαν στο Σικάγο το 1887


«Το μισθωτικό σύστημα είναι η μόνη πηγή μιζέριας του κόσμου. Το στηρίζουν οι εύπορες τάξεις, και για να καταστραφεί πρέπει οι εύπορες τάξεις είτε να μάθουν να δουλεύουν είτε να πεθάνουν. Μία λίβρα δυναμίτη είναι καλύτερη από ένα τσουβάλι ψηφοδέλτια! Διεκδικήστε οχτώ ώρες εργασίας με τα όπλα στο χέρι, για να αντιμετωπίσετε τα σκυλιά των καπιταλιστών, την αστυνομία και το στρατό με τον κατάλληλο τρόπο.
Τζέραρντ Λίζιους, ένας από τους αναρχικούς του Σικάγο

Δευτέρα 13 Απριλίου 2020

Τα αξημέρωτα βάγια


«Μωρέ τι κορακοσύννεφο είναι τούτο;», μουρμούρισε ο Τρελονικολός σαν αντίκρισε μια γνωστή παρέα από μαυροφορεμένες γριές να βγαίνουνε ολοφυρόμενες απ’ τη μάντρα του νεκροταφείου. Άλλος κανένας δεν ήταν στην περιοχή, μιας και το σκοτάδι του Απρίλη είχε αρχίσει να πέφτει δροσερό πάνω απ’ το μικρό χωριουδάκι, εκτός του Τρελονικολού, που όταν τον ζόριζε κανείς για τις αθυροστομίες ή τις προσβολές του, έβγαζε με σπουδή ένα διπλωμένο κομμάτι χαρτί απ’ το σελάχι του, κι αφού το ξετύλιγε με προσοχή, έκανε πως διάβαζε με επισημότητα σαν τίτλο τιμής, μια φράση που ήταν αποτυπωμένη σ’ αυτό : «Ο κύριος Νικόλαος Κ, έχει το ακαταλόγιστο». Και συνέχιζε με κεκτημένη ταχύτητα: «Μη με πολυσκοτίζετε το λοιπόν γιατί θα ακούσετε κι άλλα. Άμετε παραπέρα γιατί έχω επίσημη άδεια με σφραγίδα και υπογραφή κοτζάμ καθηγητή να σας σιχτιρίζω όποτε θέλω», συμπλήρωνε, και πότε εισέπραττε τα γέλια κάποιων ακροατών του, πότε προκαλούσε τη φούρκα και τα νεύρα άλλων, λιγότερο ψύχραιμων που δεν ήξεραν πόσο αθώος ήτανε ο μισότρελος ετούτος νέος.